Ένας συντάκτης που δεν μπορεί με τίποτα να ακούσει το 'κρακ' της κατσαρίδας περιγράφει μια αληθινή ιστορία που θα φέρει την ανθρωπότητα πιο κοντά.
Tετάρτη, μόλις έχει βραδιάσει. Μπαίνω στο δωμάτιο. Όλα στη θέση τους. Τρία παντελόνια στο πάτωμα, περίπου 4,5 ευρώ σε ψιλά σκόρπια κάτω από το κρεβάτι, μια καρέκλα σκεπασμένη με ρούχα, αριστερά παπούτσια, δεξιά παπούτσια, ο καθρέφτης στη θέση του, τα μπουφάν κρεμασμένα παραδίπλα, μια κατσαρίδα πάνω σ' ένα πράσινο τζάκετ.
Κάθισα στο κρεβάτι, έλυσα τα κορδόνια απ' το αριστερό πα..... “ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ”, φώναξα. (Από μέσα μου, μη μας περάσουν και για χέστες).
Συνηθίζεται οι κατσαρίδες που βλέπουμε να μας μοιάζουν πάντα τεράστιες -ποιος θα μπορούσε εξάλλου να δεχτεί μία ως μικρή και να μην της δώσει σημασία;-, αλλά η συγκεκριμένη στο ορκίζομαι ότι ήταν η σωστή, η αηδία, η υπονομίσια.
Ήταν τεράστια, δηλαδή πολύ μεγαλύτερη απ' αυτές που
βλέπεις στον δρομίσκο πάνω απ' την Αβραμιώτου που έχει καταληφθεί από
κατσαρίδες, που σύντομα θα κατεβάζουν και τον δικό τους υποψήφιο για το
Δήμο.
Ήταν εκεί και περπατούσε στο πράσινο τζάκετ και μετά
πέρασε δίπλα στο μαύρο μπουφάν με την κουκούλα και πιο μετά μέσα στην
κουκούλα. Ήταν μόλις η δεύτερη κατσαρίδα που βλέπουμε δύο χρόνια στο
Παγκράτι. Για την πρώτη είχε γράψει ο συγκάτοικος στο blog του.Παρενθεσάρα για όλους τους Τσακ Νόρις που γράφουν ήδη σχόλια τύπου “τι άντρας είσαι, έλεος, σαν κοριτσάκι κάνεις”. Ωραία. Ομολογώ ότι
Αν δεν έβλεπα τον τρόμο στα μάτια των φίλων μου όταν τους περιέγραφα την περιπέτεια, δεν θα έγραφα αυτό το άρθρο. Αλλά τον είδα. Είμαστε πολλοί εκεί έξω. Τι; Αν στους πολλούς συμπεριλαμβάνω και τους άντρες; Ουυυ, άντρες να δουν τα μάτια σου...
Ο άνθρωπος δεν έχει φτιαχτεί για να μαζεύει τις
κατσαρίδες σε γυάλα, να τις ταΐζει και να κοιμάται δίπλα τους το βράδυ,
αλλά για να τις σιχαίνεται. Δεν φοβάμαι τις κατσαρίδες, τις σιχαίνομαι.
Αλλά όταν λέμε σιχαίνομαι, το εννοούμε, δεν παίζουμε.
Δεν ξέρω αν το 'χεις παρατηρήσει, αλλά απ' τη στιγμή που η
κατσαρίδα βλέπει ότι την βλέπεις, υπάρχει θόρυβος στο δωμάτιο. Την
ησυχία σπάει μια συχνότητα που δεν έχει συνηθίσει το αυτί. Αν
απομονώσεις τα χιόνια στη συχνότητα, θα την ακούσεις να λέει “Ωχ με είδε. Κάτσε να κουνήσω λίγο τα φτερά να δω κάτι. Εντάξει, εξαφανίστηκε, μπορώ να κρυφτώ τώρα”.Βγήκα απ' το δωμάτιο και πήγα να φέρω το σπρέι, δηλαδή να πω στον συγκάτοικο (Γιώργος από δω και πέρα) ότι έχουμε κόσμο στο σπίτι, να μπει πρώτος στο δωμάτιο και από πίσω εγώ με το σπρέι. Έτσι και έγινε. Αλλά η κατσαρίδα δεν ήταν πουθενά. Ψάξαμε (έψαξε) μέχρι και το τελευταίο υποσυρτάρι κάθε ντουλάπας (έχει και πολλές πανάθεμά το). Τίποτα, πουθενά.
Και κάπου εδώ έρχεται η πραγματική ζημιά που σου κάνει ο εντοπισμός μιας κατσαρίδας στο σπίτι. Ή τη σκοτώνεις ή ζεις με το φόβο. Φαντάζεσαι να κοιμάσαι κι εκείνη να οργώνει το δωμάτιο ή να ανεβαίνει ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ.
Νιώθεις τον κρύο ιδρώτα. Ή μήπως είναι η κατσαρίδα που ανέβηκε στην πλάτη σου;
....
ΣΚΑΤΑ.
Αφού αναλύσαμε με το Γιώργο τα από πού μπορεί να ήρθε και πού μπορεί να πήγε, καταστρώσαμε το σχέδιο δράσης. Raid μέχρι να μαραθεί το κρεβάτι, κλείδωμα της πόρτας (ναι, γιατί ως γνωστόν, αν θέλει δεν περνάει από κάτω) και ύπνος στον καναπέ.
Ένιωθα σχεδόν βιασμένος. Ένιωθα ξεριζωμένος απ' το
δωμάτιο λες και φιλοξενούσα την εθνική ροχαλητού. Βασικά μαλάκας ένιωθα
που δεν τη σκότωσα όταν την είδα.
Φοβερός ο ύπνος στον καναπέ.
Μπορεί να κοιμήθηκα και τρεις ώρες χωρίς τα διαλείμματα. Σηκώθηκα σαν
το ζόμπι με ένα παπούτσι στο χέρι και άνοιξα την πόρτα του δωματίου.Τι ήθελα να δω: Την κατσαρίδα ανάσκελα στο πάτωμα.
Τι είδα: Το δωμάτιο όπως το άφησα το βράδυ.
Άνοιξα τα παντζούρια να φύγει το δηλητήριο. Έψαξα πάλι τα συρτάρια και τις ντουλάπες. “Η κατσαρίδα απέδρασε. Δεν μπορεί να είναι ακόμα στο σπίτι. Ή ψόφησε κάπου που δεν μπορώ να δω”. Επαναλάμβανα σε όλη τη διαδρομή μέχρι το γραφείο. Έφτασα στο γραφείο, μπήκα για σύσκεψη και αντί για καλημέρα, είπα: “Η κατσαρίδα απέδρασε. Δεν μπορεί να είναι ακόμα στο σπίτι. Ή ψόφησε κάπου που δεν μπορώ να δω”.
Δεν έχασα τη δουλειά μου. Ακόμα.
Όλη η μέρα κύλησε με το όμορφο συναίσθημα του να ξέρεις ότι το βράδυ θα σε ρίξουν σ' αυτή τη γυάλα με τα ερπετά που έριχναν τους παίκτες του Black Out. Δεν είχα πειστεί με το σενάριο της απόδρασης. Ήξερα ότι είναι εκεί. Απλά δεν ήξερα πού είναι.
Γύρισα σπίτι σαν τον τελευταίο κομπάρσο του Walking Dead. Είχα κι ένα σουβλάκι στο χέρι. Έκατσα στον καναπέ, ευχήθηκα να μην ξανακοιμηθώ εκεί απόψε (και γενικά ποτέ) και άνοιξα την τηλεόραση.
5, 4, 3, 2, 1 κι ένα μαύρο πράγμα περπάτησε δίπλα στο
παπούτσι. Δηλαδή βγήκε κάτω από τον καναπέ. Δηλαδή μπορεί να ήταν εκεί
όλο το βράδυ που δεν την έβρισκα πουθενά στο δωμάτιο. Ή πάνω μου. Ή ΤΙ
ΠΗΓΕ ΝΑ ΜΑΣ ΒΡΕΙ ΘΕΕ;
Την αναγνώρισα αμέσως. Ήταν η ίδια. Το ίδιο μεγάλη και
υπονομίσια με αυτή της προηγούμενης νύχτας. Ο Γιώργος δεν ήταν στο σπίτι
-και homme alone και home alone, ένας ένας, μη βαράτε-, αλλά δεν υπήρχε
περίπτωση να την ξαναχάσω. Είχαμε πόλεμο. Ή αυτή ή ο ύπνος μου. Ή εγώ.
Ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να πετούσε προς τα πάνω μου και να έμενα στον
τόπο. Πήρα το σπρέι. Έριξα. Κρύφτηκε κάτω απ' τον καναπέ. Κρύφτηκα πίσω από μια κολόνα. Βγήκε και διέσχισε το σαλόνι μέχρι που έπιασε κουρτίνα. Άρχισε να ανεβαίνει στην κουρτίνα. Πλησίασα. Ξαναέριξα.
"Το σπρέι ακινητοποιεί την κατσαρίδα κι έτσι τη σκοτώνεις πιο εύκολα", είπε κάποιος μεθυσμένος κι εμείς αδειάζουμε το ένα σπρέι μετά το άλλο. Παρακαλείται ο υπεύθυνος για τη μεγαλύτερη παπάτζα του τελευταίου αιώνα να λογοδοτήσει στη δικαιοσύνη. Η δική μου κατσαρίδα όχι απλά δεν ακινητοποιήθηκε, αλλά ξέσπασε σε παραλήρημα. Ε, κάποια στιγμή θα την άκουγε απ' τα χημικά.
Κατέβηκε απ' την κουρτίνα και άρχισε να τρέχει προς τον καναπέ. Ωχ, δεν είναι ο καναπές εκεί. Λάθος πας. Η κατσαρίδα άρχισε να τρέχει προς το μέρος μου. Πάγωσα. Κάτι εκκρίθηκε στον εγκέφαλο και τα πόδια μου μούδιασαν.
Κάπου στα μέσα της διαδρομής, η κατσαρίδα θυμήθηκε ότι
έχει καταπιεί δέκα φορές το βάρος της σε δηλητήριο και σταμάτησε.
Έστριψε και πήγε πάνω στον καναπέ. Πάνω. Ένιωθα λες και κάποιος άγνωστος
έχει μπει στο σπίτι μου και ξερνάει στο μαξιλάρι. Ήταν βέβαιο ότι θα
έχουμε νεκρό απόψε.
Δεν ξέρω πώς μου 'κοψε και άνοιξα το μεγάλο φως του
σαλονιού, αλλά αυτό απέβη σε κίνηση-ματ. Η κατσαρίδα άρχισε να κάνει
σβούρες γύρω απ' τον εαυτό της. Ήταν σε σοκ. Εντάξει, με τα χημικά κάπως
την κουτσοβόλεψε, αλλά αυτό με τα φώτα δεν μπορούσε να το ξεπεράσει.
Φαινόταν.Έσβησα ξαφνικά τα φώτα και ακούστηκε ένα μικρό 'χτουπ'. Έπεσα στο πάτωμα ανάσκελα. Ούτε τότε μπορούσα να την πατήσω. Όχι, δε γίνεται, δεν μπορώ. Μ' αυτά τα παπούτσια ανεβαίνω και στο κρεβάτι, πώς θα μπορούσα; Δεν (θα) μπορούσα.
Έριξα μια παλιά μπλούζα πάνω της σαν να τη σκέπαζα με το σάβανο. Περπάτησα πάνω στην μπλούζα. Δεν ακούστηκε κρακ γιατί είχα δυναμώσει την τηλεόραση. Πέθανε. Τη σκότωσα. Πήγα στο μπάνιο να πλύνω τα χέρια και τη μούρη μου. Τα μάτια μου ήταν κόκκινα, είχα πιει κι εγώ μπόλικο σπρέι.
Κάποιος θα σκεφτόταν ότι θα μπορούσα απλά να τη σκοτώσω με το που την είδα. Μια παντοφλιά να πέσει από το τζάκετ και ένα βήμα πάνω της. Ούτε ύπνος στον καναπέ, ούτε κόκκινα μάτια, ούτε τέτοια περιπέτεια.
Να μου δώσει το τηλέφωνό του αυτός ο κάποιος να τον φωνάξω την επόμενη φορά. Ευχαριστώ.
ΥΓ. Εννοείται ότι το πτώμα περισυνελέγη από τον Γιώργο κι ότι η μπλούζα συνάντησε τα σκουπίδια αμέσως μετά την εκτέλεση.
ΥΓ2. Τις ακρίδες τις σιχαίνομαι ακόμα περισσότερο. Ευτυχώς μένουμε στον 2ο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου