Πάει
καιρός, δεν φάνηκε
εδώ το
τσελιγκάτο,
εδώ
στην κόρδα την τρανή
στα
έλατα από κάτω.
Ο
στάλος πια ερήμωσε
χορτάριασε
το γρέκι,
πάει η καλύβα
έπεσε
Εδώ της
στρούγκας τα στρουμπιά
που
χρόνια άδεια μένουν,
τους
αρμεχτάδες να φανούν
ακόμα
περιμένουν.
Δίπλα
μια γκλίτσα σκαλιστή
ένα
παλιό τσιουκάνι,
ένα τριμμένο
σάισμα
και ένα
ταλαγάνι.
Έτσ’
όπως τα παράτησε
ο
τσέλιγκας μια μέρα
θαρρούσε
πως θα ξαναρθεί
την
Άνοιξη εδώ πέρα.
Να
βόσκει το κοπάδι του
παίζοντας
τη φλογέρα
ψηλά
στης Μπνάσιας τις κορφές
στον
καθαρό αέρα.
Να τ’
αρματώνει με κυπριά
και μ’
αργυρά κουδούνια
κι ολόγλυκα
να αντιλαλούν
στις λάκκες
στα Καμβούνια.
Γάλα να
βγάζει μπόλικο
γίδινο
ξινοτύρι
να
κάνει φέτα ευωδιαστή
μυζήθρα
κι ανθοτύρι.
Φρέσκο
να τρώει ξινόγαλο
βούτυρο
απ’ το δερμάτι,
τα
βράδια ν’ αναπαύεται
σε φτέρινο
κρεβάτι.
Τα
μεσημέρια τα ζεστά
κρύο
νερό να πίνει
απ’ της
κουπάνας την πηγή
τη δίψα
του να σβήνει.
Να κάν(ει)
ο δόλιος που και που
και
καμιά σουγλιμάδα
πότε
παλιοπροβάτινα
πότε
καμιά ζγουράδα.
Πέρα
μακριά ν’ ακούγεται
σαν
γλυκοτραγουδάει
από τη
Λάκκα την Τρανή
μέχρι
το Μέγα Πλάι.
Έτσι
περνούσε μια ζωή
άσπρισαν
τα μαλλιά του
παρέα
με τα πρόβατα
και τα
πιστά σκυλιά του…
…Μα ο
τσέλιγκας αρρώστησε
γέρασε
πια ο καημένος
ανήμπορος
κι αδύναμος
στο
σπίτι του κλεισμένος.
Ο νους
του τρέχει στο βουνό
δακρύζει
απ’ τη χαρά του
σαν
βλέπει γιδοπρόβατα
τις
νύχτες στα όνειρά του.
Πίνοντας
κόκκινο κρασί
αρχίζει
και θυμάται:
«Σ’
αυτές τις ράχες τις ψηλές
λεβέντες
μου που πάτε…»
*Ο Κώστας
Ι. Γκαραβέλας είναι κτηνοτρόφος και δραστηριοποιείται στην Ελάτη
Κοζάνης, διατηρώντας μια σύγχρονη κτηνοτροφική μονάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου