«Ώρα που λύνουν απ’ το ζυγό τα βόδια...»*
Όχι, για μένα η πιο μεγάλη απόλαυση είναι
που δεν μπορείς κανένα με τα λόγια σου να πείσεις...
Σοφοκλή «Οιδίπους επί Κολωνώ», μφρ. Δ.Ν. Μαρωνίτη
Του Β.Π. ΚαραγιάννηΤο μυθιστόρημα της ‘Ελενας Χουζούρη «Πατρίδα από βαμβάκι» (Κέδρος 2009), μου θύμισε το βιβλιοπωλείο Μαστορίδη επί της αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη το 1971. Άνηβος σχεδόν πνευματικά και νεογνό πολιτικά, άρτι αφιχθείς από Λευκοπηγή Κοζάνης στη Θεσσαλονίκη, πρωτοετής της Νομικής, μπήκα εκεί ν’ αγοράσω του Τ. Παπατσώνη τα Ποιήματα, τα οποία με έθελγαν μαθητή (τι καταλάβαινα άραγε;) που δημοσίευε κυρίως τις δεσποτικές εορτές η «Νέα Εστία», τότε δραχμές 10 και τώρα 10, αλλά ευρώ.
Ο βιβλιοπώλης σχεδόν έχωσε στο σακάκι μου ένα βιβλίο: «Πάρε κι αυτό». Ήταν τα «Δεκαοχτώ κείμενα», τέταρτη έκδοση, Κέδρος 1970, δρχ. 70. Το ίδιο ακριβώς, το 1972, ο γεράκος πωλητής εφημερίδων στην περιοχή Αγίας Τριάδας μού έβαλε αποφασιστικά μέσα στο τζάκετ το 1ον τεύχος του περιοδικού ΑΝΤΙ και τον ευγνωμονώ έκτοτε όπου υπάρχει η μνήμη του.
Τώρα. Στην φερτή πλαστική και αλουμινοκατασκευασμένη αίθουσα του Θεατροδρομίου Κοζάνης, πρώην υπηρεσία εγγείων βελτιώσεων (πόσο μ’ άρεσε τον αμφίσημον ακουστικά «εγγείων»), Σάββατο βράδυ της 17ης Απριλίου κι ο Δ. Ν. Μαρωνίτης διαβάζει σε μετάφρασή του, ραψωδίες από την Ιλιάδα δημοσιευμένες στις εκδόσεις Άγρα αλλά κι αδημοσίευτες. Το κοινό, γυναικομάνι κι επί το πλείστον φιλόλογοι και φιλολογύδρια («τον είχαμε καθηγητή κλπ.») και σποραδικά κάτι σαν αύρα αρσενικού να διέρχεται, αυλάκι νοσταλγίας, στα κόκκινα πάνινα καθίσματα, τον ακούν καθώς δίνει μια ομηρική, θεατρική παράσταση εκτάκτου ωραιότητας ου μην αλλά και ενδιαφέροντος. Βαθύς ο λόγος του (και εκ της βραχνής φωνής του) έρχεται θαρρείς από το παρελθόν και από αρχαίο ραψωδό.
Άρχων του λόγου και του τρόπου, άνετος στο κοίλον της σκηνής ο κατ’ αντιστροφήν των αριθμών τής επί γης χρονικής του ύπαρξης ...18χρονος μέγας διανοητής, αφηγητής, μεταφραστής, πολυδιανοούμενος κλπ. Την πρώτη βραδιά της «Ιλιάδος επαφής» βαθύτατα συγκινημένος για ό,τι διάβαζε και βίωνε ορισμένως από τις ραψωδίες με τον γενικό τίτλο «Πατρόκλεια»- ο φόνος του Πατρόκλου, ο διασυρμός του Πατρόκλου, το πένθος για τον Πάτροκλο, το επόμενο μεσημέρι ως εκ του θέματος πλέον «ελαφρύς» κατά το καβαφικόν.
Τον γνώριζες σαν όνομα (όταν ήρθε και μίλησε στην Κοζάνη με τους «Φίλους της Τέχνης», Χρ. Μπέσσας κλπ. 1975 και μετά, ήσουν εκτός της) από εκείνα τα 18 κείμενα τα οποία με αφορμή τις μέρες που διερχόμαστε και την ανάμνηση της 21ης Απριλίου 1967 (πόσο μακριά, κοντά στους περσικούς πολέμους φαντάζει), ξανακοιτάς την ομίχλη μην πω τη μούχλα του καιρού. Το πρωί τής 21ης η ΕΣΑ σταμάτησε το αστικό λεωφορείο γεμάτο με μαθητές που πηγαίναμε στο Γυμνάσιο της Κοζάνης από το χωριό. -«Πού πάνε όλοι αυτοί;» γάβγισε στον οδηγό ένας λοχαγός. Πού πηγαίναμε; Εκ των υστέρων και συν τω χρόνω μάθαμε πως «στα σκοτεινά πηγαίναμε, στα σκοτεινά προχωρούσαμε» μ’ εκείνους τους γελοίους. Δευτέρα Γυμνασίου και διάβαζες κρύφα κι επί των γονάτων τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, εκδ. Μαρή και συνεχώς έριχνες έξω τη μπάλα της προσοχής από τα μαθήματα, γι’ αυτό και ήσουν από τους πρώτους στις μαθητικές επιδόσεις, αλλά από το τέλος.
Το κείμενο τού Δ.Ν.Μ. σ’ αυτήν την τόσο αισθαντική, τελικά, έκδοση ήταν το «Υπεροψία και μέθη» (ο ποιητής και η ιστορία) αφιερωμένο «σε έξι φίλους». Το ξανακοιτάς και το βρίσκεις ίσον κι απαραλλάκτον στη σειρά του «Γραφή κι Ανάγνωση 2», Κ. Π. Καβάφης Μελετήματα (Πατάκης 2009), με κάποιους μόνο τίτλους περιπλέον και μεταθέσεις παραγράφων-ενοτήτων.
18 Απριλίου 2010, Κυριακή μεσημέρι πάλι στο Θεατροδρόμιο. Τώρα η ανάγνωση πέρασε από το πένθος στον έρωτα με κύριο θέμα τη «συνομιλία» (έρωτας κανονικός δηλαδή κι ανθρώπινος, όπως και θεϊκός –πώς είναι αυτός άγνωστον, το γνωρίζουν όσοι διετέλεσαν κανονικοί θεοί, και όσοι εκ της ποιότητας τού διαφράγματος, «Θεέ μου» ...βογγούν εν τη ρύμη των ...κλπ.) του Πάρι-Πάρη-Αλέξανδρου(1) με την Ελένη. Αμέσως μόλις τη σκαπούλαρε ο «μορφονιός» της υπόθεσης με τη βοήθεια της Αφροδίτης από το δόρυ του Μενελάου («Με δόρατα μακρόσκια τώρα θα χτυπηθούν για μια γυναίκα» άνευ θαυμαστικού λίαν αμφίσημο κι αυτό), η Τρωοτρωθείσα θεά τον οδήγησε προς την ακκιζόμενη, ελαφρώς ζηλιάρα (ξέσπασε στιγμιαίως εναντίον της) και κάπως τυψοφέρουσα άλλοτε κυρία της Σπάρτης διά τα περαιτέρω. Κατά δεύτερον του Δία με την ‘Ηρα του! Για αυτό και φώναζαν (τα χρόνια μας εκείνα) «ΗΡΑ είσαι γκόμενα» οι αντίπαλοι θεατές του Ηρακλή Θεσ/νίκης. Εδώ έχουμε την πρώτη ενυπόγραφη κι εμποίητη αιμομειξία (τονίζει στις παιγνιώδεις συνεχώς παρεκβάσεις του ο ομιλητής), κανείς δεν κάνει λόγο γι’ αυτό ότι Δίας και η Δίαινα ήταν τέκνα (αφάγωτα) και οι δυο του Κρόνου. Ας είναι.
18 Απριλίου 1973. Στη μέσα σελίδα εξωφύλλου τού τότε περιοδικού «η Συνέχεια» ευλύγιστο και περιπόθητο που συνέχιζε επί το τακτικότερο τα μέχρι τότε αντιδικτατορικά «Δεκαοχτώ» και «Νέα Κείμενα», διαβάζω εκ νέου, στη μονή στήλη «Πέτρες και στίγματα», λευκή για την περίσταση: «Η Συνέχεια είχε προγραμματίσει στη θέση αυτή ένα σημείωμα του Δ. Ν. Μαρωνίτη. Το σημείωμα αυτό δε γράφτηκε. Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης συνελήφθη στις 10 Απριλίου...». Γράφει αυτά μια από τις ευγενέστερες φυσιογνωμίες του νεότερου πολιτισμού μας ο Παύλος Ζάννας (από τους υπευθύνους του) και μόλις εκείνο τον καιρό είχες αγοράσει τον Α’ τόμο «Από τη μεριά του Σουάν» του «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» του Μ. Προυστ, εκδ. Ηριδανός, χωρίς ημερομηνία έκδοσης δι ευνοήτους (ποιούς;) λόγους κι όχι εκ τυπογραφικής αβλεψίας υποθέτω, τον οποίο μετάφρασε και μετέφραζε στη συνέχεια στη φυλακή ο Π.Α.Ζ., όπως υπέγραφε. Πού ήξερες εσύ τότε χωρικόν μειράκιον τι είναι αυτό (το μέγιστο) που προσπαθούσες να διαβάσεις;
Στο γραφείο μου σε λιτή κορνίζα καρφωμένη από χρόνια μια ζωγραφιά του ποιητή Τ. Σινόπουλου, απ’ αυτές που συνόδευαν «Το Γκρίζο φως», ποιήματα με οχτώ πίνακές του και με του Δ. Ν. Μαρωνίτη την «Πρώτη ανάγνωση» που δημοσιεύτηκαν πρώτα στον «Πολίτη» κι αργότερα αυτοτελώς, από τον Κέδρο (1982) με υψηλή καλλιτεχνική φροντίδα. Ίσως να είναι η μόνη σκισμένη εκ προθέσεως σελίδα του αγοραστικού σου βιβλιοβίου και μια μικρή ενοχή επ’ αυτού σε τρυπάει αφού υπέπεσες σε αμάρτημα ότι έβλαψες την ακεραιότητα βιβλίου και μάλιστα τόσον ωραίου. Στον ποιητή επανήλθε ο Δ.Ν.Μ. με το αυτό κείμενο στο υπ’ αριθ. 6 από τα «Μελετήματά» του από κοινού με τον Μ. Σαχτούρη.
Στα «Νέα Κείμενα 2», φθινόπωρο του 1971, Κέδρος, (πόσο «μεγάλος» -σε ηλικία- είμαι τελικά αλλά και πόσο νέος νιώθω γυρίζοντας σ’ αυτά!) ήταν απών στο κυρίως σώμα τους (ως έγκλειστος) στο παράρτημα όμως ένα σχόλιο θυμίζει την επιστολή (Μ. Αναγνωστάκη, Αλέξ, Αργυρίου κ.ά) στους «Τάιμς» του Λονδίνου πως: «Φυλακισμένος στην Ελλάδα εκτός από τον δικαστή Σαρτζετάκη είναι κι ο Δ. Μαρωνίτης υφηγητής του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κλπ.» (2)
Τα χρόνια μπρος πίσω, οι μνήμες τω αυτώ. Από τις πενιχρές άμεσες ή έμμεσες γνωριμίες οι οποίες όμως τώρα έχουν μια άλλη αίσθηση γλυκιάς πραγματικότητας αναδρομικά. Όταν τον έβλεπες επικεφαλής των τιμητικών ψηφοδελτίων της πολιτισμένης Αριστεράς (τότε, τώρα;) σε συγκινούσε βαθύτατα η πολιτική του πράξη όπως κι αυτή του Μανόλη Αναγνωστάκη (Στην «Πολιτική και ποιητική ηθική» του τα τεκμηρίωνε). Άσημος εσύ εν μέσω διασήμων και μη, στη Σμύρνη και στο συνέδριο για τα 100 χρόνια του Γ. Σεφέρη ή πάλι σε κάποιο όροφο του ΥΠΠΟ σε συνεδρίαση του Δικτύου του Βιβλίου της βενιζελογενούς κι αλήστου (διαλυτικής) μνήμης «Επικράτειας Πολιτισμού», εκπρόσωπος του επιχώρίου ΙΝΒΑ κι αυτός αρχηγός του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, να προτείνει την έκδοση, εν όψει των Ολυμπιακών του 2004, των 12 Πινδαρικών Πυθιόνικων.
Στο τώρα οριστικά πιά.
Διαβάζει τα χειρόγραφά του και πετά κάτω τα αναγνωσθέντα φύλλα. Τρέχουν να τα σηκώσουν. -Αφήστε τα είναι σκηνικό παρακαλώ.(ε) Τα μεγαφωνικά εξαρτήματα κάτι σαν χαλινά ανοιχτής κοπής τον ενοχλούν και τα πετά, κάθε αφή με το λεπτοφυές πρόσωπό του ακούγεται ψόφος. Όσο διαβάζει τα λόγια του ποιητή αναρωτιέσαι μήπως είναι δικά του και όχι μόνον στη σημερινή τους γλώσσα.
Να μη τα πολυλογούμε.
Έχουμε κι εδώ στην Κοζάνη το μεταφραστή του Ομήρου. «Ομήρου Ιλιάς παραφρασθείσα και ομοιοκαταλήκτως στιχουργηθείσα, Α-Δ ραψωδίες. Γεωργίου Ρουσιάδου του εκ Κοζάνης. Εν Βιέννη 1817». («Τον Όμηρον τυφλόν ειδών/ηρώτησεν ο Άδης/και ποίος σε ετύφλωσεν/Ο Γιώργος Ρουσιάδης» μνημόνευσε το γεγονός ο Κ. Θ. Δημαράς στην «Ιστορία» του. Προς γνώσιν και διά τας νομίμους συνέπειες, που γράφουμε και στα εξώδικα, καταχωρώ το επίδικο τμήμα της ερωτικής ομιλίας των αθάνατων διά της ποιήσεως θνητών (οι θεοί έχουν τα δικά τους cone επ’ αυτού τούτου) υπό του Γ. Ρσδ. μεταπαραφρασθέν.
Εν χαρμοσύνω ηδονή, έλα να ευφρανθώμεν·
Διότι φλόγ’ ερωτική, ουδέποτε τοιαύτη
Άλλοτ’ ησθάνθην καθώς νυν, αλλά ούτε τοσαύτην·
Μήτε εκείνην την στιγμή ημέρας της γλυκυίας,
Οτ’ από πόλιν την καλήν της Λακεδαιμονίας
Αρπάξας σε, τ’ ορμητικά πλοία με σε ανήλθον,
Κ’ επί την νήσον Κραναήν (4) εις συνουσίαν ήλθον
Τόσην ησθάνθην ηδονήν, τέτοιαν ευθυμίαν
Όσην αισθάνομ’ εν ψυχή ήδη επιθυμίαν,
Τούτα ειπών, πρώτον αυτός επί την κλίνη ήλθε,
Είτα η σύνευνος αυτού, πλησίον του ανήλθε
Και ούτω πάλιν τοτ’ αυτοί άμφω φιλιωμένοι
Έκειντ’ επί την τορνευτήν κλίνη των ηπλωμένοι...
Το αντίστοιχο τμήμα στην μετάφραση του Δ. Ν. Μαρωνίτη έχει ως ακολούθως, έτσι για την ιστορία του τώρα κι όχι για τυχόν συγκρίσεις που θα χωρούσαν όμως σε ένα εν ου παικτοίς πάγνιον.
Έλα ωστόσο τώρα ν’ αγκαλιαστούμε στο κρεβάτι,
ποτέ ως τώρα ο έρωτας δεν άναψε τόσο πολύ το μέσα μου.
Ούτε και τότε, όταν σ’ άρπαξα από την λατρεμένη Σπάρτη
κι έβαλα πλώρη με τα ποντοπόρα πλοία, φτάνοντας
στη νησιώτικη Κρανάη, όπου δοθήκαμε πρώτη φορά στον έρωτα.
Τόσο και τώρα φλέγομαι, λιώνω ποθώντας την αγάπη σου.»
Μιλώντας προχωρούσε στο κρεβάτι και πίσω του η Ελένη...
κλπ., κλπ.
Και είτα η απόλυσις.
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης (5)
21 Απριλίου 2010, 44 χρόνια μετά!
Σημειώσεις ίσως και σχόλια
1. Ο Πρίαμος τον Αλέξανδρό του τον είχε για ξέκαμα. Όταν τον γέννησε η Εκάβη, αυτή ονειρεύτηκε πως έτεκεν μια φλόγα. Όλοι οι μάντεις της Τρώας γης γνωμάτευσαν πως το παιδί αυτό θα γίνει η αιτία να καεί η Τροία. Τον έδωσαν στο δούλο Αγέλαο να τον αφήσει στο βουνό. Αλλά μετά από πέντε χρόνια που τον ξαναέψαξε ο δούλος, τον βρήκε εκεί να τρέφεται από μιαν άρκτο. «Έλαβεν αυτό μεθ’ αυτού εις την οικίαν του και ωνόμασεν αυτό Πάριν». Πάρις- Πάρης –Αλέξανδρος. Ονόματα και γραφές ποικίλες του ωραίου μας. Γράφει στις εκτενείς σημειώσεις του σε κάθε ραψωδία ο κοζανίτης λόγιος μεταφραστής του Ομήρου, Γ. Ρουσιάδης: «Τινές θέλουσιν ότι το όνομα αυτού παράγεται από του Παριέναι· επειδή τον κίνδυνον της ζωής αυτού επί το όρος ευτυχώς παρήλθεν· άλλοι, από της Πήρας, εις την οποία ετέθη και εφέρθη επί το όρος· και άλλοι πάλιν, από το Πηρούν· διότι δια της ωραιότητός του θάμβωνε κάθε εις αυτόν ατενίζον όμμα». Αφροδίτη και Ελένη γνωρίζουν εξ ιδίας πείρας το πηρούν του». Πιο είναι το αληθές; Του Γ. Ρουσιάδη ο Πάρις του Πάριδος ή του Δ. Ν. Μ. ο Πάρης, ο οποίος είναι πιο κοντά στο Παρασκευάς. Για να το ξεκαθαρίσει (επιτέλους) κι ο άλλοτε Δήμαρχος Κοζάνης που γράφει το όνομά του ως Πάρις, ενώ Παρασκευά τον εβάπτισε ο νονός του εις το όνομα της αγίας Τριάδος.
2. Ευθύς παρακάτω στα «Ν.Κ. 2» σχόλια του ‘Αλκιμου Απαρέμφατου (ποίος;) με τίτλο «Νέα Δημοκρατία, Νέα Διανόησις». Το σύνθημα είναι διαφωτιστού τινός της εθνικής ημών δικτατορίας κι εξ αυτού έτερα ενθύμηση προς το σπαρταριστό. Αμέσως μετά την μεταπολίτευση, όταν η μεγάλη δεξιά παράταξη έλαβε τον τίτλο «Νέα Δημοκρατία» το τότε σκληρόν ΚΚΕ (οι του «Εσωτερικού» το ονόμαζαν και «Εξωτερικού» οι δυσεβείς), εδογμάτισε δημόσια ότι ο νεοκαραμανλισμός πήρε το τίτλο αυτό εκ της μεγάλης απηχήσεως που είχε στο λαό («Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό»), το βασικό σύνθημα συνεδρίου του που έλεγε: «Εμπρός για μια Νέα Δημοκρατία». Συμπτώσεις διπλές, τριπλές να σε φυλάει ο Θεός.
3. Το ίδιο βράδυ διάβαζα στην «Καθημερινή» για τον άθλο του πιανίστα Τίτου Γουβέλη ο οποίος ερμήνευσε 840 φορές το έργο του Σατί Vexations (διάρκεια 15 ώρες) και σκόρπιζε σιγά σιγά τις παρτιτούρες στο πάτωμα. Μ’ άρεσε ιδιαίτερα αυτή η ασύμπτωτη σύμπτωση του ωραίου μουσικής και λόγου επί του σκηνικού πατώματος.
4. Γ.Ρ. «Διά τούτων των λόγων του Πάριδος θέλει να διασκορπίσει ο Ποιητής την υποψίαν, την οποίαν εδύνατο να συλλάβη ο αναγνώστης, ότι η Ελένη κατένευσεν εις την εκπλήρωσιν της επιθυμίας του Πάριδος προτού ν’ αναχωρίσει από τον οίκον της». Διότι κυρίες και κατά κάποιον τρόπο κύριοι (που έλεγε στις αλήστου γεύσης σκορδοκαΐλιες συνάξεις της σαρακοστής στη Φλώρινα ο ελλογιμότατος κ. Μ. Σουλιώτης) έχουμε και κάποιες αρχές όχι και μέσα στο σπίτι μας ή έστω εν πλω, αλλά επί σταθερού εδάφους στη νήσο την καλούμενη σήμερα Μαραθονήσι· μέχρι εκεί άντεξε ο ωραίος την της ωραίας στέρηση και ακολούθησε η πρώτη διάπραξη.
5. Γ. Σεφέρη «Οι γάτες τ’ αη Νικόλα» στον τόμο «Δεκαοχτώ κείμενα»
(*) Μήπως όμως μεταφράζει ο Δ. Ν. Μ. «Ώρα που κάνουν στο ζυγό τα βόδια». Μ’ άρεσε όμως και το κοπάνησα έτσι έστω και μ’ επιφυλάξεις για το τι άκουσα.
***
ΥΓ. Δεν μπόρεσα να δω τον Δ.Ν.Μ. στο περιθώριο του 2ου διεθνούς κι ωραίου (ξεπατώθηκε η κυρία Κούλα Καλογερίδου ενώ απογειώθηκε ο εκ Πελασγίας Στέλιος Πελασγός αφηγητής στο επάγγελμα) φεστιβάλ περί την αφήγησιν στο οποίο ήταν «επίσημος» καλεσμένος (γιατί όχι επίτιμος) ότι τον παρέσυρε ο τουριστικός συρμός κι η επιφάνεια των πνευματικών πραγμάτων της πόλης μας, αλίμονο. Ήθελα, όμως να του γνωρίσω πως στο ταξίδι που κατά αντίστροφον φοράν έκανε αυτός προς τον Όμηρο από Οδύσσεια σε Ιλιάδα, ημείς προηγήθημεν όλων τους κανονικά κάποτε στη νοητή Αυλίδα. Δηλαδή Εξαμίλια και παραλία Κορίνθου κινηματογραφικά, Αύγουστος του 1976, όταν ο κ. Μιχ. Κακογιάννης (γύριζε την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι») 8000 τόσους νεοσύλλεκτους, ολόγυμνους και κουρεμένους εν χρώ με τη ντουντούκα μας «διέταζε» να κοιτάμε με ...νοσταλγία το πέλαγος (δεν το πετυχαίναμε καλά) κι οι λοχίες υπηρεσίες μέσα στις γραμμές μας (γυμνά σώματα και ψυχές) με τις ζωστήρες ανά χείρας γαυριούσαν: «Νοσταλγείστε ρε στραβάδια να τελειώνουμε, μας έχει τρελάνει ο ...
(Β. Π. Καραγιάννη «Το χρώμα της νοσταλγίας» από την ομότιτλη συλλογή με διηγήματα, εκδ. Γαβριηλίδη 2008)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου