ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ιβ΄ 16-21)
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα,
ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ μιλήσουμε γιὰ ἕνα θέμα,
τὸ ὁποῖο σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ σήμερα εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρο. Στὸ
εὐαγγέλιο σήμερα ἀκούσαμε τὴν παραβολὴ τοῦ ἄφρονα πλουσίου. «Κάποιου
πλούσιου ἀνθρώπου τὰ χωράφια ἔδωσαν ἄφθονη σοδειά. Τότε ἐκεῖνος
σκεφτόταν κι ἔλεγε: “τὶ νὰ κάνω; Δὲν ἔχω μέρος νὰ συγκεντρώσω τὰ
γεννήματά μου. Ἀλλὰ νὰ τὶ θὰ κάνω”, εἶπε.
“Θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου
καὶ θὰ χτίσω μεγαλύτερες γιὰ νὰ συγκεντρώσω ἐκεῖ ὅλη τὴ σοδειά μου καὶ
τ᾽ ἀγαθά μου. Μετὰ θὰ πῶ στὸν ἑαυτό μου: τώρα ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, ποὺ
ἀρκοῦν γιὰ χρόνια πολλά· ξεκουράσου, τρῶγε, πίνε, διασκέδαζε”. Τότε τοῦ
εἶπε ὁ Θεός: “Ἀνόητε, αὐτὴ τὴ νύχτα θὰ παραδώσεις τὴ ζωή σου. Αὐτὰ
λοιπὸν ποὺ ἑτοίμασες σὲ ποιὸν θὰ ἀνήκουν”; Αὐτὰ παθαίνει ὅποιος μαζεύει
πρόσκαιρους θησαυροὺς καὶ δὲν πλουτίζει τὸν ἑαυτό του μὲ ὅ,τι θέλει ὁ
Θεός». Ἀφοῦ τὰ εἶπε ὅλα αὐτά, πρόσθεσε μὲ ἔμφαση: «Ὅποιος ἔχει αὐτιὰ γιὰ
ν᾽ ἀκούει ἄς τὰ ἀκούει».
Θέμα τῆς παραβολῆς, ὅπως ἀκούσαμε εἶναι ὁ
πλοῦτος, ἡ μεγάλη θεότητα τοῦ κόσμου. Θὰ λέγαμε καλύτερα πὼς τὸ θέμα
τῆς παραβολῆς δὲν εἶναι ὁ πλοῦτος, ἀλλὰ ἡ λατρεία τοῦ πλούτου, ἡ
προσκόλληση τοῦ ἀνθρώπου σ” αὐτόν. Εἶναι τὸ σημεῖο στὸ ὁποῖο
συναντιοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ φτωχοί. Οἱ
πλούσιοι δὲν θέλουν νὰ χάσουν τὸν πλοῦτο ποὺ κατέχουν καὶ οἱ φτωχοὶ
ἀγωνίζονται νὰ τὸν ἀποκτήσουν. Ὁ Χριστὸς βέβαια δὲν κάνει ἁπλὰ ἕνα
κοινωνικὸ κήρυγμα γιὰ νὰ μοιράσει τὸν πλοῦτο. Ὁ Χριστὸς ὅταν ἀναφέρεται
στὸν πλοῦτο τὸν ξεπερνάει ἐντελῶς, ἔχει μιὰ ἀπόλυτη ἀνεξαρτησία ἀπέναντι
στὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου. Οὔτε τὰ καταδικάζει, οὔτε τὰ δικαιώνει. Μιλάει
μόνο γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο σχετίζεται ὁ ἄνθρωπος μ” αὐτὰ καὶ τὸν
κίνδυνο ποὺ διατρέχει ἀπ” αὐτά.
Στὴ σημερινὴ παραβολὴ λοιπὸν τοῦ ἄφρονα
πλουσίου ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μιλάει γιὰ τὴν πλεονεξία καὶ τὴν ἀφροσύνη ἑνὸς
ἀνθρώπου. Ἐξάλλου ὁ Χριστὸς ὅταν ἀναφέρεται στὰ πράγματα δὲν μιλάει γι”
αὐτὰ ἀλλὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο σὲ σχέση μ” αὐτά. Θέλει τὸν ἄνθρωπο κύριο καὶ
διαχειριστή τῶν πραγμάτων καὶ ὄχι δοῦλο τους.
Ἡ παραβολὴ εἶναι παρμένη ἀπὸ τὴν
καθημερινότητα τῆς Γαλιλαίας. Ἕνας ἄνθρωπος, πλούσιος ἤδη, βλέπει τὴ γῆ
του νὰ εὐφορεῖ. Ὅχι κάποια κτήματά του ἀλλὰ ὅλη ἡ χώρα του ἀφθονοῦσε ἀπὸ
σιτάρι καὶ ἄλλα ἀγαθά. Στὴ διήγηση τοῦ Χριστοῦ δὲν γίνεται κανένας
ὑπαινιγμός γιὰ τὸν μέχρι τώρα κόπο τοῦ πλούσιου γαιοκτήμονα γιὰ τὰ ἀγαθὰ
ποὺ ἀπέκτησε. Οἱ ἀκροατὲς τοῦ Χριστοῦ γνώριζαν καλὰ ὅτι στὴ Γαλιλαία
αὐτοὶ ποὺ κατέχουν τὴ γῆ ἔμεναν στὶς πόλεις καὶ τὰ κτήματά τους τὰ
δούλευαν ἀντὶ ἐλάχιστης ἀμοιβῆς ἐργάτες. Καὶ στὴ γεωργία τίποτα δὲν
ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀστάθμητους
παράγοντες, ποὺ μόνο ὁ Θεὸς μποροῦσε νὰ ἐλέγξει. Ὁ πλούσιος τῆς
παραβολῆς μας λοιπὸν φαίνεται νὰ βρίσκεται σὲ μιὰ ὄχι καὶ τόσο
ἀναμενόμενη εὐφορία καὶ δὲν εἶναι κατάλληλα προετοιμασμένος.
Ἡ πρώτη ἀντίδρασή του δὲν εἶναι νὰ
εὐχαριστήσει τὸ Θεό, οὔτε νὰ προσφέρει στὸ Ναό τὰ πρῶτα γεννήματα, οὔτε ἡ
ἐλεημοσύνη τῶν φτωχῶν, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο. Προτοῦ κἄν θερίσει
διαλέγεται μὲ τὸν ἑαυτό του, ἀποφεύγοντας ἀκόμα καὶ τὴν οἰκογένειά του
καὶ τοὺς φίλους του. Δὲν σκέφτεται νὰ κοινωνήσει ὄχι μόνο τὰ ἀγαθά του,
ἀλλὰ οὔτε καὶ τὶς ἔγνοιες του. Διερωτᾶται λοιπὸν «τὶ ποιήσω, ὅτι οὐκ
ἔχω…». Ἕνα ἐρώτημα ποὺ συνήθως ἀκούγεται ἀπὸ τὰ χείλη τῶν φτωχῶν. Τοῦ
ἀνήκει ἡ χώρα, ἀλλὰ συνειδητοποιεῖ ὅτι δὲν ἔχει τόσες ἀποθῆκες ὥστε νὰ
συγκεντρώσει τὸν πλοῦτο του.
Ὅπως εἴπαμε στὴν προσκόλληση στὸν πλοῦτο
συναντῶνται καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ φτωχοί. Κι ὅπως μᾶς λέει ἡ παραβολή
μας δὲν διακρίνονται εὔκολα τὰ ὅρια τοῦ πλούτου καὶ τῆς φτώχειας.
Σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες πλούσιος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει, ἀλλὰ ἐκεῖνος
αἰσθάνεται πληρότητα καὶ νιώθει πλούσιος κοινωνώντας αὐτὰ ποὺ ἔχει. Καὶ
φτωχὸς δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ πάντα αἰσθάνεται
στέρηση καὶ στενοχώρια καὶ δὲν κοινωνεῖ τίποτε ἀπ” ὅ,τι ἔχει. Κι ἄν θὰ
θέλαμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὰ ὅρια τοῦ πλούτου καὶ τῆς φτώχειας θὰ λέγαμε
πὼς εἶναι ἡ αὐτάρκεια καὶ ἡ κοινωνία ἀπέναντι στὴν πλεονεξία καὶ τὸν
ἀτομισμό καὶ τὴν ἀκοινωνησία.
Αὐτὴ εἶναι ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου, νὰ
θεωρεῖ πὼς ὅ,τι κατακτᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του μπορεῖ νὰ γεμίσει τὴν ὕπαρξή
του, νὰ ἱκανοποιήσει τὴ δίψα του γιὰ ζωή, γιὰ πληρότητα, γιὰ εὐφροσύνη,
γιὰ ἀθανασία. Ὁ ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς μας θεωρεῖ πὼς ἡ συγκέντρωση
ἀγαθῶν καὶ πλούτου μποροῦν νὰ τοῦ ἐξασφαλίσουν εὐφροσύνη καὶ μακροζωία,
«ψυχή μου ἔχεις πολλὰ ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά, ἀναπαύου, φάγε, πίε,
εὐφραίνου». Ἐξαρτᾶ τὴ ζωή του καὶ τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ χρήση
τῶν ἀγαθῶν καὶ τοῦ κόσμου.
Ἡ ἀτομικὴ ὅμως εὐημερία καὶ ὁ
καταναλωτισμὸς δὲν εἶναι εὐτυχία. Ἡ ζωὴ δὲ διεκδικεῖται ἀτομικά, «ἡ ζωὴ
εἶναι σύνολο ἐνεργούμενων σχέσεων». Ζεῖ μόνον ὅ,τι σχετίζεται, ὅ,τι
δηλαδὴ ἐπικοινωνεῖ καὶ ἐνεργεῖ πρὸς τὸ περιβάλλον. Καὶ ζεῖ ὅσο διαρκεῖ
αὐτὴ ἡ σχέση. Ἡ διάσπαση, ἡ διακοπὴ ἐπικοινωνίας εἶναι θάνατος.
Γι αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς χαρακτηρίζει τὸν
πλούσιο ἄφρονα. Γιατὶ μόνος του βυθίστηκε στὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου, τὸ
ἄγχος καὶ ἡ σύγχυση γιὰ τὴ συγκέντρωση τοῦ πλούτου του τὸν ὁδηγεῖ στὸ
θάνατο.
Καὶ σήμερα, ὅπως καὶ κάθε ἐποχή, ὁ
κόσμος περνάει κρίση. Τὸ αἴτιο τῆς κρίσης πάντα εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι
πίστεψαν πὼς γιὰ νὰ ζήσουν φτάνει νὰ ἔχουν ἀφθονία ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθά. Τὸ
νόημα καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀφθονία καὶ ὁ πλουτισμὸς ἄσχετα μὲ
τὸ ἄν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι πεθαίνουν ἀπὸ τὴν ἀνέχεια καὶ τὴν πεῖνα.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πρὶν τὴν παραβολὴ τοῦ
ἄφρονα πλουσίου εἶπε ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν
ἀφθονία τῶν ὑπαρχόντων του. Τὰ ἀγαθὰ δηλαδὴ εἶναι γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ
ἀνθρώπου, δὲν εἶναι ὅμως οὔτε ὁ σκοπὸς οὔτε πολὺ περισσότερο ἡ ἴδια ἡ
ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Θὰ κλείσουμε τὸ σημερινὸ κήρυγμα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ στὸν ἄφρονα τῆς παραβολῆς, ἀλλὰ καὶ στὸν κάθε πλεονέκτη καὶ
ἄφρονα πλούσιο ποὺ θησαυρίζει ἀχόρταγα καὶ θαρρεῖ πὼς μπορεῖ νὰ εἶναι
εὐτυχισμένος μέσα στὶς γεμᾶτες ἀποθῆκες του: «Ἅ δὲ ἡτοίμασας τίνι
ἔσται»; Αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες σὲ ποιὸν θὰ μείνουν; Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου