Του Νίκου Μαραντζίδη*
Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους. Το «κίνημα των αγανακτισμένων» ξεκίνησε στις 25 Μαΐου 2011 ως διαμαρτυρία ενάντια στην ψήφιση των μέτρων λιτότητας του μνημονίου και διήρκεσε σχεδόν δύο μήνες, μέχρι τα τέλη Ιουλίου. Και στη συνέχεια όμως, μια σειρά από κινητοποιήσεις, όπως τα γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου 2011, που είχαν ως αποτέλεσμα τη διάλυση της παρέλασης στη Θεσσαλονίκη, συνδέονται με το κίνημα αυτό.
Οι «αγανακτισμένοι» εξέφρασαν ένα συλλογικό αίσθημα κοινωνικής αδικίας, εξαιτίας των σκληρών μέτρων του μνημονίου, ενάντια στο οποίο εξεγέρθηκαν. Προχώρησαν όμως και παραπέρα, καλώντας τη χώρα να αναζητήσει τον δρόμο της «πραγματικής δημοκρατίας», που θα έδινε πίσω τη χαμένη λαϊκή κυριαρχία και εθνική αξιοπρέπεια.
Αν και εξέφραζαν ένα μείγμα από πολύ διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα, από την άκρα αριστερά έως την άκρα δεξιά, οι Ελληνες αγανακτισμένοι κατάφεραν να υποτάξουν τις διαφορές τους και να ενωθούν απέναντι στον κοινό εχθρό, που υποτίθεται πως ήταν οι μνημονιακές ελίτ και οι ξένοι δανειστές.
Χάρη στο μέγεθός τους και στην πρωτοτυπία των συγκεντρώσεών τους (χωρίς κομματικές σημαίες και κομματικά ελεγχόμενους κεντρικούς ομιλητές), κυριάρχησαν ως θέμα στα μέσα ενημέρωσης (τόσο στα παραδοσιακά όσο και στα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) και άγγιξαν τις ευαίσθητες ιδεολογικές χορδές της πλειοψηφίας των πολιτών. Σύμφωνα με τις έρευνες κοινής γνώμης, το 90% των Ελλήνων είχαν θετική στάση έναντι του κινήματος των αγανακτισμένων και ένας στους τέσσερις πολίτες δήλωνε πως είχε συμμετάσχει στις κινητοποιήσεις τους.
Οι αγανακτισμένοι πέτυχαν να συνδυάσουν υλιστικές διεκδικήσεις (ενάντια στις περικοπές και στις αυξήσεις των φόρων) με ισχυρές και βαθιές ηθικές επικλήσεις (η διεκδίκηση της αξιοπρέπειας και της εθνικής ανεξαρτησίας). Αυτή ήταν και η μεγάλη επιτυχία του κινήματός τους. Ουσιαστικά, όπως αρκετοί μελετητές έχουν επισημάνει, οι αγανακτισμένοι μετέτρεψαν την αντίθεσή τους στο μνημόνιο από οικονομική (ή συντεχνιακή) υπόθεση σε κοινωνικο-πολιτισμική διαμαρτυρία, βασισμένη στην ιστορία και στην ηθική. Γι’ αυτό, εξάλλου, και το μνημόνιο δεν χαρακτηρίστηκε από αυτούς απλώς ως μία λανθασμένη οικονομική επιλογή, αλλά ως μια συνειδητή πολιτική πράξη που είχε στόχο την υποδούλωση της χώρας μας στα ξένα συμφέροντα. Η ηθικής φύσεως αυτή ρητορική επέτρεψε ουσιαστικά σε όλους τους πολίτες να δουν τον εαυτό τους ως μέρος του κινήματος. Αλλωστε, όπως ο πολιτικός επιστήμονας Bruce Jones έχει υποστηρίξει, ακόμη κι όταν οι άνθρωποι ενεργούν με τον πλέον εγωιστικό τρόπο έχουν ανάγκη να φαντασιώνονται ανιδιοτελή κίνητρα.
Οι αγανακτισμένοι επηρέασαν τις πολιτικές εξελίξεις με τρόπο καθοριστικό. Το πολιτικό σύστημα μετά τα γεγονότα του Οκτωβρίου 2011 οδηγήθηκε με μεγάλη ταχύτητα στην αποσύνθεση. Η κυβέρνηση Παπανδρέου έπεσε, και η νέα κυβέρνηση Παπαδήμου, παρά τη διευρυμένη κοινοβουλευτική της παρουσία, υπήρξε ασταθής. Το σταθερό δικομματικό πλαίσιο της μεταπολίτευσης γκρεμίστηκε μέσα σε λίγους μήνες.
Τον Μάιο του 2012, οι εκλογές ανέδειξαν ένα κοινοβουλευτικό τοπίο ακραίου και πολωμένου πολυκομματισμού. Στις εκλογές εκείνες οι αντιμνημονιακές δυνάμεις κέρδισαν το 61% των ψήφων (ποσοστό σχεδόν ίδιο με αυτό του «όχι» του δημοψηφίσματος).
Από εκεί και ύστερα οι αγανακτισμένοι εξαφανίστηκαν. Κατά μία έννοια, έγιναν και αυτοί θύματα της επιτυχίας τους, όπως θα έλεγε και ο νυν υπουργός Οικονομικών. Είναι αλήθεια πως αρκετοί από τους κινητοποιημένους εκείνης της περιόδου απολαμβάνουν σήμερα θέσεις ευθύνης (και εξουσίας) στον κυβερνητικό συνασπισμό των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Γενικότερα, η αφομοίωση από τους μηχανισμούς του κοινοβουλευτισμού και της εκτελεστικής εξουσίας και η διεκδίκηση των κρατικών θέσεων ως λείας υπήρξε για κάποιους από τους πρώην εξεγερμένους μια διαδικασία κυνική και αδίστακτη.
Το χειρότερο χτύπημα στους αγανακτισμένους αποτέλεσε, βέβαια, η συνθηκολόγηση του τρίτου μνημονίου, μετά μάλιστα τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, που αποτέλεσε το κρεσέντο της αντιμνημονιακής πάλης. Σε εκείνη ακριβώς τη στιγμή καταγράφηκε μια βαθιά ιδεολογική ήττα και αποκαλύφθηκε, στα έκπληκτα μάτια πολλών πολιτών που είχαν πιστέψει το αντίθετο, η επικίνδυνη αυταπάτη που καλλιεργήθηκε στις πλατείες. Για να το πούμε με απλά λόγια: οι αγανακτισμένοι δεν υπάρχουν πια γιατί, τόσο αυτοί όσο και οι οργανικοί τους διανοούμενοι που σκόρπισαν πλέον στους πέντε ανέμους (ή ανέλαβαν θέσεις εξουσίας στη μνημονιακή πλειοψηφία), ηττήθηκαν κατά κράτος τόσο στο πεδίο της ιδεολογίας όσο και στο πεδίο του πραγματισμού. Οι πιο ευφυείς ή κυνικοί αναγνωρίζουν τα προγενέστερα λάθη τους και αλλάζουν σελίδα. Οι πιο συνεπείς ή νάρκισσοι επιχειρούν να ανασυγκροτηθούν και κυρίως να βρουν τρόπους να ανακάμψει το ταπεινωμένο από την αποτυχία φρόνημά τους. Δεν θα είναι πολύ εύκολο νομίζω.
Η συντριβή των αγανακτισμένων στο επίπεδο της ιδεολογίας είναι ένα θετικό σημάδι για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Ομως δεν φτάνει. Χρειάζεται να συγκροτηθεί ένα θετικό κίνημα πολιτών που θα επαναφέρει τη χώρα στις ράγες του ευρωπαϊκού ορθολογισμού και του Διαφωτισμού. Ενα τέτοιο κίνημα πολιτών δεν είναι υπόθεση των πλατειών του λαϊκισμού.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.
Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους. Το «κίνημα των αγανακτισμένων» ξεκίνησε στις 25 Μαΐου 2011 ως διαμαρτυρία ενάντια στην ψήφιση των μέτρων λιτότητας του μνημονίου και διήρκεσε σχεδόν δύο μήνες, μέχρι τα τέλη Ιουλίου. Και στη συνέχεια όμως, μια σειρά από κινητοποιήσεις, όπως τα γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου 2011, που είχαν ως αποτέλεσμα τη διάλυση της παρέλασης στη Θεσσαλονίκη, συνδέονται με το κίνημα αυτό.
Οι «αγανακτισμένοι» εξέφρασαν ένα συλλογικό αίσθημα κοινωνικής αδικίας, εξαιτίας των σκληρών μέτρων του μνημονίου, ενάντια στο οποίο εξεγέρθηκαν. Προχώρησαν όμως και παραπέρα, καλώντας τη χώρα να αναζητήσει τον δρόμο της «πραγματικής δημοκρατίας», που θα έδινε πίσω τη χαμένη λαϊκή κυριαρχία και εθνική αξιοπρέπεια.
Αν και εξέφραζαν ένα μείγμα από πολύ διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα, από την άκρα αριστερά έως την άκρα δεξιά, οι Ελληνες αγανακτισμένοι κατάφεραν να υποτάξουν τις διαφορές τους και να ενωθούν απέναντι στον κοινό εχθρό, που υποτίθεται πως ήταν οι μνημονιακές ελίτ και οι ξένοι δανειστές.
Χάρη στο μέγεθός τους και στην πρωτοτυπία των συγκεντρώσεών τους (χωρίς κομματικές σημαίες και κομματικά ελεγχόμενους κεντρικούς ομιλητές), κυριάρχησαν ως θέμα στα μέσα ενημέρωσης (τόσο στα παραδοσιακά όσο και στα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) και άγγιξαν τις ευαίσθητες ιδεολογικές χορδές της πλειοψηφίας των πολιτών. Σύμφωνα με τις έρευνες κοινής γνώμης, το 90% των Ελλήνων είχαν θετική στάση έναντι του κινήματος των αγανακτισμένων και ένας στους τέσσερις πολίτες δήλωνε πως είχε συμμετάσχει στις κινητοποιήσεις τους.
Οι αγανακτισμένοι πέτυχαν να συνδυάσουν υλιστικές διεκδικήσεις (ενάντια στις περικοπές και στις αυξήσεις των φόρων) με ισχυρές και βαθιές ηθικές επικλήσεις (η διεκδίκηση της αξιοπρέπειας και της εθνικής ανεξαρτησίας). Αυτή ήταν και η μεγάλη επιτυχία του κινήματός τους. Ουσιαστικά, όπως αρκετοί μελετητές έχουν επισημάνει, οι αγανακτισμένοι μετέτρεψαν την αντίθεσή τους στο μνημόνιο από οικονομική (ή συντεχνιακή) υπόθεση σε κοινωνικο-πολιτισμική διαμαρτυρία, βασισμένη στην ιστορία και στην ηθική. Γι’ αυτό, εξάλλου, και το μνημόνιο δεν χαρακτηρίστηκε από αυτούς απλώς ως μία λανθασμένη οικονομική επιλογή, αλλά ως μια συνειδητή πολιτική πράξη που είχε στόχο την υποδούλωση της χώρας μας στα ξένα συμφέροντα. Η ηθικής φύσεως αυτή ρητορική επέτρεψε ουσιαστικά σε όλους τους πολίτες να δουν τον εαυτό τους ως μέρος του κινήματος. Αλλωστε, όπως ο πολιτικός επιστήμονας Bruce Jones έχει υποστηρίξει, ακόμη κι όταν οι άνθρωποι ενεργούν με τον πλέον εγωιστικό τρόπο έχουν ανάγκη να φαντασιώνονται ανιδιοτελή κίνητρα.
Οι αγανακτισμένοι επηρέασαν τις πολιτικές εξελίξεις με τρόπο καθοριστικό. Το πολιτικό σύστημα μετά τα γεγονότα του Οκτωβρίου 2011 οδηγήθηκε με μεγάλη ταχύτητα στην αποσύνθεση. Η κυβέρνηση Παπανδρέου έπεσε, και η νέα κυβέρνηση Παπαδήμου, παρά τη διευρυμένη κοινοβουλευτική της παρουσία, υπήρξε ασταθής. Το σταθερό δικομματικό πλαίσιο της μεταπολίτευσης γκρεμίστηκε μέσα σε λίγους μήνες.
Τον Μάιο του 2012, οι εκλογές ανέδειξαν ένα κοινοβουλευτικό τοπίο ακραίου και πολωμένου πολυκομματισμού. Στις εκλογές εκείνες οι αντιμνημονιακές δυνάμεις κέρδισαν το 61% των ψήφων (ποσοστό σχεδόν ίδιο με αυτό του «όχι» του δημοψηφίσματος).
Από εκεί και ύστερα οι αγανακτισμένοι εξαφανίστηκαν. Κατά μία έννοια, έγιναν και αυτοί θύματα της επιτυχίας τους, όπως θα έλεγε και ο νυν υπουργός Οικονομικών. Είναι αλήθεια πως αρκετοί από τους κινητοποιημένους εκείνης της περιόδου απολαμβάνουν σήμερα θέσεις ευθύνης (και εξουσίας) στον κυβερνητικό συνασπισμό των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Γενικότερα, η αφομοίωση από τους μηχανισμούς του κοινοβουλευτισμού και της εκτελεστικής εξουσίας και η διεκδίκηση των κρατικών θέσεων ως λείας υπήρξε για κάποιους από τους πρώην εξεγερμένους μια διαδικασία κυνική και αδίστακτη.
Το χειρότερο χτύπημα στους αγανακτισμένους αποτέλεσε, βέβαια, η συνθηκολόγηση του τρίτου μνημονίου, μετά μάλιστα τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, που αποτέλεσε το κρεσέντο της αντιμνημονιακής πάλης. Σε εκείνη ακριβώς τη στιγμή καταγράφηκε μια βαθιά ιδεολογική ήττα και αποκαλύφθηκε, στα έκπληκτα μάτια πολλών πολιτών που είχαν πιστέψει το αντίθετο, η επικίνδυνη αυταπάτη που καλλιεργήθηκε στις πλατείες. Για να το πούμε με απλά λόγια: οι αγανακτισμένοι δεν υπάρχουν πια γιατί, τόσο αυτοί όσο και οι οργανικοί τους διανοούμενοι που σκόρπισαν πλέον στους πέντε ανέμους (ή ανέλαβαν θέσεις εξουσίας στη μνημονιακή πλειοψηφία), ηττήθηκαν κατά κράτος τόσο στο πεδίο της ιδεολογίας όσο και στο πεδίο του πραγματισμού. Οι πιο ευφυείς ή κυνικοί αναγνωρίζουν τα προγενέστερα λάθη τους και αλλάζουν σελίδα. Οι πιο συνεπείς ή νάρκισσοι επιχειρούν να ανασυγκροτηθούν και κυρίως να βρουν τρόπους να ανακάμψει το ταπεινωμένο από την αποτυχία φρόνημά τους. Δεν θα είναι πολύ εύκολο νομίζω.
Η συντριβή των αγανακτισμένων στο επίπεδο της ιδεολογίας είναι ένα θετικό σημάδι για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Ομως δεν φτάνει. Χρειάζεται να συγκροτηθεί ένα θετικό κίνημα πολιτών που θα επαναφέρει τη χώρα στις ράγες του ευρωπαϊκού ορθολογισμού και του Διαφωτισμού. Ενα τέτοιο κίνημα πολιτών δεν είναι υπόθεση των πλατειών του λαϊκισμού.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου