(απόσπασμα από την εισήγησή του Μάκη Καραγιάννη στο 5ο Συμπόσιο Λογοτεχνίας που διοργάνωσε 10 και 11 Σεπτεμβρίου στην Κοζάνη η "Παρέμβαση".
(...) Από τη γενέθλια στιγμή ξεκινά στο επίπεδο της ιδεολογίας η διαπάλη για την εξουσία όπως εκφράστηκε από τους «καλαμαράδες» εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού που κρατούσαν την πένα και τους φουστανελοφόρους που κρατούσαν το καριοφίλι. Δηλαδή στους εξ εσπερίας πεπαιδευμένους ετερόχθονες αφ’ ενός και τους αυτόχθονες οπλαρχηγούς, τους προεστούς και τον κλήρο με το εντόπιο φρόνημα αφ’ ετέρου. Τη σύγκρουση αυτή θα μπορούσαμε, grosso modo, να τη συμπυκνώσουμε στις ηγετικές μορφές και του Θόδωρου Κολοκοτρώνη και του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Το χάσμα ανάμεσα στις δυο πλευρές εκφράζεται πρώτα απ’ όλα στη γλώσσα, το ήθος και την καχυποψία στις μεταξύ τους σχέσεις. Απέναντι στο λόγιο ύφος του δυτικόφρονα Μαυροκορδάτου, η πένα του οποίου μαζί με τον Πολυζωίδη έγραψε το πρώτο συνταγματικό κείμενο στην εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, η τραχιά και ευθύβολη γλώσσα του Κολοκοτρώνη δεν γνωρίζει περιστροφές: «Σου λέγω τούτο, Κύριε Μαυροκορδάτε μη καθίσεις πρόεδρος διότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με τη βελάδα όπου ήρθες». Η αντίθεση είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού στην «Υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα», τον περίφημο πίνακα του Βρυζάκη, όπου ο Μαυροκορδάτος, με τα ευρωπαϊκά ρούχα -«το τζιογλάνι … ο τεσσερομάτης», όπως τον αποκαλούσε Καραϊσκάκης γιατί φορούσε γυαλιά-, ξεχωρίζει ενδυματολογικά με τα μαύρα σκαρπίνια, το μαύρο παντελόνι και τη μαύρη ρεντιγκότα, σαν τη μύγα μες το άσπρο γάλα των φουστανελοφόρων που ζητωκραυγάζουν υποδεχόμενοι τον Μπάιρον.(...)
Η διαφθορά της οθωμανικής εξουσίας, τα ρουσφέτια και κυρίως το καθημερινό ήθος αιώνων μεταμοσχεύονται στη θριαμβική στιγμή του νέου ελληνικού κράτους και ως φυσική συνέχεια περνάει κάτω από τα μεγαλόστομα προοίμια των νεότευκτων θεσμών συνεχίζοντας πανηγυρικά τη διαδρομή του ως σήμερα. Διαβόητη είναι η κατασπατάληση του δανείου στις αναμετρήσεις των φατριών, στην πληρωμή για φανταστικά στρατεύματα ή τη δωροδοκία των ισχυρών με εθνικές γαίες. Οι εξαγορές με τα διπλώματα των βαθμών άκαπνων στρατιωτικών «έβγαιναν ωσάν από τον φούρνον πλέον και στάσιν δεν είχαν» γράφει ο Κασομούλης κι έφτασαν σε λίγες βδομάδες τις 12.000 με 15.000 χιλιάδες. Μάλιστα ο συντοπίτης μας λόγιος της Επανάστασης για πρώτη φορά επισημαίνει ότι κυριαρχεί «το δίκιο του διορίζειν» φίλους και συγγενείς, το οποίο οι επίγονοι των αγωνιστών θα κρατήσουν με νύχια και με δόντια δυο αιώνες. «Αρκεί να είχες ένα Βουλευτήν ή ένα γραμματικάκι φίλον – η δουλειά σου τελείωνεν» (…)
Η αγιογραφική αντίληψη που διαμόρφωσε ο κυρίαρχος εθνικός λόγος με τον γλυκερό λυρισμό παραλύει την κριτική και υποκαθιστά την ιστορική γνώση, φιλοτεχνεί μια γραφική ερμηνεία του ελληνισμού, εξαφανίζοντας τους διχασμούς και τις προδοσίες. Η απομάγευση όμως έρχεται όταν ανακαλύπτει κανείς πίσω από τους τουρκοφάγους λέοντες της σχολικής μας ηλικίας την ανατολίτικη δουλοφροσύνη, τους οθωμανικούς τεμενάδες και την αυτοταπείνωση όταν όλοι εκλιπαρούν τον Κουντουριώτη που χειρίζεται τις λίρες του αγγλικού δανείου. Ο Νικηταράς τον ικετεύει να γίνει κουμπάρος του. «Άφησα κάθε άλλην σχέσιν και συγγενικήν και φιλικήν και απεφάσισα να ζήσω με το σπίτι σας». Ο Καραϊσκάκης του μηνύει με επιστολή: «επιθυμώ να κηρύττομαι άνθρωπός σας, εύνους και εξηρτημένος». Ο Γκούρας πλειοδοτεί: «είμαι όλως διόλου αφοσιωμένος εις το οσπήτι του Κουντουριώτη και άλλο τι δεν ημπορεί να με αποχωρίσει παρά μόνον ο θάνατος». Αλλά και ο ανακηρυχθείς από τη γενιά του τριάντα μέγας Μακρυγιάννης με περισσή δουλοπρέπεια και το γλαφυρό του ύφος τον εκλιπαρεί: «Εκλαμπρότατε, να με θυμηθής όταν έλθη το δάνειον, ότι τας ελπίδας μου, μετά τον Θεόν, εις την Εκλαμπρότητά σου την έχω και μη με αφήσης περίλυπον. Παρακαλώ να με αγαπάς όπως και πρότερον» .
Όσοι αναζητούν στο ’21 καθαρό μέταλλο θα απογοητευθούν. Όπως και στην πραγματική ζωή οι πρωταγωνιστές του έχουν ένα χαρακτήρα ανάμικτο. Διαμάντια και λάσπη μαζί, πότε άγγελοι πότε διάβολοι, η γενναιοφροσύνη και η αυταπάρνηση αγκαλιά με την υστεροβουλία και τη χαμέρπεια. Παρά ταύτα, με τις λαμπρότητες και τις αθλιότητες και ιδιαίτερα με τον απλό λαό που σήκωσε στους ώμους του την Επανάσταση έκαναν το θαύμα κι άλλαξαν του ρου της Ιστορίας. (...)
Συμπερασματικά, διακρίνουμε στις απαρχές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ένα πεδίο από ρήξεις και συνέχειες. Το ιστορικό στοίχημα αυτής της διελκυστίνδας ήταν η ταυτότητα του νεοέλληνα. Ποιος έβαλε τη σφραγίδα του; Η πένα ή το καριοφίλι; Οι ρήξεις ή συνέχειες; Κατά την προσωπική μου άποψη οι ετερόχθονες με τα τρία συνταγματικά κείμενα έθεσαν πανηγυρικά το ευρωπαϊκό τους αποτύπωμα στους θεσμούς. Ωστόσο, οι επίπονες νίκες που πετύχαινε πάντα η νεωτερικότητα υπονομεύονταν από το βαθύτερο ήθος. Ο τρόπος σκέψης, σε συνδυασμό με ελληνορθόδοξη παράδοση που ύψωνε τεράστια τείχη στον κόσμο της νεωτερικότητας, έμεινε παραδοσιακός. Αυτή η εγγενής αντίφαση στην ιδρυτική του στιγμή διαμόρφωσε ψυχισμούς με θολή εσωτερική δόμηση. Έκτοτε διατρέχει τους δύο αιώνες και διαμορφώνει ανάγλυφα την αντινομική σύσταση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, η οποία ανανεώνεται διαχρονικά, αλλά κρατά πάντα τα διχοτομικά της χαρακτηριστικά. Το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα ο «εκσυγχρονισμός» αποτελεί όχι προέκταση της παράδοσης, αλλά έναν ασυμφιλίωτο εχθρικό πόλο σημαίνει ότι τίποτα δεν έχει κριθεί τελεσίδικα. Ο αγώνας συνεχίζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου