Του Ανδρέα Παπαδαντωνάκη*
Έχουν περάσει 20 χρόνια από τότε. Θυμάμαι να διατρέχουμε τα σχολεία της Κρήτης προσπαθώντας να πείσουμε συναδέλφους, που μας άκουγαν με απορία:
«Να εντάξουμε συνάδελφοι τις νέες τεχνολογίες στην εκπαιδευτική διαδικασία, να ανανεώσουμε τη διδακτική πράξη, να ζωντανέψουμε την τάξη, να κάνουμε τους μαθητές μας πρωταγωνιστές και ενεργούς συμμετέχοντες στην αναζήτηση της γνώσης».
Πέτρινα χρόνια. Κάτι σαν ιεραπόστολοι. Σαν να μεταδίδεις το κήρυγμα του Κυρίου σε κοινότητες που δεν έχουν ακούσει ποτέ για Θεό.
Αλλά με πίστη για αυτό που κάναμε και με τα λόγια των δασκάλων μας – του Δημήτρη Κουτσογιάννη, του Θανάση Χατζηλάκου, κι άλλων πολλών – στην ψυχή μας.
Όχι στο μυαλό μας, στην ψυχή μας, γιατί δεν γινόταν αλλιώς να συνεχίσουμε.
Είχαμε αποφασίσει να υπηρετούμε τις νέες τεχνολογίες και να γίνουμε πολλαπλασιαστές του μηνύματος, ότι η ένταξη τους στην εκπαιδευτική διαδικασία θα δώσει ζωή στο σχολείο, θα κάνει εγγράμματους τους μαθητές μας, θα κάνει Δημοκρατική την κοινωνία.
Επιμορφωτές της «Οδύσσειας» σε ένα πραγματικό ταξίδι για την αξιοποίηση των Τ.Π.Ε. στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Και διαβάζαμε κάθε βράδυ, το κείμενο του Θανάση: “ Τι τους κάνουμε τους υπολογιστές στα σχολεία” -ένα κείμενο επίκαιρο μέχρι και σήμερα – για να μπορούμε να απαντήσουμε την άλλη μέρα όχι μόνο στους δύσπιστους αλλά και στους καλόπιστους συναδέλφους που απορούσαν: «Τι είναι αυτό που μας βρήκε πάλι»;
Εκεί, τότε , στο Λύκειο Μοιρών, ανάμεσα σε πολλούς συγκινητικά αξιόλογους συναδέλφους, γνώρισα και τον Μανόλη. Είχε το μικρόβιο μέσα του και αυτός. Δεν το συζητήσαμε τότε (το 2000) περισσότερο. Ήταν και άλλης ειδικότητας…
Τον Μανόλη τον συνάντησα πάλι διαδικτυακά 20 χρόνια μετά. Στον καιρό της πανδημίας.
Το μικρόβιο είχε κάνει τη δουλειά του. Αυτός και άλλοι άξιοι συνάδελφοι ανέλαβαν εκείνο που δεν μπόρεσε, μέσα στη βία και στην κρισιμότητα των στιγμών, να κάνει το Υπουργείο.
Με εξαιρετική αφοσίωση και εργατικότητα δημιούργησαν μία ομάδα εκπαιδευτικών στο Facebook – την «εξ αποστάσεως εκπαίδευση»-, που ξεπερνά σήμερα τα 30.000 μέλη.
Και συνόδευσαν τους εκπαιδευτικούς σε αυτό το δύσκολο και πρωτόγνωρο ταξίδι της τηλεκπαίδευσης. Στις αγωνίες και στα άγχη τους, στις απορίες και στους προβληματισμούς τους, στις ανασφάλειες και στην τεχνοφοβία τους, στο επιμορφωτικό έλλειμμα.
Θα μείνει για πάντα στο μυαλό μου η εικόνα της ιστοσελίδας του e-class, τρεις τα ξημερώματα, να αριθμεί 10.000 συνδεδεμένους εκπαιδευτικούς. Να πασχίζουν σε ένα δίκτυο που δεν τους έκανε τη χάρη, να ανταποκριθούν σε αυτό που θεωρούσαν ότι έχουν ανάγκη οι μαθητές τους.
Και να συνεχίζουν να πασχίζουν μέχρι και σήμερα. Με δικά τους μέσα, με δικό τους κόστος, να φέρουν σε πέρας αυτό που η Πολιτεία θα έπρεπε να έχει φροντίσει.
Αναρωτήθηκε αλήθεια κανείς, τι θα γινόταν σήμερα, αν όλοι οι εκπαιδευτικοί πήγαιναν στα σχολεία για να παρέχουν από εκεί, εξ αποστάσεως εκπαίδευση στους μαθητές τους;
Αν δηλαδή δεν διέθεταν τους δικούς τους υπολογιστές και τις δικές τους συνδέσεις στο internet;
Φανταστείτε ένα σχολείο με 20, 30 ή και περισσότερους εκπαιδευτικούς να προσπαθούν να συνδεθούν με τους μαθητές τους.
Με γραμμές που σε αρκετές σχολικές μονάδες δεν ξεπερνούν την ταχύτητα των 24mbps. (οι οποίες πληρώνονται όμως με το αντίτιμο των συμβάσεων του 2006).
Φταίει η Cisco; Φταίνε οι servers του Πανελληνίου σχολικού δικτύου που σαπίζουν στα υπόγεια του Αμαρουσίου; Τι σημασία έχει;
Το ζήτημα δεν προσφέρεται ούτε για πολιτική ούτε καν για συνδικαλιστική εκμετάλλευση. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά οι μαθητές μας είναι μακριά μας. Μακριά από τη μαθησιακή αλλά κυρίως από την παιδαγωγική λειτουργία, απαραίτητη για την ενεργό δράση τους σε μία κοινωνία πολιτών.
Ενώ όμως η τηλεκπαίδευση αντιμετώπισε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα, «λειτούργησε» η τηλεψήφος.
Η ηλεκτρονική ψηφοφορία που θεσμοθετήθηκε ξαφνικά χωρίς διάλογο, χωρίς προσυνεννόηση, χωρίς δοκιμές για τη δημιουργία του απαραίτητου κλίματος εμπιστοσύνης, χωρίς συνείδηση της σπουδαιότητας του εγχειρήματος.
Ήταν ζήτημα Δημοκρατίας. Και είναι πολύ αισιόδοξο για το παρόν και το μέλλον της εκπαίδευσης και όχι μόνον, το γεγονός ότι το 95% των εκπαιδευτικών δεν ενέδωσε σε ένα ψεύτικο δίλημμα και εμπιστεύτηκε τις – για πολλούς απαξιωμένες – συνδικαλιστικές ηγεσίες.
Ήταν όμως εκείνη η στιγμή που έμαθα και εγώ από έγκριτους και επιφανείς αρθρογράφους ότι είμαι Λουδίτης εκπαιδευτικός.
Ένιωσα πολλές φορές την ανάγκη να πω ότι έχω τάξει προσωπικά τη μισή μου ζωή όπως χιλιάδες άλλοι συνάδελφοι, στην υπηρεσία των νέων τεχνολογιών και στην ένταξη τους στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Πώς είναι δυνατόν να αποκαλούνται τόσο εύκολα και απερίσκεπτα «Λουδίτες», οι Έλληνες εκπαιδευτικοί που αρνήθηκαν να αποδεχθούν όχι τις νέες τεχνολογίες και την καινοτομία, αλλά την αυταρχικότητα και την αυθαιρεσία;
Αλλά δεν είχε νόημα. Οι «έγκριτοι» τόσο καταλάβαιναν ή τόσο όφειλαν να πράξουν .
Σημασία έχει ότι αναλάβαμε εμείς οι εκπαιδευτικοί, ένα έργο που πιστεύουμε και που, παρά τις αντιξοότητες, θα το συνεχίσουμε.
Χωρίς να περιμένουμε τη δικαίωσή μας. Ξέροντας όμως ότι “όσο µεγαλύτερο είναι το εγχείρηµα που αναλαµβάνεις, τόσο µικρότερο µέρος του προλαβαίνεις να δεις στη διάρκεια της ζωής σου” .
*Ανδρέας Παπαδαντωνάκης: Φιλόλογος, μέλος του Δ.Σ. της Ο.Λ.Μ.Ε., εκπρόσωπος της Προοδευτικής Ενότητας Καθηγητών (Π.Ε.Κ.)
Λουδίτες: Ο νεολουδισμός ή νεολουδιτισμός (Neo-Luddism)
είναι η φιλοσοφία η οποία αντιτίθεται σε ορισμένες μορφές σύγχρονης
τεχνολογίας, όπως οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα κινητά τηλέφωνα, ή
ακόμα και καθολικά σε όλες τις τεχνολογίες και
στον καταναλωτισμό γενικότερα.
Οι Λουδίτες, που έδρασαν
στη Βρετανία μεταξύ 1811 και 1813 και έγιναν γνωστοί από τις μηχανές που
κατέστρεφαν, κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης (κυρίως
μηχανές ύφανσης). Οι νεολουδίτες χαρακτηρίζονται από την εγκατάλειψη
οποιουδήποτε τεχνολογικού εξοπλισμού και της προώθησης ενός απλού τρόπου ζωής, απαλλαγμένοι από τις αρνητικές επιπτώσεις που αυτός επιφέρει στις κοινωνίες, στο περιβάλλον αλλά και στα ίδια τα άτομα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου