Το εσπέρας της παραμονής της εορτής της, στον καθεδρικό της
πόλεως (κι είχα μια ανεξήγητη διάθεση για τέτοια ακροάματα), ένθα λάβαινε χώρα
αρχιερατικός εσπερινός για την «πρόσφυγα», αγία η οποία εδώ και χρόνια δεν έχει
που την αγία και σοφή (ήξερε όλην την
ελληνικήν και λατινικήν παιδεία του καιρού) κεφαλή της κλίναι στην πόλη. Κεφαλή
που περιέκοψαν σύριζα: «Αικατερίνα και σοφή και παρθένος/Εκ δε ξίφους και
Μαρτυς. Ω καλά τρία!). Μα έχει προς τούτο τις καρδιές των πιστών; Εδώ παραποιώ
ελαφρώς τον ποιητή Γ. Ρίτσο, όστις μαζί με όλο το παγκόσμιο, κομμουνιστικό
βουητό την περίοδο της σταλινικής αποκαθήλωσης (και των αγαλμάτων του) μετά το
1956 θρηνούσε:
«Στάλιν κοιμήσου στις καρδιές μας είν’ πιο ζεστά εκεί», έτσι και «Αγία κοιμήσου στις καρδιές μας κ.λπ.». Αυτό τούτο το «περικάρδιο» ζήτημα δεν αφορά εννοείται την διοικούσα εκκλησία ότι γι’ αυτήν αξία έχουν τα έργα της θεσμικής λατρείας με όλα τα λιβανοφόρα μυστήρια και κερδοφόρα συνάμα συμπαραμαρτούντα.
«Στάλιν κοιμήσου στις καρδιές μας είν’ πιο ζεστά εκεί», έτσι και «Αγία κοιμήσου στις καρδιές μας κ.λπ.». Αυτό τούτο το «περικάρδιο» ζήτημα δεν αφορά εννοείται την διοικούσα εκκλησία ότι γι’ αυτήν αξία έχουν τα έργα της θεσμικής λατρείας με όλα τα λιβανοφόρα μυστήρια και κερδοφόρα συνάμα συμπαραμαρτούντα.
Τέλος πάντων.
Εμνήσθην ένα
κείμενο δημοσιευμένο στη νεαρότατη «Παρέμβαση» (τχ.13, Δεκέμβριος 1985 -πόσα
χρόνια θεέ μου!) περί του ναϋδρίου της Πανσόφου αγίας, που ήταν κολλημένο για
πάνω από 250 και χρόνια σε μια γωνιά του επισκοπείου, ενσωματωμένο στην
κτιριακή του αισθητική και την ιστορική του ακολουθία.
Εγραφον τότε τα
«περισπούδαστα» περί αυτού:
« Σ’ αυτήν την οικεία διαρρύθμιση και το δωμάτιο-Ναός της
αγίας Αικατερίνης στο δυτικό μέρος. Δεν θυμίζει τους ναΐσκους ή τα μονύδρια του
Παπαδιαμάντη αλλά η προσέγγισή του προϋποθέτει αγάπη και γνώση προς το έργο του
συγγραφέα που κάπως περιέχει και αυτό. Βέβαια οι μικροί ναοί της υπαίθρου
θέλγουν πάντα ένθεους κι αδιάφορους και καθώς βρίσκονται σε αρμονική ενότητα με
το περιβάλλον, ηρεμούν το πνεύμα, όσοι βέβαια έμειναν ασύλητοι από τους
εγχώριους και ξένους αγιογδύτες που με επιμέλεια περισσή τους γυμνώνουν από
ό,τι θυμίζει τέχνη έξω από την τρέχουσα...».
«Χωρίς τοιχογραφίες με εικόνες αρχαίες επί του πατώματος και ένα μικρό
τέμπλο μετατρέπουν το συμπαθητικό δωμάτιο σε χώρο σεβάσμιο».
Στο νυν.
Το ναΰδριο αυτό
σαρώθηκε όταν άρχισαν τα έργα ανακαίνισης του Επισκοπείου. Τώρα εκεί μέσα
εργάζεται δούλος απλήρωτος, ο ζωγράφος Γ. Κόλλας, ο οποίος δημιουργεί σύμπαντα
εικαστικά, περιμένοντας (με υπομονή μάρτυρα της Ορθοδοξίας) πότε θα πληρωθεί το
συμφωνηθέν και θα «πληρωθεί» για το ζωγραφηθέν έργο. Αυτοί που το γκρέμισαν
πήραν και τη μεγάλη αμαρτία επ’ ώμου τους. Ο λαός της πόλεως πόνεσε την
καταστροφή αυτή σαν να έχασε υλικό (όχι μόνον πνευματικό) κομμάτι του εαυτού
του. Αγαπούσαν το ναΰδριο όσο κανέναν άλλο ναό της πόλης. Ηταν το μικρό, κρυφό,
γλυκό, ενιαύσιον καταφύγιόν τους. Σαν τις κρυφές αγάπες. Θέλουν, λέει, τώρα να
κτίσουν στη μέση της αυλής νέον και επέπεσαν φυσικά οι αρχαιολογικές,
εκκλησιαστικές, δημοτικές ευτέλειες. Ναυτιώντες οι πιστοί αλλά και οι αδιάφοροι
των θεοτικών, βλέπουν την επιλογή αυτή από ξένη έως εχθρική. Τους στέρησαν την
αγαπημένη τους αγία οι αθεόφοβοι. Κι ως γνωστόν όλες οι εξουσίες για το μόνο
που δεν νοιάζονται είναι οι πολίτες τους είτε ποίμνιον πιστών είναι είτε κοπάδι
λαού. Βέβαια αυτές τις δυναστείες τις μέλλεται, έτσι κι αλλιώς, να σαρωθούν,
αυτός είναι ο προορισμός τους και από Θεού. Περιμένουμε σύντομα.
Ετσι είναι κι έτσι
κάνουν όλοι οι εισβολείς σε ξένους τόπους, τρόπους, συνήθειες· θρυμματίζουν της
πόλεως τους όποιους απόμειναν ακόμα, ιστούς, νεωτερίζοντες ατιμωρητί κατά το
δοκούν και το καραδοκούν και ορμούν ως ταύροι σε υαλοπωλείο σε ό,τι δεν
ισορροπεί με την ημιμάθεια, το εγκόσμιό τους κιτς, την θρασύτητα της δοτής τους
δύναμης.
Δε βαριέσαι όλα
περνούν, ξεχνιούνται και πρωτίστως συνηθίζονται κυρίως το ευτελές.
Στο τότε, λοιπόν
ξανά.
«Παραμονή της
εορτής υπό ραγδαία βροχή βρεθήκαμε και εμείς να περιβαδίζουμε την αυλή του
Επισκοπείου και μέσα ο μέγας Εσπερινός εν εξελίξει με τις βυζαντινές οκτάβες να
διαχέονται γύρω και εντός μας.
Με ομπρέλα φυσικά
την οποία κατεβάζαμε μέχρι τους ώμους καλύπτοντας επιμελώς το πρόσωπο κάθε που
βραδυπορούντες εισέρχονταν κι ανυπόμονοι εξέρχονταν της επισκοπής, πιστοί μη
μας δει κανείς γνωστός και αναγκαστούμε ν’ επιστρατεύσουμε αδέξιες
δικαιολογίες...»
Στο σήμερα πάλι
δηλαδή στον χθεσινό εσπερινό της.
Δεν είναι και ό,τι
καλύτερον για τους εκκλησιαζόμενους να είναι παρών κι ο επίσκοπος στις τελετές.
Ετσι λέγεται και φαίνεται. Τι κρίμα να επικρατεί αυτή η γνώμη πλέον για τον
τοπικό προκαθήμενο, αν και επί της ουσίας λίγο μας κόφτει. Η καθημερινότητα
έχει πολύ σοβαρότερες αγωνίες από αυτές του χαμένου ορίζοντα του επέκεινα. Ο
νυν παράδεισος, δηλαδή η απλή διαβίωση του ανθρώπου, κινδυνεύει από την άγρια
επιδρομή των χαρατσοφόρων. Διάβασα ή άκουσα και κάτι αστείες δηλώσεις ότι τον
υποβλέπουν και τον εχθρεύονται. Ποιός δίνει σημασία σ’ αυτά; Στο χέρι του είναι
να διορθώσει εαυτόν και τους άλλους και να γίνει αγαπητός κάπως και στους
όποιους «εχθρούς» του, αν το θέλει φυσικά.
Εν τουτοίς στην Είσοδο με το επιλύχνιο «Φως
Ιλαρόν» το
ιδιόμελο το οποίον πήρε ο ίδιος αργά να ψάλλει, κάπως μ’
άρεσε και έπιασα τον εαυτό μου να
μετέχει μιας ευμενούς ουδετερότητας προς αυτόν και τους συν αυτώ. Ομως στη μέση
του τροπάριου πλάκωσαν τα θυμιατήρια των διακόνων και των υποδιακονιδίων που
τον πολυχρόνευαν ασύστολα και θρυμμάτισαν τη μυσταγωγία όπως κονιορτοποίησαν τη
μικρή εκκλησία της αγίας Αικατερίνης. Τόσο χρεία έχουν την θυμιατοκολακεία; Επρεπε
να τους επιβάλλει σιγήν παρόμοια με κείνη που επιβάλλουν στους εαυτούς οι
πετεινοί της Ιερουσαλήμ τη Μεγάλη
Παρασκευή, εις ένδειξιν σεβασμού και πένθους, όπως έγραφε κι ο Εμ. Ροΐδης.
Χάλασαν το ωραιότερο κομμάτι της βραδιάς με τη σπουδή του θυμιατογαργαλήματος.
Μπορεί να το λέει το τυπικό, δε λέω, αλλά
οι δεσποτάδες σε λειτουργία είναι ανώτεροι παντός Θεού, Χριστού,
Παναγίας, αγίων κι αγιουσών, όπως η μεγάλη και Πάνσοφος Αικατερίνα, μεγάλη η
χάρη της κ.λπ.
Ενιωσα
μια ψυχική ανορεξία. Μάλιστα μια στιγμή που είδα να με κοιτούν κλεφτά απ’ τ’
αριστερά κάτι βλέμματα που με πήγαιναν στον άδολο (άδολο;) παιδικό μου καιρό,
έφυγα προτροπάδην απ’ το ναό, με κατεύθυνση αυτόν. Δηλαδή προς τη νύχτα της
μνήμης του και του μαρτυρίου της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου