Οι πόρτες ήταν κλειδωμένες. Κάποιος είπε ότι είδε τον νεωκόρο να
αγοράζει κρασί. Ημασταν τρεις που περιμέναμε. Είχα φέρει το Γκέιμ μπόι,
αλλά δεν το έβγαζα.
«Δεν περνάει», είπε ο Ντιζάς.
«Θα περάσει», είπε ο Γκόγκας.
Αυτός είχε δει τον νεωκόρο. Εμεναν στην ίδια γειτονιά. Ο Γκόγκας ήρθε τελευταίος. Η καμπάνα χτύπησε μία φορά.
«Πεντέμισι», είπε ο Ντιζάς.
Οταν έφτασα στην εκκλησία, στις τέσσερις, τον βρήκα εκεί. Είχε έρθει από
τις τρεις, είχε φέρει και φαγητό. Ο Γκόγκας ήρθε λίγο πριν τις πέντε.
«Ποιοι άλλοι λέτε να ’ρθουν;», είπε ο Γκόγκας.
«Δεν με νοιάζει», είπε ο Ντιζάς, «εγώ ήμουν πρώτος».
Οταν τον είδα στον περίβολο, σκέφτηκα να φύγω. Κάθε χρόνο τα ίδια. Αλλά
φέτος τον ήθελα πολύ τον σταυρό. Εστω το εξαπτέρυγο. Το πρώτο.
«Θα περάσει η καριόλα», είπε ο Γκόγκας.
Εβαλα το χέρι στην τσέπη της φόρμας, να βεβαιωθώ ότι το Γκέιμ μπόι ήταν
στη θέση του. Δεν μου χρησίμευε πολύ. Δύο κασέτες είχα μόνο. Αλλά ο
παππούς έδωσε υπόσχεση. Εσκυψα κι είδα μέλισσες να γυροφέρνουν τα
ζουμπούλια. Πιο κει, πλάι στα κυπαρίσσια, η κρήνη, το παρτέρι με τα
γεράνια κι ανάμεσα βράχοι στο χρώμα της σκουριάς. Κι ο κισσός στο
αρχονταρίκι πλατύφυλλος και θαλερός, από το χώμα ώς τ’ ακροκέραμα. Φέτος
το Πάσχα ήρθε στην ώρα του ― ούτε νωρίς ούτε αργά. Καθόμασταν στα
σκαλιά του καμπαναριού.
«Ο αδελφός μου είπε ότι θα ’ρθει κι ο Καραλιός», είπε ο Γκόγκας.
Ο Ντιζάς δεν μίλησε.
«Υπάρχει σειρά», είπα.
Η καγκελόπορτα της αυλής έτριξε. Μπήκε ένα παιδί έναν χρόνο μικρότερο.
Πέμπτη δημοτικού, έμενε στον Συνοικισμό, στην ανατολική άκρη του χωριού,
στα ριζά του βουνού. Εκεί εγκαταστάθηκαν μετά τον πόλεμο οι
Σκουλιαριώτες και οι άλλοι απ’ τα Πιέρια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν τους
οικισμούς τους. Είχαν αψάδα τα πρόσωπά τους. Τους αποφεύγαμε. Ομως αυτή
ήταν η ενορία μας και το παιδί ήταν μικρότερο. Το πολύ πολύ να ’παιρνε
ένα μανουάλι ― πρώτο, δεύτερο δεν είχε σημασία. Η όψη του ήταν
κοκκινωπή, γεμάτη φακίδες.
Οσο προχωρούσε η ώρα, στα γύρω στενά η κίνηση αύξανε. Τελευταίες αγορές
πριν τη γιορτή. Καφέδες, μηχανάκια. Τα αρώματα των λουλουδιών
υποχωρούσαν μαζί με τον ήλιο. Η σκιά του καμπαναριού μάκραινε.
Δεκαοχτούρες στις σκεπές. Την περισσότερη ώρα δεν λέγαμε τίποτα.
Περιμέναμε.
Γύρω στις εφτά έτριξε πάλι η καγκελόπορτα. Ηρθε ο νεωκόρος με μια
πλαστική σακούλα. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα. Μας είδε που καθόμασταν
στα σκαλιά, χαμογέλασε.
«Οπου να ’ναι θα ’ρθει ο παπάς να σας ντύσει», είπε. Μπήκε στο
αρχονταρίκι. Ηταν πιο κει, δεν φαινόταν, αλλά ακούσαμε που κλείδωσε.
«Ωραία», είπε ο Ντιζάς.
Πέρυσι είχε πιάσει πάλι απ’ τις τρεις σειρά για τον σταυρό, αλλά ο
Καραλιός τού τον πήρε. Ηρθε στις οχτώ, πριν προλάβει ο παπάς να μας
δώσει τα στιχάρια. Εσπρωξε ένα παιδί, μετρήθηκε στη θέση του. Μες στο
Ιερό άρπαξε τον σταυρό απ’ τον Ντιζά. Ημουν μπροστά, είχα πάει κι εγώ
από νωρίς. Κρατούσα το πρώτο μανουάλι, τα εξαπτέρυγα τα πρόφτασαν άλλοι.
Ο Ντιζάς πήρε το δεύτερο μανουάλι. Ο παπάς με την πλάτη γυρισμένη
ευλογούσε τη μεταλαβιά. Στη Λειτουργία, στην πομπή κι έπειτα στην
Ανάσταση ο Ντιζάς δεν σήκωσε το βλέμμα απ’ το έδαφος.
Ομως φέτος τον ήθελα τον σταυρό. Εστω το εξαπτέρυγο, το πρώτο. Αν
κρατούσα κάτι απ’ τα δυο, ο παππούς θα μου ’δινε λεφτά για καινούργια
κασέτα. Ο Γκόγκας θα ’παιρνε το δεύτερο εξαπτέρυγο, ο μικρός απ’ τον
Συνοικισμό το πρώτο μανουάλι. Ο επόμενος που θα ερχόταν θα έπαιρνε το
άλλο.
Περιμέναμε τον παπά, ενώ το φως λιγόστευε.
Ο Καραλιός ήρθε κατά τις εφτάμισι.
Ο Ντιζάς κι ο Γκόγκας δεν είπαν τίποτα.
«Ακόμα ν’ ανοίξουν;», είπε ο Καραλιός.
Πηγαίναμε στην ίδια τάξη, αυτός στο άλλο τμήμα. Φορούσε τζιν ζακέτα.
«Τ’ είν’ αυτό;», είπε κι έδειξε τον μικρό απ’ τον Συνοικισμό.
Ο μικρός τον κοίταξε. Στο χωριό ψιθύριζαν πως στον Συνοικισμό οι
άνθρωποι καβαλούν τις γίδες τους, δέρνουν τις γυναίκες τους, το μόνο που
τους νοιάζει είναι τα κοπάδια τους. Τ’ αγόρια δεν συνεχίζουν μετά το
γυμνάσιο, γίνονται κατευθείαν κτηνοτρόφοι, οικοδόμοι, υλοτόμοι. Αλλη
πάστα, έλεγαν στα καφενεία.
Ο Ντιζάς σηκώθηκε, μαζί κι ο Γκόγκας. Στάθηκαν στην είσοδο του νάρθηκα.
Πήγα κι εγώ, ο Γκόγκας μ’ άφησε να περάσω δεύτερος. Πίσω του πήρε θέση ο
μικρός. Στεκόμασταν φάλαγγα μπροστά στην πόρτα κι ο Καραλιός απέναντι
με τα χέρια σταυρωμένα. Η καμπάνα σήμανε οχτώ. Ακούσαμε αυτοκίνητο,
πάρκαρε πίσω απ’ την εκκλησία. Θα πρέπει να ’ταν ο παπάς.
Ο Καραλιός πλησίασε τον Ντιζά. Τον άρπαξε απ’ τον γιακά και τον κύλησε
στο τσιμέντο, εκεί που ’χε σκάσει κι ήταν όλο μυρμήγκια. Ο Ντιζάς
στάθηκε στα πόδια του, γράπωσε ένα χοντροχάλικο, το πέταξε. Εσκυψα,
πέρασε ξυστά μου ― έσκυψε όμως κι ο Καραλιός. Ράγισε ένα τζάμι στον
νάρθηκα. Ο Καραλιός τού ρίχτηκε κι άρχισε να τον κλοτσάει στο στομάχι. Ο
άλλος κουλουριάστηκε σαν σκουλήκι μόλις σηκώσεις πέτρα. Ο Γκόγκας κι
εγώ κάναμε να τον σταματήσουμε, αλλά έριξε και σε μας μερικές. Φοβήθηκα
μη μου σπάσει το Γκέιμ μπόι και δεν ξαναπροσπάθησα. Εκανα τον γύρο της
εκκλησίας να φωνάξω τον παπά, όμως δεν είχε έρθει ― το αυτοκίνητο ήταν
αλλουνού. Ο νεωκόρος άφαντος. Ο Καραλιός κλοτσούσε και χτυπούσε. Κάπου
κάπου βλέπαμε αίματα στις ρωγμές, στα χόρτα που φύτρωναν πλάι στις
μυρμηγκοφωλιές. Ωσπου είδαμε τον μικρό απ’ τον Συνοικισμό με μια κοτρόνα
στα χέρια, την είχε πάρει απ’ το παρτέρι. Πήγε πίσω απ’ τον Καραλιό και
με μια παράδοξη ησυχία, σαν να έκοβε λουλούδια, σαν να χάιδευε τα
μαλλιά νεογέννητου, την κατέβασε στο κεφάλι του. Ο Καραλιός γύρισε
ζαλισμένος, παραπάτησε κι ύστερα ο μικρός την κατέβασε άλλη μια, αυτή τη
φορά στο πρόσωπο, έπειτα μια φορά ακόμα. Ο Καραλιός ξαπλώθηκε.
Σηκώσαμε τον Ντιζά, ο Γκόγκας έφερε νερό απ’ την κρήνη, τον έβρεξε, τον
καθάρισε. Συνήλθε. Κοιτάξαμε τον πεσμένο Καραλιό. Ακούσαμε βήματα απ’
την άλλη μεριά της εκκλησίας. Είδαμε μια σκιά, ο νεωκόρος καλησπέρισε
τον παπά.
«Θέλω τον σταυρό», είπε ο μικρός απ’ τον Συνοικισμό. Καθόταν πάνω στην κοτρόνα.
Ο Ντιζάς τον κοίταξε. Είχε μείνει λίγο αίμα στη βάση του λαιμού.
Φάνηκε ο νεωκόρος. Είδε τον Καραλιό κι έβαλε τις φωνές. Του είπαμε ότι
σκόνταψε στις ρωγμές του τσιμέντου. Επεσε και χτύπησε στην κοτρόνα ―
άγνωστο πώς βρέθηκε εκεί. Ηρθε ο παπάς, τηλεφώνησε στο αγροτικό ιατρείο.
Τον μάζεψαν σ’ ένα τέταρτο, αναίσθητο ακόμα.
Στη Λειτουργία ο Ντιζάς πήρε το πρώτο εξαπτέρυγο. Εγώ το δεύτερο, ο
Γκόγκας κι ο τελευταίος που ήρθε τα μανουάλια. Εξω απ’ την εκκλησία ο
παππούς με είδε που δεν κρατούσα τον σταυρό, αλλά μου ’κλεισε το μάτι ―
μου έδωσε τελικά τα χρήματα. Την πομπή, ακριβώς πίσω απ’ τον παπά,
οδηγούσε ο μικρός. Ανέκφραστος παρά το πλήθος στην πλατεία, ατάραχος
ακόμα κι όταν μεσάνυχτα άστραψαν πάνω μας γαλαζοπράσινα τα πυροτεχνήματα
― λες και δεν ήταν Πάσχα, λες κι ήταν μια Τρίτη βράδυ, Ιούλιος με τις
ζέστες κι όλος ο Συνοικισμός στις αυλές, στις πλαστικές καρέκλες, να
πίνει μπίρες σιωπηλός.
Ο κ. Γιάννης Παλαβός γεννήθηκε στο Βελβεντό Κοζάνης το 1980.
Εχει δημοσιεύσει δύο συλλογές διηγημάτων. Η πιο πρόσφατη, με τίτλο
«Αστείο» (Νεφέλη, 2012), τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και
το βραβείο του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης».
2 σχόλια:
Είχαν αψάδα τα πρόσωπά τους. Τους αποφεύγαμε. (τους Σκουλιαριώτες)
Κάπως έτσι και τώρα;Oι Σερβιώτες είχαν μία αψάδα στο προσωπό τους.ΤΟΥΣ ΑΠΟΦΕΥΓΟΥΜΕ???????????Γιατί άραγε;;;
"καταλυτικός" ο Γιάννης Παλαβός. ΙΔΟΥ ΤΑ ΚΑΤΑΛΛΛΛΛΕΙΠΑ............ ΑΣΕ ΓΕΜΙΣΑΜΕ ΚΑΤΑΛΥΤΕΣ.
Δημοσίευση σχολίου