Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Το προς συζήτηση προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2015 στοχεύει σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,9% του ΑΕΠ με πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,9% και μείωση της ανεργίας κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες.
Το προσχέδιο αυτό συνεχίζει τη δημοσιονομική προσαρμογή που ξεκίνησε το 2010, προκειμένου να τεθεί υπό έλεγχο το έλλειμμα που έφτασε το 15,7% του ΑΕΠ το 2009.
Αυτή την πραγματικότητα δυσκολεύονται να την αποδεχτούν οι συνάδελφοι της ΝΔ, οι οποίοι πιστεύουν, ότι είχαν δίκιο στη φάση της αντιμνημονιακής περιόδου των «Ζαππείων», τότε που εναντιώνονταν στη δημοσιονομική προσαρμογή αλλά έχουν δίκιο και σήμερα που υπερασπίζονται με πάθος τη δημοσιονομική προσαρμογή και την διεκδικούν ως δικό τους επίτευγμα.
Αυτό είναι το γνωστό πολιτικό σύνδρομο «εμ-εμ».
Εμ έτσι, εμ αλλιώς.
Το προς συζήτηση προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2015 στοχεύει σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,9% του ΑΕΠ με πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,9% και μείωση της ανεργίας κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες.
Το προσχέδιο αυτό συνεχίζει τη δημοσιονομική προσαρμογή που ξεκίνησε το 2010, προκειμένου να τεθεί υπό έλεγχο το έλλειμμα που έφτασε το 15,7% του ΑΕΠ το 2009.
Αυτή την πραγματικότητα δυσκολεύονται να την αποδεχτούν οι συνάδελφοι της ΝΔ, οι οποίοι πιστεύουν, ότι είχαν δίκιο στη φάση της αντιμνημονιακής περιόδου των «Ζαππείων», τότε που εναντιώνονταν στη δημοσιονομική προσαρμογή αλλά έχουν δίκιο και σήμερα που υπερασπίζονται με πάθος τη δημοσιονομική προσαρμογή και την διεκδικούν ως δικό τους επίτευγμα.
Αυτό είναι το γνωστό πολιτικό σύνδρομο «εμ-εμ».
Εμ έτσι, εμ αλλιώς.
Σύνδρομο, που οδηγεί στην απαξίωση του πολιτικού δυναμικού της χώρας καθώς δυσκολεύεται να κάνει στοιχειώδη αυτοκριτική για λανθασμένες επιλογές.
Σε αντίθεση όμως με τις απόψεις που ακούστηκαν από τη ΝΔ, κατά τη συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, το έλλειμμα δεν μηδενίστηκε στα τρία χρόνια, δηλαδή μεταξύ 2012-2014.
Η πραγματικότητα είναι, ότι τα 2/3 της δημοσιονομικής προσαρμογής στο διαρθρωτικό έλλειμμα ολοκληρώθηκαν μεταξύ 2010-2012, περίοδο κατά την οποία η ΝΔ ήταν ενάντια στην προσαρμογή.
Ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Τσακαλώτος έθεσε χθες το ερώτημα της αποτελεσματικότητας της πολιτικής που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια και επικαλούμενος το νομπελίστα οικονομολόγο Στίγκλιτζ διερωτήθηκε αν το κόστος για την επιστροφή στην ανάπτυξη ήταν το ελάχιστο δυνατό και αν θα επιστρέψουμε σε ανάλογους ρυθμούς ανάπτυξης με αυτούς πριν από την κρίση.
Θα ξεκινήσω από το δεύτερο ερώτημα.
Η αποεπένδυση που κυριαρχεί στη χώρα από το 2007 καθιστά αδύνατη την επιστροφή σε ρυθμούς της τάξης του 3,5%.
Για να αποκατασταθεί ο παραγωγικός ιστός χρειάζονται πάνω από 30 δις επενδύσεων την επόμενη τριετία πέρα από τις επενδύσεις του ΠΔΕ.
Στη συζήτηση που κάνουμε δεν ακούσαμε, ποιες είναι οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων; Μήπως επειδή έχει ιδεολογικές «αλλεργίες» στις ιδιωτικές επενδύσεις σε μια μεικτή οικονομία;
Τέλος, στο ερώτημα αν είναι εφικτή η επιστροφή στο αρχικό δυνητικό ΑΕΠ, πρέπει πρώτα να απαντηθεί αν οι ρυθμοί μεγέθυνσης πριν από την κρίση προέκυπταν από ένα βιώσιμο παραγωγικό πρότυπο.
Η απάντηση είναι πως όχι.
Γιατί την ανάπτυξη τροφοδοτούσε η ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, που στηριζόταν σε δανεικά και όχι στην αύξηση των εισοδημάτων από αύξηση της παραγωγικότητας ή από αύξηση των εξαγωγών.
Τώρα, ως προς το πρώτο ερώτημα που έθεσε, ας απαντήσει αν υπήρχε άλλη εναλλακτική για την Ελλάδα το 2010;
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απαντά ευθέως στο ερώτημα αυτό. Υποστηρίζει, ότι το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι πρόβλημα περιορισμένης ζήτησης.
Ερωτώ, λοιπόν: Υποστηρίζει ότι η χώρα έπρεπε να αποφύγει την προσαρμογή το 2010 για να μην βαθύνει η ύφεση;
Στη ΔΕΘ ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε προτάσεις με τις οποίες προτεραιότητα δίδεται στην αποκατάσταση της ζήτησης για επανεκκίνηση της οικονομίας.
Αυτή είναι η κλασική συνταγή για να αντιμετωπίσεις συνθήκες περιορισμένης ζήτησης και έχει διαπιστωθεί, ότι έχει τη μέγιστη αποτελεσματικότητα όταν εφαρμόζεται σε σχετικά κλειστές οικονομίες, που έχουν δικό τους εθνικό νόμισμα.
Πόσο αποτελεσματική, όμως, μπορεί να είναι αυτή η πολιτική, όταν είσαι μέλος της ευρωζώνης;
Η εμπειρία, τουλάχιστον στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι αρνητική.
Η κυβέρνηση της ΝΔ επί Καραμανλή αύξησε τα ελλείμματα μεταξύ 2007 και 2009 στο 15,7%, χωρίς να καταφέρει να αποτρέψει την ύφεση από το 0,4% στο 4,4%.
Άρα, ένα πρώτο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κανείς, είναι ότι ο εθνικός κεϋνσιανισμός σε αντίθεση με τις θεωρητικές προβλέψεις δεν είναι πάντα και παντού αποτελεσματικός στην αντιμετώπιση της ύφεσης, ειδικά σε νομισματικές ενώσεις.
Η μόνη αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση, ήταν μια πιο αργή δημοσιονομική προσαρμογή για να μειωθεί το κόστος σε όρους απολεσθέντος ΑΕΠ και θέσεων εργασίας που καταστράφηκαν.
Αυτό, όμως, προϋπέθετε συμφωνία των δανειστριών χωρών να δώσουν περισσότερα κεφάλαια από τα 240 δις που δόθηκαν στην Ελλάδα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Στο προσχέδιο, ενσωματώνεται η υπόθεση, ότι η χώρα το 2015 θα καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες από τις αγορές.
Η επιλογή αυτή, οδηγεί σε αύξηση του κόστους δανεισμού και σε συνεπακόλουθη επιβάρυνση του προϋπολογισμού.
Είναι, λοιπόν, σημαντικό να διασφαλιστεί πρώτον, ότι η χώρα θα βγει με ασφάλεια στις αγορές, ως αποτέλεσμα της βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών και όχι για να εξυπηρετηθούν πρόσκαιρες πολιτικές σκοπιμότητες ή για να εμπλουτιστεί η πολιτική αφήγηση με εφήμερα τρόπαια και δεύτερον, να μπορεί να δανείζεται με ανταγωνιστικά επιτόκια.
Διότι, η προσφυγή στις αγορές, όταν γίνεται σε λάθος χρόνο ή χωρίς να πληρούνται οι αναγκαίες οικονομικές προϋποθέσεις, ενέχει και σημαντικούς κινδύνους, αφού σε περίπτωση μιας διαταραχής, η χώρα κινδυνεύει να βρεθεί ξανά αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο αδυναμίας δανεισμού από τις αγορές με ανταγωνιστικά επιτόκια.
Σε ακραίες συνθήκες, ίσως χρειαστεί, να προσφύγει εκ νέου στους θεσμικούς πιστωτές.
Αναρωτήθηκε κανείς, τι θα συμβεί στη χώρα, στην οικονομία και στο πολιτικό σύστημα αν βγει για κάποιο διάστημα στις αγορές και μετά υποχρεωθεί να αναζητήσει εκ νέου στήριξη;
Εδώ και ένα χρόνο, προσπαθώ με αλλεπάλληλες παρεμβάσεις και αρθρογραφία να χτυπήσω όσα καμπανάκια μπορώ. Καταθέτω σχετικά άρθρα μου στην «Καθημερινή» το Σεπτέμβριο του 2013 και στην «Εφημερίδα των Συντακτών» το Σεπτέμβριο του 2014.
Τι έλεγα και τι λέω;
Ας γίνει επιτέλους μία μεγάλη εμπεριστατωμένη συζήτηση για την έξοδο από το Μνημόνιο και τη διαχείριση του χρέους.
Όλοι κάνουν πώς δεν ακούν.
Το Υπουργικό Συμβούλιο ουδέποτε συνεδρίασε με αυτό το αντικείμενο.
Όλες οι πληροφορίες και όλη η διαχείριση γίνεται σε ένα στενό κύκλο, γεγονός χωρίς προηγούμενο στη Μεταπολιτευτική Ιστορία της χώρας και χωρίς προηγούμενο σε χώρα που θέλει να λέγεται Δημοκρατία.
Η δε Αντιπολίτευση δεν βγάζει τσιμουδιά επί της ουσίας - γιατί αν τελειώσει το Μνημόνιο, τι θα κάνει χωρίς «βαρβάρους»;
Εμείς σα χώρα μπορεί να σφυρίζουμε αδιάφορα, αλλά οι απέξω βλέπουν και κρίνουν.
Γιατί βλέπουν ένα πολιτικό δυναμικό που αδυνατεί να κάνει μια συγκροτημένη συζήτηση για το χρέος, ενόψει των αποφάσεων των δανειστών.
«Μάλλιασε» η γλώσσα μου να τα λέω.
Να τα επαναλάβω;
Για βιώσιμη έξοδο στις αγορές είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι οι δανειακές ανάγκες των επόμενων χρόνων θα ελαχιστοποιηθούν, θα εξασφαλιστούν τα προβλεπόμενα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις, η αποχώρηση των θεσμικών πιστωτών θα γίνει συναινετικά, θα υπάρξει μια ανοικτή πιστωτική γραμμή μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών, θα ληφθούν οι θετικές αποφάσεις για το χρέος από του εταίρους, θα υπάρχει σύμφωνη γνώμη της ΕΚΤ για το ενέχυρο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Από το Μνημόνιο πρέπει να βγούμε επειδή θα πείσουμε ότι μπορούμε να βγούμε.
Αν δώσουμε την εντύπωση, ότι θέλουμε να βγούμε επειδή απλά βολεύει πολιτικά, καήκαμε.
Και μαζί θα καεί η χώρα.
Δεν μπορούμε και δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να ακυρώσουμε τα 5 χρόνια προσπαθειών του ελληνικού λαού για «5 ημέρες» εφήμερης αντιμνημονιακής δόξας. Η χώρα χρειάζεται ασφαλείς και σταθερές επιλογές και αυτές μπορεί και πρέπει να προσφέρει η Κυβέρνηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου