Του Β.Π. Καραγιάννη
Οταν
ήμουν στην έμμισθη δημόσια και δημοτική υπηρεσία των τοπικών γραμμάτων, ΙΝΒΑ
και Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, -χρόνια αμνημόνευτα σαν να ήταν ξένα πλέον τα
χρόνια που έζησα εκεί- θέλησα να τοποθετήσω στο χώρο της Βιβλιοθήκης έναν
πίνακα κατά μίμησιν του πίνακα του Γ. Ροϊλού «Οι ποιητές στον Παρνασσό». Κάτι
παρόμοιο που να εικονίζει και να συνοψίζει με την εικαστική αισθητική του την
ιστορία των κοζανίτικων γραμμάτων.
Το κάθε πρόσωπο που θα εικονιζόταν σ’ αυτόν εξέφραζε το ιδιαίτερο και εξαιρετικό που είχε ως προσωπικότητα των γραμμάτων αφού είχε μια συγκεκριμένη προσφορά στη δημιουργία, την ύπαρξη και τη συνέχειά της πνευματικής ιστορίας της πόλεως.
Οι
συγγραφείς επιλέγησαν κατά την κρίση μου ή μάλλον και την έπαρσή μου! Ετσι σ’
αυτόν τον πίνακα θεώρησα ότι πρέπει να είναι οι εκπρόσωποι των κοζανιτών την
περίοδο του ύστερου νεοελληνικού διαφωτισμού (όσοι μου ήταν τουλάχιστον σαν
φυσιογνωμίες γνωστοί ): Γ. Σακελλάριος, Γ. Λασσάνης, Χ. Μεγδάνης, Γ.
Ρουσιάδης, Ν. Κασομούλης, Μητιώ
Σακελλαρίου. Από τον 20ου
οι: Κ. Τσιτσελίκης, Παναγιώτης
Λιούφης, Ν. Π. Δελιαλής, Δ. Μανέντης, Κ. Παπακωνσταντίνου. Στη συνεχεία ο
Μιχάλης Παπακωνσταντίνου και από το τελευταίο τέταρτο του αυτού αιώνα ο Κ.
Σιαμπανόπουλος και ο Λάζαρος Παπαϊωάννου. Τον μεγάλο αυτό πίνακα (1,50χ1,20 τον
οποίο πήρα μαζί μου από τη Δημ. Βιβλιοθήκη όταν έφυγα από κει, και τον έχω στο
γραφείο μου, τον ζωγράφισαν και μου τον παραχώρησαν κατά κυριότητα από τη μονή
Αναλήψεως, την εποχή της ηγουμένης Μαγδαληνής. Οταν ζούσε ακόμα η Γερόντισσα
της παρακάλεσα ο ζωγραφικός της οίκος να συνθέσει αυτό τον πίνακα (2002) και
ανέφερα αναλυτικά τα πρόσωπα που θα περιλαμβάνονταν σ’ αυτόν, μεταξύ τους δε κι
ο Λάζαρος Π. μου είπε: «Ο Λάζαρος λίγες μέρες πριν από την φυγή του ήρθε να με
δει. Ενοιωσα σαν να με αποχαιρετούσε». Εκανε φαίνεται τον ύστερο κύκλο των
αγαπημένων τόπων, ανθρώπων και τρόπων. Πολλοί συμπολίτες έχουν κάτι να θυμηθούν
από εκείνο τον καιρό που ετοίμαζε τη μεγάλη έξοδο από τη γεμάτη έμφαση ζωή του,
προς το ακόμα πιο μεγάλο τίποτε. Για να καταλήξει στον απέραντο λειμώνα της
ανθρώπινης μνήμης, η οποία με το χρόνο λιγοστεύει μεν, αλλά στην καταγραμμένη
πνευματική ζωή μένει πολύ περισσότερο αφού εκεί συντηρείται άσβεστη ακόμα και στις
στάχτες της, έτοιμη αν χρειαστεί να δώσει ζωής σημεία.Το κάθε πρόσωπο που θα εικονιζόταν σ’ αυτόν εξέφραζε το ιδιαίτερο και εξαιρετικό που είχε ως προσωπικότητα των γραμμάτων αφού είχε μια συγκεκριμένη προσφορά στη δημιουργία, την ύπαρξη και τη συνέχειά της πνευματικής ιστορίας της πόλεως.
Στους συγγραφείς τα βιβλία τους,
τους προσπερνούν στη διάρκεια της προσωπικής τους αθανασίας μέσα από την
ενθύμηση των άλλων, γιατί περί αυτού πρόκειται. Ξεπερνούν κατά πολύ τα
συμβατικά ανθρώπινα όρια, αλλά και τις αντοχές, αφού οι εκάστοτε ταγμένοι εκ
του φυσικού να κρατήσουν τη μνήμη αυτού που έφυγε, κυρίως κοντινά, συγγενικά κι
αγαπημένα πρόσωπα, με το χρόνο δημιουργούν τη δική τους υπόσταση, η οποία έχει
παρόμοια ανάγκη κι απαίτηση από τους αμέσως ερχόμενους οικείους τους. Ετσι οι
άνθρωποι που φεύγουν δηλαδή όλοι μας σιγά σιγά- απωθούνται προς τα εντελώς
αόριστα τοπία της ανάμνησης, η οποία με τον καιρό εξασθενίζει και μόνον σαν
ευκαιριακή αναλαμπή έρχεται στην επιφάνεια. Αλλά ήδη έχει πια απογυμνωθεί από
κάθε συγκινησιακό στοιχείο φόρτισης και συναισθηματικής μεροληψίας. Εχει
περισσότερο τα στοιχεία μιας εξασθενημένης νοσταλγίας. Αυτή είναι η μεγάλη
αλυσίδα στην οποία είναι δεμένη η ανθρώπινη ματαιότητα, της οποίας όλοι
αποτελούμε τους κρίκους, ο καθένας στο μέτρο της ύπαρξής του, το οποίο
προσδιορίζει το μήκος και το βάθος της ανάμνησης. Στους δημιουργούς και ειδικά
στους συγγραφείς, όπως στην περίπτωση μας με τον Λ.Π., όταν το ανθρώπινο
στοιχείο θολώνει έως εξαφανίσεως, καθώς οι επόμενοι κρίκοι της αλυσίδας
πολλαπλασιάζονται, μένουμε στο έργο τους, το οποίο εκ των πραγμάτων τώρα μιλάει
σε πολύ περισσότερους από εκείνους που το είχαν εν ζωή άμεση ανάγκη. Οσοι
επωφελούνται από τα βιβλία και τα άλλα δημιουργήματα της ψυχής και του χεριού
ενός ανθρώπου, αυτοί είναι πλέον που απαθανατίζουν και επεκτείνουν στο άπειρο
την φυσική απώλεια. Κι αυτή είναι μιας άλλης μορφής ίσως και η μόνη τελικά,
αθανασία.
Απόψε σ’ αυτό το χώρο γίνεται
δημόσιος λόγος, δεύτερη φορά μετά το φιλολογικό μνημόσυνο που έγινε πριν χρόνια
στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, για τον Λάζαρο Παπαϊωάννου, ο οποίος δεν
υπάρχει στη ζωή από το Σεπτέμβριο του 1998. 13 δηλαδή χρόνια μετά. Πάλι καλά.
Κι αυτό χάριν της πρωτοβουλίας του τοπικού συλλόγου σποραδικής θερινής ύπαρξης
και δράσης με την λίαν δραστηρία, φιλτάτη κυρία Αρετή Αγρφτ. Μια ανάμνηση της
υλικής –ουσιαστικά φυσικά ανέφικτης επιστροφής του Λ.Π. στον τόπο που
γεννήθηκε. Θα λέγαμε πως γίνεται μια ανακομιδή της μνήμης του. Αλλά τα υλικά
της ύπαρξης του είναι τα βιβλία του αφού ο απόηχος της ζωής και των πράξεών του
έχει ουσιαστικά ξεθωριάσει όπως είναι επόμενο και φυσιολογικό.
Παρακάτω εκτός από τις γνωστές
βιογραφικές λεπτομέρειες που δείχνουν μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα σε όλο τον
γνωστό κύκλο των ανθρώπων επαγγελματικά, οικογενειακά, κοινωνικά, θα σταθώ
λίγο, επιφανειακά θα ‘λεγα, στην ειδική
προσφορά του στο τομέα των γραμμάτων. Πιστεύω πως κάποιος μένει στη μνήμη,
δηλαδή περνά στο αλησμόνητον από το πως υπάρχει στη μνήμη των συμπατριωτών και
κυρίως των δικών του αλλά όταν είναι δημόσιο πρόσωπο ζει μέσα στο έργο και
αποτυπώνεται σ’ αυτό που αφήνει. Μέσα από αυτό γίνεται και η αυτοαναφορά του. Ο
λαϊκός γλύπτης της περιοχής -δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από τους έντεχνους
αυτής της τέχνης Κάλφας Βράγκας, όπως μας τον γνώρισε ο Λ. Π.
με τη μονογραφία του- υπάρχει στη μικρή ιστορία με τα έργα του στα οποία ναι
μεν διατυπώνει το προσωπικό του ύφος και
τις όποιες ανάγκες της έκφρασής τους, αλλά έχουν και μια γενικότερη αναφορά κι
αξία. Ο συγγραφέας Λ.Π. κρατάει μια θέση
στην πνευματική μας ιστορία σαν ένας σοβαρός ερευνητής με συγκροτημένη γνώση,
συνέπεια συνεχή κι ακαταπόνητη δημιουργία και εν ταυτώ ύπαρξη στον κόσμο της
σκέψης αλλά και της δράσης.
Ο Λ.Π. γεννήθηκε σ’ αυτό εδώ τον
τόπο το 1933 και σ’ αυτόν τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο. Στη συνέχεια φοίτησε
στο ιστορικό Γυμνάσιο Τσοτυλίου. Εισάγεται από τους πρώτους στην παιδαγωγική
Ακαδημία Φλώρινας από την οποία αποφοιτά αριστούχος. Ακολουθεί ο στρατός στον
οποίο υπηρετεί ως έφεδρος αξιωματικός και μετά την απόλυσή του διορίζεται δάσκαλος
στην περιφέρεια της Κοζάνης. Δεν σταματά όμως σ’ αυτά τα μέχρι τώρα συμβατικά
και καθιερωμένα στάδια γνώσης, στα οποία βάζει φρένο αυτάρκειας, η
συντριπτική φιλοδοξία των πτυχιούχων τς
διδασκαλικής, αλλά προχωρά σε διετή πανεπιστημιακή μετεκπαίδευση διδασκάλων
όπου ειδικεύεται σε θέματα Ψυχολογίας, Παιδαγωγικής και Διδακτικής. Αποκτά
δηλαδή σίγουρες βάσεις παιδείας και γραμμάτων κι αυτό θα φανεί σε λίγο όχι μόνον στον εκπαιδευτικό λόγο και
πράξη αλλά και στο συγγραφικό με τον οποίο πέρασε και θα μείνει. Μετείχε στην
κοινωνική και πολιτική ζωή της πόλεως σαν ένα επιφανές, δυναμικό κι αγαπητό σε
όλους πρόσωπο, εξωστρεφής χωρίς έπαρση, οίηση κι επίδειξη. Ιδρυτικό μέλος του
Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών, του Συνδέσμου Εφέδρων Αξιωματικών, Δημοτικός Σύμβουλος
Κοζάνης για πολλά χρόνια, εκκλησιαστικός επίτροπος στον άγιο Νικόλαο, σημαντικό
οργανωτικό κομματικό στέλεχος σε κόμμα εξουσίας.
Κάποτε στην αρχή της
...δημοσιολογίας μου ζήτησα μια γραπτή συνέντευξη για ορισμένα ζητήματα από το
κόμμα της ΝΔ, του οποίου ήταν τοπικός, καθημερινός γραμματέας. Με πήρε τηλέφωνο
και ζήτησε να μάθει, δεν γνωριζόμασταν ακόμα καλά, ποιός έγραψε τις ερωτήσεις;
Του είχε αρέσει ο γραφικός χαρακτήρας
που είχε κάτι το βυζαντινότροπο. Αργότερα κατ’ αμφίσημο λόγον δια τον περί ημών
τοιούτο λεγόταν. Από αυτό ως γνώστης κι εμβριθής περί των γραμμάτων διέκρινε
τους συγγενείς περί αυτόν και στα κοινά ενδιαφέροντα και γράμματα ανθρώπους.
Μια άλλη δε φορά όταν σ’ ένα κείμενό μου έγραψα τη λέξη «επιβατηγός» σταθμό στο
λιμάνι της Θεσσαλονίκης μου θύμισε πως αυτό είναι το ορθόν κι όχι το επικρατήσαν ολοσχερώς «επιβατικός». Οι
λεπτομέρειες αυτές δείχνουν τους ανθρώπους που κάνουν τη διαφορά στον καθημέρας
βίο κι ας αυτοί βρίσκονται στις παρυφές της κοσμικής και πολιτικής επικράτειας,
η οποία βοά ως κύμβαλον. Αυτά τα ασήμαντα γεγονότα φανέρωναν άνθρωπο με
ξεχωριστή ευαισθησία, με το αίσθημα της διάκρισης εντός του και στις πράξεις
του.
Ο Λ.Π. άρχισε να γράφει και να
δημοσιεύει το 1966. Συνολικά το δημοσιευμένο έργο του αποτελείται από 40 περίπου
βιβλία, ανάτυπα και μικρές μονογραφίες. Απειρα τα δημοσιογραφικά του κείμενα σε
εφημερίδες, περιοδικά όπως και οι
παρουσίες του στα τοπικά ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης ραδιόφωνο και τηλεόραση. Η θεματολογία τους λαογραφία, τοπική ιστορία,
μελέτες, εκπαιδευτικά, βιογραφίες προσώπων. Δεν είναι πολλοί στον τόπο μας
αυτοί που χωρίς διατυμπανισμούς και επιδείξεις, όπως ο Λ.Π. έχουν συμπληρώσει
ένα έργο που αριθμεί τόσες εργασίες. Σημειώνω κάποιες του στις οποίες στάθηκα
ιδιαίτερα κατά καιρούς να πάρω επιμέρους πληροφορίες ή και συνολική γνώση. «Η
σχολή της Κοζάνης κι ο Ευγένιος Βούλγαρης», «Ο καθεδρικός ναός του Αγίου
Νικολάου», του οποίου διετέλεσε χρόνια εκκλησιαστικός επίτροπος και στη θητεία
του άρχισε κι ολοκληρώθηκε το έργο της αποκάλυψης των εικόνων του –κι έλαμψε
ξαφνικά ο ναός, λες από φως Θεού- που ήταν χωμένες στη λαδοκαπνιά του καιρού.
Θυμάμαι μάλιστα τη συνέντευξη τύπου που διοργάνωσε στο κέντρο του ναού κατά
πρωτότυπο τρόπο κι ενημέρωσε τους πιστούς και το λαό τα καλλιτεχνικά αλλά και
τα οικονομικά του εγχειρήματος. «Ανά τας οδούς και τα ρύμας της Κοζάνης» το
οποίο εκδώσαμε στη σειρά των εκδόσεων της Δ.Β.Κ. στην οποία συνυπήρξαμε για
χρόνια μέλη του Δ.Σ. της. «Νικόλαος Κασομούλης» μια συνθετική βιογραφία για το
μεγάλο ιστορικό του Αγώνα. «Ο Κάλφας Βράγκας» στον οποίο αναφέρθηκα και φυσικά το τελευταίο έργο του που είχα την τύχη να φροντίσω και να
εκδώσω όταν αυτός πλέον δεν υπήρχε στον κόσμο των ζώντων.
Λίγο πριν την αναχώρησή του, το
Μάρτιο του 1998, ο τοπικός θεσμός των γραμμάτων τότε, το Ινστιτούτο Βιβλίου και
Ανάγνωσης, στο πλαίσιο της ημέρας των Δυτικομακεδονικών γραμμάτων τίμησε τον
Λ.Π. για τη συνολική προσφορά του στα τοπικά και τα εν γένει δυτικομακεδονικά
γράμματα. Κι ήταν ο πρώτος που λάβαινε τέτοια τιμή κι αποδείχτηκε κι ο μόνος. Η
πόλη και η πολιτεία αναγνώρισαν εν ζωή αυτόν «που για 40 χρόνια συγγραφικής
δημιουργίας με τα 36 αυτοτελή του δημοσιεύματα και την πληθώρα των άλλων
συγγραφών του, συνέστησε ένα γραπτό σώμα έργου, το οποίοι δίνει στον
αναγνώστη-και με τη γλαφυρότητα που διακρίνει τη γραφίδα του- τη δυνατότητα ν’
ανατρέξει σε τόπους, πρόσωπα και γεγονότα που πέρασαν μεν αλλά αποτελούν μικρές
συνιστώσες του πολιτισμού και της ιστορία μας».
Ο Λ.Π. έφτανε, επέστρεφε συνεχώς
στην Κορυφή Βοίου τον τόπο γέννησής του αλλά και της τελικής του απρόσμενης
αναχώρησης. Από κει κατά καιρούς μου έστελνε κάποια μηνύματα. Σ’ ένα του
σημείωνε στο υστερόγραφο. «Ζητώ συγγνώμη για το πρόχειρο του χαρτιού. Γράφω από
τα ορεινά του Βοΐου. Από το απομονωμένο και προβληματικό Ανω Βόιο. Ετσι, κάποιοι
το λένε. Βαρέθηκα ν’ ακούω έτσι να το λένε»
Ακόμα και τα πιο απλά λόγια οι
καθημερινές κουβέντες παίρνουν κάποτε μια τραγική διάσταση. Οι
λέξεις...απομονωμένο...προβληματικό, έχουν μια χροιά οδυνηρή, όταν σκέφτεσαι
μήπως αυτοί οι γεωγραφικοί ορισμοί μπορεί κάποτε να έχουν τις αντιστοιχίες και
στον άνθρωπο. Να κορυφώνονται και να τινάζονται για άλλες απάτητες κι αδόκητες
κορυφές.
Είχε φτάσει στην ολοκλήρωση και στην
κορυφή της δημιουργίας του ο Λ.Π. όταν αναχώρησε των εγκοσμίων; Αναντίρρητα
όχι. Ηταν στην πνευματική ακμή και στην πιο ώριμη δημιουργική του ώρα. Ετοίμαζε
άλλα 6 βιβλία. Το τελευταίο έργο του «Ιστορία της Παμμακεδονικής» το
συζητούσαμε καιρό. Τώρα που το σκέφτομαι μήπως το είχε σχεδιάσει να είναι έτσι;
Μου το παρέδωσε να το φροντίσω και ήταν στο τυπογραφείο όταν αποφάσισε να
κλείσει τα βιβλία της ζωής του. Κατά κάποιον τρόπο μου το εμπιστεύτηκε εν
επιγνώσει ότι δεν θα το έβλεπε.
Είχε επιμεληθεί ως εκτελεστής της
διαθήκης του άλλου σημαντικού ιστοριοδίφη
κι ερευνητή της περιοχής μας Γ. Λυριτζή, για να έρθει η μεγάλη και
πολύτιμη βιβλιοθήκη του στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης. Την παρέλαβα και την
τακτοποιήσαμε ώστε να αποτελεί μια νησίδα συγκροτημένης κι εκλεκτής
βιβλιοσυλλογής. Ομως ο Λ.Π. είχε κρατήσει
κατά ρητή επιθυμία του διαθέτη το Αρχείο του, το οποίο αποτελούσαν περισσότεροι
από 50 και περισσότεροι, μεγάλοι φάκελοι. Μετά την φυγή του η οικογένειά του το
παρέδωσε στην τότε Δημοτική Βιβλιοθήκη. Απλά το τοποθετήσαμε σε ράφια και θα το
κοιτούσαμε εν καιρώ. Εφυγα από το θεσμό των γραμμάτων κι αυτό το αρχείο δε
γνωρίζει κανείς τι έγινε. Δηλαδή θέλω να πω δε γνωρίζω τώρα εδώ και χρόνια, σε
ποιά οδό απωλείας βρίσκεται κι αυτό μαζί με τις άλλες ολοκληρωμένες ή ημιτελείς
πνευματικές προσπάθειες και θεσμούς που τους κατέρρευσαν. Αν για κάτι θλίβομαι
είναι και η τύχη αυτού του Αρχείου που επιδίωξα να ‘ρθεί στο φυσικό του χώρο
αλλά τελικά για να έχει την τύχη ή τη μοίρα της απωλείας.
Η ενθύμηση του Λαζάρου Π. στον τόπο
όπου βλάστησε η ρίζα του αλλά τα κλαδιά και οι καρποί του απλώθηκαν σε όλη την
περιοχή των δυτικομακεδόνων είναι μια μικρή πράξη αντίστασης στην πνευματική
μας φθορά και δολιοφθορά. Το ωραίο που εμπεριέχει έστω και στιγμιαία, φέρει
μιαν αύρα πνευματικότητας από τις ελάχιστες που φυσούν πλέον στα σταυροδρόμια
της τοπικής, πνευματικής μας στέπας.
Προσωπικότητες όπως ο Λάζαρος Παπαϊωάννου, ο Γ. Λυριτζής, ο Κ.
Σιαμπανόπουλος δύσκολα ξαναβγαίνουν στους μικρούς τόπους μας όπου το πολιτικό,
πνευματικό, κοινωνικό δυναμικό ναρκισσεύεται βιώνοντας μετ’ ηδονής την ασημαντότητά
του.
«Που πάνε οι σκέψεις μας ρωτά
κάποιος φίλος. Στη μνήμη του θεού», γράφει ένας σοφός.
Οι πράξεις, όμως, τα έργα; Στη μνήμη
του λαού και των ανθρώπων είναι η πρώτη βιαστική απάντηση
Ετσι πρέπει να είναι εννοείται. Αλλά
περί αυτού βάζω κι ένα κάποιο ερωτηματικό.
iparemvasi.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου