Του Γιώργου Παγουλάτου*
Αλλά η κρίση έφερε και κατάρρευση των ποσοστών απασχόλησης, που μαζί με την επενδυτική πτώση κινδυνεύει να κλειδώσει τις οικονομίες σε κύκλους χαμηλής παραγωγικότητας και στασιμότητας. Αυτό δεν είναι ευκαιρία. Ούτε κάνει η οικονομική κρίση τους ανθρώπους καλύτερους. Μάλλον χειρότερους τους κάνει. Μίζερους, αγχώδεις, ανασφαλείς. Καχύποπτους και κυνικούς. Στη δημόσια σφαίρα ανέδειξε τη δημαγωγία, τη συνωμοσιολογία και το σύνδρομο θυματοποίησης. Εξέθρεψε τον δεξιό και αριστερό λαϊκισμό. Και από δίπλα, τον πολιτικό λόγο των άκρων, τυφλή αγανάκτηση και μίσος. Δεν είναι ευκαιρία, είναι παρακμή.
Ομως, τα επιχειρήματα του αντιλόγου είναι επίσης ισχυρά. Οι κρίσεις έχουν ένα στοιχείο δημιουργικής καταστροφής, και όχι μόνο στην οικονομία. Πρώτα εκδηλώνεται η καταστροφή και ακολουθεί η δημιουργία. Τα ανεξέλεγκτα ελλείμματα είναι πια πίσω μας. Η κατάρρευση αντιπαραγωγικών μονάδων δίνει τη θέση της σε αποδοτικότερη αξιοποίηση πόρων. Αμέτρητοι επαναπροσδιορίζουν σιωπηρά τη στρατηγική τους, έχοντας αντλήσει τα διδάγματα της κρίσης. Επιχειρήσεις ανοίγονται στη διεθνή αγορά, καταλαβαίνουν ότι η εγχώρια κατανάλωση δεν αρκεί να τους κρατήσει στον αφρό. Εικοσάρηδες και τριαντάρηδες δεν περιμένουν δουλειά από το ρουσφέτι, αναζητούν να φτιάξουν κάτι δικό τους. Και υπάρχουν πια οργανωμένες πρωτοβουλίες και θεσμοί για να τους στηρίξουν. Οι καταναλωτές γίνονται επιλεκτικοί. Οικογένειες των μεσοστρωμάτων καταλαβαίνουν ότι η εύκολη ανοδική κινητικότητα έχει τελειώσει, επενδύουν στην εκπαίδευση των παιδιών τους και δυο-τρεις ξένες γλώσσες. Οι νέοι δουλεύουν σκληρότερα στο σχολείο και το πανεπιστήμιο – μπορούν να βασιστούν μόνο στον εαυτό τους. Ταυτόχρονα ανθεί η κοινωνική αλληλεγγύη και αυτοοργάνωση των συνανθρώπων, που σπεύδουν να καλύψουν τις τρύπες του κοινωνικού κράτους. Στα ευγενέστερα τμήματα της κοινωνίας αναδύεται ένας νέος πατριωτισμός του πολίτη, που δεν επαφίεται στο κράτος και στα κόμματα: ο ίδιος, με τους φίλους του, θα κάνει την πατρίδα καλύτερη.
Είναι δημοφιλής η μηδενιστική άποψη, ότι τίποτα καλό δεν έγινε τα τελευταία αυτά χρόνια της καταστροφικής κρίσης, ή ότι τίποτε δεν άλλαξε στο κράτος. Ομως πολλά έγιναν και πολλά άλλαξαν. Μεταρρυθμίσεις υπό πίεση, που αρκετές αποτελούν το νέο θεσμικό και οικονομικό κεφάλαιο της χώρας. Από τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού και τον εκσυγχρονισμό της φορολογικής διοίκησης μέχρι την καλύτερη λειτουργία των αγορών. Πράγματα αναγκαία, που άλλοι Ευρωπαίοι είχαν κάνει προ πολλού, που το πολιτικό μας σύστημα αρνιόταν πεισματικά να εφαρμόσει. Και που οι θετικές συνέπειές τους θα εκδηλωθούν όταν πάμε στην ανάκαμψη.
Από το σοκ της Μεγάλης Υφεσης η Αμερική έμαθε πολλά. Εφτιαξε ρυθμιστικούς θεσμούς και πολιτικές του New Deal που επέζησαν πενήντα κι εξήντα χρόνια. Οι Αμερικανοί παρέμειναν συνετοί αποταμιευτές και καταναλωτές για δύο γενιές μετά το κραχ του 1929. Η Γερμανία, από την πλευρά της, μέσα από το τραύμα του υπερπληθωρισμού της Βαϊμάρης, εμπέδωσε έναν ισχυρό «φόβο πληθωρισμού», που πάνω του χτίστηκε όλο το θεσμικό σύστημα της μεταπολεμικής νομισματικής σταθερότητας. Και ευαισθησία για τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, που το 1932 άνοιξαν δρόμο στον ναζισμό.
Οι μεγάλες κρίσεις χαράσσονται στη μνήμη και παράγουν θεσμούς με διάρκεια. Είναι ήδη μαζί μας μια συλλογική μνήμη δυσανεξίας προς την υπερχρέωση, τις καταναλωτικές ακρότητες, τη δημόσια διαφθορά. Με λίγη τύχη, το θεσμικό πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας θα μακροημερεύσει. Ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, παρά τον λαϊκισμό του, αποδέχεται ότι μια οικονομία δεν μπορεί να λειτουργεί εσαεί με ελλείμματα. Τα πιο νουνεχή στελέχη του θα παραδέχονταν ότι η ζωή στο ευρώ απαιτεί πρωτογενή πλεονάσματα, ανταγωνιστική παραγωγική βάση και εξωστρεφή προσανατολισμό.
Μπορεί να μη βγούμε καλύτεροι άνθρωποι μέσα από το καθαρτήριο της κρίσης. Αλλά η συλλογική μνήμη του τραύματος θα μας θυμίζει τα λάθη, και θα μειώνει την ευκολία με την οποία κινδυνεύουμε να τα επαναλάβουμε.
Βρέθηκα πρόσφατα σε μια συζήτηση που με
προβλημάτισε, γιατί έπρεπε να απαντήσω: «Ηταν η κρίση ευκαιρία;». Η
πρώτη αντίδραση ήταν η απώθηση προς ένα φθαρμένο κλισέ. «Η κρίση ως
ευκαιρία» παραπέμπει σε εγχειρίδια αυτοβελτίωσης, από κείνα που
πωλούνται στα βιβλιοπωλεία των αεροδρομίων. Αναδίδει μια απόκοσμη
υπεραισιοδοξία, θυμίζει χολιγουντιανούς ήρωες που αναδύονται μέσα από
απερίγραπτες καταστροφές, ατσαλάκωτοι, χαμογελαστοί και με τέλεια
χωρίστρα.
Υποδηλώνει, με άλλα λόγια, μια πιθανή έλλειψη επαφής με αυτό που συνιστά πραγματικότητα για ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας μας. Το να πεις ότι η κρίση είναι ευκαιρία σε κάποιον που διανύει τον δεύτερο και τρίτο χρόνο ανεργίας είναι ελαφρότητα στα όρια της ύβρεως.
Σαν να εκθειάζεις
τα πλεονεκτήματα της υψηλής γαστρονομίας σε κάποιον που δεν έχει να
πληρώσει ούτε για κουλούρι. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο αριθμός των
νοικοκυριών χωρίς εισόδημα από εργασία διπλασιάστηκε στην Ελλάδα, την
Ιρλανδία και την Ισπανία. Είναι ζοφερό το φάσμα της κατάθλιψης που η
ανεργία και η ανέχεια έχουν απλώσει σε τμήμα του πληθυσμού, αφήνοντας
ανεξίτηλα τραύματα σε οικογένειες με παιδιά. Προς όλους αυτούς, που δεν
είναι μια κοινωνική υποσημείωση αλλά κορμός της κοινωνίας, η φράση
«κρίση ως ευκαιρία» επιδεικνύει έλλειμμα συναισθηματικής νοημοσύνης.Υποδηλώνει, με άλλα λόγια, μια πιθανή έλλειψη επαφής με αυτό που συνιστά πραγματικότητα για ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας μας. Το να πεις ότι η κρίση είναι ευκαιρία σε κάποιον που διανύει τον δεύτερο και τρίτο χρόνο ανεργίας είναι ελαφρότητα στα όρια της ύβρεως.
Αλλά η κρίση έφερε και κατάρρευση των ποσοστών απασχόλησης, που μαζί με την επενδυτική πτώση κινδυνεύει να κλειδώσει τις οικονομίες σε κύκλους χαμηλής παραγωγικότητας και στασιμότητας. Αυτό δεν είναι ευκαιρία. Ούτε κάνει η οικονομική κρίση τους ανθρώπους καλύτερους. Μάλλον χειρότερους τους κάνει. Μίζερους, αγχώδεις, ανασφαλείς. Καχύποπτους και κυνικούς. Στη δημόσια σφαίρα ανέδειξε τη δημαγωγία, τη συνωμοσιολογία και το σύνδρομο θυματοποίησης. Εξέθρεψε τον δεξιό και αριστερό λαϊκισμό. Και από δίπλα, τον πολιτικό λόγο των άκρων, τυφλή αγανάκτηση και μίσος. Δεν είναι ευκαιρία, είναι παρακμή.
Ομως, τα επιχειρήματα του αντιλόγου είναι επίσης ισχυρά. Οι κρίσεις έχουν ένα στοιχείο δημιουργικής καταστροφής, και όχι μόνο στην οικονομία. Πρώτα εκδηλώνεται η καταστροφή και ακολουθεί η δημιουργία. Τα ανεξέλεγκτα ελλείμματα είναι πια πίσω μας. Η κατάρρευση αντιπαραγωγικών μονάδων δίνει τη θέση της σε αποδοτικότερη αξιοποίηση πόρων. Αμέτρητοι επαναπροσδιορίζουν σιωπηρά τη στρατηγική τους, έχοντας αντλήσει τα διδάγματα της κρίσης. Επιχειρήσεις ανοίγονται στη διεθνή αγορά, καταλαβαίνουν ότι η εγχώρια κατανάλωση δεν αρκεί να τους κρατήσει στον αφρό. Εικοσάρηδες και τριαντάρηδες δεν περιμένουν δουλειά από το ρουσφέτι, αναζητούν να φτιάξουν κάτι δικό τους. Και υπάρχουν πια οργανωμένες πρωτοβουλίες και θεσμοί για να τους στηρίξουν. Οι καταναλωτές γίνονται επιλεκτικοί. Οικογένειες των μεσοστρωμάτων καταλαβαίνουν ότι η εύκολη ανοδική κινητικότητα έχει τελειώσει, επενδύουν στην εκπαίδευση των παιδιών τους και δυο-τρεις ξένες γλώσσες. Οι νέοι δουλεύουν σκληρότερα στο σχολείο και το πανεπιστήμιο – μπορούν να βασιστούν μόνο στον εαυτό τους. Ταυτόχρονα ανθεί η κοινωνική αλληλεγγύη και αυτοοργάνωση των συνανθρώπων, που σπεύδουν να καλύψουν τις τρύπες του κοινωνικού κράτους. Στα ευγενέστερα τμήματα της κοινωνίας αναδύεται ένας νέος πατριωτισμός του πολίτη, που δεν επαφίεται στο κράτος και στα κόμματα: ο ίδιος, με τους φίλους του, θα κάνει την πατρίδα καλύτερη.
Είναι δημοφιλής η μηδενιστική άποψη, ότι τίποτα καλό δεν έγινε τα τελευταία αυτά χρόνια της καταστροφικής κρίσης, ή ότι τίποτε δεν άλλαξε στο κράτος. Ομως πολλά έγιναν και πολλά άλλαξαν. Μεταρρυθμίσεις υπό πίεση, που αρκετές αποτελούν το νέο θεσμικό και οικονομικό κεφάλαιο της χώρας. Από τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού και τον εκσυγχρονισμό της φορολογικής διοίκησης μέχρι την καλύτερη λειτουργία των αγορών. Πράγματα αναγκαία, που άλλοι Ευρωπαίοι είχαν κάνει προ πολλού, που το πολιτικό μας σύστημα αρνιόταν πεισματικά να εφαρμόσει. Και που οι θετικές συνέπειές τους θα εκδηλωθούν όταν πάμε στην ανάκαμψη.
Από το σοκ της Μεγάλης Υφεσης η Αμερική έμαθε πολλά. Εφτιαξε ρυθμιστικούς θεσμούς και πολιτικές του New Deal που επέζησαν πενήντα κι εξήντα χρόνια. Οι Αμερικανοί παρέμειναν συνετοί αποταμιευτές και καταναλωτές για δύο γενιές μετά το κραχ του 1929. Η Γερμανία, από την πλευρά της, μέσα από το τραύμα του υπερπληθωρισμού της Βαϊμάρης, εμπέδωσε έναν ισχυρό «φόβο πληθωρισμού», που πάνω του χτίστηκε όλο το θεσμικό σύστημα της μεταπολεμικής νομισματικής σταθερότητας. Και ευαισθησία για τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, που το 1932 άνοιξαν δρόμο στον ναζισμό.
Οι μεγάλες κρίσεις χαράσσονται στη μνήμη και παράγουν θεσμούς με διάρκεια. Είναι ήδη μαζί μας μια συλλογική μνήμη δυσανεξίας προς την υπερχρέωση, τις καταναλωτικές ακρότητες, τη δημόσια διαφθορά. Με λίγη τύχη, το θεσμικό πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας θα μακροημερεύσει. Ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, παρά τον λαϊκισμό του, αποδέχεται ότι μια οικονομία δεν μπορεί να λειτουργεί εσαεί με ελλείμματα. Τα πιο νουνεχή στελέχη του θα παραδέχονταν ότι η ζωή στο ευρώ απαιτεί πρωτογενή πλεονάσματα, ανταγωνιστική παραγωγική βάση και εξωστρεφή προσανατολισμό.
Μπορεί να μη βγούμε καλύτεροι άνθρωποι μέσα από το καθαρτήριο της κρίσης. Αλλά η συλλογική μνήμη του τραύματος θα μας θυμίζει τα λάθη, και θα μειώνει την ευκολία με την οποία κινδυνεύουμε να τα επαναλάβουμε.
* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής
και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισκέπτης
καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου