Του Φίλιππου Σαχινίδη
Στο ξεκίνημα της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα η χώρα βρίσκεται
αντιμέτωπη με προκλήσεις που απορρέουν από την 4η Βιομηχανική
Επανάσταση, την Κλιματική Αλλαγή, την επιδείνωση των δημογραφικών
χαρακτηριστικών του πληθυσμού και την τήρηση των δεσμεύσεων για σταδιακή
απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα στην παραγωγή ενέργειας. Την
ίδια στιγμή πρέπει να αντιμετωπιστούν προβλήματα που κληροδότησε η
κρίση: υψηλό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος, αποψιλωμένος παραγωγικός ιστός
-εξαιτίας της δεκαετούς αποεπένδυσης- που πρέπει να αναδιαρθρωθεί ώστε
να ενισχυθεί περισσότερο η εξωστρέφεια, υψηλή και μακρόχρονη ανεργία,
διαρροή καταρτισμένων νέων στο εξωτερικό, αυξημένα επίπεδα φτώχειας και
έντονες ανισότητες.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις η ελληνική οικονομία τη διετία 2020-2021 θα έχει ρυθμό ανάπτυξης κοντά στο 2% ενώ μεσοπρόθεσμα όλοι οι διεθνείς οργανισμοί εκτιμούν ότι θα καθηλωθεί σε μέσο ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 1%-1,5%. Οι προβλέψεις αυτές στηρίζονται σε αρνητικές εκτιμήσεις τόσο για την εξέλιξη των δημογραφικών μεγεθών όσο και τη δυνατότητα προσέλκυσης επενδύσεων.
Η χώρα δεν μπορεί να επιταχύνει τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης στο 3% αποκλειστικά με πολιτικές τόνωσης της κατανάλωσης που αναμένεται ότι θα διασφαλιστούν μετά την επίτευξη χαμηλότερων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Χρειάζονται πολιτικές που θα αυξήσουν την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας. Αυτό σημαίνει ανάληψη πρωτοβουλιών που θα οδηγήσουν σε αύξηση του εργατικού δυναμικού (επιστροφή διαρροών, διευκόλυνση ένταξης γυναικών, μεταναστευτική πολιτική) και σε κατάρτιση του με δεξιότητες που είναι αναγκαίες για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας. Ταυτόχρονα είναι αναγκαία η προσέλκυση εγχώριων και ξένων επενδύσεων.
Η μείωση του εργατικού δυναμικού οδηγεί στην επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης καθώς εξασθενεί η συνεισφορά του συντελεστή της εργασίας. Ο Keynes όμως επισήμανε ότι μικρότερος πληθυσμός σημαίνει μικρότερη κατανάλωση και κατ’ επέκταση λιγότερες επενδύσεις λόγω της μελλοντικής μείωσης της ζήτησης. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος πρότεινε τη μείωση των επιτοκίων και τη δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος.
Οι καθυστερήσεις στην αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών δεν επιτρέπουν την αξιοποίηση των χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ. Από τις πρωτοβουλίες του πρώτου εξαμήνου διακυβέρνησης προκύπτει ότι η κυβέρνηση της ΝΔ δεν προτάσσει τη μείωση των ανισοτήτων ως προϋπόθεση για ισχυρή βιώσιμη ανάπτυξη.
Σε ότι αφορά την προσέλκυση των επενδύσεων λόγω του μικρού ποσοστού αποταμίευσης η Ελλάδα έχει ανάγκη από πολλές ξένες επενδύσεις. Αυτές –υπό προϋποθέσεις- θα διευκολύνουν την ψηφιοποίηση της οικονομίας και την αποτελεσματικότερη ένταξη της στις διεθνείς αλυσίδες αξίας. Η προσέλκυση τους όμως προϋποθέτει μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές π.χ. στην παιδεία, στην ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης, στην καταπολέμηση μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών συνθηκών σε κρίσιμες αγορές. Ωστόσο, αυτές οι τόσο αναγκαίες αλλαγές δεν προχωρούν.
Είναι ξεκάθαρο ότι από τις επιλογές που θα γίνουν τη διετία 2020-2021 θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό η μελλοντική πορεία της χώρας. Αν η κυβέρνηση εννοεί ως κανονικότητα την επιστροφή σε πρακτικές πριν την κρίση τότε το βιοτικό επίπεδο της χώρας θα παραμείνει στάσιμο ή θα χειροτερέψει σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες με συνέπεια την κοινωνική και πολιτική αστάθεια.
ΝΕΑ Σαββατοκύριακο 25-26 Ιανουαρίου 2020
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις η ελληνική οικονομία τη διετία 2020-2021 θα έχει ρυθμό ανάπτυξης κοντά στο 2% ενώ μεσοπρόθεσμα όλοι οι διεθνείς οργανισμοί εκτιμούν ότι θα καθηλωθεί σε μέσο ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 1%-1,5%. Οι προβλέψεις αυτές στηρίζονται σε αρνητικές εκτιμήσεις τόσο για την εξέλιξη των δημογραφικών μεγεθών όσο και τη δυνατότητα προσέλκυσης επενδύσεων.
Η χώρα δεν μπορεί να επιταχύνει τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης στο 3% αποκλειστικά με πολιτικές τόνωσης της κατανάλωσης που αναμένεται ότι θα διασφαλιστούν μετά την επίτευξη χαμηλότερων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Χρειάζονται πολιτικές που θα αυξήσουν την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας. Αυτό σημαίνει ανάληψη πρωτοβουλιών που θα οδηγήσουν σε αύξηση του εργατικού δυναμικού (επιστροφή διαρροών, διευκόλυνση ένταξης γυναικών, μεταναστευτική πολιτική) και σε κατάρτιση του με δεξιότητες που είναι αναγκαίες για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας. Ταυτόχρονα είναι αναγκαία η προσέλκυση εγχώριων και ξένων επενδύσεων.
Η μείωση του εργατικού δυναμικού οδηγεί στην επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης καθώς εξασθενεί η συνεισφορά του συντελεστή της εργασίας. Ο Keynes όμως επισήμανε ότι μικρότερος πληθυσμός σημαίνει μικρότερη κατανάλωση και κατ’ επέκταση λιγότερες επενδύσεις λόγω της μελλοντικής μείωσης της ζήτησης. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος πρότεινε τη μείωση των επιτοκίων και τη δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος.
Οι καθυστερήσεις στην αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών δεν επιτρέπουν την αξιοποίηση των χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ. Από τις πρωτοβουλίες του πρώτου εξαμήνου διακυβέρνησης προκύπτει ότι η κυβέρνηση της ΝΔ δεν προτάσσει τη μείωση των ανισοτήτων ως προϋπόθεση για ισχυρή βιώσιμη ανάπτυξη.
Σε ότι αφορά την προσέλκυση των επενδύσεων λόγω του μικρού ποσοστού αποταμίευσης η Ελλάδα έχει ανάγκη από πολλές ξένες επενδύσεις. Αυτές –υπό προϋποθέσεις- θα διευκολύνουν την ψηφιοποίηση της οικονομίας και την αποτελεσματικότερη ένταξη της στις διεθνείς αλυσίδες αξίας. Η προσέλκυση τους όμως προϋποθέτει μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές π.χ. στην παιδεία, στην ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης, στην καταπολέμηση μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών συνθηκών σε κρίσιμες αγορές. Ωστόσο, αυτές οι τόσο αναγκαίες αλλαγές δεν προχωρούν.
Είναι ξεκάθαρο ότι από τις επιλογές που θα γίνουν τη διετία 2020-2021 θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό η μελλοντική πορεία της χώρας. Αν η κυβέρνηση εννοεί ως κανονικότητα την επιστροφή σε πρακτικές πριν την κρίση τότε το βιοτικό επίπεδο της χώρας θα παραμείνει στάσιμο ή θα χειροτερέψει σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες με συνέπεια την κοινωνική και πολιτική αστάθεια.
ΝΕΑ Σαββατοκύριακο 25-26 Ιανουαρίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου