Φίλες και φίλοι,
θα ήθελα να ξεκινήσουμε με τη γενική εικόνα της χώρας. Αυτή η εικόνα μας δείχνει μία Ελλάδα αβέβαιη και ανασφαλή. Μία χώρα όπου τα πάντα μπορούν να θυσιαστούν για να υπηρετηθούν μικρές σκοπιμότητες. Μία χώρα όπου όλα είναι, δυστυχώς, εύθραυστα. Όχι μόνο λόγω της μεγάλης υπαναχώρησης του 2015 -τώρα αγωνιζόμαστε να γυρίσουμε στο Δεκέμβριο του 2014 και δεν μπορούμε να γυρίσουμε- αλλά λόγω του συνολικού τρόπου διαχείρισης της εξουσίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αυτό είναι εμφανές στην οικονομία, στα εθνικά θέματα, στη λειτουργία των θεσμών, παντού.
θα ήθελα να ξεκινήσουμε με τη γενική εικόνα της χώρας. Αυτή η εικόνα μας δείχνει μία Ελλάδα αβέβαιη και ανασφαλή. Μία χώρα όπου τα πάντα μπορούν να θυσιαστούν για να υπηρετηθούν μικρές σκοπιμότητες. Μία χώρα όπου όλα είναι, δυστυχώς, εύθραυστα. Όχι μόνο λόγω της μεγάλης υπαναχώρησης του 2015 -τώρα αγωνιζόμαστε να γυρίσουμε στο Δεκέμβριο του 2014 και δεν μπορούμε να γυρίσουμε- αλλά λόγω του συνολικού τρόπου διαχείρισης της εξουσίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αυτό είναι εμφανές στην οικονομία, στα εθνικά θέματα, στη λειτουργία των θεσμών, παντού.
Η πατρίδα μας παραπαίει και βλάπτεται βαθιά
σε όλα τα πεδία, επειδή η κυβέρνηση χειρίζεται όλα ανεξαιρέτως τα
θέματα με μικροκομματική στόχευση, επικοινωνιακά, επιπόλαια, διχαστικά,
αντιμετωπίζοντας τους πολιτικούς αντιπάλους ως εσωτερικούς εχθρούς.
Αφού τελείωσε το κάρβουνο του λαϊκισμού στην οικονομία, με ανυπολόγιστη
ζημία, ρίχνει στη φωτιά της πόλωσης και του διχασμού τα εθνικά θέματα
και τους θεσμούς της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Αυτά όμως
είναι τα τιμαλφή του έθνους.
Δεν λέω σήμερα πότε θα γίνουν
εκλογές. Το εθνικό συμφέρον επιβάλλει να γίνουν το ταχύτερο δυνατό.
Λέω όμως, ότι έχει ήδη αρχίσει μία άγρια προεκλογική περίοδος με την
κυβέρνηση να είναι απολύτως αδίστακτη, να μην ορρωδεί προ ουδενός. Από
εδώ και στο εξής, η όξυνση θα μεγεθύνεται, η πόλωση θα είναι διαρκής και
εντεινόμενη.
Καταρχάς στην οικονομία, το ειδυλλιακό σενάριο
της δήθεν καθαρής εξόδου από το μνημόνιο, βρώμισε. Κανείς δεν το
πιστεύει. Οι δεσμεύσεις του τετάρτου μνημονίου έχουν αναληφθεί προ
πολλού, όχι μόνο μέχρι το 2022 με πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ το
χρόνο, με μέτρα για τις συντάξεις από το 2019 και μείωση του
αφορολογήτου από το 2020, που μπορεί να έρθουν και πιο μπροστά τα μέτρα
αυτά, αλλά οι δεσμεύσεις φτάνουν μέχρι το 2060 δυστυχώς, με μέσο ετήσιο
πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ.
Μηχανισμοί εποπτείας δεν είναι μόνον οι θεσμικοί μηχανισμοί των Βρυξελλών, αλλά και οι μηχανισμοί των αγορών που είναι πολύ πιο σκληροί από τους θεσμικούς μηχανισμούς. Τους λέμε, ζητήστε προληπτική πιστωτική γραμμή για να είναι η Ελλάδα ασφαλής, για να πετυχαίνει μικρά επιτόκια, για να δανείζονται με ευκολία τράπεζες και επιχειρήσεις. Απαντούν, έχουμε ταμειακά αποθέματα ασφαλείας, cash buffer, ακριβά και αβέβαια. Κάνω ερωτήσεις, έχω κάνει επερώτηση, ο κ. Τσακαλώτος, ο ανεπίγνωστος Υπουργός όπως τον είπα στη συζήτηση του προϋπολογισμού, κρύβεται. Δεν έρχεται στη Βουλή να απαντήσει για το θεμελιώδες ζήτημα των ταμειακών αποθεμάτων ασφάλειας που δήθεν υποκαθιστά την προληπτική πιστωτική γραμμή, που την είχαμε πάρει το Νοέμβριο του 2014.
Η τρίτη αξιολόγηση δεν είναι μία εύκολη υπόθεση και δυστυχώς, αυτό που είχα πει πριν από μερικά χρόνια, ότι η κακή μοίρα της χώρας λόγω ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα είναι η μακρά στασιμοχρεωκοπία, το σύρσιμο στην επιφάνεια του νερού, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, αυτό, όπως δείχνουν οι αριθμοί, παίρνει τη μορφή μίας ανεπαρκούς, αναιμικής ανάπτυξης. Το 2017, αντί για 2,6% του ΑΕΠ ανάπτυξη έκλεισε με 1,4% , αυτό σημαίνει ριζική αναμόρφωση όλων των προβλέψεων, ό,τι χάνεις δεν το κερδίζεις την επόμενη χρονιά, το κουβαλάς για χρόνια μαζί σου. Το τραπεζικό σύστημα, που είναι η καρδιά του θέματος, δεν επιτελεί ακόμα τη βασική αποστολή του, της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, της ανάπτυξης, δηλαδή των επενδύσεων και της απασχόλησης.
Μηχανισμοί εποπτείας δεν είναι μόνον οι θεσμικοί μηχανισμοί των Βρυξελλών, αλλά και οι μηχανισμοί των αγορών που είναι πολύ πιο σκληροί από τους θεσμικούς μηχανισμούς. Τους λέμε, ζητήστε προληπτική πιστωτική γραμμή για να είναι η Ελλάδα ασφαλής, για να πετυχαίνει μικρά επιτόκια, για να δανείζονται με ευκολία τράπεζες και επιχειρήσεις. Απαντούν, έχουμε ταμειακά αποθέματα ασφαλείας, cash buffer, ακριβά και αβέβαια. Κάνω ερωτήσεις, έχω κάνει επερώτηση, ο κ. Τσακαλώτος, ο ανεπίγνωστος Υπουργός όπως τον είπα στη συζήτηση του προϋπολογισμού, κρύβεται. Δεν έρχεται στη Βουλή να απαντήσει για το θεμελιώδες ζήτημα των ταμειακών αποθεμάτων ασφάλειας που δήθεν υποκαθιστά την προληπτική πιστωτική γραμμή, που την είχαμε πάρει το Νοέμβριο του 2014.
Η τρίτη αξιολόγηση δεν είναι μία εύκολη υπόθεση και δυστυχώς, αυτό που είχα πει πριν από μερικά χρόνια, ότι η κακή μοίρα της χώρας λόγω ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα είναι η μακρά στασιμοχρεωκοπία, το σύρσιμο στην επιφάνεια του νερού, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, αυτό, όπως δείχνουν οι αριθμοί, παίρνει τη μορφή μίας ανεπαρκούς, αναιμικής ανάπτυξης. Το 2017, αντί για 2,6% του ΑΕΠ ανάπτυξη έκλεισε με 1,4% , αυτό σημαίνει ριζική αναμόρφωση όλων των προβλέψεων, ό,τι χάνεις δεν το κερδίζεις την επόμενη χρονιά, το κουβαλάς για χρόνια μαζί σου. Το τραπεζικό σύστημα, που είναι η καρδιά του θέματος, δεν επιτελεί ακόμα τη βασική αποστολή του, της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, της ανάπτυξης, δηλαδή των επενδύσεων και της απασχόλησης.
Στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική
ασφάλειας, τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Το ευρύτερο πλαίσιο
αναφοράς είναι ούτως ή άλλως προβληματικό. Υπάρχει καταρχάς βαθιά κρίση
της δυτικής αντίληψης περί ασφάλειας και προτεραιοτήτων λόγω της
ύπαρξης του Προέδρου Τράμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, που βλέπει τη σχέση
του με την Ευρώπη ως μία καθαρή σύγκρουση εμπορικού πολέμου, χωρίς
ιστορικότητα. Η δε Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας
δείχνει τις μόνιμες αδυναμίες της Ευρώπης στο πεδίο αυτό. Έχουμε και τη
δυσλειτουργία του ΝΑΤΟ βεβαίως που προκαλεί η Αμερικανική στάση και
αμφιθυμία. Στα Βαλκάνια, υπάρχει περιβάλλον νέου αναθεωρητισμού,
υφέρπουν αμφισβητήσεις των υφισταμένων συνόρων. Η εγγύτητά μας με τη
Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική κανονικά θα έπρεπε να μας απασχολεί
πάρα πολύ, την απωθούμε, γιατί είμαστε δυστυχώς γεωγραφικά πολύ κοντά σε
ανοιχτά πολεμικά μέτωπα και βλέπουμε τις προσφυγικές και
μεταναστευτικές ροές, είμαστε η πύλη της Ευρώπης και υφιστάμεθα τις
πιέσεις λόγω γεωγραφικής θέσης. Βλέπουμε να εξελίσσεται μπροστά μας
ένας νέος ψυχρός πόλεμος Δύσης και Ρωσίας.
Το κυριότερο όμως είναι το εμφανές πια κενό στρατηγικής που έχουμε εμείς ως Ελλάδα σε σχέση με την Τουρκία. Η στρατηγική μας ήταν απλή έως απλοϊκή, στηρίζουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και περιμένουμε η ευρωπαϊκή Τουρκία να είναι σώφρων και να συντελέσει στη λύση του Κυπριακού και της έντασης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Δεν είναι έτσι, η Τουρκία τώρα δεν ποντάρει στην ευρωπαϊκή της προοπτική. Το ερώτημα είναι ποια Τουρκία πλέον, γιατί έχουμε μπροστά μας μία Τουρκία που εκδηλώνει όλους τους διχασμούς, τις διαιρέσεις της και τα αδιέξοδά της. Η δεκαπενταετία Erdogan ,μέχρι τώρα, ήταν η μόνη περίοδος της μεταπολίτευσης χωρίς θερμό επεισόδιο, αυτό τελείωσε, έχουμε αλυσίδα επεισοδίων: Ίμια ΙΙ, αποχώρηση του γεωτρύπανου της ΕΝΙ στην Κυπριακή ΑΟΖ και βεβαίως τη σύλληψη και παρατεινόμενη κράτηση των δύο παιδιών μας στην Αδριανούπολη. Μπαίνουμε στο παιχνίδι της ρητορικής όξυνσης χωρίς να έχουμε μία συνεκτική εθνική πολιτική που δεν θα μας οδηγήσει μετά από θερμό επεισόδιο σε moratorium, δηλαδή δεν θα οδηγήσει την Ελλάδα σε υποχώρηση και αδράνεια σε σχέση με τα κυριαρχικά της δικαιώματα.
Στη δε ΠΓΔΜ έχουμε ξανά ανοικτή συνταγματική κρίση, δεν είναι εύκολο να ολοκληρωθούν συνομιλίες και να βρεθούν λύσεις όταν απειλείται για εσωτερικούς λόγους η κρατική υπόσταση της γειτονικής χώρας. Δεν θέλησε η κυβέρνηση να οικοδομήσει συναινέσεις, θέλησε να ξεπεράσει το ενδοκυβερνητικό της πρόβλημα προβοκάροντας την αντιπολίτευση που τουλάχιστον όσον αφορά το δικό μας χώρο, είναι πάντα υπεύθυνη και σταθερή στις απόψεις της.
Το κυριότερο όμως είναι το εμφανές πια κενό στρατηγικής που έχουμε εμείς ως Ελλάδα σε σχέση με την Τουρκία. Η στρατηγική μας ήταν απλή έως απλοϊκή, στηρίζουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και περιμένουμε η ευρωπαϊκή Τουρκία να είναι σώφρων και να συντελέσει στη λύση του Κυπριακού και της έντασης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Δεν είναι έτσι, η Τουρκία τώρα δεν ποντάρει στην ευρωπαϊκή της προοπτική. Το ερώτημα είναι ποια Τουρκία πλέον, γιατί έχουμε μπροστά μας μία Τουρκία που εκδηλώνει όλους τους διχασμούς, τις διαιρέσεις της και τα αδιέξοδά της. Η δεκαπενταετία Erdogan ,μέχρι τώρα, ήταν η μόνη περίοδος της μεταπολίτευσης χωρίς θερμό επεισόδιο, αυτό τελείωσε, έχουμε αλυσίδα επεισοδίων: Ίμια ΙΙ, αποχώρηση του γεωτρύπανου της ΕΝΙ στην Κυπριακή ΑΟΖ και βεβαίως τη σύλληψη και παρατεινόμενη κράτηση των δύο παιδιών μας στην Αδριανούπολη. Μπαίνουμε στο παιχνίδι της ρητορικής όξυνσης χωρίς να έχουμε μία συνεκτική εθνική πολιτική που δεν θα μας οδηγήσει μετά από θερμό επεισόδιο σε moratorium, δηλαδή δεν θα οδηγήσει την Ελλάδα σε υποχώρηση και αδράνεια σε σχέση με τα κυριαρχικά της δικαιώματα.
Στη δε ΠΓΔΜ έχουμε ξανά ανοικτή συνταγματική κρίση, δεν είναι εύκολο να ολοκληρωθούν συνομιλίες και να βρεθούν λύσεις όταν απειλείται για εσωτερικούς λόγους η κρατική υπόσταση της γειτονικής χώρας. Δεν θέλησε η κυβέρνηση να οικοδομήσει συναινέσεις, θέλησε να ξεπεράσει το ενδοκυβερνητικό της πρόβλημα προβοκάροντας την αντιπολίτευση που τουλάχιστον όσον αφορά το δικό μας χώρο, είναι πάντα υπεύθυνη και σταθερή στις απόψεις της.
Το μεγάλο όμως πρόβλημα είναι οι
θεσμοί της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Με αφορμή την υπόθεση
Novartis. Επάνω σε ένα υπαρκτό διεθνές ιατροφαρμακευτικό σκάνδαλο
προσπάθησαν να οικοδομήσουν τη μεγαλύτερη, αλλά και την πιο πρόχειρη
πολιτική και δικαστική σκευωρία των τελευταίων 50 ετών. Αυτό που
συμβαίνει στη δικαιοσύνη πρωτίστως, ιδίως στην εσωτερική ανεξαρτησία της
δικαιοσύνης, σε συνδυασμό με τον τρόπο λειτουργίας της Βουλής, είναι
όπως είχε πει ο François Mitterrand, ένα διαρκές πραξικόπημα σε βάρος
των θεσμών της δημοκρατίας.
Βρέθηκα με ωμή, όπως ομολογήθηκε, πολιτική επιλογή της κυβέρνησης και παρότι παντελώς άσχετος με τα θέματα, στην πρώτη γραμμή της μάχης. Και με αφορμή την υπόθεση αυτή θα δώσω στο όνομα όχι μόνο της παράταξης, αλλά της δημοκρατίας και του εθνικού συμφέροντος τη μάχη που θα κερδίσουμε και θα είναι η επιστέγαση της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ που πρέπει να είναι στρατηγική και βαριά.
Βρέθηκα με ωμή, όπως ομολογήθηκε, πολιτική επιλογή της κυβέρνησης και παρότι παντελώς άσχετος με τα θέματα, στην πρώτη γραμμή της μάχης. Και με αφορμή την υπόθεση αυτή θα δώσω στο όνομα όχι μόνο της παράταξης, αλλά της δημοκρατίας και του εθνικού συμφέροντος τη μάχη που θα κερδίσουμε και θα είναι η επιστέγαση της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ που πρέπει να είναι στρατηγική και βαριά.
Εγώ δε, που μαζί με πολύ λίγους άλλους έζησα το 1989 στο πλευρό του
Ανδρέα Παπανδρέου ως νομικός του παραστάτης, δικαιούμαι να πω ότι όταν
έχεις τέτοια ανοιχτά μέτωπα, δεν υπάρχουν περιθώρια για μικρούς,
δευτερεύοντες και παρεξηγήσιμους διαδικαστικούς χειρισμούς δήθεν
διαφοροποίησης, υπάρχει μέτωπο δημοκρατίας κατά του διαρκούς
πραξικοπήματος. Είναι άλλο το έχουμε πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές
με το συντηρητικό χώρο στο πλαίσιο του δημοκρατικού τόξου και άλλο
αντικρούω και αντιπαλεύω τους σχεδιαστές και εκτελεστές μίας σκευωρίας
κατά αντιπάλων και κατά των θεσμών που εξελίσσεται σε φάρσα. Και
προσέξτε, η υπόθεση αυτή είναι η αρχή, έπονται και άλλα πολλά, όλα θα
προσπαθήσει να τα ρίξει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στη φωτιά της πόλωσης
και του διχασμού. Τώρα δεν θα στοχεύει μόνον όσους αρνούνται το
γλοιώδες φλερτ με το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όλο το δημοκρατικό χώρο ανεξαιρέτως.
Ας δούμε όμως τι συμβαίνει στον ευρύτερο ευρωπαϊκό περίγυρο, τι
συμβαίνει γενικότερα στην Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία. Η κρίση στην
Ευρώπη και ιδίως στην Ευρωζώνη δεν είναι πλέον οικονομική. Τα
αποτελέσματα, όπως δείχνουν οι αριθμοί, είναι αρκετά καλά. Είναι όμως
κρίση κοινωνική και βεβαίως δημοκρατική. Οι νέες μορφές
αντισυστημικότητας και εθνικολαϊκισμού είναι όψεις μίας γενικευμένης
κρίσης νομιμοποίησης, αντιπροσώπευσης και κοινού οράματος σε πολλές
χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι συζητήσεις επομένως για τους μηχανισμούς της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης, συζητήσεις που τροφοδοτούν οι προτάσεις Macron, οι προτάσεις Juncker, πρέπει να μετατραπούν σε συζητήσεις όχι απλά και μόνο για την οικονομική διακυβέρνηση, αλλά για την ουσία της οικονομικής πολιτικής. Για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας υπό συνθήκες κοινωνικής συνοχής. Για το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος υπό συνθήκες πανευρωπαϊκής δημογραφικής κρίσης και τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης που μεταβάλλει ριζικά τη φύση και την έννοια της εργασίας και ιδίως της μισθωτής εργασίας, αλλά και την έννοια του κεφαλαίου. Υποχωρεί το χρηματοοικονομικό έναντι του διανοητικού κεφαλαίου.
Οι συζητήσεις επομένως για τους μηχανισμούς της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης, συζητήσεις που τροφοδοτούν οι προτάσεις Macron, οι προτάσεις Juncker, πρέπει να μετατραπούν σε συζητήσεις όχι απλά και μόνο για την οικονομική διακυβέρνηση, αλλά για την ουσία της οικονομικής πολιτικής. Για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας υπό συνθήκες κοινωνικής συνοχής. Για το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος υπό συνθήκες πανευρωπαϊκής δημογραφικής κρίσης και τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης που μεταβάλλει ριζικά τη φύση και την έννοια της εργασίας και ιδίως της μισθωτής εργασίας, αλλά και την έννοια του κεφαλαίου. Υποχωρεί το χρηματοοικονομικό έναντι του διανοητικού κεφαλαίου.
Ποιος είναι
λοιπόν, μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα, ο ρόλος της ευρωπαϊκής
σοσιαλδημοκρατίας που γεννήθηκε στην εποχή της πρώτης βιομηχανικής
επανάστασης, γιγαντώθηκε στην εποχή της δεύτερης βιομηχανικής
επανάστασης, δεν μπόρεσε ποτέ να αφομοιώσει την τρίτη βιομηχανική
επανάσταση και τώρα είναι αντιμέτωπη με τις ανατροπές της τέταρτης
βιομηχανικής επανάστασης; Και αυτό μέσα σε μία Ευρωπαϊκή Ένωση με
κλειδωμένες, μετά το Μάαστριχτ, ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών και
με κλειδωμένη οικονομική πολιτική που περιορίζει το φάσμα των επιλογών
ώστε να έχεις μία ευρωπαϊκή εναλλακτική οικονομική πολιτική άλλου τύπου,
που να είναι αυτό που λέμε προοδευτική καθαρά, γιατί οι συσχετισμοί
είναι πάντα μικτοί, δεν είναι ίδιοι σε όλες τις χώρες. Μετακυλίονται,
μεταλλάσσονται, συνυπάρχουν οι πολιτικές δυνάμεις.
Δείτε την εικόνα της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη. Καλά, το ΠΑΣΟΚ σήκωσε το φορτίο της διαχείρισης της κρίσης μόνο του, κακώς, ανέλαβε δυσανάλογο βάρος και βέβαια υφίσταται δυσανάλογες συνέπειες, αλλά στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Ολλανδία, γιατί υπάρχει αυτή η εικόνα; Μπορεί άραγε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία να ανακόψει τον αριστερό και τον δεξιό εθνικολαϊκισμό; Όχι, όπως δείχνει η ιταλική εμπειρία και η ήττα του Δημοκρατικού Κόμματος και του Renzi. Μπορεί μήπως να πάει να προφυλαχθεί στην αντιπολίτευση, αφήνοντας τη Δεξιά με άλλους εταίρους να κυβερνήσουν; Όχι, όπως έδειξε η αλλαγή γραμμής στη Γερμανία, στο SPD, και οι πολύ κακές δημοσκοπήσεις που το ακολουθούν λόγω της αντίφασης αυτής. Μπορεί να κυβερνήσει με την κομμουνιστική Αριστερά προς τα αριστερά, όπως κάποιοι νομίζουν πολύ εύκολα ότι συμβαίνει στην Πορτογαλία; Θα το δούμε. Προς το παρόν αυτό που βλέπουμε είναι τον Πορτογάλο νέο Πρόεδρο του Eurogroup, τον κ. Senteno, να λέει ό,τι έλεγε ο Ολλανδός, σοσιαλδημοκράτης επίσης, Πρόεδρος Dijsselbloem. Ή μήπως στη Γαλλία μπορούν οι σοσιαλιστές να αντισταθούν στην υπέρβαση της διάκρισης Δεξιάς-Αριστεράς από τον Macron και τις πολιτικές του; Πολύ δύσκολο, όπως δείχνουν τα αποτελέσματα και οι δημοσκοπήσεις. Χρειάζονται εθνικές απαντήσεις, γιατί οι συσχετισμοί διαμορφώνονται σε εθνικό επίπεδο πριν αρθρωθεί μία ευρωπαϊκή απάντηση, καθώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση κυρίαρχη είναι μία διαρκής διακρατική διαπραγμάτευση.
Δείτε την εικόνα της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη. Καλά, το ΠΑΣΟΚ σήκωσε το φορτίο της διαχείρισης της κρίσης μόνο του, κακώς, ανέλαβε δυσανάλογο βάρος και βέβαια υφίσταται δυσανάλογες συνέπειες, αλλά στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Ολλανδία, γιατί υπάρχει αυτή η εικόνα; Μπορεί άραγε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία να ανακόψει τον αριστερό και τον δεξιό εθνικολαϊκισμό; Όχι, όπως δείχνει η ιταλική εμπειρία και η ήττα του Δημοκρατικού Κόμματος και του Renzi. Μπορεί μήπως να πάει να προφυλαχθεί στην αντιπολίτευση, αφήνοντας τη Δεξιά με άλλους εταίρους να κυβερνήσουν; Όχι, όπως έδειξε η αλλαγή γραμμής στη Γερμανία, στο SPD, και οι πολύ κακές δημοσκοπήσεις που το ακολουθούν λόγω της αντίφασης αυτής. Μπορεί να κυβερνήσει με την κομμουνιστική Αριστερά προς τα αριστερά, όπως κάποιοι νομίζουν πολύ εύκολα ότι συμβαίνει στην Πορτογαλία; Θα το δούμε. Προς το παρόν αυτό που βλέπουμε είναι τον Πορτογάλο νέο Πρόεδρο του Eurogroup, τον κ. Senteno, να λέει ό,τι έλεγε ο Ολλανδός, σοσιαλδημοκράτης επίσης, Πρόεδρος Dijsselbloem. Ή μήπως στη Γαλλία μπορούν οι σοσιαλιστές να αντισταθούν στην υπέρβαση της διάκρισης Δεξιάς-Αριστεράς από τον Macron και τις πολιτικές του; Πολύ δύσκολο, όπως δείχνουν τα αποτελέσματα και οι δημοσκοπήσεις. Χρειάζονται εθνικές απαντήσεις, γιατί οι συσχετισμοί διαμορφώνονται σε εθνικό επίπεδο πριν αρθρωθεί μία ευρωπαϊκή απάντηση, καθώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση κυρίαρχη είναι μία διαρκής διακρατική διαπραγμάτευση.
Στην Ελλάδα έχουμε
ένα τεράστιο πλεονέκτημα, έχουμε μία εξαιρετική ιστορική έννοια που μας
προσφέρει μεγάλο πολιτικό πλεονέκτημα, την έννοια της Δημοκρατικής
Παράταξης. Προσέξτε όμως, Δημοκρατική Παράταξη είναι ένα μέγεθος
ιστορικό και πολιτικό, με αξίες, αλλά όχι ένας περιχαρακωμένος
ιδεολογικός χώρος. Έχει λοιπόν πολύ μεγάλη σημασία η πολιτική
καθαρότητα που συνιστά δοκιμασία και απόδειξη της αξιακής και
ιδεολογικής ταυτότητας κάθε χώρου, να μας βοηθάει. Άρα έχουμε ανάγκη
από καθαρή πολιτική γραμμή, αλλιώς ό,τι και να λες, με γενικό και
αφηρημένο τρόπο, για την ιδεολογία και τις αξίες, δεν παίζει κανένα ρόλο
στη συνείδηση των πολιτών. Πρέπει να δίνεις καθαρές απαντήσεις,
αρχίζοντας από τα θεμελιώδη.
Για παράδειγμα, χρειάζονται εκλογές ή δεν χρειάζονται και μπορούμε να περιμένουμε; Προφανώς χρειάζονται, το ταχύτερο.
Άλλο παράδειγμα, πολιτική αυτονομία του προοδευτικού δημοκρατικού χώρου. Προφανώς. Πολιτική αυτονομία όμως κατακτάται μόνο όταν υπάρχει ικανότητα πολιτικής διεύθυνσης του σχεδίου για το μέλλον της χώρας, για την Ελλάδα μετά την κρίση και τα μνημόνια, όχι με την αυταπάτη των δήθεν ίσων αποστάσεων.
Στόχος μας πρέπει να καταστεί η ανύψωση της Δημοκρατικής Παράταξης στη δύναμη που διευθύνει πολιτικά την εθνική στρατηγική. Αυτό κάναμε την περίοδο 2010-2015. Δεν χαρίζουμε τον αγώνα μας του 2010-2015 στη Νέα Δημοκρατία, δεν χαρίζουμε τον αγώνα μας στη λήθη, λες και ντρεπόμαστε γιατί χάρη στη δική μας προσπάθεια στάθηκε η χώρα όρθια μέσα στην Ευρώπη και το ευρώ. Ποτέ δεν προσχωρήσαμε σε άλλες πολιτικές, οι άλλοι προσχώρησαν στη δική μας γραμμή και στις δικές μας πολιτικές. Ποτέ δεν είχαμε δίλημμα μεταξύ κομματικού και εθνικού συμφέροντος, οι παρατάξεις υπάρχουν χάριν του έθνους. Ποτέ δεν κινηθήκαμε μικροκομματικά και αμυντικά. Είμαστε στην πρώτη γραμμή της μάχης επί χρόνια, για τη δημοκρατία, τους θεσμούς, την εθνική στρατηγική, της μάχης για την πατρίδα και κάνουμε πολλές φορές σαν να θέλουμε να το κρύψουμε.
Για παράδειγμα, χρειάζονται εκλογές ή δεν χρειάζονται και μπορούμε να περιμένουμε; Προφανώς χρειάζονται, το ταχύτερο.
Άλλο παράδειγμα, πολιτική αυτονομία του προοδευτικού δημοκρατικού χώρου. Προφανώς. Πολιτική αυτονομία όμως κατακτάται μόνο όταν υπάρχει ικανότητα πολιτικής διεύθυνσης του σχεδίου για το μέλλον της χώρας, για την Ελλάδα μετά την κρίση και τα μνημόνια, όχι με την αυταπάτη των δήθεν ίσων αποστάσεων.
Στόχος μας πρέπει να καταστεί η ανύψωση της Δημοκρατικής Παράταξης στη δύναμη που διευθύνει πολιτικά την εθνική στρατηγική. Αυτό κάναμε την περίοδο 2010-2015. Δεν χαρίζουμε τον αγώνα μας του 2010-2015 στη Νέα Δημοκρατία, δεν χαρίζουμε τον αγώνα μας στη λήθη, λες και ντρεπόμαστε γιατί χάρη στη δική μας προσπάθεια στάθηκε η χώρα όρθια μέσα στην Ευρώπη και το ευρώ. Ποτέ δεν προσχωρήσαμε σε άλλες πολιτικές, οι άλλοι προσχώρησαν στη δική μας γραμμή και στις δικές μας πολιτικές. Ποτέ δεν είχαμε δίλημμα μεταξύ κομματικού και εθνικού συμφέροντος, οι παρατάξεις υπάρχουν χάριν του έθνους. Ποτέ δεν κινηθήκαμε μικροκομματικά και αμυντικά. Είμαστε στην πρώτη γραμμή της μάχης επί χρόνια, για τη δημοκρατία, τους θεσμούς, την εθνική στρατηγική, της μάχης για την πατρίδα και κάνουμε πολλές φορές σαν να θέλουμε να το κρύψουμε.
Ο κίνδυνος να εκπεμφθούν από το δικό μας
χώρο ασαφή μηνύματα, να παράγεται αβεβαιότητα, είναι μεγάλος, ιδίως υπό
συνθήκες πόλωσης, όχι μόνο πολιτικής και συγκυριακής, αλλά κοινωνικής
και διαβρωτικής. Πρέπει, συνεπώς, να είναι σαφής η θέση μας για τις
εκλογές και την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών.
Πρώτος στόχος
είναι η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Τι σημαίνει στρατηγική ήττα;
Σημαίνει να μην μπορεί να καθορίσει τις εξελίξεις. Στρατηγική ήττα
αντιστρόφως σημαίνει να μπορεί να σχηματιστεί κυβερνητική πλειοψηφία
στην οποία θα κληθεί να μετάσχει και ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να μπορεί
όμως να την μπλοκάρει ή να την ματαιώσει. Προφανώς λύση δεν είναι μία
οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αυτοδύναμη όπως λένε, της Νέας
Δημοκρατίας που μας αφήνει στην ησυχία της αντιπολίτευσης. Εδώ πρέπει να
δοθεί μάχη εθνικής επιβίωσης, εμείς πρέπει να είμαστε η ηγεμονική, η
διευθύνουσα δύναμη της εθνικής επιβίωσης.
Ούτως ή άλλως χρειάζονται άλλα δύο πράγματα, το πρώτο είναι η αυξημένη πλειοψηφία αλλαγής εκλογικού νόμου, που βεβαίως πρέπει να είναι έντονα αναλογικός, αλλά και υπεύθυνος, με ενίσχυση του πρώτου κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων από ένα εύλογο επίπεδο ψήφων και μετά. Το δεύτερο είναι η αυξημένη πλειοψηφία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με τη λήξη της θητείας του σημερινού Προέδρου τον Ιανουάριο του 2020.
Ο νέος φορέας λοιπόν, η Δημοκρατική Παράταξη, ο ευρύτατος προοδευτικός δημοκρατικός χώρος της Κεντροαριστεράς, του Κέντρου, του πολιτικού φιλελευθερισμού, της οικολογίας, των νέων προοδευτικών ιδεών –τα είχαμε πει από τον Ιούνιο του 2015– , όλων των δυνάμεων που υπερβαίνουν στερεότυπα και αγκυλώσεις, που προωθούν τη δημοκρατία, τα δικαιώματα, την ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη, αυτός ο χώρος πρέπει να είναι ένα συλλογικό πολιτικό υποκείμενο που εκφράζει τη δημιουργική Ελλάδα, την ανάγκη ανάκαμψης της μεσαίας τάξης, αυτούς που θέλουν μία Ελλάδα κανονική, πραγματικά ισότιμη και ανταγωνιστική μέσα στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη.
Η Δημοκρατική Παράταξη πρέπει να είναι ένας πολιτικός οργανισμός που λειτουργεί θεσμικά, συλλογικά, δημοκρατικά. Χωρίς εσωστρέφεια και οργανωτισμούς, χωρίς παραγοντισμούς και νέες πελατειακές σχέσεις, χωρίς μεταμοντέρνα φέουδα και ψηφιακούς μικροτιμαριούχους, χωρίς επιλεκτική αμνησία, χωρίς το άγχος των δήθεν ίσων αποστάσεων.
Το κρίσιμο και επείγον ερώτημα, γιατί μπαίνουμε σε συνθήκες πόλωσης και μακράς προεκλογικής περιόδου είναι, μπορούν οι πολίτες να εμπιστευθούν τη Δημοκρατική Παράταξη για την επομένη των εκλογών, ότι θα έχει μία ενιαία και καθαρή γραμμή;
Μία γραμμή για έξι θέματα:
Για το σχηματισμό κυβέρνησης αντάξιας των προκλήσεων και των αναγκών της πατρίδας.
Για τη διαμόρφωση και την εφαρμογή μίας εθνικής στρατηγικής ανασυγκρότησης που οδηγεί στην Ελλάδα μετά.
Για το σεβασμό, την προστασία και βεβαίως την αναστήλωση των εκβιασμένων θεσμών.
Για την ικανότητα διαχείρισης των θεμάτων και διεθνούς διαπραγμάτευσης και εκπροσώπησης της χώρας.
Για την αναγκαία κοινωνική ευαισθησία, όχι όμως μία ευαισθησία ρητορική και δημαγωγική, αλλά υπεύθυνη και πρακτική.
Για την οριστική και αμετάκλητη απόφασή της να λέει πάντα στους πολίτες την αλήθεια.
Ούτως ή άλλως χρειάζονται άλλα δύο πράγματα, το πρώτο είναι η αυξημένη πλειοψηφία αλλαγής εκλογικού νόμου, που βεβαίως πρέπει να είναι έντονα αναλογικός, αλλά και υπεύθυνος, με ενίσχυση του πρώτου κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων από ένα εύλογο επίπεδο ψήφων και μετά. Το δεύτερο είναι η αυξημένη πλειοψηφία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με τη λήξη της θητείας του σημερινού Προέδρου τον Ιανουάριο του 2020.
Ο νέος φορέας λοιπόν, η Δημοκρατική Παράταξη, ο ευρύτατος προοδευτικός δημοκρατικός χώρος της Κεντροαριστεράς, του Κέντρου, του πολιτικού φιλελευθερισμού, της οικολογίας, των νέων προοδευτικών ιδεών –τα είχαμε πει από τον Ιούνιο του 2015– , όλων των δυνάμεων που υπερβαίνουν στερεότυπα και αγκυλώσεις, που προωθούν τη δημοκρατία, τα δικαιώματα, την ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη, αυτός ο χώρος πρέπει να είναι ένα συλλογικό πολιτικό υποκείμενο που εκφράζει τη δημιουργική Ελλάδα, την ανάγκη ανάκαμψης της μεσαίας τάξης, αυτούς που θέλουν μία Ελλάδα κανονική, πραγματικά ισότιμη και ανταγωνιστική μέσα στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη.
Η Δημοκρατική Παράταξη πρέπει να είναι ένας πολιτικός οργανισμός που λειτουργεί θεσμικά, συλλογικά, δημοκρατικά. Χωρίς εσωστρέφεια και οργανωτισμούς, χωρίς παραγοντισμούς και νέες πελατειακές σχέσεις, χωρίς μεταμοντέρνα φέουδα και ψηφιακούς μικροτιμαριούχους, χωρίς επιλεκτική αμνησία, χωρίς το άγχος των δήθεν ίσων αποστάσεων.
Το κρίσιμο και επείγον ερώτημα, γιατί μπαίνουμε σε συνθήκες πόλωσης και μακράς προεκλογικής περιόδου είναι, μπορούν οι πολίτες να εμπιστευθούν τη Δημοκρατική Παράταξη για την επομένη των εκλογών, ότι θα έχει μία ενιαία και καθαρή γραμμή;
Μία γραμμή για έξι θέματα:
Για το σχηματισμό κυβέρνησης αντάξιας των προκλήσεων και των αναγκών της πατρίδας.
Για τη διαμόρφωση και την εφαρμογή μίας εθνικής στρατηγικής ανασυγκρότησης που οδηγεί στην Ελλάδα μετά.
Για το σεβασμό, την προστασία και βεβαίως την αναστήλωση των εκβιασμένων θεσμών.
Για την ικανότητα διαχείρισης των θεμάτων και διεθνούς διαπραγμάτευσης και εκπροσώπησης της χώρας.
Για την αναγκαία κοινωνική ευαισθησία, όχι όμως μία ευαισθησία ρητορική και δημαγωγική, αλλά υπεύθυνη και πρακτική.
Για την οριστική και αμετάκλητη απόφασή της να λέει πάντα στους πολίτες την αλήθεια.
Φίλες και φίλοι, αυτό είναι το στοίχημα, αυτό είναι το πραγματικά
μεγάλο στοίχημα. Ένα στοίχημα όχι απλά κομματικό, αλλά στοίχημα εθνικό
και, ως εκ τούτου, παραταξιακό στην υπηρεσία του έθνους, όπως αξίζει
στην ιστορική διαδρομή και την ιστορική προοπτική της δημοκρατικής
προοδευτικής παράταξης.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου