Θέλω
πριν ξεκινήσω να μιλώ για το βιβλίο του εξαίρετου δημοσιογράφου και συμπατριώτη
μας Γιάννη Παπαδογιάννη να πω, ότι δέχτηκα την πρόσκληση να παρουσιάσω το
βιβλίο του «Από το μεγάλο πάρτι στη χρεοκοπία»
με μεγάλη χαρά, όχι μόνο γιατί είναι τιμητικό να σου ζητά κάποιος να μιλήσεις
για το έργο του.
Αλλά,
γιατί, διαβάζοντας το βιβλίο το εξέλαβα ως μια σημαντική άσκηση αυτογνωσίας. Αναγκαία
για κάθε έλληνα πολίτη χωριστά αλλά και για την κοινωνία ως σύνολο, ιδιαίτερα μετά
την πρωτοφανή κρίση με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπη η χώρα μας το 2009.
Διότι,
αν και έχουν περάσει οκτώ χρόνια από την ημέρα που ξεκίνησε η ύφεση, εξαιτίας
της οποίας χάθηκε σωρευτικά το 25% του ΑΕΠ της χώρας και έξι από την υπογραφή
του πρώτου μνημονίου, η χώρα μας είναι η μόνη που παραμένει σε μνημόνιο.
Αντίθετα,
η Ιρλανδία η Πορτογαλία και η Κύπρος είναι εκτός μνημονίου.
Εύλογα,
λοιπόν, θα περίμενε κανείς ότι ως κοινωνία μετά από αυτή την εμπειρία θα είχαμε
καταλήξει σε μια κοινά παραδεκτή αφήγηση για το πώς φτάσαμε στην κρίση.
Με
βάση την εμπειρία των άλλων χωρών θα είχαμε καταλήξει σε ορισμένα συμπεράσματα
για το τι έφταιξε και είμαστε ακόμη η μόνη χώρα σε μνημόνιο και τι πρέπει να
κάνουμε για να βγούμε από αυτό.
Παρακολουθώντας
όμως την αφήγηση τόσο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όσο και την αφήγηση της ΝΔ καταλήγω
στο συμπέρασμα ότι τίποτα από όλα αυτά δεν έχει συμβεί.
Υπάρχουν
πολλοί λόγοι για τους οποίους πρέπει κάποιος να διαβάσει το βιβλίο του Γ.
Παπαδογιάννη.
Εγώ
το συνιστώ, γιατί στις τρεις ενότητες που περιλαμβάνει επιχειρεί να απαντήσει
στα ερωτήματα που αναφέρθηκα και παίρνει θέση για ορισμένα κρίσιμα ζητήματα που
απασχόλησαν τη δημόσια συζήτηση αυτή την κρίσιμη περίοδο, που καλλιεργήθηκαν
μύθοι και περίσσεψαν τα σενάρια συνομωσίας για το τι έφταιξε.
Το
βιβλίο ξεκινά με την πρώτη ενότητα όπου ο συγγραφέας διατρέχει την περίοδο
1980-2009.
Είναι
μεθοδολογικά σωστό όταν κάποιος αναζητεί πως φτάσαμε στην κρίση του 2009 να
ανατρέξει στα όσα έχουν προηγηθεί.
Τονίζω
το σημείο αυτό, γιατί το τελευταίο διάστημα διαπιστώνω από την πλευρά της
κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να επιχειρείται η οικοδόμηση μιας αφήγησης, σύμφωνα με
την οποία, για όλα ευθύνεται η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που υπέγραψε το 2010 το πρώτο
μνημόνιο.
Αυτό
με τη σειρά του – σύμφωνα με την αφήγηση αυτή- έφερε το δεύτερο και αυτό
κατέστησε υποχρεωτικό το τρίτο που υπέγραψε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Με
αυτή την αφήγηση η κυβέρνηση συνειδητά λειτουργεί ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για
την κυβέρνηση Κ. Καραμανλή η οποία οδήγησε τη χώρα στο απόλυτο αδιέξοδο αυξάνοντας
σε μια πενταετία το χρέος από τα 180 δις στα 290 δις.
Με
την ιδιοτελή αυτή προσέγγιση η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δημιουργεί μια πρώτη
γραμμή άμυνας, ότι δηλαδή, υποχρεώθηκε να υπογράψει το τρίτο μνημόνιο εξαιτίας
του πρώτου και του δεύτερου.
Υπάρχει
όμως ένα εύλογο ερώτημα, πότε κατέκτησε αυτή την αλήθεια;
Γιατί
μέχρι πρόσφατα, ήταν της άποψης ότι τα μνημόνια σκίζονται ή καταργούνται με
άρθρο μονό.
Ότι
το χρέος διαγράφεται εν ανάγκη και μονομερώς. Ότι ήταν προτιμότερο το 2010 να
αφεθεί η χώρα να χρεοκοπήσει παρά να υπογράψει το πρώτο μνημόνιο.
Προφανώς,
μετά την υπογραφή του Τρίτου Μνημονίου τον Αύγουστο του 2015, επιχειρεί να
μεταθέσει τις ευθύνες στο 2010 ξεπλένοντας ταυτόχρονα την Καραμανλική δεξιά που
συγκυβερνά με ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Ο
συγγραφέας στην πρώτη ενότητα επισημαίνει ότι το πελατειακό κράτος ευθύνεται
για την πορεία προς την κρίση και θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί του.
Εκεί
που θα διαφωνήσω, είναι στον επιμερισμό των ευθυνών που επιχειρεί, λέγοντας ότι
οι πελατειακές σχέσεις γιγαντώθηκαν με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.
Επικαλείται
ως επιχείρημα, την αύξηση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων μεταξύ 1981-1985
κατά 32%.
Αλλά
μεταξύ 2004-2009 αντί για επανίδρυση του κράτους που ήταν το κεντρικό σύνθημα
της ΝΔ στις εκλογές του 2004, έγιναν τόσοι διορισμοί που δεν υπάρχει ιστορικό
προηγούμενο.
Ενδεικτικά
αναφέρω, ότι ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων από 456.462 στο τέλος του 2003
αυξήθηκε σε 768.009 στο τέλος του 2009.
Οι
δαπάνες για μισθοδοσία στο δημόσιο την περίοδο αυτή αυξήθηκαν από 12,3 δις ευρώ
το 2003 σε 19,1 δις ευρώ το 2009. Αυξήθηκαν κατά 55%. Αυτό ήταν το μεγάλο πάρτι
λίγο πριν την χρεοκοπία.
Ο
συγγραφέας στην ερμηνεία για το πώς φτάσαμε στη κρίση δίνει πολύ μεγάλο βάρος
στην οικονομική διαχείριση της πρώτης πενταετίας του 1980.
Πολλά
όμως από τα προβλήματα της οικονομικής διαχείρισης της περιόδου αυτής τελικά
αντιμετωπίστηκαν είτε με το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του 1985-1987 είτε στη συνέχεια
στη δεκαετία του 1990 και ιδιαίτερα όταν ξεκίνησε η πορεία προς την ΟΝΕ.
Εκτιμώ,
ότι η πορεία προς την κρίση έχει την αφετηρία της την επομένη της ένταξης στην
ΟΝΕ και ιδιαίτερα μετά το 2007.
Αυτό
συνέβη, γιατί πολιτικά κόμματα και κοινωνικοί εταίροι δεν κατανόησαν τους όρους
του παιχνιδιού ούτε τις βαθύτερες συνέπειες από τη συνύπαρξη της
παγκοσμιοποίησης με τη συμμετοχή της χώρας σε μια νομισματική ένωση με ατελές
θεσμικό πλαίσιο.
Πολλοί
σήμερα πιστεύουν, ότι αν δεν είχαμε μπει στην ΟΝΕ θα είχαμε αποφύγει τα
μνημόνια.
Η
αλήθεια είναι, ότι η χώρα μπήκε στα μνημόνια γιατί, είτε μέσα στην ΟΝΕ είτε έξω
από την ΟΝΕ, ποτέ δεν ήταν πρόθυμη να κάνει έγκαιρα τις αναγκαίες αλλαγές
προκειμένου να αποφύγει την οικονομική κρίση και την επιδείνωση των κοινωνικών
συνθηκών που τη συνοδεύει.
Αυτό
συνέβη στη δεκαετία του 1980 αλλά και του 1990 όταν η χώρα δεν ήταν στην ΟΝΕ.
Στη
δεύτερη ενότητα ο συγγραφέας επιχειρεί να εξηγήσει γιατί η κρίση του 2009 ήταν
αναπόφευκτη.
Πολύ
σωστά επισημαίνει, πόσο σημαντικό πρόβλημα ήταν για την οικονομία η ύπαρξη του
δίδυμου ελλείμματος, δηλαδή του δημοσιονομικού και αυτού του ισοζυγίου
τρεχουσών συναλλαγών.
Το
2007, το τελευταίο ήταν 14,5% του ΑΕΠ και κανείς δεν προβληματιζόταν πως θα
διορθωθεί μια τόσο μεγάλη ανισορροπία όταν δεν έχεις το όπλο της υποτίμησης.
Ο
συγγραφέας επισημαίνει τις τρεις αιτίες του ελληνικού αδιεξόδου:
- τη μεταρρυθμιστική ανεπάρκεια,
- το μεγάλο χρέος και
- την αναξιοπιστία της χώρας.
Θα
σταθώ ιδιαίτερα στο πρώτο σημείο, για να κατανοήσουμε πως ασκήθηκε η πολιτική
την περίοδο αυτή και ποια εμπόδια υπήρχαν κάθε φορά που οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ
και ΝΔ εφήρμοζαν ή προσπαθούσαν να υλοποιήσουν σταθεροποιητικά προγράμματα.
Υπενθυμίζει
ο συγγραφέας την εσωκομματική σύγκρουση στο ΠΑΣΟΚ που οδήγησε σε διαγραφές του
Γ. Αρσένη κ.ά., με την εφαρμογή του
σταθεροποιητικού προγράμματος 1985-1987.
Αλλά
και την κριτική που άσκησε ο Αθ. Κανελλόπουλος στην οικονομική πολιτική του κ.
Μητσοτάκη για ακραίο οικονομικό φιλελευθερισμό, αμφισβήτηση που αποτέλεσε την
αρχή της πτώσής του.
Ανάλογα
προβλήματα, αντιμετώπισε η κυβέρνηση Σημίτη αμέσως μετά την εκλογή της το 2000
από την εκκλησία με τις λαοσυνάξεις για τις ταυτότητες αλλά και εσωκομματικά.
Ο
συγγραφέας υπενθυμίζει πώς ο κ. Ε. Βενιζέλος στην αντιπαράθεση αυτή τάχθηκε στο
πλευρό του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου.
Η
απόπειρα μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού στο πλαίσιο της πρότασης Γιαννίτση απέτυχε
καθώς όλος ο κομματικός μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ και σύσσωμη η αντιπολίτευση
αντιτάχθηκαν σε οποιαδήποτε αλλαγή του.
Με
άλλα λόγια, τα κόμματα και οι πρωθυπουργοί όσο ισχυροί και αν ήταν
αντιμετώπιζαν τεράστια προβλήματα στο κόμμα τους και βέβαια από την
αντιπολίτευση.
Τέλος,
στα προβλήματα που οδήγησαν στην κρίση ο συγγραφέας αποδίδει ιδιαίτερο ρόλο στο
στρεβλό παραγωγικό πρότυπο της περιόδου 2001-2009 το οποίο στηρίχτηκε στην
αύξηση της δημόσιας και ιδιωτικής κατανάλωσης η όποια χρηματοδοτήθηκε από το
δανεισμό.
Για
να κατανοήσουμε το μέγεθος του οικονομικού «εγκλήματος» της υπερχρέωσης της
χώρας ας αναλογιστούμε το εξής απλό.
Από
το 1830 έως το 2004 δηλαδή σε 175 χρόνια η χώρα δανείστηκε 180 δις. Και από το
2004 έως το 2009 δηλαδή σε πέντε χρόνια δανείστηκε 110 δις.
Η
πηγή του χρέους ήταν τα συνεχή ελλείμματα.
Αυτό
που είναι χαρακτηριστικό της εμπειρίας της χώρας μας είναι ότι, το ισοζύγιο της
γενικής κυβέρνησης ήταν από το 2001 μέχρι το 2009 μονίμως ελλειμματικό.
Αυτό,
δε, που είναι ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι στη χώρα μας είχαμε δημοσιονομικά
ελλείμματα και όταν είχαμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και όταν είχαμε ύφεση.
Ένα
άλλο χαρακτηριστικό ήταν η συνεχής αύξηση των πρωτογενών ελλειμμάτων από το
2003 και μετά.
Αυτό
διαψεύδει την άποψη της ΝΔ ότι η μεγέθυνση του χρέους οφείλεται κυρίως στα βάρη
τα οποία κληρονομήθηκαν από το παρελθόν και ιδιαίτερα από τις Κυβερνήσεις του
ΠΑΣΟΚ.
Αν
κάτι προκύπτει, είναι ότι έχουμε αυξανόμενα πρωτογενή ελλείμματα από το 2003
και μέχρι το 2009 οπότε το πρωτογενές έλλειμμα έφτασε τα 24 δις η 10% του ΑΕΠ
και ότι από το 2004 και μετά οι πρωτογενείς δαπάνες ανέρχονται στο 90% περίπου
του συνόλου των δαπανών.
Έτσι,
όταν ξέσπασε η διεθνής κρίση το 2008, η χώρα στηρίζονταν σε σαθρά θεμέλια αλλά,
όπως υπενθυμίζει ο συγγραφέας, ο υπουργός οικονομικών κ. Αλογοσκούφης μιλούσε
για «θωρακισμένη οικονομία».
Ανάλογη
έλλειψη κατανόησης των κινδύνων ο συγγραφέας καταλογίζει και στα τραπεζικά
στελέχη, που με αφορμή την έκθεση των ξένων τραπεζών σε τοξικά προϊόντα έβλεπαν
από την κρίση να ξεπετιούνται ευκαιρίες για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Με
λίγα λόγια «Τρια πλια και ένα τσόν» όπως λέμε εδώ στα μέρη μας.
Τελικά,
το 2009 η κρίση κορυφώθηκε και το 2010 η χώρα οδηγήθηκε στον αναγκαστικό
δανεισμό.
Τέλος,
κρίσιμος παράγοντας κατά τον συγγραφέα για την κατάρρευση της χώρας υπήρξε το
μεγάλο έλλειμμα αξιοπιστίας που προκάλεσαν τα αναξιόπιστα στατιστικά στοιχεία.
Τι
να πρωτοθυμηθεί κανείς; Την πρωτοβουλία της ΝΔ το 2004 να προχωρήσει σε αναθεώρηση
των στατιστικών δεδομένων πριν το 2004, η οποία κατέληξε σε αμφισβήτηση της
ορθότητας της απόφασης της ΕΕ για ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ ή την εισήγηση
της ΕΣΥΕ το 2006 να αναθεωρηθεί το ΑΕΠ προς τα επάνω κατά 25%;
Οι
τίτλοι εφημερίδων εξωτερικού που παρατίθενται στο βιβλίο είναι ενδεικτικοί: Guardian “αύξηση της ελληνικής οικονομίας
κατά 27,5% με λίγη βοήθεια από πόρνες».
Η
αξιοπιστία της χώρας καταρρακώθηκε ολοκληρωτικά όταν μετά τις εκλογές
αποκαταστάθηκε η εικόνα για το πραγματικό έλλειμμα του 2009.
Εδώ
επισημαίνω δυο σημεία.
Λέει
ο συγγραφέας ότι η τότε κυβέρνηση προχώρησε στην ειλικρινή καταγραφή της τότε οικονομικής
πραγματικότητας «από αντεκδίκηση και σκοπιμότητα».
Τον
Οκτώβριο του 2009 κλήθηκα ως υφυπουργός στο ΓΛΚ να ετοιμάσω το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2010.
Από
την ενημέρωση που είχαμε από τον Διοικητή της ΤτΕ το ταμειακό έλλειμμα τον
Σεπτέμβριο ήταν ήδη στο 10% του ΑΕΠ. Επομένως, κατά την εκτίμησή του το
έλλειμμα του 2009 είχε δυναμική τουλάχιστον προς το 12%.
Σε
έκθεση που είχε στα χέρια του μόνο ο Διοικητής της ΤτΕ που συντάχτηκε από τις
υπηρεσίες της ΤτΕ με ημερομηνία 6
Οκτωβρίου 2009, υπήρχε η εκτίμηση ότι τελικά το ταμειακό έλλειμμα θα έκλεινε
στο 15%!!! Εκεί έκλεισε τελικά.
Στα
συμπεράσματα έκλεινε ως εξής:
«6. Από τις έως σήμερα εξελίξεις προκύπτει
ότι η δημοσιονομική εκτροπή η οποία άρχισε το 2007, είναι δυσανάλογα μεγάλη σε
σχέση με την μικρή κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα και είναι
σαφώς διαρθρωτικού χαρακτήρα. Επίσης, είναι σαφές ότι η παρούσα δημοσιονομική
θέση της χώρας είναι μη διατηρήσιμη.
7. Τέλος με βάση τις ως
άνω εξελίξεις και προοπτικές, τα στοιχεία που γνωστοποιήθηκαν στις 30
Σεπτεμβρίου 2009 στη Eurostat
για το έλλειμμα και το χρέος της γενικής κυβέρνησης (5,9% του ΑΕΠ και 105,5%
του ΑΕΠ αντίστοιχα) είναι εκτός πραγματικότητας.»
Η
Έκθεση αυτή βλέπει σήμερα, για πρώτη φορά, τα φώτα της δημοσιότητας.
Εμείς
στον προϋπολογισμό εκτιμήσαμε ότι θα έκλεινε στο 12,7%.
Αλλά
ένα χρόνο αργότερα και με τις αναθεωρήσεις των στατιστικών στοιχείων
αποδείχτηκε ότι τελικά έκλεισε στο 15,3%.
Τι
έπρεπε, λοιπόν, να κάνουμε τότε, να το κρύψουμε όπως η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή;
Και
όταν θα έβγαινε το πρόβλημα στην επιφάνεια τι θα λέγαμε, ότι συνεργήσαμε και
εμείς στο έγκλημα;
Σε
ότι αφορά την αναφορά του συγγραφέα στην προσωρινή προσθήκη 2,5 δις δαπανών των
νοσοκομείων στο έλλειμμα του 2008, για την οποία κάνει ειδική αναφορά, είχαμε
ενημερώσει την ΕΣΥΕ και αυτή με τη σειρά
της την Eurostat
ότι οι μη καταγεγραμμένες οφειλές των νοσοκομείων ήταν της τάξης των 6 δις.
Να
θυμίσω ότι ο τότε Γενικός Γραμματέας της ΕΣΥΕ κ. Κοντοπυράκης είχε προωθήσει
στην Eurostat επιστολή
του Υπουργείου Υγείας στην οποία αναφέρονταν ότι το χρέος των νοσοκομείων ήταν
μόλις 2,5 δις.
Όμως
η κυβέρνηση της ΝΔ, απαντώντας σε ερώτηση του βουλευτή ΠΑΣΟΚ κ. Σκουλάκη,
αναγνώριζε μέσω απάντησης του αρμόδιου υφυπουργού με διαφορά μόλις μια ημέρας, ότι το χρέος ήταν 6 δις ευρώ.
Η
ταξινόμηση μέρους αυτών των χρεών στο έλλειμμα του 2008 ήταν όπως εξηγήσαμε
τότε προσωρινή μέχρι η επιτροπή που συγκροτήθηκε με μέλη από ΕΛΣΤΑΤ, ΓΛΚ, Υπ.
Υγείας και ΤτΕ να οριστικοποιήσει σε ποια χρονιά δημιουργήθηκαν αυτά τα χρέη
και να τα ταξινομήσει στο έλλειμμα εκείνης της χρονιάς.
Πράγμα
που έγινε και αποτυπώθηκε σε μετέπειτα κείμενο της Eurostat που εξηγούσε γιατί αυξήθηκαν τα
ελλείμματα της χώρας αναδρομικά από το 2005.
Λέει
ο συγγραφέας ότι δεχτήκαμε να ενσωματώσουμε χρέος 17,7 δις των οργανισμών της
γενικής κυβέρνησης στο χρέος της χώρας κάτι που αποδυνάμωσε τη διαπραγματευτική
θέση της και ότι για πρώτη φορά έγινε αυτό.
Η
πηγή που επικαλείται δεν είναι αξιόπιστη. Πρόκειται για ένα βιβλίο (Επιμ. Π.
Σκλια και Σ. Ρούκουνα) με στρατευμένες μελέτες καθηγητών φίλα προσκείμενων ή
μελών της ΝΔ οι οποίοι στο σύνολό τους ήταν σύμβουλοι της τότε κυβέρνησης της
ΝΔ του Κώστα Καραμανλή. Το βιβλίο αυτό είναι η επίσημη «αγιογραφία» της
κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή.
Η
ταξινόμηση στην οποία αναφέρεται ο συγγραφέας
έγινε με βάση τους κανόνες της EUROSTAT.
Δεν
την αμφισβήτησε καμία από τις επόμενες κυβερνήσεις ούτε της ΝΔ ούτε η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ ζήτησε να επανεξεταστούν.
Όπως
καμία δεν τόλμησε να αμφισβητήσει τα στατιστικά στοιχεία τα οποία
περιλαμβάνονται σε όλους τους προϋπολογισμούς τους οποίους έχουν ψηφίσει τα
κόμματα της πλειοψηφίας από το 2012 μέχρι το 2016.
Και
πως θα μπορούσε να γίνει αυτό, αφού όλα αυτά τα δάνεια έγιναν με την εγγύηση
του ελληνικού δημοσίου.
Οι
περισσότερες από αυτές τις δημόσιες επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να τα
εξυπηρετούσαν και έστελναν το λογαριασμό στο ΓΛΚ για να πληρωθούν από χρήματα
του κρατικού προϋπολογισμού.
Επηρέασαν
τα νέα στοιχεία για το έλλειμμα τη στάση των αγορών.
Η
απάντηση είναι πως ναι.
Δεν
ήταν όμως αυτό το καθοριστικό στοιχείο που οδήγησε στην απώλεια πρόσβασης στις
αγορές.
Άλλωστε
τρεις άλλες χώρες, Ιρλανδία, Κύπρος και Πορτογαλία, έχασαν πρόσβαση στις αγορές
και μπήκαν σε μνημόνια χωρίς να έχει
μεσολαβήσει τέτοια απόκλιση στα δημοσιονομικά στοιχεία.
Η
Τρίτη ενότητα επικεντρώνεται σε μια κρίσιμη παράμετρο της κρίσης που καθόρισε
την ένταση με την οποία αυτή εκδηλώθηκε και εξελίχτηκε.
Αναφέρομαι
στην κυριαρχία, όλα αυτά τα χρόνια πριν αλλά και μετά την εκδήλωση της κρίσης,
του λαϊκισμού στο δημόσιο λόγο. Ο συγγραφέας προτιμά τον όρο «δημαγωγία».
Θα
συμφωνήσω με τον συγγραφέα στο πόσο αρνητικά λειτούργησε στη χώρα ο λαϊκισμός
και η έλλειψη ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών συναινέσεων. Τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο
και η ΝΔ υπέκυψαν κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης στη γοητεία του λαϊκισμού
και τον τροφοδότησαν.
Θα
διαφωνήσω με την άποψη του συγγραφέα ότι το πρώτο μνημόνιο το έφερε η φράση
«λεφτά υπάρχουν».
Το
πρώτο μνημόνιο το έφερε το χρέος των 290 δις από τα οποία τα 110 περίπου
προέκυψαν από την κυβέρνηση Καραμανλή μεταξύ 2004-2009 και το έλλειμμα
ανταγωνιστικότητας που διογκώθηκε μεταξύ 2004-2009.
Η
φράση είναι παρεξηγημένη γιατί αποκομμένη από το υπόλοιπο κείμενο που τη
συνόδευε μπορούσε εύκολα να παρερμηνευτεί.
Κρίνοντας
εκ των υστέρων η φράση αυτή όπως απομονώθηκε δημιούργησε μεγάλο έλλειμμα
αξιοπιστίας στις δύσκολες πολιτικές αποφάσεις που κληθήκαμε να πάρουμε μετά το
ξέσπασμα της κρίσης.
Κλείνω
με κάποιους προβληματισμούς.
Συμφωνώ
με τον συγγραφέα ότι η κρίση δύσκολα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
Πολύ
περισσότερο που μετά το 2007 αντί η κυβέρνηση Καραμανλή να εργαστεί για την
ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την συγκράτηση των ελλειμμάτων κινήθηκε
προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Λένε
πολλοί, ειδικά από τη ΝΔ αλλά όχι μόνο, ότι αν από την πρώτη ημέρα που ανέβηκε
το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση τον Οκτώβριο του 2009 είχε πάρει πολλά μέτρα, θα είχε
αποφύγει η χώρα το πρώτο μνημόνιο.
Το
λένε αυτοί που ήταν αντίθετοι στα μέτρα από την πρώτη ημέρα.
Άλλα
ακόμη και έτσι, η άποψη αυτή δεν εξηγεί γιατί η Ιρλανδία και η Πορτογαλία που
ακολούθησαν αυστηρή δημοσιονομική πολιτική για δύο χρόνια τελικά δεν απέφυγαν τα
μνημόνια.
Άλλοι
καταλόγισαν στο οικονομικό επιτελείο της περιόδου εκείνης – ειδική αναφορά
κάνει και ο συγγραφέας- ότι σε μια δημοπρασία που έγινε τον Απρίλιο του 2010 έπρεπε
να πάρει και τα 25 δις που θεωρητικά προσφέρθηκαν.
Η
αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν υπήρξαν 25 δις.
Απλά
στις δημοπρασίες οι μετέχοντες αυξάνουν την προσφορά για να πάρουν ένα μικρότερο
μέρος από τα ομόλογα που ζητούν μέσω των προσφορών.
Ας
υποθέσουμε ότι υπήρχαν τα 25 δις και τα απορροφούσε η χώρα όλα, τότε οι αγορές
θα έβλεπαν ότι ενώ η Ελλάδα βγήκε για 5 δις πήρε 25 δις και θα καταλάβαιναν ότι
το πρόβλημα της Ελλάδας είναι τεράστιο.
Στην
επόμενη δημοπρασία θα ανέβαζαν κατακόρυφα τα επιτόκια και τότε η Ελλάδα θα
έχανε την πρόσβαση από τις αγορές τη στιγμή που η ΕΕ δεν είχε ετοιμάσει ακόμη
τον μηχανισμό.
Αυτό
θα οδηγούσε την Ελλάδα σε άμεση χρεοκοπία.
Τώρα
για τα χρήματα που θα μας έδιναν οι Ρώσοι, οι Κινέζοι και οι Άραβες, ας
απαντήσουν τα δυο κόμματα που συγκροτούν την σημερινή κυβέρνηση γιατί δεν πήγαν
σε αυτούς να δανειστούν και κατέφυγαν στο τρίτο μνημόνιο.
Τα
ερωτήματα που θα έπρεπε να μας απασχολούν σήμερα είναι δύο.
Θα
μπορούσε να αποφευχθεί το μέγεθος της κρίσης και να βγει και η Ελλάδα στις
αγορές όπως συνέβη με την Πορτογαλία, Ιρλανδία και Κύπρο.
Εκτιμώ
πως ναι.
Αν
δεν υπήρχε η δημαγωγία και ο λαϊκισμός της αντιμνημονιακής ΝΔ με τα «Ζάππεια»
και ο ακραία πολωτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ και η διαίρεση της κοινωνίας σε «γερμανοτσολιάδες»
- «μερκελιστές» από τη μία μεριά και «πατριώτες» - «αντιμνημονιακούς» από την
άλλη.
Αν
δεν υπήρχε η συνεχής αβεβαιότητα για το grexit που τροφοδοτούσαν οι αρνητικές
δηλώσεις από το εξωτερικό και οι ακραίες πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις
στο εσωτερικό της χώρας.
Αν
υπήρχε σχέδιο και αποφασιστικότητα από την πλευρά της Ευρώπης από το 2010. Όπως
έγινε αργότερα το 2012 με τον διοικητή της ΕΚΤ τον κ. Ντράγκι.
Ο
λογαριασμός για την Ελλάδα μετά το 2014 ανέβηκε στα ύψη γιατί αρχικά η
κυβέρνηση Σαμαρά στο πλαίσιο της στρατηγικής της «αριστερής παρένθεσης» απέφυγε
να κλείσει την πέμπτη αξιολόγηση, ώστε να διευκολύνει την έξοδο της χώρας στις
αγορές.
Μετά
η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με την αδιέξοδη διαπραγματευτική στάση του κ. Βαρουφάκη
υποχρεώθηκε να επιβάλει τα Capital Controls,
να κλείσει τις τράπεζες και να υπογράψει νέο μνημόνιο ύψους 86 δις.
Υπάρχει,
έστω και τώρα, προοπτική εξόδου από την κρίση;
Θα
συμμεριστώ την αγωνία του συγγραφέα.
Ναι,
υπάρχει.
Αλλά
πρέπει να γίνουν αλλαγές πολλές και κυρίως στους θεσμούς και στο πελατειακό
κράτος το οποίο μας οδήγησε στην κρίση.
Δεν
είναι εύκολο λέει, κλείνοντας το βιβλίο, αλλά δεν είναι και ακατόρθωτο.
Το
βιβλίο του Γ. Παπαδογιάννη δεν χαϊδεύει, ξύνει πληγές και είναι, όπως είπα στην
εισαγωγή, μια δημιουργική άσκηση αυτογνωσίας και ειδικά για αυτόν τον λόγο το
συστήνω ανεπιφύλακτα.
Είναι
μια δουλειά ενός από τους αξιότερους νέους δημοσιογράφους που αναδείχτηκε τα
τελευταία χρόνια, χάριν στη συστηματική του δουλειά και το υπεύθυνο ρεπορτάζ
του στα οικονομικά ζητήματα και ειδικότερα στο θέματα που αφορούν το τραπεζικό
σύστημα.
Γιάννη,
εύχομαι πάντα επιτυχίες και καλοτάξιδο το νέο σου βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου