«Γυρεύω
το παλιό μου σπίτι...» – αυτό που το πήρε ο χρόνος, η μπουλντόζα, η
πολυκατοικία, η αντιπαροχή, ως κι ο σεισμός αλλά αυτός ό,τι βρήκε κι «απ’ ό,τι
απόμνιν» του Λεωνίδα Παπασιώπη στο κοζανίτικο ιδίωμα.
«Τα σπίτια που ε
ίχα μου τα πήραν» – ο καιρός σίγουρα, οι άνθρωποι,
οι συνθήκες ορισμένες φορές, αλλά τι σημασία έχει άλλωστε;
«Δρόμοι παλιοί που αγάπησα», περπάτησα,
αλλά δε χάθηκα σ’ αυτούς όταν μου ήταν αναγκαίο, τ όσο γνωστοί κι οικείοι κι
αυτό να ήταν κάτι σαν μια έλλειψη ζωτικής ανωνυμίας.
Οι στίχοι αυτοί που περισσότερο είναι
τραγούδια πια παρά ποίηση, στην αυτόνομη π ρωτινή μορφή τους σε περιβρέχουν, ξεφυλλίζοντας
αυτό το ωσάν Ευαγγέλιο, μεγάλο βιβλίο του κατά Ιωάννην Τσιομπάνου
για την Κοζάνη που έφυγε με τον τίτλο «Κοζάνη οδοιπορικό στο χρόνο». Και που πήγε; Οπου πάει η μουσική που χάνεται,
η ποίηση όταν διαβάζεται φωναχτά, τα βέβηλα συν-αισθήματα που βιώνονται στα
μουλωχτά. Γίνεται ποσοστό πρόσθετης ευαισθησίας, λεπτότητας και τρυφερότητας
στους ανθρώπους, άρα και στον κόσμο που όλο και θα πήγαινε εξ αυτού τούτου
καλύτερα;
- Αμ δε!
Λεύκωμα, δηλονότι βίβλος σε χαρτί ιλουστρασιόν
δια το καλύτερον της αποτύπωσης των ντοκουμέντων με συντριπτικά ασπρόμαυρες φωτογραφίες
και λίγες με χρώμα, μιας εκατονταετίας και παραπίσω και μιας πόλεως που σήμερα
δεν της έμεινε
τίποτε απ’ ό,τι εμφανίζεται στο φυλλομέτρημα του βιβλίου, κι ως ένα σημείο καλά
δεν της έμεινε. Ας μη ξεχνάμε πως εκτός από τις δεκάδες των αρχοντικών της
κάποτε, υπήρχαν οι λάσπες και η ανέχεια δ ίπλα δίπλα.
Το Λεύκωμα είναι μια ελεγεία σε ό,τι
έφυγε και το οποίο συνήθως το νοσταλγούμε χωρίς άμεσες επί της σωματικής μας
υγείας, συνέπειες, αλλά φαντάζουν ως ψυχικόν, ευεργετικόν επίθ εμα, κυρίως
όταν το προβάλλουμε στις οθόνες του μυαλού μας, από τα κείμενα, τα χαρτιά, τις
φωτογραφίες. Ναι, αυτά τα οποία είναι ο πιο πιστοί ακόλουθοι αυτών των τρυφερών
αισθημάτων, μας διακατέχουν και φορές μας κατακλύζουν στον κόσμο που ζούμε είτε
κατά φύσιν είτε όπως όπως.
Τώρα εδώ το προσπαθώ σε ένα ξένο
τόπο, έστω και τόσο γνωστό κι αγαπημένο -ότι οι τόποι είναι πρωτίστως οι μνήμες
μας- να συστήσω μέσω ενός βιβλίου, έναν άλλο τόπο, μια πόλη άρα και ανθρώπους και
μάλιστα σε χρόνο αόριστο. Η ζωή υπάρχει για να καταλήξει σ’ ένα βιβλίο,
κοινοτοπεί πλέον ο Μαλλαρμέ. Σ’ ό,τι υπήρξε και εν πολλοίς την υπήρξαμε. Αυτό
το παθαίνουν βέβαια όλες οι πόλεις. Πρώτα μας υπάρχουν, μας
συνυπάρχουν κι ύστερα σιγάθεν και με το μαλακό, μας αφήνουν, αλλά εμείς τις
αφήνουμε απότομα και στα νωρίτερά τους. Πεθαίνουμε και μας πεθαίνουν. Μετά έρχονται
τα μνημόσυνα. Πασπαλισμένα με την γλυκιά άχνη της αφόρητης νοσταλγίας που όμως
λιώνει όπως η πάχνη της πραγματικότητας.
Αυτό που μας φεύγει κι έφυγε,
προφανώς δεν ήταν πάντα κάτι το εξαιρετικό κι αναντικατάστατο στον καθημέρας
βίο, εκτός από κάποιες στιγμές του. Με ελεγχόμενη
λύπη κοιτάς το παλιό, στην περίπτωσή μας εδώ στα σπίτια, στους δρόμους, στους
ανθρώπους. Ηταν παλιότερα δ ύσκολη η πραγματικότητα. Η σύγκριση με το
σήμερα είναι απείρως ασύγκριτη. Ομως τι είναι αυτό που μας κάνει να ανατρέχουμε
στο φευγάτο με αδημονία και τρυφερότητα. Είναι το που σ’ αυτήν την αναδρομή -κατάδυση-καταβύθιση
χώνουμε το εγώ μας με ηδονή σχεδόν στην ασφάλεια του περασμένου εν όψει της
ρευστότητας και του αβέβαιου τώρα και της πένθιμης όψης των νυν πραγμάτων και
διαθέσεων μας.
Σ’ αυτήν την εκατονταετή νεοελληνική
φαντασιακή θρυλολογία και ιστορική πραγματολογία των νέων χωρών και χώρων που
εντάχθηκαν στο
κυρίως νεοελληνικό γεωγραφικό και πολιτικό σώμα ύπαρξης και συμφερόντων, πολλές
παρόμοιες εκδοτικές υπενθυμίσεις έχουν λάβει υπ όσταση στον κόσμο της έντυπης, πανηγυρικής
κυκλοφορίας. Το γεγονός είναι επετειακά λαμπ ρό, σημαδιακό.
Σηκώνει θέαμα και υπέρλαμπρες εμφαν ίσεις. Πίσω από κάθε προσπάθεια υπάρχουν εμφανώς
ή εν επιγνώσει λανθάνουσες ξεχωριστά, οι πνευματικές ιδιαιτερότητες των
συντελεστών και δημιουργών. Συνεπικουρούνται συνήθως από την κοινή μετοχή
των συνανθρώπων που επενδύουν ψυχικά σ’ αυτούς για τη διατήρηση του συλλογικού
κι εντός αυτού του ατομικού τους άλλοτε, το οποίο όλοι μηρυκάζουμε και
συντηρούμε, είτε με την προσφορά άμεσα υλικού είτε έμμεσα με τη χρηματοδότηση
μιας έκδοσης, δια των αντιπροσώπων μας, ας το πούμε κάπως ιδεαλιστικά. Κι αυτό
ε ίναι συνθήκη εκτιμητέα ως προς τις προθέσεις και την
διαχείριση από την εξουσία η οποία με ξένα κόλλυβα κάνει τα μνημόσυνα υπέρ της
ευημερίας της. Και του πολλαπλασιασμού της πρωτίστως.
Ομως υπάρχουν και κάποιες οριακές κι
εντελώς αισθαντικές ατομικές πρωτοβουλίες πολιτών, οι οποίες πάσχουν αλλά και
πάσχονται για τον τόπο με τον τρόπο τους, κι αυτά τα ομόρριζα ρήματα είναι τα δύο
ευεργετικά και ευγενικά πάθη της συλλογής και περισυλλογής του περασμένου καιρού
ή κάτι από το εξεζητημένο τώρα.
Εδώ είμαστε εμείς, δηλ. ο κ. Γ. Τσ. που
κατασκεύασε αυτό το έξοχο βιβλίο οποίος υπό άξιου πα τέρα, του Μιχάλη
Τσιομπάνου, υιός παραγένετο. Ο Μ.Τ. άνοιξε το χορό και το χώρο των συλλεκτών
στην Κοζάνη,
συλλ έκτης
κι αυτός σε κάθε τι που έχει αξία στο χρόνο. Κράτησε τον εαυτό του ψηλά ως το
τέλος εκεί που τον έθεσε παρά τις αντιξοότητες κι τις δυσκολίες της ζωής. Τον
γνώρισα με την ιδιότητα του Γραμματέα Πρωτοδικών όπου με το ήθος του διέλαμπε
σ’ αυτούς τους γκρίζους χώρους
Στις ιδίοις αναλώμασι προσπάθειες αναλώνουν από
την υπόστασή τους τα πιο πολύτιμα υλικά της ψυχής για την παραγωγή ενός έργου καθολικής ισ χύος και αποδοχής. Κυριαρχεί εδώ το αισθητικό πάθος κι όχι η υλική προσδοκία. Δεν είναι συγγραφείς, ποιητές, ζωγράφοι,
καλλιτέχνες της σκηνής. Στην περισυλλογική τους «μανία» ξεπερνούν όλους μεμονωμένα ή συλλήβδην Διακατέχονται από πα ρόμοια παράφορα ίσως κι ισχυρότερα πάθη από αυτά που διαπερνούν
τις άλλες κατηγορίες των «βαρεμένων». Είναι π ροσωπικότητες
φαγωμένες από το ταξίδι και την αναζήτηση. Κι η αναζήτηση στον κόσμο και της
ελάχιστης λεπτομέρειας, της διακ ρίβωση μιας αμυχής στην πληροφορία,
γίνεται με ένταση κι ας η χαρά της μυστικής, σιωπηλής επιβεβαίωσης είναι η μόνη
τους ανταμοιβή. Σ' αυτές τις περιπτώσεις των ξεχωριστών ανθρώπων πρώτα διακρίνεται
η προσωπική αξιοπρέπεια, το ήθος, η λεβεντιά.
Δεν είναι σαν κάτι θλιβερούς συλλογικούς τρόπους που εκλιπαρούν την κοινωνία να
τους υπάρξει λες και όλοι έχουν τη δική τους ανάγκη για οποιαδήποτε συνύπαρξη. Προχωρούν
μόνοι τους και τελικά τα καταφέρνουν.
Ο Γ. Τσ. ως δημιουργός είναι μια
ξεχωριστή περίπτωση αφού μόνος του κι αβοήθητος σηκώνει το «πάθος» από καταγής,
το τεντώνει στο σχοινί και τ’ απλώνει προς χρήση όλων. Δεν περιφέρεται επαίτης
ούτε απαιτεί κι αυτό αποτελεί την προστιθέμενη αξία της προσωπικότητάς του. Εχει
το δυναμισμό του νέου, την ωριμότητα του ειδικού, την ανιδιοτέλεια του καθαρού
ανθρώπου, τη γνώση και την εμπειρία του πολύχρονου.
Οι λεζάντες στο λεύκωμα δικές του ή
δανεικές από τα βιβλία του Μιχάλη
Παπακωνσταντίνου που συνο δεύουν ερμηνευτικά ή προεκτείνουν ποιητικά τις
φωτογραφίες, έχουν μια χωρίς εκζήτηση ουσία λόγου κι όταν τονίζουν αλλά κι όταν
αποσιωπούν
Από αυτό το έξοχο φωτο-λεύκωμα, το
μοναδικό στην ιστορία της πόλης αλλά και στα εφήμερα εορταστικά 100 χρόνια της -
αυτό το
εκτός ...επίσημης γραμμής, θα μείνει από το συρφετό των δράσεων τους- στέκομαι
σε κάποιες φωτογραφίες.
Για να επισημάνω και το ανθρωποκεντρικό τμήμα του βιβλίου. Σε κάποιες βλέπουμε τη
γέρικη φιγ ούρα του Ν. Π. Δελιαλή, αυτού του μοναδικού, μοναχικού πνευματικού
ανθρώπου της Κοζάνης, να περνά από τα κάδρα, όπως σε κάθε ταινία
του Χίτσκοκ, ο σκηνοθέτης έκανε φευγαλέα αισθητή την παρουσία του. Αυτή η φωτο-λευκωματική
νότα είναι ένα στιγμιότυπο που ξεπερνά το εικαστικό συμβάν και γίνεται μια αισθητική
μνημείωση της ιστορίας της πόλεως κι αυτό το θεωρώ σημαντικό σημαίνον του με
την παρασημαντική του.
Σε άλλη ένας μετεμφυλιακός οπλίτης
στους παραδοσιακούς δρόμους της πόλης με το όπλο, όχι παρά πόδας, αλλά ανά χείρας,
σαν βακτηρία μοναχού ή γκλίτσα βοσκού, δείχνει να ψάχνει το σπίτι του, εκείνο
το παλιό του σπίτι κι όχι τη μονάδα του, αδειούχος ή μετακινούμενος στο αόριστον
της μοίρας του. Αλλά ο πόλεμος τέλειωσε, η ειρήνη στο αποφασιστικό του β ήμα
βάζει τώρα άλλες προτεραιότητες.
Το αρχοντικό Βαμβακά, η μέλλουσα εκεί
πινακοθήκη των κοζανιτών, έχει δύο σκάλες στην κύρια υπερυψωμένη του είσοδό κι
αυτό διότι κάποια στιγμή οι μονήρες κληρονόμοι του χώρισαν τους αδελφικούς τους
τρόπους. Και κόλλησαν μια δεύτερη ως απόφυση σκαλοσκωλικοειδή. Οταν ο Δήμος το αποφασ ίσει θα
σβήσει προφανώς αυτή την αισθητική, αρχιτεκτονική κακοσμία που τονίζει τα
αδελφικά οικογενειακά διεστώτα όλων των καιρών και των τόπων.
Με δύο εισόδους και κολλητές καγκελόπορτες
το νυν 3ο και 4ο Δημοτικό σχολείο από το παρελθόν περικαλλές κι αιωνόβιο
νεοκλασσικό εμφανίζεται στις φωτ. του Λευκώματος. Οι είσοδοι οδηγούσαν τους
μαθητές στην κοινή αυλή τους, τις αίθουσες ,τους δασκάλους και τα μαθήματα.
Κάποτε το υπόγειο του ήταν εμφυλιοπ ολεμική φυλακή. Ομως έπρεπε να φαίνεται η διοικητική,
σχολική διαφορά. Την έχουν αυτήν την διχοστασία φαίνεται τα αρχοντικά. Σήμερα
υπάρχει μια πόρτα η οποία τα διαλείμματα με σιδεριά φυλακίζει τους ατακτιούντες
που θέλουν να ορμήσουν έξω σαν χελιδόνια από τη σχολική φωλιά.
Οι φεγγίτες του καθεδρικού του αγίου
Νικολάου ανοίχτηκαν στην Βασιλικού ρυθμού εκκλησία αμέσως μετά την απελευθέρωση
του 1912 από τον τότε μητροπολίτη τον Φώτιο Μηνιάτη -ο εν λόγω δικάστηκε 5
χρόνια φυλακή ότι την περίοδο του διχασμού και της γαλλοκρατίας στην Κοζάνη
μίλησε υπέρ του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο ιεράρχης είχε χαμηλή όραση κι ήθελε περισσότερο
φως. Το εκτρωματικόν διορθώθηκε στα χρόνια μας αλλά ο καταστραφείς παντοκράτωρ
αντικαταστάθηκε με άλλον, κάπως αλλιώτικο από την όλη ζωγραφική εν ότητα του ναού.
Κάθε σχε δόν
φωτογραφία στο λεύκωμα αφηγείται ιστορίες, αλλά και κ ρύβει
ή δίνει το ερέθισμα μνήμης, τροφή για ιστορικές αναδρομές ή ενθυμήσεις επί του
προσωπικού ή του συλλογικού.
Ενας πολίτης υπεράνω παντός βιβλίου
και γραμμάτων μπήκε ένα πρωί στο μόνο βιβλιοπωλείο βιβλίων στην πόλη κι έψαχνε
για εκείνο το βιβλίο με τα παλιά της Κοζάνης. Κάτι σ’ αυτό υπήρχε από το χαμένο
του άλλο -του είπαν, άκουσε, υπέθεσε- κι έσπευσε να βρει την πηγή της Ιπποκρήνης
του να πιεί στο τώρα του για μια μικρή ψυχική ανάπαυλα. Η αδημονία στο π ρόσωπό του όταν το ξεφύλλιζε στα όρθια, νομιμοποιεί
τον κατασκευαστή του συγγραφέα-συλλέκτη, στο εγχείρημα της διάσωσης ή και ανανέωσης
του ρεπερτορίου των αναμνήσεων των συμπολιτών του.
Ο περί ου ο λόγος συλλ έκτης και κατασκευαστής του λευκώματος που κυκλοφορεί
στις δικές του μάλιστα εκδ όσεις με τον σοφιστικέ
τίτλο «άνω και κάτω τελεία» είδαμε τις δικές του φωτογραφίες πλέον αλλά και τις
προερχόμενες και από τις συλλογές ξεχωριστών του συλλεκτικού πάθους ή της
φωτογραφικής εντύπωσης του χρόνου, δηλ. των Γ. Γκολομπία και Αργύρη Κούντουρα
-εκτός των ορίων ζωής και οι δύο - είναι σήμερα ο διανοούμενος της συλλεκτικής πρακτικής. Ζει το πάθος και απολαμβάνει
τις συνέπειες του. Κάτι που λίγοι μπορούν κι ακόμα πιο λίγοι αφήνουν στη διάθεση
των άλλων τα έργα τους, όπως ο Ιωάννης Μιχαήλ Τσιομπάνος με το λεύκωμα - ας το
χαρακτηρίσω ... «Κοζάνη Οδοιπορικό στο χ ρόνο»
το οποίοι συστήνουμε ως παράλληλοι ταξιδιώτες του και οδοιπόροι κι εμείς μιας θεώρησης,
της αισθητικής θεώρησης των πραγμάτων, την οποία αλλού τη λεν εν βίω
παραμυθία κι
άλλοι ως ποίηση τη νιώθουν.
Αμήν!
Το κείμενο της
παρουσίασης του βιβλίου στο ΜΙΕΤ της Θεσσαλονίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου