Του Νίκου Κ. Αλιβιζάτου*
Η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ έχει όλα τα χαρακτηριστικά του πολιτικού
θρίλερ, με αστυνομικές προεκτάσεις. Με φόντο μιαν οικονομική κρίση χωρίς
προηγούμενο και ένα πολιτικό σύστημα που λίγο έλειψε να καταρρεύσει
πλήρως, συμπυκνώνει τις παθογένειες του παλιού, που κάνει τα πάντα για
να επιβιώσει, αλλά τελικά τρώει τις σάρκες του. Τι άλλο άραγε συμβολίζει
το σκηνικό με τις τέσσερις κάλπες, που θα στηθούν αυτή την εβδομάδα στη
Βουλή;
Για να ικανοποιηθεί λοιπόν η πάνδημη αξίωση να τιμωρηθούν oι ένοχοι, είναι άραγε απαραίτητο να παραβιασθεί το Σύνταγμα; Δεν το πιστεύω. Και, σε κάθε περίπτωση, φρονώ ότι καμιά σκοπιμότητα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την καταπάτηση των θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου.
Η πρώτη παραβίαση των αρχών αυτών οφείλεται σε έναν μείζονα αναχρονισμό του ίδιου του Συντάγματός μας: στην ανάθεση στη Βουλή και όχι στη δικαιοσύνη, όπως θα έπρεπε, της κίνησης της διαδικασίας για την παραπομπή των εγκαλούμενων υπουργών στο αρμόδιο Δικαστήριο. Υπόλειμμα προνεοτερικών αντιλήψεων, η ρύθμιση αυτή συνιστά ένα απαράδεκτο προνόμιο των πολιτικών μας, το οποίο όλες σχεδόν οι σύγχρονες δημοκρατίας έχουν καταργήσει εδώ και χρόνια. Δείγμα υπανάπτυξης, η κρίσιμη διάταξη του άρθρου 86 ήταν από τις ελάχιστες που ψηφίσθηκαν το 2001 με σύμφωνη γνώμη όλων των κομμάτων, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή του ΚΚΕ και του Συνασπισμού. Και τούτο με τη σκέψη ότι οι υπουργοί μας δεν θα έπρεπε να αφεθούν εκτεθειμένοι στις «υπερβολές» κάποιων εισαγγελέων.
Ομως, μια κακή συνταγματική ρύθμιση δεν αντιμετωπίζεται παραβιάζοντάς την, αλλά καταργώντας την. Διαφορετικά, το Σύνταγμα εξευτελίζεται, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τη δεσμευτικότητά του. Γιατί παραβίαση του άρθρου 86 -και μάλιστα κραυγαλέα- αποτελεί η μη λήψη υπόψη της Βουλής της 6ης Μαΐου 2012 (δηλαδή της Βουλής ΙΔ’ περιόδου, όπως επίσημα ονομάσθηκε) για την άσκηση δίωξης από την σημερινή κατά υπουργών της τριετίας 2009-2012.
Η σχετική διάταξη («Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παρ. 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος») είναι τόσο σαφής, ώστε δεν επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες. Οπως υποστηρίζει στο σύγγραμμά του και ο Ευ. Βενιζέλος, εισηγητής της πλειοψηφίας το 2001, «αν η Βουλή διαλυθεί πριν από την ολοκλήρωση της δεύτερης τακτικής της συνόδου, λήγει a fortiori η κατά χρόνον αρμοδιότητά της» (Μαθήματα, β’ έκδ., 2008, σ. 566). Υπενθυμίζεται ότι, εν όψει μιας αντίστοιχης ρύθμισης του τότε ισχύοντος νόμου, σχηματίσθηκε η κυβέρνηση Τζανετάκη, το καλοκαίρι του 1989, για να μην παραγραφούν τα αδικήματα του σκανδάλου Κοσκωτά. Θα την παραβιάσουμε τώρα, που η ίδια ρύθμιση αναβαθμίσθηκε σε συνταγματική;
Οσο και αν αντιλαμβάνομαι τα κίνητρα όσων υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη («να μην την γλιτώσουν και πάλι οι ένοχοι»!) δεν μπορώ να συμμερισθώ την ερμηνευτική τους ακροβασία. Διότι καμιά τελολογική ερμηνεία δεν επιτρέπεται να αναιρεί το γράμμα του Συντάγματος, όταν αυτό είναι τόσο σαφές και κατηγορηματικό. Πολύ περισσότερο που, σύμφωνα με τον νόμο (άρθρο 3 παρ. 1 ν. 3126/2003, όπως σήμερα ισχύει) τα σχετικά αδικήματα παραγράφονται 15 χρόνια μετά την τέλεσή τους, κάτι που σημαίνει ότι, μετά την -βέβαιη όπως φαίνεται- αναθεώρηση του άρθρου 86 στο άμεσο μέλλον, οι ένοχοι θα μπορούν να διωχθούν από την ανεξάρτητη δικαιοσύνη και μάλιστα, όπως σημείωνε προ ημερών ο συνάδελφος Γ. Σωτηρέλης, με χρονική άνεση.
Οσο για τη διαβεβαίωση του κ. Γ. Παπακωνσταντίνου ότι «δεν τον ενδιαφέρει η παραγραφή» διότι, πάνω απ’ όλα, «επιθυμεί να καθαρίσει το όνομά του», δεν απαλλάσσει τη Βουλή από την υποχρέωσή της να σεβασθεί το Σύνταγμα.
Ας αναλάβουν λοιπόν τα κόμματα την υποχρέωση να αναθεωρήσουν το ταχύτερο το άρθρο 86 του Συντάγματος, και ας αφήσουν από εκεί και πέρα τη δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της. Θα βρει εκείνη τον τρόπο να προχωρήσει.
Η άλλη βέβαια θεμελιώδης δικαιική αρχή που παραβιάζεται κατά κόρο αυτή την περίοδο είναι το τεκμήριο αθωότητας. Ασφαλώς, προκειμένου περί δημοσίων προσώπων και μάλιστα πολιτικών, το τεκμήριο αυτό δεν περιορίζει το δικαίωμα της κριτικής. Αλλο όμως κριτική και άλλο ανθρωποφαγία, που φτάνει στα όρια της έκθεσης σε φυσική εξόντωση. Όσο ατυχείς και αν υπήρξαν οι χειρισμοί του, ο κ. Παπακωνσταντίνου έχει, όπως όλοι μας, τ στοιχειώδη αξίωση να αντιμετωπίζεται σαν άνθρωπος, με σεβασμό της προσωπικότητάς του. Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν είναι ακόμη ούτε κ Η τελευταία τέλος πτυχή του δράματος, που πολλοί σήμερα φαίνεται να έχουν ξεχάσει, αφορά μιαν άλλη μείζονα εγγύηση του Συντάγματός μας: την απαγόρευση της χρήσης παράνομα συλλεγέντων αποδεικτικών μέσων (άρθρο 19 παρ. 3). Όταν η λίστα Λαγκάρντ βρέθηκε προ έτους στο επίκεντρο της επικαιρότητας στη Γαλλία (εκεί αναφέρεται ως η «λίστα των 3.000»), ο γαλλικός Αρειος Πάγος έκρινε ότι ήταν παράνομος και, συνεπώς, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, φορολογικός έλεγχος ο οποίος στηριζόταν αποκλειστικά σε στοιχεία που περιέχονταν σε αυτήν. Διότι τα τελευταία προέρχονταν από υποκλοπή.
Είχε δίκιο επομένως ο κ. Ιω. Διώτης όταν διατύπωνε τις γνωστές επιφυλάξεις του για τη χρήση της λίστας. Το λάθος του ιδίου όσο και των προϊσταμένων του ήταν πως παρέβλεψαν ότι ανάμεσα στην (επίσημη) χρήση και την (πλήρη) άγνοια των κρίσιμων στοιχείων, προσφέρονται πολλές εναλλακτικές δυνατότητες «άτυπων» ελέγχων, τις οποίες (σε αντίθεση με Γάλλους και τους Ισπανούς ομολόγους τους) δεν εκμεταλλεύθηκαν ως όφειλαν.
Θέλω να πιστεύω ότι όταν, ύστερα από λίγα χρόνια, ο εγγονός του Βασίλη Βασιλικού θελήσει να μιμηθεί τον παππού του και να γράψει για τη λίστα Λαγκάρντ το νέο «Ζ», θα βρεθεί ένας εξίσου καλός σκηνοθέτης με τον Κώστα Γαβρά για να το γυρίσει ταινία. Δεν θα δυσκολευθεί ασφαλώς να βρει έναν καλό ηθοποιό της νεότερης γενιάς για να υποδυθεί τον κεντρικό ήρωα. Πολύ φοβούμαι, αντίθετα, ότι θα χρειασθεί να ψάξει πολύ για να βρει αυτόν που θα ενσαρκώσει τον σημερινό παρακρατικό. Διότι αυτός δεν φοράει πια στολή ούτε έχει γαλόνια, αλλά το παίζει «προοδευτικός» και κάνει τον λαϊκό ήρωα. Το μόνο που εύχομαι είναι να μην χρειασθεί, όπως το 1969, να ταξιδέψουμε εκτός Ελλάδος για να δούμε την ταινία.
* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της Κυριακής
στις 13 Ιανουαρίου του 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου