Παρακολουθώ με πάρα πολύ προσοχή τις απαντήσεις στο άρθρο μου για τον
Ηλία Ηλιάδη. Πρώτον εντυπωσιάζομαι από την ευρυμάθεια των ανθρώπων που
μου έκαναν την τιμή να απαντήσουν.
Δεύτερον εντυπωσιάζομαι από τις
εξαιρετικά ιδιαίτερες γνώσεις τους γύρω από τον αθλητισμό και τρίτον
εντυπωσιάζομαι από την έλλειψη μιας υπερβατικότητας που θα έπρεπε να
χαρακτηρίζει τα πράγματα ακόμα και στη σαθρή εποχή που ζούμε.Μοιραία θα επικαλεστώ τους ποιητές μιας και δεν μπορώ να επικαλεστώ ούτε το ληξιαρχείο της Γεωργίας όπου γεννήθηκε ο Ηλιάδης, ούτε τις περαιτέρω γνώσεις μου γύρω από την ελληνική του περιπέτεια. Προφανώς τα πράγματα είναι έτσι όπως τα γράφουν οι γνωρίζοντες αναγνώστες.
Όμως ο Ελύτης γράφει στα «Πεζά» του: «Όντας στον ελάχιστο βαθμό πατριώτης αγάπησα στον μέγιστο βαθμό την Ελλάδα». Πιστεύω ότι αυτός ο αφορισμός δεν χάνει τη γοητεία του και τη δύναμή του ακόμα κι αν μιλάμε για κάποιον που δεν γεννήθηκε στην Ελλάδα ή δε μιλάει ελληνικά. Επικαλούμαι και πάλι τον Ελύτη με λίγες διαφορετικές σκέψεις που είναι αυτές που θέλω να προτάξω για να αντιληφθούμε την περίπτωση Ηλιάδη αλλιώτικα. Απαλλαγμένοι από τις ελληνοποιήσεις που είναι πια μια καταψυγμένη αλήθεια για την Ελλάδα και για όλους μας. Διόλου δεν αμφισβητώ τα στοιχεία που παραθέτουν οι αναγνώστες του άρθρου μου.
Η περίπτωση Ηλιάδη όμως θα ήταν ακριβώς η ίδια ακόμα κι αν ο Ηλιάδης είχε γεννηθεί στην Ελλάδα και ήταν «καθαρόαιμο» ελληνόπουλο. Θα ήταν πεταμένος και πάλι «τοις κυσί» γιατί μιλάμε για το άθλημα του. Το Τζούντο. Αυτό είναι που δεν τραβάει… Αν μιλάγαμε για ποδόσφαιρο ή για μπάσκετ όλα αυτά θα είχαν πάει περίπατο. Ή αν μιλάγαμε και για την άρση βαρών που είχαμε μια σχεδόν ανάλογη περίπτωση, αυτή του Κάχι Καγιασβίλι. Ήταν κι αυτός Γεωργιανός, τρις Ολυμπιονίκης, που όμως πάντοτε έλεγε ότι είναι Γεωργιανός. Δεν μας εμπόδισε να τον αγαπήσουμε σαν Έλληνα. Δεν μας εμπόδισε να απολαύσουμε τους θριάμβους του. Ούτε μας εμπόδισε να τον ξεχάσουμε, και γρήγορα μάλιστα, κάτι που δεν είναι ασύνηθες σε αυτή τη χώρα…
Το θέμα είναι να φύγουμε από την «παγίδα» των ελληνοποιήσεων και να μείνουμε στα ουσιώδη. Το λέω αυτό γιατί κανέναν Ευρωπαίο δεν είδα να τον σοκάρει το γεγονός ότι ο Τιερί Ανρί φόρεσε για πάρα πολύ καιρό την φανέλα της Εθνικής Γαλλίας… Γρήγορα κόπασαν οι σχετικές αντιδράσεις. Το λέω για τους κατάμαυρους βέλγους αθλητές που έτρεχαν κυρίως σε αγώνες αντοχής με την φανέλα της Εθνικής Βελγίου… Νομίζω ότι το θέμα είναι αυτό που διατύπωσε ένας αναγνώστης. … Να χαρούμε την περίπτωση ενός αθλητή που θεωρεί τιμή του να φοράει την φανέλα της Εθνικής μας Ομάδας, ακόμα κι αν δεν είναι Έλληνας, ενός αθλητή που διαλαλεί στα πέρατα της γης ότι είναι Έλληνας και καμαρώνει γιατί φοράει την φανέλα της Ελλάδας! Αυτό το θεωρώ σημαντικό. Μοιραία με πήγατε σε ένα βάθος που δεν γύρευα να πάω. Γιατί κάπου εκεί εμφιλοχωρούν και η ξενοφοβία και ο ρατσισμός και η πέραν του μέτρου ελληνολατρεία. Που σε μεγάλες δόσεις κάνει πάντα κακό. Ποιος εμποδίζει τον Ηλιάδη να αισθάνεται οργανικά, πνευματικά, σωματικά ακατανίκητα Έλληνας; Κι αν αισθάνεται έτσι πως θέλετε να τον λέω; Γεωργιανό ή Έλληνα;
Στην εποχή μας που η μάνα χάνει το παιδί και το παιδί τη μάνα δεν μπορούμε να θεωρούμε ως τεκμήριο της ελληνικότητας ενός προσώπου την ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του και μόνο.
Δεν μετράει η συνείδηση και το πώς αισθάνεται ο ίδιος; Αν ο Ηλιάδης αισθάνεται Έλληνας εμείς θα τον λέμε Γεωργιανό; Δεν χρειάζονται νομίζω πια ούτε οι ετικέτες ούτε τις ταξινομημένες ιδεολογίες.
Δεν θέλω να επικαλεστώ διαφορετικές περιπτώσεις, όπως ήταν του Πύρρου Δήμα ή του Νίκου Γκάλη. Αλλά κι εκεί ακόμα υπήρξαν οι εύκολοι «αντιρρησίες» που χαρακτήριζαν τον πρώτο Αλβανό και τον δεύτερο Αμερικάνο. Σας αφήνω να κρίνετε εσείς τι ήταν…
Υπάρχουν άνθρωποι που γεννήθηκαν στην Ελλάδα και έχουν «επάγγελμα» το να αγαπούν την Ελλάδα. Αυτοί είναι οι εθνικιστές. Τους συμφέρει το να αγαπούν την Ελλάδα!… Ο Ηλιάδης όταν ήρθε στην Ελλάδα πράγματι δεν μιλούσε ούτε μια λέξη ελληνικά.
Παντρεύτηκε Ελληνίδα, μιλάει πλέον ελληνικά, έκανε μια κόρη που είναι ελληνίδα και περιμένει γιό που θα είναι ελληνόπουλο. Θέλει να ζήσει για πάντα εδώ κι όλα αυτά πιστεύω έχουν την σημασία τους
Να προσθέσω τέλος και κάτι άλλο. Η καταγωγή των στενών του συγγενών είναι ποντιακή. Ο θετός πατέρας του ο Νίκος Ηλιάδης είναι από τις 150 οικογένειες της Γεωργίας που είχαν βαθιές ελληνικές καταβολές.
Περίπου 40 απ΄αυτούς γύρισαν κάποια στιγμή στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στο Αμύνταιο τη γενέτειρά μου. Εκεί ίδρυσαν σωματείο του Τζούντο με την επωνυμία «Φίλιππος». Εκεί έφτασε 13 χρονώ ο Ηλίας Ηλιάδης. Γεωργιανός χωρίς αμφιβολία. Αλλά κύλησε ο καιρός και τα πράγματα είναι γνωστά πια. Ας συμφωνήσουμε σε κάτι. Είναι μεγάλος αθλητής. Ταπεινός. Μέχρι στιγμής δεν έχει δώσει το παραμικρό δικαίωμα σε όποια άλλη σκέψη… Λέει ότι είναι Έλληνας ή ότι ΝΟΙΩΘΕΙ Έλληνας. Προσωπικά υποκλίνομαι.
ΥΓ: Σας ευχαριστώ όλους παρα πολύ που μου δώσατε τη δυνατότητα να διατυπώσω κάποιες γενικότερες σκέψεις μου. Τις καταθέτω σαν συνεισφορά στο διάλογο που έγινε. Τα όσα με πολύ φροντίδα μου γράψατε τα έλαβα σοβαρά υπ΄όψιν μου όμως το θέμα της ελληνικότητας σηκώνει πολύ συζήτηση. Υπάρχει ένας εξαιρετικός διάλογος του Γιώργου Σεφέρη με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο για την «ελληνικότητα» των έργων της τέχνης στον πρώτο τόμο των «Δοκιμών». Αξίζει να τον διαβάσει κανείς. Όμως μιας και το θέμα το ανοίξαμε θα δώσω δύο παραδείγματα και θα περιοριστώ βέβαια μετά στη σιωπή μου για να μην ανοίξουμε τέτοια δύσκολη ώρα για την Ελλάδα τέτοιο δύσκολο θέμα. Ο καπετάν-Κώττας σπουδαίος μακεδονομάχος από τη Ρούλια της Πρέσπας ήταν σλαβόφωνος. Δεν μιλούσε λέξη ελληνικά. Αυτό δεν τον εμπόδισε να γίνει η πιο παράτολμη και μια θρυλική μορφή του Μακεδονικού αγώνα.
Ο Μάρκος Μπότσαρης ομοίως δεν μιλούσε ελληνικά. Τον είχαν εφοδιάσει με ένα μικρό λεξικό για να συνεννοείται… Αυτό δεν τον εμπόδισε να είναι μια από τις ευγενέστερες και σημαντικότερες φυσιογνωμίες της ελληνικής επανάστασης.
Ο Σεφέρης για να κλείσω λέει αυτά τα σοφά λόγια: «Η «ελληνικότητα» είναι δύσκολος όρος και επικίνδυνος. Οι καθαρευουσιάνοι δεν γύρευαν τίποτα άλλο. «Ελληνικότητα» ζητούσαν. Με επιμονή, με το πάθος, με τον κόπο και τον μόχθο, προσπαθούσαν να καθαρίσουν το έθνος από τα στίγματα του βαρβαρισμού και έλπιζαν πως σίγα-σιγά θα φτάσουμε στη γλώσσα και στην τέχνη του Σοφοκλή και του Πλάτωνα. Άξιος ο μισθός τους! Χαλάσαν και στερέψανε τις καλύτερες πήγες του ελληνισμού». Σταματώ σε τούτο το παράδειγμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου