Και τα δύο. Οι αρχαίοι κατείχαν το πράγμα και το ζούσαν όπως όπως. Στα
όρθια ή και πλαγίως στα ανάκληντρα. Οι νεώτεροι το βιώνουν στη
λογοτεχνία. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τις σελίδες που μάζεψε σε βιβλίο του
ο στρατηγός της λογοτεχνίας Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος για τα
μεσημεριανά γεύματα ή τα δείπνα του Αλεξ. Ππδ. (Επί πτίλων αύρας
νυχτερινής – πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη- . Αθήνα, Νεφέλη,
1992.). Ενώ μένεις με την αίσθηση εκ των εγκυκλίων γνώσεων για Αυτόν
περί του λιτού βίου του, πένης και φουκαράς μονίμως, εν τούτοις τα
δείπνα του να έχουν μια μεγαλοπρεπή, στη λιτότητά τους, αρχοντοσύνη.
Κατεβαίνεις ή και ανεβαίνεις την οδό Δημοκρατίας που τη έλεγαν εδώ και
χρόνια Βασιλέως Γεωργίου αλλα την άλλαξαν οι δημοτικοί ανοήμονες. Στο
μέσον της ένα ισόγειο γραφείο, με ένα σκαλί από το πεζοδρόμιο και στα
τζάμια του πάντα μια λόγια αφίσα να προσκαλεί σε κάτι και κάπου· η πόρτα
του συνεχώς ανοιχτή. Φορές έναντι του σ΄ ένα γκαράζ που έχει μια μνήμη
καυσίμων καυτή, ένας παπαγάλος χτυπάει ενοχλητικά το ράμφος του,
διαδηλώνοντας παρουσία, αλλά και συμμετοχή. Εις μάτην δαταράσσει απλώς
την ηρεμίαν τον κυρ’ Μανώλη κυναρίου που φέρει ο κ. Αρ. ο άλλοτε
αισθαντικός βιβλιοπώλης της κατηφόρας, πριν η οδός εκδημοκρατικοποιηθεί
της, η περιάγει αυτόν στας οδούς τα καφέ και τις πλατείας η κυρία ΄Ελένη
του (η τσεχωφική «Κυρία με το σκυλάκι» της πόλεως δηλαδή και δηλονότι).
Εδώ και καιρό έχει μετεξελεχθεί από οίκος ασφαλιστικών επενδύσεων σε
καθημερινό ανθρωποστάσιο· εργαστήριο τεμνόμενων χιαστί ή και παράλληλων
συζητήσεων (εφ’ όλης της ύλης στην κυριολεξία) ανά δύο, σπανίως ανά
τρεις και ακόμα πιο σπανίως εν ολομελεία. Μια ελευθεριότητα και
χαλαρότητα επικρατεί στους καθημερινούς «Συνυπάρχοντες» οι οποίοι σαν
σαλιγκάρια του καλού καιρού κι όχι μόνον του του βροχερού, μαζεύονται
σ΄αυτή τη φωλιά που άλλοτε θυμίζει ναϋδριον εν λειτουργία, άλλοτε
νεοελληνικόν βουλευτήριον σε παροξυσμό ή μια αναρχοαυτόνομη (συζητητική)
σέχτα μηδενιστικής (ποιόν να βάλεις σε σειρά) εκδοχής κι άλλοτε σε
μυσταγωγική τράπεζα εσθιάσως· και τότε όλα μπαίνουν σε τάξη.
Η τράπεζα είναι το ανώτατον στάδιον του διαλεκτικού τους υλισμού εις
την οποία όλοι μετέχουν χωρίς ακρότητες με σεβασμό του άλλου και λυρική
διάθεση του όλου, τέτοια που ό,τι καταναλώνεται να έχει και μιαν αίσθηση
πνευματική, ποιητική ας πω καλύτερα.
Στον επιτραπέζιο κύκλο κυριαρχεί μια άτυπη κοινοκτημοσύνη προσφοράς και
κατανάλωσης. Η τράπεζα που έχει κάτι από την παπαδιαμαντική συνεσθιάση
στα μπακάλικα του Ψυρρή, αλλά και μια αγιορείτικη αύρα, τακτικά
παρατίθεται με μετρημένες ουσίες αλλά εντελώς συναρπαστικές.
Συσταυλίζονται εκεί έλλογοι κι ελόγιμοι της πόλεως, επώνυμοι άρχοντες,
επαγγελματίες, Δ. Υπάλληλοι μικρολόγιοι, φωτογράφοι, συνταξιούχοι
νομικοί αλλά και των άλλοτε ΔΕΚΟ, επιχειρηματίες και κάθε καρυδιάς
καρύδι γλυκό (Ιωάννινων).
Η συζήτηση σιγάθεν περιπίπτει στη συμποτική, συμποσιακή κατά την αρχαίαν τέχνη, κατάσταση.
«Ολοι οι θνητοί το θάνατό τους τον χρωστάνε
και ούτε κανείς γνωρίζει αν αύριο ζει.
Αφού αυτό το ξέρεις, άνθρωπε, ας ευφραίνεσαι
μια και κατέχεις το κρασί που λησμονά
και στην εφήμερη ζωή σου γλέντησε με τον έρωτα.
Κι όσο για τ’ άλλα ας τα φροντίζει η Τύχη.»
(Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς μετ. Τζίμης Παπανικολόπουλος εκδ. Πολύτυπο)
Η τράπεζα (το επαγγελματικό γραφείο πριν) γέμει, από τ’ αγαπητικά
πρόσφορα. Σύντροφοι στην κυριολεξία, αφού τρώνε την αυτή τροφή, από τα
οίκοι μαγειρευμένα ή εκ των μπακάλικων εδώδιμων κι αποικιακών ερχόμενα,
σε τάπερ και σακούλες. Αι κυρίαι γυναίκαι – σύζυγοι εν επιγνώσει
λαμβάνουν μέρος αν και σώματι απούσες, αλλά στην πιο γλυκεία τους εκδοχή
– λατρεμένες- αφού αγόγγυστα παραχωρούν την μαγειρευτικήν τους
δεινότητα με τέτοια αγάπη ώστε ό,τι εξ αυτών προέρχεται, έξοχον εστί. Η
τράπεζα στην διεξαγωγή της θυμίζει του Ιωάννου Χρυσοστόμου τον
Κατηχητικό λόγο. «…Η τράπεζα γέμει τρυφήσατε πάντες». Ποικιλίες
τσίπουρου και οίνου όλα παραγωγής των συνδαιτημόνων, αδημονούν για
χείλη, στόματα και εν-στόμαχα, ψυχές εν τέλει.
Ο αμφιτρύων κρατούσε από παλιά μια παράδοση στην εν γένει αμφιτρυοσύνη,
ως ένας οιονεί μαικήνας χώρου, έστω. Σε όλες τις παραλλαγές των
γραφείων εργασίας του συγκέντρωνε γύρο του μια δέσμη ανθρώπων που
γινόταν δεσμός φιλίας. Παρά τα πολλαπλά πολιτικά του κατάγματα, έως
θρυμματισμού, η σκέψη του κι η κρίση του βρίσκονται σε ένα ιστορικό,
διαρκή αναστοχασμό για ό,τι ζήσαμε αλλά κυρίως για ό,τι δεν ζήσαμε. Εις
μάτην φορές προσπαθεί να επβάλλει στη συζήτηση τάξη και σειρά. Ουδέποτε
τα καταφέρνει. Ελληνικόν καρεκλοβούλιον σωστό κι εδώ… Αφήνει τα πράγματα
να τραβούν το δρόμο τους και να παίρνουν τη μορφή της στιγμής και της
όχλω επικρατούσης πιο φωνακλάδικης έκδοσής
Εχει το ιδιάζον χρώμα και είναι μια φιλιοφιλολογική τελικά σύναξη,
τράπεζα από τις πλέον αγαπητές κι αγαπητικές, σε αντίθεση με εκείνες που
καραδοκούν και περιμένουν τον καθέναν μας λίγο παραέξω, απαίσιες κι
εκδικητικές…
Ωραία σχεδόν ειδυλλιακά…
– Νομίζεις…
***
7η Ιουνίου Θεοδότου Αγκύρας κ.λπ. αγίων του Ορθοδόξου εορτολογίου.
Οσοι ανεβοκατέβαιναν την Δημοκρατίας και σταματούσαν εκεί
πληροφορούνταν τα σκληρά νέα. Ενας εκ των συνδαιτημόνων, που μπορεί να
μην ήταν από τους καθημερινούς του τρόπου αυτού, αλλά εύχαρις σε κάθε
του παρουσία, που άφηνε μιαν αύρα γλυκείας ουσίας το πέρασμά του,
καταδεκτικός και φιλικός προς όλους την αυτή ημέρα καλούσε αυτούς αλλά
κι άλλους πολλούς, στο γεύμα που παρέθετε στην κοινότητα Καλλονής
Γρεβενών («Που έδυ σου το κάλλος;»). Στο πάτριον έδαφος και χώμα εξ ης
ελήφθη όπου γη και σποδός κ.λπ μαζί με τα λυρικά και σπαρακτικά του
Ιωάννου Δαμασκηνού. Το νέο άφησε μια γεύση στάχτης και άμμου στο στόμα
τους. Οπως και στο ΣΥΝ-Βιβλιοπωλείο απ’ όπου περνούσε τακτικά και στα
γρήγορα ο «Φυγάς» χωρίς να τελματώνει και να τελματώνεται εκεί, με τις
πάντα επιλεκτικές και υψηλής στάθμης συζητήσεις, απόψεις, αγορές κι
αναγνώσεις του, άφησε μια συννεφιά μελαγχολίας στα μάτια της κ. Κ. που
κάνει κι αυτή όπως και οι άλλοι πως δεν καταλαβαίνουν το μέγα μυστήριον
του θανάτου (του).
Ναι, τους κάλεσε με όλη την επισημότητα του τρόπου στον μεσημεριανό «Νεκρόδειπνό» του.
Κι ήρθαν όλοι εκείνοι που ξετρύπωσαν από την ποίηση του Τάκη
Σινόπουλου, σκιές ενός άλλου κόσμου που συνήθως επελαύνουν εκ του κάτω
εις τον άνω, προσώρας δια την υποδοχήν του νεοφερμένου ήρωος της ζωής
και της καθημερινότητος Γρηγορίου, οικονομολόγον, άνθρωπον της σκέψης
και της περίσκεψης, οικογενειάρχη καλόν κι αγαθόν όπως λένε σ΄ αυτές τις
περιστάσεις, εις τα βασίλεια του σκότους και της ανάμνησης.
«…Kι’ ήρθανε
ο ένας μετά τον άλλο ξεπεζεύοντας,
ο Πόρπορας, ο Kονταξής, ο Mάρκος, ο Γεράσιμος,
μια σκούρα πάχνη τ’ άλογα κι’ η μέρα όπως ελόξευε
σε μουδιασμένο αιθέρα, ήρθανε ο Mπίλιας, ο Γουρνάς,
γύφτοι γραμμένοι στο μισόφωτο, κι’ ο Φάκαλος, βαστούσανε
το μαντολίνο, την κιθάρα, τον αυλό,
στον ήχο αλάφραινε η ψυχή, το σπίτι μέσα εμύριζε
παντού βροχή και ξύλο, κι’ άναψαν,
μονάχα που άναψαν φωτιά ζεστή να πυρωθούν, χαρούμενα τους φώναξα…»
Και τώρα τι;
Τίποτα. Ενα μεγάλο τίποτα!
Και
τι ωραία, λοιπόν, που τα γράφουμε, τι ανώδυνα βιώνουμε την απώλεια του
άλλου; Με μία γλυκεία μελαγχολία αυτή που μας φέρνουν οι καλοκαιρινές
μπόρες κι όπου κι ό,τι βρίσκουν καταστρέφουν σπαρτά και σπαρμένα στους
κήπους τους μπαξέδες, τα χωράφια, ξεπλένουν δρόμους, αυτοκίνητα,
πλατείες, αλλά όχι και τη λύπη μας.
(* Γρηγόρης Μάντζιαρης 1960-2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου