Του Στέφανου Πράσσου
Πέντε νεαρές εργάτριες γης πνίγονται σε αρδευτικό κανάλι. Ατύχημα ή εργοδοτικό έγκλημα;
Πέντε νεαρές εργάτριες γης πνίγονται σε αρδευτικό κανάλι. Ατύχημα ή εργοδοτικό έγκλημα;
Ήτανε τρεις Ιούλη του
1983, ημέρα Κυριακή, όταν έσκασε σαν βόμβα μεγατόνων, το μαύρο μαντάτο στην
Ελάτη, στο Νομό Κοζάνης και στην Ελλάδα ολόκληρη! Πέντε νεαρά κορίτσια, εργάτριες
στα χωράφια, 17 χρονών η μικρότερη και 27 η μεγαλύτερη, από την Ελάτη Σερβίων Κοζάνης,
πνίγηκαν το πρωί σε αρδευτικό κανάλι έξω από τη Νέα Νικομήδεια Βεροίας!
Τις
ντύσανε στα λευκά, νυφούλες και τις πέντε και μοιράσανε πανέρια με ψωμί, ελιές
και κουφέτα. Έτσι προστάζει το έθιμο στην περιοχή μας για τις ελεύθερες
κοπέλες. Για να κάνουν νεκρές ένα γάμο που δεν πρόλαβαν να κάνουν στη σύντομη
ζωή τους. Για να «παντρευτούν» οριστικά με τον χάρο!
Από την ώρα που έφεραν τα νεκρά κορίτσια μέχρι την ώρα της
κηδείας, ένα βουητό ακουγόταν από όλα τα σπίτι του Χωριού. Δεν υπήρχε σπίτι να μη θρηνεί, δεν υπήρχε άνθρωπος να μη σπαράξει.
Πάνω από είκοσι άνθρωποι λιποθύμησαν στην κηδεία των αδικοχαμένων κοριτσιών. Τον
πόνο αυτόν δεν τον άντεξε ούτε η Βουνάσα, το βουνό που στέκεται μπροστά στην
Ελάτη, η Κορυφή των Καμβουνίων. Κάποιοι λένε πως ακόμα και η καρδιά του βουνού,
που «ήταν από βράχο», ράγισε και ανάβλυζε όλη εκείνη τη μαύρη μέρα, αίμα……
«Ο μπάρμπα-Γιάννης ο Γκαραβέλας, ο αείμνηστος ποιητής της Ελάτης, είχε αποδώσει
εύστοχα με ένα ποίημά του τη μαύρη εκείνη μέρα:
Δεν
είχε φέξει Κυριακή
κι
ήταν Σαββάτο βράδυ
Ο
ήλιος εκουβέντιαζε
μαζί
με το φεγγάρι
Τρεχάτος
φτάνει ο Αυγερινός
και
ήταν χλομιασμένος
-
Ακούστε λίγο να σας πω
το
μαύρο το χαμπέρι
Ο
Χάρος αύριο το πρωί
τι
θέλει για να κάνει,
πέντε
κορίτσια ανύπαντρα
θα
πάρει για την Άδη
Τις
δυο τις λεν Βασιλικές
τη μια
Αθανασούλα,
την
τέταρτη τη λεν Ρηνιώ,
την
πέμπτη το Σουλάκι
Όλες
απ’ το ίδιο το χωριό
την
όμορφη Ελάτη
Ελάτη
μου όμορφο χωριό
πρασινοφορεμένο
βγάλε
αυτά τα χρώματα
Και
φόρεσε τα μαύρα
Γιατί
χωριό μου έχασες
τα
πέντε σου βλαστάρια
Δεν θα
χορέψουνε ξανά
τα
λυγερά κορμιά τους
Δεν θ’
ακουστούν άλλη φορά
φωνές,
τραγούδια, γέλια
ο
Χάροντας τα άρπαξε
στου
Άδη τα λημέρια…»
Τα νεαρά κορίτσια, περιστασιακές εργάτριες γης, που δούλευαν
κυρίως τα καλοκαίρια στα χωράφια, είχαν πάει στη Βέροια, στα Διαβατά
συγκεκριμένα, όπου πήγαιναν τα έξη τελευταία χρόνια, για να δουλέψουν
μεροκάματο, ώστε να βοηθήσουν τους γονείς τους, συμπληρώνοντας τα φτωχά
οικογενειακά τους εισοδήματα. Ήταν Ιούλιος, η εποχή που άρχιζαν να μαζεύουν τα
ροδάκινα. 1200 δραχμές ήταν τότε το μεροκάματο. Το αφεντικό τους, στο σπίτι του
οποίου έμεναν και ήταν ο ίδιος όπου δούλευαν τα τελευταία χρόνια τα κορίτσια,
μάλλον δεν θα είχε δουλειά για την Κυριακή για αυτό και κανόνισαν να δουλέψουν
σε ένα άλλο αφεντικό.
Αυτός, «το άλλο αφεντικό»,
ο 48χρονος Γκαλαΐτζης Δημήτριος από τη Βέροια, ήρθε την Κυριακή το πρωί η ώρα
7.30 στο σπίτι και τις πήρε με ένα ημιφορτηγάκι. Μπροστά στο κάθισμα, δίπλα
στον οδηγό, κάθισαν δυο από τα κορίτσια η Τέλιου Βασιλική και η Γκαραβέλα
Αθανασία και πίσω στην καρότσα καθόταν τα υπόλοιπα τέσσερα κορίτσια και ένα
εικοσάχρονο αγόρι, σπουδαστής των ΚΑΤΕ (σημερινά ΤΕΙ), ο Δημήτρης Μανιόπουλος,
κι αυτός περιστασιακός εργάτης στα ροδάκινα.
Πήγαιναν να μαζέψουν ροδάκινα στο κτήμα του οδηγού που
βρίσκονταν κοντά στη Νέα
Νικομήδεια. «Στο δρόμο έτρεχε σαν παλαβός», όπως κατήγγειλε, η 19χρονη τότε, Μόρφω, η κοπέλα που διασώθηκε και ήταν αδερφή της 17χρονης Χρυσούλας, της μικρότερης από τα κορίτσια που πνίγηκαν. Έτρεχε σαν τρελός επειδή άργησαν μισή ώρα και έπρεπε να καλύψει τον χαμένο χρόνο…. λες και θα έφευγε το χωράφι και οι ροδακινιές από τη θέση τους.
Νικομήδεια. «Στο δρόμο έτρεχε σαν παλαβός», όπως κατήγγειλε, η 19χρονη τότε, Μόρφω, η κοπέλα που διασώθηκε και ήταν αδερφή της 17χρονης Χρυσούλας, της μικρότερης από τα κορίτσια που πνίγηκαν. Έτρεχε σαν τρελός επειδή άργησαν μισή ώρα και έπρεπε να καλύψει τον χαμένο χρόνο…. λες και θα έφευγε το χωράφι και οι ροδακινιές από τη θέση τους.
Στη διαδρομή μεταξύ
Μακρυχωρίου και Νέας Νικομήδειας και ενώ τα παιδιά γελούσαν και τραγουδούσαν ο
οδηγός έτρεχε δαιμονισμένα για να «αναπληρώσει» τη μισή «χαμένη ώρα….» Όπως
έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα σε έναν χωματόδρομο δίπλα στο κανάλι, ο οδηγός πήρε
απότομη στροφή, πάτησε φρένο και το φορτηγάκι ανατράπηκε πέφτοντας στο κανάλι,
που στο σημείο εκείνο είχε το μεγαλύτερο βάθος (πέντε μέτρα), όπως είπαν οι
κάτοικοι.
«Είναι εγκληματίας. Μας
φόρτωσε στα γρήγορα πάνω στην καρότσα του αυτοκινήτου, μπήκε κι αυτός με άλλες
δυο κοπέλες μπροστά στο κουβούκλιο και άρχισε να τρέχει σαν παλαβός. Ήθελε λέει να φτάσουμε νωρίς στα χωράφια
του γιατί αργήσαμε μισή ώρα να ξυπνήσουμε….» Δήλωσε η Μόρφω αργότερα στην
αστυνομία.
«Συζητούσαμε, γελούσαμε, κάναμε αστεία, ο καιρός ήταν καλός,
που να ξέραμε τι κακό θα μας έβρισκε» λέει ο Δημήτρης, «Σε κάποια στιγμή και
ενώ το αυτοκίνητο έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα, φτάσαμε στη μεγάλη στροφή του
καναλιού. Νοιώσαμε το αυτοκίνητο να γέρνει προς τα αριστερά αλλά δε δώσαμε
σημασία. Ο οδηγός πάτησε το φρένο και τότε το αυτοκίνητο ντεραπάρισε, έγειρε
τελείως αριστερά και έπεσε μέσα στο αρδευτικό κανάλι.»
Αμέσως κόπηκαν τα γέλια και τα τραγούδια των κοριτσιών!
Κραυγές τρόμου και φωνές για βοήθεια αντικατέστησαν το χαρούμενο κλίμα των
παιδιών. Ο Δημήτρης Μανιόπουλος, όταν αναποδογύρισε το φορτηγάκι επειδή καθόταν
στη δεξιά πλευρά βρέθηκε στην άκρη του καναλιού, κολύμπησε και ενώ ήταν έτοιμος
να βγει έξω άκουσε τη φωνή μιας από τις κοπέλες «Γύρισα και χωρίς καν να
προσέξω ποια ήταν την άρπαξα για να τη βγάλω έξω. Στην αρχή τα κατάφερα, αλλά
κάνοντας λίγα βήματα κόλλησα στο βούρκο. Την άφησα και βγήκα έξω ελπίζοντας ότι
από εκεί θα της προσφέρω περισσότερη βοήθεια. Ήταν όμως αργά. Η κοπέλα είχε
πνιγεί…» περιγράφει ο νεαρός εργάτης.
Ο Μανιόπουλος βγήκε
έξω στο δρόμο καλώντας σε βοήθεια. Ένα τέταρτο μετά τη μοιραία πτώση του
αγροτικού οχήματος πέρασε από το δρόμο ο Παναγιώτης Παντζαρτζίδης, κάτοικος
Αγγελοχωρίου και με κίνδυνο της ζωής του
έσωσε τη Μόρφω και τον οδηγό, εργοδότη των αδικοχαμένων κοριτσιών.
Ο διασώστης Παναγιώτης Παντζαρτζίδης μιλώντας στη εφημερίδα
«ΛΑΟΣ» της Βέροιας είπε: «Πηγαίνοντας για τη Βέροια με την κόρη μου και ενώ
οδηγούσα παράλληλα με το κανάλι, αντιλήφτηκα έναν νεαρό να καλεί σε βοήθεια.
Αμέσως είδα στο κανάλι να επιπλέουν ο οδηγός και δυο κοπέλες. Σταμάτησα και
έπεσα στο νερό. Τράβηξα την κοπέλα και σώθηκε. Μετά από πέντε προσπάθειες και
τη βοήθεια της κόρης μου, κατάφερα να τη βγάλω έξω. Ενώ η κόρη μου έκανε
τεχνητή αναπνοή στη Μόρφω εγώ ξαναβούτηξα και έβγαλα τον οδηγό». Την άλλη κοπέλα μόλις την πλησίασα βυθίστηκε,
δυστυχώς δεν πρόλαβα να τη σώσω…. Κατόπιν πήγα στη Νικομήδεια και ζήτησα τους κατοίκους
για βοήθεια.»
Και πράγματι σε λίγη ώρα κατέφθασαν από τη Νικομήδεια και τα
άλλα χωριά πάνω από χίλια άτομα για βοήθεια. Πολλοί άντρες με αυτοθυσία έπεσαν
μέσα στο νερό αλλά δεν μπορούσαν πλέον να κάνουν τίποτα, απλά ανέσυραν τα πτώματα…
Τα πέντε νεαρά
κορίτσια, εργάτριες γης, από την Ελάτη Σερβίων του Νομού Κοζάνης «χάθηκαν» για
πάντα στα βρώμικα και λασπωμένα νερά του «μαύρου» καναλιού της Νικομήδειας στον
αγώνα για το μεροκάματο.
Τα ονόματά τους
-
Μπούντα Χρυσούλα ετών 17
- Καραβά Βασιλική ετών 27
- Τέλλιου Αθανασία ετών 22
- Βροντήλα Αικατερίνη ετών 18
- Γκαραβέλα Βασιλική ετών 21
Αιωνία τους η μνήμη…
Έμειναν για πάντα εκεί, στο κανάλι του θανάτου», πέντε
όμορφες, ασπροντυμένες νεράιδες με ένα τεράστιο ερωτηματικό να έχει μείνει
χαραγμένο για πάντα στα όμορφα πρόσωπά τους: «Σε τι φταίξαμε για να χαθούμε
τόσο πρόωρα και τόσο άδικα;»
Θα υπάρχουν για πάντα
εκεί για να μας θυμίζουν το τρομερό έγκλημα της εργοδοσίας αλλά και της
Ελληνικής Πολιτείας.
Θα υπάρχουν όμως εκεί
για να θυμίζουν και τις δικές μας ευθύνες:
γιατί βολευόμαστε,
γιατί αδιαφορούμε,
γιατί ανεχόμαστε το
άδικο,
γιατί ανεχόμαστε και
συνεχώς συγχωρούμε αυτό το σύστημα της εκμετάλλευσης που «γεννιέται βουτηγμένο από την κορυφή ως τα νύχια
στο αίμα και στη βρωμιά, στάζοντας αίμα απ' όλους τους πόρους»*
Άλλους δεκατέσσερις «κατάπιε
ο Μολώχ του μαύρου καναλιού».
Δεν ήταν όμως και τα μοναδικά θύματα που κατάπιε το «κανάλι
του θανάτου». Δυο μήνες πριν το δυστύχημα, με τα πέντε κορίτσια, στο ίδιο
κανάλι πνίγηκε ένα μικρό αγόρι και
ένα χρόνο νωρίτερα ξεκληρίστηκε ολόκληρη
μια τετραμελής οικογένεια! Δέκα χρόνια νωρίτερα, τραγική σύμπτωση, σε ένα άλλο
αρδευτικό κανάλι, στο γειτονικό χωριό Λουτρό
Ημαθίας, πνίγηκαν άλλες εννέα νεαρές
εργάτριες γης που πήγαιναν να μαζέψουν ροδάκινα!!!
Οι αιτίες και οι ευθύνες
Εργατικό «ατύχημα» ή ομαδικό, εργοδοτικό έγκλημα;
Η Ελληνική γλώσσα, που
όπως πολλοί λένε, είναι η πιο πλούσια του κόσμου, δεν βρήκε μια άλλη λέξη για
αυτού του είδους τα εγκλήματα και τα ονόμασε «εργατικά ατυχήματα».
Α(τύχη)μα, δηλαδή δεν
είχαν την τύχη με το μέρος τους;
Φταίει η κακιά η ώρα;
Το είχε γραμμένο η μοίρα;
Το κισμέτ;
Κι όμως το μόνο
σίγουρο είναι ότι: Η τύχη και η μοίρα
πάρα πολύ σπάνια, έως καθόλου δεν ευθύνονται στα εργατικά «ατυχήματα».
Για να δούμε όμως τις αιτίες του μακελειού!
1ον Το πώς έπεσε το φορτηγάκι στο κανάλι
είναι κατανοητό στον καθένα που έχει μια στοιχειώδη σχέση με το αυτοκίνητο.
Υψηλή ταχύτητα, απότομη στροφή, χαλικόδρομος, φρενάρισμα…. Το ντεραπάρισμα είναι φυσική εξέλιξη και δε χρειάζεται να χαλάσει
κανένα τιμόνι, όπως υποστήριξε στην απολογία του ο οδηγός-εργοδότης.
Εκτός όλων των άλλων
αλγεινή εντύπωση προκαλεί η πρώτη δημόσια δήλωση του οδηγού-εργοδότη Γκαλαΐτζη
Δημήτριου που «ευχαριστεί και συγχαίρει» ονομαστικά τους διασώστες αλλά δεν
αισθάνθηκε την ανάγκη να ζητήσει ούτε μια συγνώμη από τους συγγενείς για την
πράξη του ή έστω να εκφράσει την οδύνη του, τη λύπη του τέλος πάντων, για τα
πέντε κοριτσάκια που έστειλε στον υγρό τάφο…. Ούτε
μια λέξη!!!
2ον Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κύρια αιτία για να γίνουν
όλα αυτά που προαναφέραμε και έφεραν αυτά τα τραγικά αποτελέσματα είναι η μισή ώρα που καθυστέρησαν και έπρεπε να την αναπληρώσουν όπως από
την αρχή δήλωσε ο εργοδότης. Για αυτό
άλλωστε «έτρεχε σαν τρελός»!
Είναι ο εργάσιμος
χρόνος που όσο περισσότερος είναι τόσο περισσότερο κέρδος θα φέρει στο αφεντικό
(ή έτσι τουλάχιστον νομίζουν). Αυτός
είναι ο κεντρικός πυρήνας της μεγάλης ταξικής διαπάλης μεταξύ κεφαλαίου και
εργασίας από την πρώτη μέρα της ύπαρξής τους. Γι αυτή τη διαμάχη έπεσαν οι
αγωνιστές του Σικάγου και χιλιάδες άλλοι εργάτες χύσανε ποτάμια αίμα στην
αιώνια διαπάλη με τον ιστορικό τους εχθρό. Είναι το γνωστό σκίτσο με το ρολόι
που οι εργάτες το τραβάνε από τη μια και οι εργοδότες από την άλλη.
Όμως, θα πει κάποιος, ότι εδώ δεν έχουμε
κανέναν μεγαλοκαπιταλιστή αλλά έναν μικρο-εργοδότη μικρό γαιοκτήμονα ίσως και
μικρομεσαίο αγρότη. Αυτό είναι αλήθεια αλλά ό τρόπος σκέψης τους είναι
διαφορετικός; Θέλει να κερδίσει από την ανθρώπινη εργασία. Το μικρό κεφάλαιο
προσπαθεί να γίνει μεγάλο. Και για να γίνει μεγάλο το μικρό «τερατάκι» πρέπει
να τραφεί με αίμα ανθρώπινο. Η εργατική δύναμη είναι που θα το θρέψει για να
μεγαλώσει. Τελικά μπορεί να μη μεγαλώσει, να το πνίξουν τα χρέη και να πάει
ακόμα και στη φυλακή. Όμως αυτός είναι ο
τρόπος σκέψης όλων όσων εκμεταλλεύονται ανθρώπινη εργασία. Κέρδη «πάση θυσία»….
3ον Είναι τυχαίο ότι
μετρήσαμε ήδη καμιά εικοσαριά ανθρώπους που έχασαν τη ζωή του στα «κανάλια του
θανάτου»;
Όχι, τίποτα δεν είναι
τυχαίο! Πρώτα από όλα τα κανάλια αυτά δεν ήταν περιφραγμένα παρότι κατά καιρούς
«κατάπιαν» τόσους αθώους ανθρώπους.
Φταίει όμως και η ίδια η κατασκευή των καναλιών, επειδή οι κοίτες τους είναι
επικλινείς (κατηφορικές- με κλίση), είναι πολύ δύσκολο να βγει κάποιος από μέσα,
επειδή γλιστράει και δεν έχει από κάπου
να πιαστεί.
Να δούμε πως
περιγράφει αυτά τα αρδευτικά κανάλια, σε δημόσια επιστολή του προς τους
αρμόδιους Υπουργούς Δημοσίων έργων και Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος (Χ.Ο.Π),
ο συμβολαιογράφος Βέροιας Νικόλαος
Σιδηρόπουλος, λίγες μέρες μετά το τραγικό δυστύχημα:
Προς Υπουργούς,
Δημοσίων έργων και Χ.Ο.Π
«Έχετε ιδίαν γνώσιν της
κατασκευής των καναλέττων και των αρδευτικών τάφρων; Αν όχι, σας πληροφορώ ότι
η επικλινής, τσιμεντένια κοίτη τους τα καθιστά «υγρούς τάφους»! Αλοίμονον εις τον χωρικό ο
οποίος γλίστρησε και βρέθηκε μέσα τους! Αλοίμονον
εις εκείνον που εξ αιτίας ντεραπαρίσματος εβρέθη με το όχημά του ή και άλλως
εις την θανατηφόρο, υδάτινη τούτη παγίδα!
Τραγωδία δια τον νεαρό χωρικό, ο οποίος μη προνοώντας, αναζήτησε τη
δροσιά στα νερά των τάφρων αυτών, για να εύρη βέβαιον θάνατο! Καμία
προστασία, καμία ελπίδα να δυνηθεί να «σκαλώσει» από κάπου (από πού;) και
επιπλέον να αναρριχηθεί και να εξέλθει από την τσιμέντενη, λεία και επικλινή
αυτήν κοίτη!
Γιατί κύριοι Υπουργοί δεν έχετε μεριμνήσει- και οι προκάτοχοί
σας επίσης- εις τρόπον ώστε να υπάρξει δυνατότης διασώσεως των δυστυχών εκείνων
υπάρξεων, που κακή τη μοίρα, θα ευρίσκοντο στη δεινή εκείνη θέση να αναζητήσουν
τρόπον εξόδου και να μην ανευρίσκουν!
Και είναι τόσον δύσκολο έστω και εκ των υστέρων να
τοποθετηθεί κατά μήκος και από τη μια πλευρά (του τσιμεντένιου αναχώματος) και
από την άλλη ως ένα κάποιο ύψος, πάνω από την επιφάνεια των υδάτων, μια σιδερένια
βέργα ώστε να μπορεί να πιαστεί ο κινδυνεύων και με λίγη προσπάθεια να εξέλθει
εκ του καναλιού; ……….. Με αφορμή την πρόσφατη τραγωδία της Νέας Νικομηδείας,
σας θέτω υπό την κρίσιν σας τις απόψεις μου και παρακαλώ να τις υλοποιήσετε. Είναι έγκλημα κάθε αδιαφορία κάθε ημίμετρο! Όταν
εγώ, ο τρίτος, εδοκίμασα έντονη οδύνη από τον αδόκητο θάνατο των πέντε
κοριτσιών (και δεν είναι οι μόνοι θάνατοι από αυτού του είδους τα ατυχήματα)
αντιλαμβάνεστε κύριοι υπουργοί το δράμα των γονέων, των δυστυχών αυτών υπάρξεων
που θα
εζούσαν ΕΑΝ ΕΙΧΑΝ ΝΑ ΚΡΑΤΗΘΟΥΝ ΑΠΟ ΚΑΠΟΥ αλλά μέσα στη «σκαφτή» κοίτη, όπως
είναι κατασκευασμένη, χωρίς κάποιο μέτρο διασώσεως, η μόνη ελπίδα είναι να εύρουν το πτώμα σου!» (ΛΑΟΣ- εφημερίδα νομού Ημαθίας 8/7/1983)
Ο Καπιταλισμός
ηθικός αυτουργός
Το δικαστικό μέρος της υπόθεσης σίγουρα θα το έκριναν τα
δικαστήρια όλα αυτά τα χρόνια που προηγήθηκαν. Δίκαια ή άδικα δεν γνωρίζουμε.
Όμως το κοινωνικό ζήτημα και οι πραγματικοί ηθικοί αυτουργοί δεν δικάστηκαν ποτέ
ούτε καν στιγματίστηκαν, σ αυτή την υπόθεση των αδικοχαμένων κοριτσιών της
Ελάτης.
Ποιος είναι αυτός που ανάγκασε αυτά τα κορίτσια να τρέχουν
για μεροκάματο καλοκαιριάτικα όταν άλλα παιδιά, συνομήλικά τους, άλλων τάξεων
και άλλων εισοδημάτων, ετοίμαζαν βαλίτσες για τις καλοκαιρινές διακοπές τους;
Ποιο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό σύστημα είναι αυτό που ανάγκασε την
17χρονη Σούλα να τρέχει για μεροκάματο την επόμενη κιόλας μέρα αφού έκλεισε το
σχολείο της;
Εργάτες γης και
εσωτερική μετανάστευση.
Η περιοχή των Σερβίων αλλά και της Κοζάνης γενικότερα ήταν
μια φτωχή περιοχή και οι περισσότεροι κάτοικοι πήγαιναν για μεροκάματο στα
χωράφια σε άλλες περιοχές της Χώρας. Στην ουσία ήταν κολίγοι, εργάτες γης. Οι
παππούδες μας έφτιαχναν «μπουλούκια» και πήγαιναν για θέρο στη Λάρισα και στη
Θεσσαλία γενικότερα. Μετά που βγήκαν οι πατόζες και λίγο αργότερα οι θεριζοαλωνιστικές
μηχανές τα μπουλούκια σταμάτησαν και στο θέρο πήγαιναν μόνο εργάτες και
χειριστές που τις ακολουθούσαν. Οι γονείς μας μετά πήγαιναν για μεροκάματο, με
τα πόδια μάλιστα, στη Κατερίνη για καπνά, στο Βόλο και κυρίως στη Βέροια που
είχε πολλές παραγωγές εκείνη την εποχή. Βαμβάκια, που τότε τα μάζευαν με τα
χέρια, τσάπισμα, αραίωμα, μάζεμα
ροδάκινων, μήλων και άλλες αγροτικές εργασίες.
Σ αυτές τις δουλειές κυρίως στη Βέροια, Νάουσα αλλά και
Έδεσα, Κρύα Βρύση, Γιαννιτσά πήγαινε και η δική μας γενιά. Από τα χωριά των
Σερβίων (Λιβαδερό. Μεταξάς, Ελάτη, Τριγωνικό, Ρύμνιο, Γούλες, Κρανίδια κλπ)
αλλά και από πολλά χωριά της Κοζάνης, οι
περισσότεροι μαθητές, ακόμα και δώδεκα-
δεκατριών χρονών, μόλις έκλειναν τα σχολεία πετούσαν την τσάντα και ανέβαιναν
στο λεωφορείο για να κατέβουν στον κάμπο να δουλέψουν.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τότε δεν είχε συγκοινωνίες και τα
παιδιά από τα χωριά αυτά για να πάνε στο Γυμνάσιο νοίκιαζαν και διέμεναν στα
Σέρβια ή στην Κοζάνη. Έτσι τα παιδιά αυτά είχαν αυξημένα έξοδα και οι φτωχές
οικογένειές τους δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν γι αυτό δούλευαν όπου μπορούσαν
το καλοκαίρι και με τα λεφτά που έβγαζαν πήγαιναν σχολείο το Χειμώνα. Έτσι ακριβώς
έγινε και με τα κορίτσια από την Ελάτη.
Μεγάλος ένοχος και ηθικός αυτουργός είναι το οικονομικό-
πολιτικό- Κοινωνικό σύστημα της άγριας εκμετάλλευσης, ο καπιταλισμός! Είναι
αυτοί που και στη Χώρα μας νοιάζονταν και νοιάζονται μόνο για το πώς θα πλουτίσουν
ακόμα περισσότερο μια χούφτα κεφαλαιοκράτες. Δεν τους καιγόταν ούτε τώρα τους
καίγεται καρφί, πως ζει ο λαός, πως μεγαλώνει και σπουδάζει τα παιδιά του σε
μια κατ όνομα μόνο δωρεάν Παιδεία.
Τα κορίτσια αυτά είναι παιδιά του λαού και της εργατικής
τάξης και έγιναν θύματα του βρομερού, αιματοβαμμένου συστήματος του Κέρδους.
Είναι θύματα του καπιταλισμού και πρέπει να μπουν στη ατέλειωτη μαύρη λίστα των
εγκλημάτων του. Επίσης η ιστορία τους
και τα ονόματά τους, πρέπει να βρουν τη θέση τους στη λίστα των ηρωικών και αδικοχαμένων
νεκρών παιδιών της Ελληνικής και της παγκόσμιας εργατικής τάξης.
Α Θ Α Ν Α Τ Ε Σ !!!
Υ.Γ Το άρθρο αυτό γράφτηκε σαν ένα
μνημόσυνο για τη συμπλήρωση 34 χρόνων από τον θάνατο των πέντε αδικοχαμένων
κοριτσιών της Ελάτης. Αποτελεί όμως και μια ερασιτεχνική προσπάθεια να βγουν
στη δημοσιότητα όσα περισσότερα στοιχεία υπάρχουν για αυτή την υπόθεση και να
καταδειχθούν οι ένοχοι. Φυσικοί και
ηθικοί αυτουργοί.
Ζητώ εκ των προτέρων συγνώμη από τη Μόρφω και τους άλλους συγγενείς των αδικοχαμένων κοριτσιών γιατί αναγκαστικά "ξύνω τις πληγές τους" όμως νομίζω ότι είναι μια υπόθεση που δεν πρέπει να ξεχαστεί και για τη μνήμη των παιδιών αλλά και για τις πολιτικές και κυρίως κοινωνικές προεκτάσεις που έχει.
Ζητώ εκ των προτέρων συγνώμη από τη Μόρφω και τους άλλους συγγενείς των αδικοχαμένων κοριτσιών γιατί αναγκαστικά "ξύνω τις πληγές τους" όμως νομίζω ότι είναι μια υπόθεση που δεν πρέπει να ξεχαστεί και για τη μνήμη των παιδιών αλλά και για τις πολιτικές και κυρίως κοινωνικές προεκτάσεις που έχει.
Άλλωστε
λέγεται ότι οι νεκροί πεθαίνουν οριστικά όταν ξεχνιούνται.
Επίσης είναι ένα προσωπικό χρέος προς τη συντρόφισσα Σούλα που έτυχε να γνωρίσω, δυστυχώς για πολύ λίγο χρονικό διάστημα αφού έπρεπε να πάει να μαζέψει τα μοιραία «ροδάκινα της οργής»…
Επίσης είναι ένα προσωπικό χρέος προς τη συντρόφισσα Σούλα που έτυχε να γνωρίσω, δυστυχώς για πολύ λίγο χρονικό διάστημα αφού έπρεπε να πάει να μαζέψει τα μοιραία «ροδάκινα της οργής»…
Η Χρυσούλα
Μπούντα πήγαινε στο Γενικό Λύκειο στα Σέρβια και ήταν μάλιστα πολύ καλή
μαθήτρια, καλό και σοβαρό παιδί με απόψεις, με ανησυχίες για το μέλλον αλλά
ταυτόχρονα ήταν και αγωνίστρια της ζωής και της κοινωνίας.
Στέφανος Πράσσος
Τα στοιχεία αυτού του άρθρου βρέθηκαν στις
Εφημερίδες ΛΑΟΣ της Βέροιας, Θάρρος και Χρόνος της Κοζάνης και το ποίημα είναι
δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα mikrovalto.gr
*(Καρλ Μαρξ «Κεφάλαιο», τόμος Α', σελίδα 785)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου