του Βασίλη Μαγκλάρα
Στις μέρες μας (ποιές μέρες; Διαπραγματεύσιμες είναι κι’ αυτές) η κοινή λογική στην πολιτική φαντάζει περισσότερο κενή, παρά έστω στοιχειώδης. Και λέω κενή, γιατί δεν μπορεί ν’ απαντήσει στα αυτονόητα χωρίς πλειοψηφικές κοινοβουλευτικές αποφάσεις που την υποδηλώνουν καθεστωτικά με την υποτακτική του αριθμού 153.
Ενός αριθμού που δεν επιτρέπει ούτε την στοιχειώδη ένσταση αμφισβήτησης και για τον οποίο η Δημοκρατία μας θα πρέπει ν’ απαντήσει κάποια στιγμή για την αδυναμία της να προστατευθεί από την πλάνη του προεκλογικού ΛΟΓΟΥ, που μετεκλογικά μας εκτελεί. Δεν μπορεί ένας ανακόλουθος περιττός αριθμός, άθροισμα πολλών παραγόντων, να προβάλλεται ως πολιτικά άρτιος και να επιβάλλεται αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
Δεν μπορεί στην βεβαιότητα ενός αριθμού
να κρατιέται μία χώρα σε ομηρία και ένας λαός σε διωγμό. Δεν γίνεται να επαναλαμβάνεται καταχρηστικά το ρήμα διαπραγματεύομαι και ξανά διαπραγματεύομαι, μήνες- χρόνια σε όλες τις κλήσεις και τις εκκλήσεις της παθητικής φωνής για να αποστραγγίζονται συντάξεις, να περικόπτονται εισοδήματα, να εκδικούνται την εργασία με μεροκάματα και μισθούς εξαθλίωσης και να ρίχνεται το αφορολόγητο κάτω από τα όρια διαβίωσης.
Δεν μπορεί στο όνομα μιας σκληρής- πολύ σκληρής και επώδυνης-πολύ επώδυνης τι να σου πω, διαπραγμάτευσης, να μην ματώνει κανένας άλλος παρά μόνο ένας κόσμος που βλέπει να τον υποκοστολογούν ως άυλο οικονομικό στοιχείο σ’ ένα δούναι λαβείν που τον ευτελίζει. Δεν πάει άλλο… Με πολιτικές αποκλεισμού, με αριστερούς ή δεξιούς ιριδισμούς, δεν αφορίζεις το κακό, απλά τροφοδοτείς την αυταπάτη.
Δεν προχωράει το «πράγμα» κυνηγώντας τον επιστήμονα, τον ελεύθερο επαγγελματία, τον αγρότη, τον άνθρωπο του μόχθου, που δεν υπέκυψε στην ασφάλεια του Δημοσίου, αλλά πίστεψε στις δυνάμεις του, να εξοντώνεις ότι κινείται σε αυτήν την οικονομία.
Ένας αριθμός είναι. Ένας αριθμός συμπαγής και αδιατάρακτα ψυχρός…
Ένας αριθμός είναι, στην κοινοβουλευτική μας Δημοκρατία που προέκυψε όπως προέκυψε με σκοπό απ’ ότι δείχνει να υπογράφει ότι μας συμβαίνει. Και δεν μας συμβαίνει μόνο σε οικονομικούς δείκτες, δεν περιορίζεται σε τρίτο ή τέταρτο μνημόνιο, περνά η δυναμική του σε νέες αντιλήψεις για την κοινωνία. Αντιλήψεις που αφήνουν τον Πολίτη άφωνο. Τον φορολογούμενο πολίτη, που πλήρωσε και πληρώνει με υποθήκες ζωής την Δημόσια περιουσία ΤΟΥ και βλέπει να την καίνε, να την καταστρέφουν και να την λεηλατούν διάφορες ομάδες χωρίς να τους αγγίζει κανείς. Βλέπει τα ΑΒΑΤΑ να γίνονται κράτος εν κράτει και ο ίδιος να νιώθει ξένος στον Τόπο του. Βλέπει τα γκέτο από τις ανένταχτες μειονότητες να οδηγούν ολόκληρες περιοχές στο περιθώριο και μένει να μετρά τα θύματα από τις αδέσποτες με τον κυνισμό του κυβερνητικού στελέχους να το αποδίδει –σε μια στραβή… Θαυμάστε!!!
Βλέπει και τι δε βλέπει… Που δεν μπορούν να χωρέσουν σ’ ένα κείμενο που σέβεται τον χώρο που το φιλοξενούν. Βλέπει τα μέτρα και τα αντίμετρα και δεν αντιλαμβάνεται το νόημά τους. Μα πάνω απ’ όλα βλέπει τη μάχη του έλλογου με το παράλογο, που σε μια γκροτέσκο απεικόνιση του σήμερα, να μας παραπέμπει στο αριστούργημα του Ιονέσκο. Ίσως με διαφορετικές ερμηνευτικές του θέματος αλλά με ακέραιο το στοιχείο στο παράλογο της ΚΑΡΕΚΛΑΣ.
Θυμίζω με δυο λόγια την υπόθεση. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, θυρωροί ενός Πύργου, θέλουν να στείλουν ένα μήνυμα στον Κόσμο διηγούμενοι τη ζωή τους. Επειδή δεν είναι καλοί ομιλητές καλούν ένα ρήτορα ο οποίος αφηγείται σ’ ένα χώρο με καρέκλες που όμως είναι άδειες και οι θεατές είναι αόρατοι. Προς το τέλος της ομιλίας το ηλικιωμένο ζευγάρι πέφτει από τον Πύργο και αυτοκτονεί….
Όχι, μην περιμένετε να συσχετίσω εγώ την υπόθεση του έργου με το δικό μας «δράμα». Μην περιμένετε να σας πω ποια Χώρα είναι ο Πύργος. Ούτε ποιοι διαμένουμε. Ούτε ποιος είναι ο ρήτορας. Απλά για να βοηθήσω την ερμηνεία σας θα προσθέσω ότι οι «αόρατοι θεατές» ήταν δεμένοι στις καρέκλες…
Μαγκλάρας Βασίλης
magklarasvas@yahoo.gr
Στις μέρες μας (ποιές μέρες; Διαπραγματεύσιμες είναι κι’ αυτές) η κοινή λογική στην πολιτική φαντάζει περισσότερο κενή, παρά έστω στοιχειώδης. Και λέω κενή, γιατί δεν μπορεί ν’ απαντήσει στα αυτονόητα χωρίς πλειοψηφικές κοινοβουλευτικές αποφάσεις που την υποδηλώνουν καθεστωτικά με την υποτακτική του αριθμού 153.
Ενός αριθμού που δεν επιτρέπει ούτε την στοιχειώδη ένσταση αμφισβήτησης και για τον οποίο η Δημοκρατία μας θα πρέπει ν’ απαντήσει κάποια στιγμή για την αδυναμία της να προστατευθεί από την πλάνη του προεκλογικού ΛΟΓΟΥ, που μετεκλογικά μας εκτελεί. Δεν μπορεί ένας ανακόλουθος περιττός αριθμός, άθροισμα πολλών παραγόντων, να προβάλλεται ως πολιτικά άρτιος και να επιβάλλεται αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
Δεν μπορεί στην βεβαιότητα ενός αριθμού
να κρατιέται μία χώρα σε ομηρία και ένας λαός σε διωγμό. Δεν γίνεται να επαναλαμβάνεται καταχρηστικά το ρήμα διαπραγματεύομαι και ξανά διαπραγματεύομαι, μήνες- χρόνια σε όλες τις κλήσεις και τις εκκλήσεις της παθητικής φωνής για να αποστραγγίζονται συντάξεις, να περικόπτονται εισοδήματα, να εκδικούνται την εργασία με μεροκάματα και μισθούς εξαθλίωσης και να ρίχνεται το αφορολόγητο κάτω από τα όρια διαβίωσης.
Δεν μπορεί στο όνομα μιας σκληρής- πολύ σκληρής και επώδυνης-πολύ επώδυνης τι να σου πω, διαπραγμάτευσης, να μην ματώνει κανένας άλλος παρά μόνο ένας κόσμος που βλέπει να τον υποκοστολογούν ως άυλο οικονομικό στοιχείο σ’ ένα δούναι λαβείν που τον ευτελίζει. Δεν πάει άλλο… Με πολιτικές αποκλεισμού, με αριστερούς ή δεξιούς ιριδισμούς, δεν αφορίζεις το κακό, απλά τροφοδοτείς την αυταπάτη.
Δεν προχωράει το «πράγμα» κυνηγώντας τον επιστήμονα, τον ελεύθερο επαγγελματία, τον αγρότη, τον άνθρωπο του μόχθου, που δεν υπέκυψε στην ασφάλεια του Δημοσίου, αλλά πίστεψε στις δυνάμεις του, να εξοντώνεις ότι κινείται σε αυτήν την οικονομία.
Ένας αριθμός είναι. Ένας αριθμός συμπαγής και αδιατάρακτα ψυχρός…
Ένας αριθμός είναι, στην κοινοβουλευτική μας Δημοκρατία που προέκυψε όπως προέκυψε με σκοπό απ’ ότι δείχνει να υπογράφει ότι μας συμβαίνει. Και δεν μας συμβαίνει μόνο σε οικονομικούς δείκτες, δεν περιορίζεται σε τρίτο ή τέταρτο μνημόνιο, περνά η δυναμική του σε νέες αντιλήψεις για την κοινωνία. Αντιλήψεις που αφήνουν τον Πολίτη άφωνο. Τον φορολογούμενο πολίτη, που πλήρωσε και πληρώνει με υποθήκες ζωής την Δημόσια περιουσία ΤΟΥ και βλέπει να την καίνε, να την καταστρέφουν και να την λεηλατούν διάφορες ομάδες χωρίς να τους αγγίζει κανείς. Βλέπει τα ΑΒΑΤΑ να γίνονται κράτος εν κράτει και ο ίδιος να νιώθει ξένος στον Τόπο του. Βλέπει τα γκέτο από τις ανένταχτες μειονότητες να οδηγούν ολόκληρες περιοχές στο περιθώριο και μένει να μετρά τα θύματα από τις αδέσποτες με τον κυνισμό του κυβερνητικού στελέχους να το αποδίδει –σε μια στραβή… Θαυμάστε!!!
Βλέπει και τι δε βλέπει… Που δεν μπορούν να χωρέσουν σ’ ένα κείμενο που σέβεται τον χώρο που το φιλοξενούν. Βλέπει τα μέτρα και τα αντίμετρα και δεν αντιλαμβάνεται το νόημά τους. Μα πάνω απ’ όλα βλέπει τη μάχη του έλλογου με το παράλογο, που σε μια γκροτέσκο απεικόνιση του σήμερα, να μας παραπέμπει στο αριστούργημα του Ιονέσκο. Ίσως με διαφορετικές ερμηνευτικές του θέματος αλλά με ακέραιο το στοιχείο στο παράλογο της ΚΑΡΕΚΛΑΣ.
Θυμίζω με δυο λόγια την υπόθεση. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, θυρωροί ενός Πύργου, θέλουν να στείλουν ένα μήνυμα στον Κόσμο διηγούμενοι τη ζωή τους. Επειδή δεν είναι καλοί ομιλητές καλούν ένα ρήτορα ο οποίος αφηγείται σ’ ένα χώρο με καρέκλες που όμως είναι άδειες και οι θεατές είναι αόρατοι. Προς το τέλος της ομιλίας το ηλικιωμένο ζευγάρι πέφτει από τον Πύργο και αυτοκτονεί….
Όχι, μην περιμένετε να συσχετίσω εγώ την υπόθεση του έργου με το δικό μας «δράμα». Μην περιμένετε να σας πω ποια Χώρα είναι ο Πύργος. Ούτε ποιοι διαμένουμε. Ούτε ποιος είναι ο ρήτορας. Απλά για να βοηθήσω την ερμηνεία σας θα προσθέσω ότι οι «αόρατοι θεατές» ήταν δεμένοι στις καρέκλες…
Μαγκλάρας Βασίλης
magklarasvas@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου