Επίκαιρα Θέματα:

Τρίτη 11 Μαΐου 2021

Ο πρωθυπουργός, οι πολιτικοί αρχηγοί και τριάντα προσωπικότητες της πολιτικής και του ακαδημαϊκού κόσμου αρθρογραφούν για την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας στο νέο τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού της Βουλής - Δείτε τα άρθρα των Φ. Γεννηματά, Γ. Παπανδρέου, Ευ. Βενιζέλου και Θ. Πάγκαλου

Με ένα μεγάλο αφιέρωμα στα 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, κυκλοφορεί το 19o τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού της Βουλής «Επί του… Περιστυλίου».

Στο αφιέρωμα γράφουν ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ Αλ. Τσίπρας, η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά, ο γενικός γραμματέας της Κ.Ε. του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπας και ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης Κ. Βελόπουλος.

Με άρθρα συμμετέχουν επίσης ο πρώην πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου και οι πρώην αντιπρόεδροι της κυβέρνησης Ευάγγ. Βενιζέλος και Θ. Πάγκαλος καθώς και ο πρώην Πρόεδρος της ΝΔ και πρώην πρόεδρος της Βουλής Ευάγγ. Μεϊμαράκης.

Την άποψή τους καταθέτουν ακόμη πρώην υπουργοί Εξωτερικών,

ευρωβουλευτές και βουλευτές των ελληνικών κομμάτων, ο Έλληνας επίτροπος στην Ε.Ε., πρώην Έλληνες επίτροποι στην Ε.Ε, νυν και πρώην στελέχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πανεπιστημιακοί-ειδικοί επιστήμονες.

Στο αφιέρωμα περιλαμβάνονται εξάλλου ρεπορτάζ για την πορεία ένταξης της Ελλάδας στην Ε.Ε., τις συζητήσεις που έγιναν στη Βουλή για την επικύρωση της συμφωνίας και τον τρόπο με τον οποίο παρουσίασαν οι εφημερίδες της εποχής το θέμα.

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο άρθρο του υπογραμμίζει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας και σημειώνει ότι «θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για  στενότερη ευρωπαϊκή συνεργασία στους τομείς της εξωτερικής ασφάλειας και της άμυνας, με αιχμές την προστασία των συνόρων και την πολιτική ασύλου. Για οικονομικές και κοινωνικές δράσεις, με οδηγούς την κοινή ανάπτυξη και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών. Και, φυσικά, για βαθύτερη πολιτική συνεννόηση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Όπως τονίζει ο πρωθυπουργός, η Ελλάδα θα προσέλθει στην προσεχή Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης «όχι απλώς καταθέτοντας κατευθυντήριες γραμμές, αλλά εισηγούμενη ένα ολοκληρωμένο σχέδιο το οποίο θα υπηρετεί το ευρωπαϊκό όραμα στο μέλλον».

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ Αλέξης Τσίπρας θεωρεί ότι «η πανδημία μπορεί να αποδειχθεί καταλύτης αλλαγών στην Ευρώπη. Ωστόσο, είναι ορατός ο κίνδυνος οι πρωτοβουλίες που λαμβάνονται να συνδυασθούν με νέους γύρους πολιτικών λιτότητας». Ο ίδιος θεωρεί ότι η Ε.Ε. οφείλει, μεταξύ άλλων, «να προβεί σε ενέργειες για την άρση των περιορισμών πατεντών στην παραγωγή εμβολίων, με σκοπό τον ταχύτερο εμβολιασμό των ευρωπαίων πολιτών» και «να προωθήσει τις αλλαγές που απαιτούνται στην ευρωζώνη, καθώς και στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, έτσι ώστε να μετασχηματιστεί σε Σύμφωνο σύγκλισης και βιώσιμης ανάπτυξης». Τονίζει επίσης ότι πρέπει «να επανεξετάσουμε την εφαρμογή του ‘‘χρυσού κανόνα’’, για να εξαιρούνται από τον υπολογισμό του ελλείμματος όσες δημόσιες επενδύσεις σχετίζονται με την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και των ανισοτήτων».

Η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά εξηγεί ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ανταποκρίνεται σήμερα στις προσδοκίες των Ευρωπαίων πολιτών και  της κοινωνίας και οπωσδήποτε στο όραμά μας ως προοδευτική σοσιαλδημοκρατική δύναμη». Όπως γράφει, μεταξύ άλλων, «θέλουμε βαθύτερη ενοποίηση για μια άλλη, καλύτερη, δημοκρατική Ευρώπη της συνοχής και αλληλεγγύης, που θα εξελίσσεται σε πολιτική ένωση ομοσπονδιακής λογικής και περιεχομένου, με ισχυρούς κεντρικούς θεσμούς δημοκρατικά νομιμοποιημένους,  με αναδιανεμητικές πολιτικές, πολιτικές για τη καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης, της φτώχειας, των διαπεριφερειακών και διακρατικών ανισοτήτων».

Ο γενικός γραμματέας της Κ.Ε. του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας αναφέρει ότι η Ε.Ε. «είναι ανεπίστρεπτα αντιλαϊκή ένωση του κεφαλαίου. Οι έγκαιρες προειδοποιήσεις του ΚΚΕ, η μάχη που έδωσε και δίνει καθημερινά μέσα στο κίνημα, στη Βουλή, στην Ευρωβουλή, για την αποκάλυψη του αντιλαϊκού χαρακτήρα της, το γκρέμισμα των αυταπατών από την εποχή της υπογραφής της Συνθήκης του Μαάστριχτ, της ΟΝΕ, του ενιαίου νομίσματος, των μνημονίων της τελευταίας δεκαετίας, του κάλπικου - εκβιαστικού δημοψηφίσματος του 2015 έως και σήμερα, αποτελούν σημαντική παρακαταθήκη».

Ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης Κυριάκος Βελόπουλος υποστηρίζει ότι «χρειαζόμαστε εθνικό όραμα στην αγροτική μας παραγωγή και στο εμπόριο. Πρέπει να επιδιώξουμε αυτάρκεια και μεγάλα πλεονάσματα στο εμπορικό μας ισοζύγιο. Επί του παρόντος οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε τον νέο, ελιτιστικής προέλευσης ευρωπαϊκό παραλογισμό των υπερφιλόδοξων πράσινων στόχων, που υποτάσσει την παραγωγή μας, την ώρα που εισάγονται παράνομα πλήθος προϊόντων από τρίτες χώρες».

Ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου υποστηρίζει ότι «παρά τα πρόσφατα βήματά της, η Ε.Ε. δεν έχει λάβει τις πρόνοιες που θα καθιστούσαν και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα πιο δίκαιο και την Ευρώπη πρωτοπόρα στον αγώνα για μια δημοκρατική διακυβέρνηση στον κόσμο». Στο άρθρο του υπενθυμίζει σειρά προτάσεων που είχε καταθέσει όταν ήταν πρωθυπουργός. Μεταξύ αυτών «ο έλεγχος και η ρύθμιση των αγορών, ο έλεγχος και η ρύθμιση των φορολογικών παραδείσων, της ροής των κεφαλαίων, ο φόρος επί των τραπεζικών πράξεων, ο φόρος σε σχέση με τα αέρια του θερμοκηπίου, τα ευρωομόλογα για το χρέος, αλλά και για την πράσινη ανάπτυξη».

Ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ευάγγελος Βενιζέλος αναφέρεται στην αλλαγή της πολιτικής των ΗΠΑ, τονίζοντας ότι «το κύριο μήνυμα της νέας αμερικανικής πολιτικής είναι η ανάδειξη της πρωταρχίας της πολιτικής και της διαφύλαξης της κοινωνικής συνοχής. Αυτή είναι μια εξέλιξη που δεν μπορεί να αγνοήσει η Ε.Ε. Παράλληλα, η πολιτική Μπάιντεν θέτει την Ε.Ε. ενώπιον κρίσιμων διλημμάτων στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Εφόσον η Ε.Ε. συμφωνεί στην ανασύσταση της Δύσης ως γεωπολιτικής οντότητας βασισμένης στον ευρωατλαντικό άξονα, όπως προτείνει ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, η στάση της απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα πρέπει να είναι πολιτικά σαφέστερη». Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, σημειώνει ότι «οφείλει τώρα να έχει ενεργό ρόλο στην ευρύτερη στρατηγική συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, άρα καθαρή εικόνα για τους εσωτερικούς ευρωπαϊκούς συσχετισμούς αλλά και για τις ευρωατλαντικές σχέσεις».

Ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θεόδωρος Πάγκαλος στο άρθρο του αναφέρει ότι «η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι η νέα ιδεολογία που πρέπει να αντικαταστήσει τις ατελέσφορες ιδεοληψίες του 19ου αιώνα για την κοινωνική ανατροπή. Υπάρχει νέα ιδεολογία αλληλεγγύης, αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση, μείωσης των περιφερειακών διαφορών και παγκόσμιας ειρήνης: οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Η Ελλάδα πρέπει να ανήκει στον σκληρό πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης». 

Ο πρώην πρόεδρος της ΝΔ Ευάγγελος Μεϊμαράκης τονίζει ότι η επανεκκίνηση της Ευρώπης «πρέπει να γίνει μέσα από μια νέα πολιτική αντίληψη με επίκεντρο τον άνθρωπο. Χρειαζόμαστε μια ανθρωποκεντρική Ένωση που θα ενστερνίζεται τις αγωνίες και τους προβληματισμούς του κάθε πολίτη. Ο ευρωπαίος πολίτης πρέπει να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο και να περιγράψει την Ευρώπη στην οποία θέλει να ζει. Πρέπει να συνειδητοποιήσει τα προβλήματα, να τα διεκδικήσει και να απαιτήσει την επίλυσή τους, μέσα από τις δυνατότητες που του παρέχονται στο πλαίσιο της Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης».

 

 

Λ.1060

Οι κρίσεις οδηγός για ένα καλύτερο ευρωπαϊκό μέλλον

 





Της Φώφης Γεννηματά

Προέδρου Κινήματος Αλλαγής

 

Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Ελλάδας ήταν και παραμένει μια επιλογή που έχει δικαιωθεί ιστορικά και έχει αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στη γεωπολιτική θέση της χώρας, στην οικονομική και κοινωνική της εξέλιξη, παρά τις επιμέρους ενστάσεις, δυσκολίες και προβλήματα. Η σχέση μας, εξάλλου, με την ΕΟΚ και αργότερα Ε.Ε., από τα τέλη της δεκαετίας του ‘50 που καταθέσαμε την αίτηση σύνδεσης μέχρι σήμερα, δεν ήταν γραμμική. Δοκιμάστηκε και εξελίχθηκε μέσα από πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, γεωπολιτικές ανακατατάξεις, εθνικούς ανταγωνισμούς, αλλά και πολυεπίπεδες κρίσεις, που εν μέρει την ταλανίζουν ακόμη. Ιδιαίτερα στις σημερινές ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες,  είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς πως η χώρα μας θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις υγειονομικές και οικονομικές απαιτήσεις της πανδημίας και τις γεωπολιτικές προκλήσεις, χωρίς την στήριξη της Ε.Ε.

Η Ελλάδα επιδίωξε την πλήρη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα για μια σειρά από στρατηγικούς λόγους. Η αξιολόγηση μιας πορείας, που κλείνει φέτος 40 χρόνια, μας οπλίζει με την  απαραίτητη αυτογνωσία, ώστε να μπορούμε να κοιτάξουμε  με αυτοπεποίθηση μπροστά στο κοινό ευρωπαϊκό μας μέλλον. Για να διεκδικήσουμε περισσότερα ως ενεργοί συν -διαμορφωτές της Ελλάδας που θέλουμε,  μέσα από την Ευρώπη που διεκδικούμε.

Αξιολογώντας την  40χρονη παρουσία της Ελλάδας στην Ε.Ε αξίζει να σταθούμε σε κάποιες βασικές επισημάνσεις:

Πρώτον, η Ε.Ε αποτέλεσε το θεσμικό πλαίσιο στην προσπάθεια της Ελλάδας να πάψει να είναι μια φτωχή περιφερειακή χώρα, με αποικιοκρατικού τύπου εξαρτήσεις και ασταθείς θεσμούς. Η πικρή εμπειρία της δικτατορίας, η επιστροφή της δημοκρατίας  και η συμμετοχή  στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, δημιούργησαν το γόνιμο πολιτικό και κοινωνικό έδαφος  για την Πολιτική Αλλαγή του 1981, που θωράκισε τη δημοκρατία και οικοδόμησε την εθνική συμφιλίωση. Η σταδιακή διαδικασία εξευρωπαϊσμού των θεσμών, η ενιαία αγορά, το ευρωπαϊκό δίκαιο και το κοινοτικό κεκτημένο δημιούργησαν ένα ισχυρό περίβλημα προστασίας του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας μέχρι σήμερα, δημιουργώντας παράλληλα συναινέσεις μέσα στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα για μεγάλο χρονικό διάστημα.

 

Δεύτερον,  η Ελλάδα ως ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής οικογένειας ενίσχυσε την ανεξαρτησία της και τη θέση της στο διεθνές και περιφερειακό σύστημα. Από τη μόνο-εξάρτηση από τις ΗΠΑ και τις παρεμβάσεις τους στη μεταπολεμική πολιτική ζωή, η Ελλάδα επιδίωξε ένα ευρύτερο και ασφαλέστερο πλέγμα συμμαχιών, ιδιαίτερα υπό το φως των γεγονότων της Κύπρου το 1974, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής συμμαχίας. Τα σύνορα της Ελλάδας έγιναν ευρωπαϊκά σύνορα, η τελωνειακή, αστυνομική και δικαστική συνεργασία ενίσχυσαν την εσωτερική ασφάλεια. Όπως έχει γραφτεί εύστοχα, η Ελλάδα κατέστη υποκείμενο και όχι αντικείμενο της διεθνούς διπλωματίας. Και αυτό της επέτρεψε να αποκτήσει εθνική αυτοπεποίθηση, τόσο στις σχέσεις της με τη Δύση, αλλά κυρίως και απέναντι στην Τουρκία και τις άλλες βαλκανικές χώρες. Η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. άλλωστε αποτελεί ιστορικό επίτευγμα, που δεν θα ήταν εφικτό, αν η Ελλάδα δεν διέθετε το συγκριτικό πλεονέκτημα να αξιοποιήσει το τεράστιο κεφάλαιο της Ευρώπης, για να πετύχει έναν επωφελή συμβιβασμό.

Τρίτον, η συμμετοχή  στην Ενιαία Αγορά και αργότερα στην ΟΝΕ συνέβαλε καθοριστικά στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Εισέρρευσαν σημαντικοί πόροι, η χώρα μας έφτασε να κατατάσσεται στις 35 πιο πλούσιες χώρες του πλανήτη, η κοινωνική κινητικότητα έδωσε νέες ευκαιρίες σε  εκατομμύρια Έλληνες, δημιουργήθηκε μια ισχυρή μεσαία τάξη, εκσυγχρονίστηκαν και αναπτύχθηκαν υποδομές, γεφυρώθηκαν περιφερειακές ανισότητες. 

Μια αντικειμενική αποτίμηση οφείλει όμως να σταθεί και σε καίριες κριτικές επισημάνσεις.

Ο γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός έναντι της ενίσχυσης των αντιπροσωπευτικών δημοκρατικών θεσμών, η κυριαρχία των πολιτικών διαρκούς δημοσιονομικής πειθαρχίας με πολιτικές σκληρής λιτότητας,  η αδυναμία στην αποτελεσματική διαχείριση στην αντιμετώπιση κρίσεων και απειλών, δημιουργούν προβληματισμό στους πολίτες και ενισχύουν τις δυνάμεις αντιευρωπαϊκής, λαϊκίστικης ρητορικής.

Ιδιαίτερα στην προσφυγική κρίση  η απροθυμία της ΕΕ να την αντιμετωπίσει αποφασιστικά, μετακύλησαν το πρόβλημα στα ελληνικά σύνορα, ενώ μετέτρεψαν το αντιδημοκρατικό καθεστώς της Τουρκίας σε ρυθμιστή, αναβαθμίζοντας τη διαπραγματευτική του θέση, αλλά και εξοπλίζοντάς το με ένα επιπλέον “όπλο” εναντίον της Ελλάδας και της Ευρώπης. Με αποτέλεσμα η Ευρώπη ουσιαστικά παρακολουθεί τον Ερντογάν να θέτει σε εφαρμογή τη νέο - οθωμανική φαντασίωση της «γαλάζιας πατρίδας», να αλωνίζει στη ΝΑ Μεσόγειο και να ευτελίζει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς χωρίς κυρώσεις και στρατηγική αντιμετώπισης.

 

Επομένως, παρά τα επιτεύγματά της, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ανταποκρίνεται σήμερα στις προσδοκίες των Ευρωπαίων πολιτών και  της κοινωνίας και οπωσδήποτε στο όραμά μας ως προοδευτική σοσιαλδημοκρατική δύναμη. Θέλουμε βαθύτερη ενοποίηση για μια  άλλη, καλύτερη, δημοκρατική Ευρώπη της συνοχής και αλληλεγγύης  που θα εξελίσσεται σε Πολιτική Ένωση ομοσπονδιακής λογικής και περιεχομένου με ισχυρούς κεντρικούς θεσμούς δημοκρατικά νομιμοποιημένους,  με αναδιανεμητικές πολιτικές, πολιτικές για τη καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης, της φτώχειας, των διαπεριφερειακών και διακρατικών ανισοτήτων, με  ισχυρό προϋπολογισμό και «ικανότητες» να χειρίζεται και να επιλύει διεθνείς κρίσεις και να προστατεύει τα κράτη μέλη της ως συντελεστής ειρήνης και σταθερότητας.

Η παράταξη μας είναι αταλάντευτα ταυτισμένη  με την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.  Το ΠΑΣΟΚ, ως κυβέρνηση  κατάφερε να διεκδικήσει και να πετύχει σημαντικές νίκες σε ευρωπαϊκό επίπεδο που ωφέλησαν την πατρίδα και τις αδύναμες οικονομικά χώρες. Με   τη θεσμοθέτηση αρχικά των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων προγραμμάτων (Μ.Ο.Π) και στη συνέχεια με τα Κοινοτικά  Πλαίσια Στήριξης και το Ταμείο Συνοχής, που συνέβαλαν καθοριστικά στην οικονομική σύγκλιση και κοινωνική συνοχή. Επίσης πέτυχε  την ισότιμη συμμετοχή  της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και την ζώνη του ευρώ και έφερε την Κύπρο στην Ένωση. Είχε σημαντικές παρεμβάσεις στην εξέλιξη της ενιαίας αγοράς και στα καταστατικά κείμενα της Ένωσης, την ειρήνη και τη σταθερότητα στη ΝΑ Μεσόγειο. Η νεότερη πορεία της χώρας στην Ευρώπη είναι ταυτισμένη με το μεγάλο μεταρρυθμιστικό έργο του ΠΑΣΟΚ, την εθνική συμφιλίωση, τον εκδημοκρατισμό, την κοινωνική ειρήνη, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και την ισχυρή παρουσία της χώρας στα «διεθνή fora».

Γι’ αυτό και για εμάς, η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης που αρχίζει επίσημα προσφέρει την ευκαιρία για την κατάθεση και επεξεργασία των προτάσεων εκείνων που θα οδηγήσουν στη νέα, δημοκρατική, προοδευτική Ευρώπη των πολιτών. Θα είμαστε ενεργά και πρωταγωνιστικά παρόντες με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές και Δημοκράτες, για να θέσουμε ψηλά στην ατζέντα τα θέματα  της δίκαιης ανάπτυξης, της αειφορίας, της αντιμετώπισης των ανισοτήτων, της διαγενεακής αλληλεγγύης, του αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, του σύγχρονου κοινωνικού κράτους, της προστασίας της εργασίας.  Δίνοντας την  ευκαιρία συμμετοχής και έκφρασης σε κοινωνικές ομάδες που συνήθως απέχουν ή αδιαφορούν για την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που υφίστανται τις χειρότερες συνέπειες των απανωτών κρίσεων ή περιθωριοποιούνται εξαιτίας της πανδημίας, όπως οι γυναίκες, οι νέοι, οι μετανάστες, οι ΛΟΑΤΚΙ, οι επισφαλείς εργαζόμενοι, οι “χαμένοι” της παγκοσμιοποίησης.

Η Ε.Ε  για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του μέλλοντος, οφείλει να υπερβεί τις συντηρητικές αντιλήψεις,  τις αντιφάσεις και διαιρέσεις που την ταλανίζουν και εξακολουθούν να δρουν ανασταλτικά στην επιβεβλημένη πορεία για την ουσιαστική πολιτική ενοποίησή της.

 

 

 

ΕΛΛΑΔΑ - ΕΥΡΩΠΗ: ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ 

Μια γόνιμη πορεία, με πολλές προκλήσεις και εμπειρίες, που μπορεί να οδηγήσει σε ένα καλύτερο αλλά κυρίως διαφορετικό μέλλον.

 Του Γιώργου Α. Παπανδρέου

Πρώην Πρωθυπουργού, Βουλευτή Αχαΐας του Κινήματος Αλλαγής

 

Σαράντα χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, είναι ευκαιρία για έναν ουσιαστικό απολογισμό.

Απαραίτητος επίσης και ένας διάλογος, δημόσιος, γόνιμος, εμπροσθοβαρής, για τις προοπτικές μας. 

Πώς προσεγγίζουμε το μέλλον;

Αλλά κυρίως, πώς οραματιζόμαστε να είναι το μέλλον για την Ελλάδα και για την Ευρώπη;

Καλύτερο, αλλά και διαφορετικό.

 Η πατρίδα μας - όπως και η Ευρώπη -, βίωσε αλλεπάλληλες κρίσεις την τελευταία δεκαετία. Αυτές επανέφεραν τον υπαρξιακό προβληματισμό για την σημασία του ευρωπαϊκού μας εγχειρήματος. Σήμερα ξεκινάει ξανά η νέα συζήτηση για το Μέλλον της Ευρώπης. Καλείται, στο πλαίσιο αυτό, το κάθε κράτος μέλος, εμείς οι Ευρωπαίοι πολίτες, να καταθέσουμε με αίσθημα ευθύνης τις ιδέες μας. Να διαμορφώσουμε από κοινού αποφάσεις που θα καθορίσουν τις επόμενες σελίδες του πιο φιλόδοξου σχεδίου που οραματίστηκαν μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο AlbertoSpinelli με το VentoteneManifesto, ο RobertSchuman, oJeanMonnet και τόσοι άλλοι. 

 Παρατηρώ συχνά, πολιτικούς και αναλυτές να αναφέρονται στην ΕΕ ως να είναι κάτι ξένο από μας. «Πάω στην Ευρώπη», ήταν μια φράση που χαρακτήριζε την υποσυνείδητη αποδοχή ότι εμείς είμαστε κάτι διαφορετικό. Ότι η Ευρώπη είναι ένα μακρινό κέντρο που κατά περίσταση και περίπτωση μας υποστηρίζει ή μας επιβάλει περιορισμούς. Είναι για αυτόν ακριβώς τον λόγο σκόπιμο, ξεκινώντας από την εκπαίδευση, να υπενθυμίζουμε τους λόγους και τις αιτίες που μας οδήγησαν να γίνουμε μέλη της τότε ΕΟΚ, όπως και να υπάρχει τακτική αξιολόγηση της δικής μας συμβολής στη διαμόρφωση της ΕΕ. 

Στη χώρα μας είναι προφανής η αναφορά και συζήτηση για τα ευρωπαϊκά κονδύλια που επέτρεψαν να γίνει ένα τεράστιο άλμα μπροστά σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη και τη βελτίωση του επιπέδου ζωής των Ελλήνων.

Αυτή η συζήτηση όμως, συσκοτίζει πολλές φορές τη σημασία των αγώνων των κινημάτων και των διανοούμενων για μια Ευρώπη, κοινότητα αξιών. Μια Ευρώπη με θεμελιώδεις αξίες και προοδευτικές οδηγίες σε θέματα κοινωνικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοκρατίας, ειρήνης και συνεργασίας των λαών και των πολιτών της.

Αυτές οι κοινές αξίες της Ευρώπης όμως, είναι εκείνες τελικά που μπορούν να ενώνουν τους πολίτες και να βγάζουν εμάς, αλλά και άλλους, από τη μοναξιά που έχει ένα «έθνος ανάδελφον». 

Σημειώνω ότι, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στις 28 Μαΐου του 1979, κατά την υπογραφή της Συνθήκης Ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, είπε: 

«Θα ἤθελαἰδιαίτερανὰ τονίσω ὅτιγιὰ πρώτη φορὰστὴνἱστορίαθὰδημιουργηθεῖ μία τόσο μεγάλη κοινότητα ἐθνῶνποὺ βασίζεται στὴνἐλεύθερη συγκατάθεση. Στὴνἰσότιμη συνεργασία καὶστὸνἀμοιβαῖο σεβασμό. Καμιὰ χώρα δὲνὑποχρεώθηκενὰ προσχωρήσει στὴν Κοινότητα παρὰτὴν θέλησή της. Καμιὰδὲν παραμένει μὲτὴν βία. Ὅλες, ἀντίθετα, ἔχουν λόγο στὴν διαχείριση τῶνὑποθέσεών της. Γι’ αὐτὸκαὶ ἡ δημιουργία τῆςΕὐρωπαϊκῆς Κοινότητος, σὲ σχέση μὲ προηγούμενες ἱστορικὲςἐμπειρίες, εἶναι πρωτότυπη καὶθὰἔλεγαἐπαναστατική• κι ἔχει τεράστια σημασία, σὰν παράδειγμα γιὰὅλητὴνἀνθρωπότητα». Και πρόσθεσε: «Ἂν ἡ Εὐρώπη κινδυνεύσεισὰνμορφὴδιακυβερνήσεως καὶ σὰντρόπος ζωῆς, θὰεἶναι ἐντελῶς παράλογονὰ πιστεύουμεὅτι ἡ Ἑλλὰςθὰ μπορέσεινὰδιατηρηθεῖ σὰνμοναδικὴ ὄασηἀνεξαρτησίας καὶ ἐλευθερίας στὴν ἤπειρό μας.» 

 

Η λογική της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ είχε να κάνει με τρεις άξονες: 

Πρώτο, την εμπέδωση της δημοκρατίας μετά από την περιπέτεια της επταετούς  χούντας. 

Δεύτερο, την ελπίδα μιας ευρύτερης ομπρέλας ασφάλειας σε μια γεωγραφική θέση με πολλές συγκρούσεις.

Τρίτο, την ευκαιρία μιας άλλης αναπτυξιακής πορείας. 

Στην πορεία των χρόνων, οι πρωταρχικοί μας στόχοι επιτεύχθηκαν. Πετύχαμε και πολλά άλλα. Όμως ό,τι πετύχαμε, το κάναμε όταν αισθανθήκαμε ουσιαστικό ισότιμο μέρος, υπεύθυνο, συμμετέχον στις ευρωπαϊκές διεργασίες. Όχι όταν φαινόμασταν ως ξένο σώμα που πελατειακά παρακαλούσε για κάποια «χατήρια». Όποτε είχαμε μια ενεργητική και δημιουργική συμμετοχή στα ευρωπαϊκά δρώμενα, αποκτούσαμε κύρος και σεβασμό. 

 Την άποψη ότι δεν πρέπει να είμαστε παθητικά μέλη αλλά να δίνουμε αγώνες για να κερδίσουμε όσα περισσότερα μπορούμε και να προωθούμε την έννοια μιας προοδευτικής Ευρώπης, είχε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ήταν καθοριστική για την ανάπτυξη των χωρών του ευρωπαϊκού νότου η σκληρή μάχη που έδωσε και κέρδισε με αποτέλεσμα την καθιέρωση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ). Με αυτό το πνεύμα, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ έδωσαν διαχρονικά σημαντικές μάχες για μια Ευρώπη συνοχής και κοινωνικής αλληλεγγύης με τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, το Ταμείο Συνοχής και πολλές άλλες πρωτοβουλίες.  

Ο Ανδρέας Παπανδρέου οραματιζόταν μια πολύ πιο ισχυρή Ευρώπη. Και για τον λόγο αυτό ήταν κριτικός απέναντι της. Τρία αδύνατα σημεία που κατά την άποψή του είχε τότε η  Ευρωπαϊκή Κοινότητα ήταν: 

Πρώτο, η διαίρεση της Ευρώπης σε ψυχροπολεμικά μπλοκ που της αφαιρούσε την αυτόνομη πορεία της. 

Δεύτερο, η οικονομική ανισότητα που σε μια ενιαία αγορά θα ισοπέδωνε την εγχώρια παραγωγή, αν δεν υπήρχε μια οικονομική διακυβέρνηση που θα στήριζε τις φτωχότερες περιοχές και τον παραγωγικό ιστό τους.

Τρίτο, ο ρόλος των Βρυξελλών, ως εργαλείο των ισχυρών χωρίς τον απαραίτητο δημοκρατικά έλεγχο από τους λαούς της Ευρώπης.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεν ήταν αντίθετος στην Ευρώπη, ήταν επικριτικός γιατί δεν είχε προχωρήσει η εμβάθυνσή της. 

Δεν ήταν τυχαία η παρέμβασή του στη Μαδρίτη, τον Δεκέμβριο του 1990.

Έπρεπε, έλεγε, η Ένωση να κάνει πολλά βήματα μπροστά. Μιλούσε για Πολιτική Ένωση η οποία προϋποθέτει την επεξεργασία ενός καταστατικού χάρτη που θα προβλέπει τον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης καθώς και την χάραξη κοινής πολιτικής στα θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας. 

 Την ασφαλή επιβίωση της Ελλάδας και την ισότιμη συμμετοχή στα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων, υποστήριξε σταθερά και ο Κώστας Σημίτης, με βασικό στόχο την ένταξή μας στην Ευρωζώνη. Ένα επίτευγμα που απαίτησε σκληρή προσπάθεια και θυσίες απο τον Ελληνικό λαό και τη σημασία του οποίου, σήμερα, σε μια εποχή μεγάλης διεθνούς γεωπολιτικής αστάθειας, μπορούμε καλύτερα να κατανοήσουμε. 

Το 1999, επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ με τη Συμφωνία του Ελσίνκι, πετύχαμε όχι μόνο την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και την ένταξη των Ελληνοτουρκικών σχέσεων σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο. 

Πετύχαμε την ευρωπαϊκή πορεία των Βαλκανίων.

Πετύχαμε στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα να μπει ο όρος της αμοιβαίας συνδρομής. Δηλαδή, σε περίπτωση επίθεσης τρίτου κράτους σε κράτος – μέλος, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να συνδράμουν ακόμα και στρατιωτικά στην άμυνα αυτής της χώρας. 

Σήμερα, είναι εμφανές πόσο οι εξελίξεις αυτές διεύρυναν τους διπλωματικούς μας ελιγμούς και ενίσχυσαν την ασφάλειά μας. 

 

Λίγο αφότου ανέλαβα την Πρωθυπουργία της χώρας, το 2009, βρέθηκα αντιμέτωπος με μια παγκόσμια κρίση, κομβική όμως για την Ελλάδα και την Ευρώπη. 

Η διεθνής οικονομική κρίση χτύπησε την Ευρώπη, αγγίζοντας τον πιο αδύναμο κρίκο της την εποχή εκείνη, την Ελλάδα. Ανέδειξε τις ελλείψεις του εγχειρήματος, όπως τη απουσία μηχανισμών αντιμετώπισης παρόμοιων κρίσεων, οικονομικών ή άλλων. Δοκιμάστηκε στην πράξη η βασική αρχή της Ένωσης, η αρχή της αλληλεγγύης. 

Βρεθήκαμε μπροστά στην πιθανότητα μιας άναρχης εξόδου της Ελλάδας από την ΕΕ και την αποσταθεροποίηση της ίδιας της Ευρώπης. 

Ύστερα από πολύμηνο, σκληρό αγώνα, πετύχαμε μια μικρή επανάσταση για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Τη δημιουργία ενός Μηχανισμού που ήταν ο μόνος τρόπος να αποφευχθούν οι προαναφερθείσες δυσάρεστες εξελίξεις. 

Στις 21 Δεκεμβρίου του 2010, λίγους μήνες μετά τη λήψη αυτής της απόφασης έκανα τις ακόλουθες δηλώσεις: 

«Εντοπίσαμε και συγχρόνως τονίσαμε την ανάγκη μιας ισχυρής οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με πρώτο βήμα τη σύσταση ενός μόνιμου πλέον μηχανισμού στήριξης, που θα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά παρόμοιες κρίσεις των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλαδή, κράτη - μέλη που, κατά καιρούς, και λόγω γενικευμένης ανασφάλειας στην παγκόσμια αγορά, μπορεί να έχουν σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα.

Και με τον τρόπο αυτό, ούτε η οικονομία ενός κράτους – μέλους να κινδυνεύει, ούτε η ευρωπαϊκή συνοχή. Και μαζί, να αντιμετωπίσουμε και τις φημολογίες, που εύκολα κυκλοφορούν και λειτουργούν ως αυτο-επιβεβαιούμενες προφητείες στην αγορά, για καταστροφή της Ευρωζώνης και πολλά άλλα, όπως και το ότι η Ευρώπη δεν έχει τη βούληση ή την ικανότητα να αντιμετωπίσει παρόμοιες καταστάσεις, εάν υπάρξουν.

Η οδυνηρή για μας εμπειρία της κρίσης - θα πρόσθετα σήμερα και της κρίσης πανδημίας -, αποτελεί ευκαιρία για να κάνουμε ένα μεγάλο και νέο βήμα στην ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οικονομική διακυβέρνηση και στη θωράκιση του ευρώ.» 

Η φράση που ειπώθηκε αργότερα, αλλά πολύ αργά, ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πράξει ό,τι χρειαστεί για να διασφαλίσει τη σταθερότητα της Ευρωζώνης στο σύνολο της», ήταν μια απαραίτητη επανεπιβεβαίωση της αρχής της αλληλεγγύης αλλά και ένα έναυσμα για τη δημιουργία μέτρων πρόληψης μιας επόμενης συστημικής κρίσης. 

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι παρά τα πρόσφατα βήματα της, η ΕΕ δεν έχει λάβει τις πρόνοιες που θα καθιστούσαν και το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα πιο δίκαιο. Την Ευρώπη πρωτοπόρα στον αγώνα για μια δημοκρατική διακυβέρνηση στον κόσμο. 

Αρκεί να υπενθυμίσω μερικές από τις προτάσεις που κατέθεσε από την αρχή της κρίσης η κυβέρνησή μας. Προτάσεις, που ενώ τώρα πια συζητούνται ευρύτερα, εντούτοις διαπιστώνεται ολιγωρία στην υλοποίησή τους λόγω της έλλειψης αποφασιστικότητας εκ μέρους κυρίως των συντηρητικών ηγεσιών. Οι πιο σημαντικές από αυτές είναι ο έλεγχος και η ρύθμιση των αγορών, ο έλεγχος και η ρύθμιση των φορολογικών παραδείσων, της ροής των κεφαλαίων, ο φόρος επί των τραπεζικών πράξεων, ο φόρος σε σχέση με τα αέρια του θερμοκηπίου, τα ευρωομόλογα για το χρέος αλλά και για την πράσινη ανάπτυξη, οι κοινές πολιτικές ανάπτυξης που μπορούν να συμβάλουν στην ομογενοποίηση της Ευρώπης, όπως οι κοινές πολιτικές για την παιδεία, την υγεία και την εργασία κ.ά. 

Σε ό,τι αφορά στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής που συνδέεται και με ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης, ως Υπουργός Εξωτερικών εγκαινίασα την περιβαλλοντική διπλωματία, με το σκεπτικό ότι η απειλή της οικολογικής καταστροφής μπορεί και πρέπει να ενώνει τους λαούς μας.

Πίστευα και πιστεύω ότι, η ευρύτερη περιοχή μας μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο. Είναι γεγονός πως, σε ό,τι αφορά τα περιβαλλοντικά ζητήματα η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά από πολλές άλλες περιοχές του πλανήτη. Όμως χρειάζεται να γίνουν πολύ περισσότερα πράγματα και η ΕΕ να υπερασπιστεί τρεις βασικές έννοιες - αρχές:

- Κλιματική Δικαιοσύνη: η μετάβαση σε μια πράσινη κοινωνία, πρέπει να ενσωματώνει την κλιματική δικαιοσύνη. Έχουμε τεράστιες ανισότητες στο σύγχρονο κόσμο - και δεν μπορούμε να ρίξουμε το βάρος της μετάβασης στη μεσαία τάξη και στους φτωχούς της γης.

- Κλιματική Δημοκρατία: που σημαίνει, αυτή η μετάβαση να γίνει «ιδιοκτησία του πολίτη», με τη συνεχή συμμετοχή του στις αποφάσεις, με την αναβάθμιση των δημοκρατικών μας θεσμών.

- Κλιματική Παιδεία: που σημαίνει, να δώσουμε τα εργαλεία στη νέα γενιά για την μετάβαση σε νέες μορφές, νέους τύπους κατανάλωσης, νέους τύπους αγορών, νέους τύπους και σχέσεις παραγωγής.

Στη μεγάλη συζήτηση για το Μέλλον της Ευρώπης πρέπει να τεθούν στο τραπέζι του διαλόγου όλα αυτά τα θέματα και η Ελλάδα να συμβάλει με ιδέες  και θέσεις.

Στην  προηγούμενη συζήτηση για το Σύνταγμα της Ευρώπης δώσαμε μάχες και έγινε δεκτή η πρότασή μας για τη δυνατότητα πρωτοβουλίας ενός εκατομμυρίου πολιτών με στόχο την άμεση παρέμβαση στο νομοθετικό έργο  της Επιτροπής, που αποτελεί  βασική διάταξη της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. 

 

Είναι ευκαιρία λοιπόν, να γίνουν πιο τολμηρά βήματα για την προώθηση κομβικών αλλαγών που θα διασφαλίσουν μια πιο δημοκρατική, λιγότερο γραφειοκρατική και πιο διαφανή λειτουργία της ΕΕ. Μεταξύ αυτών, η εκλογή του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από τους πολίτες, η δυνατότητα πανευρωπαϊκών πολιτικών σχηματισμών στις Ευρωεκλογές, η θεσμοθέτηση αντιπροσωπευτικών συνελεύσεων πολιτών με ουσιαστικό ρόλο στις αποφάσεις για σημαντικά ζητήματα. 

Η Ευρώπη προ 70 ετών είχε ως στόχο την εμπέδωση της ειρήνης στην ήπειρο μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους. Σήμερα η πρόκληση είναι όχι μόνο να διατηρήσει ζωντανό αυτόν τον στόχο για την ήπειρό μας αλλά να παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης. Δίνοντας οξυγόνο στις αξίες της συμμετοχικής δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της οικολογικά βιώσιμης ανάπτυξης και της ειρηνικής πολυμερούς συνεργασίας. Δαμάζοντας επίσης, τις τεχνολογικές εξελίξεις, ώστε να υπηρετούν τον άνθρωπο και όχι ισχυρά κέντρα οικονομικής ή πολιτικής εξουσίας. 

Η Ευρώπη δεν πρέπει απλώς να διαχειριστεί τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης. Πρέπει να συμβάλει στον εξανθρωπισμό της.   

Ως Ελλάδα, ως Έλληνες Ευρωπαίοι πολίτες, έχουμε ακόμα πολλούς αγώνες να δώσουμε για την Ευρώπη. 

Μια Ευρώπη όπου οι μικρές χώρες αλλά και οι πολίτες θα έχουν φωνή και ρόλο στη λήψη των αποφάσεων. 

Μια Ευρώπη, που μέσα από την οικονομική ένωση, θα μας προστατεύει από μελλοντικές κρίσεις με αλληλεγγύη μεταξύ των λαών. 

Μια Ευρώπη, που θα μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις επόμενες πανδημίες αλλά και τις νέες τεχνολογικές προκλήσεις που αλλάζουν ριζικά το τοπίο της εργασίας.

Μια Ευρώπη, που υιοθετώντας την πράσινη και βιώσιμη ανάπτυξη, την καθαρή ενέργεια, θα δημιουργήσει μια νέα αναπτυξιακή προοπτική για τις επόμενες γενιές. 

Μία Ευρώπη, δυνατή στον κόσμο ως πρότυπο ανάπτυξης με δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη. 

Αυτό το όραμα, Έλληνες και όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι πολίτες, καλούμαστε να το υλοποιήσουμε μαζί. 

Οι προοδευτικοί Ευρωπαίοι πολίτες, μπορούν να αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη αυτής της αναγκαίας συλλογικής προσπάθειας, στην πορεία για μια Ευρώπη που θα προσφέρει αξιοπρέπεια, ελπίδα και βιώσιμη προοπτική.

 

 

 

 

Η Ελλάδα και οι νέες προκλήσεις για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση

και τις ευρωατλαντικές σχέσεις

 

Του Ευάγγελου Βενιζέλου

πρώην αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και υπουργού Εξωτερικών - πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ

 

Η εμπειρία της πανδημίας συνιστά μια τομή και στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ΕΕ αναγκάστηκε να κινηθεί με ταχύτητα, ευελιξία και επινοητικότητα που αντιβαίνουν στις «βεβαιότητες» στις οποίες στηρίζεται εδώ και τριάντα χρόνια, από το Μάαστριχτ και μετά,  το Σύμφωνο Σταθερότητας και το  οικοδόμημα της νομισματικής ένωσης.

Την περίοδο της οικονομικής κρίσης του 2008 και τη δεκαετία που ακολούθησε, διαμορφώθηκαν νέες θεσμικές υποδομές, τροποποιήθηκε η ΣΛΕΕ, ιδρύθηκαν αρχικά ο EFSF και ο EFSM και στη συνέχεια ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας ( ESM ), γιγαντώθηκε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ( PSPP) της ΕΚΤ / Ευρωσυστήματος, αλλά το Σύμφωνο Σταθερότητας δεν μεταβλήθηκε. Αντιθέτως συνήφθη η Συνθήκη για τη Συνεργασία, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση που επιβάλλει να υιοθετηθούν από τα εθνικά συντάγματα ή έστω από τις εθνικές νομοθεσίες περί προϋπολογισμού οι δημοσιονομικοί στόχοι και περιορισμοί εντός των οποίων οφείλουν να κινούνται τα κράτη μέλη.

Η ελληνική εμπειρία και αυτή των άλλων χωρών που εντάχθηκαν σε προγράμματα προσαρμογής, λειτούργησε ως εργαστήριο δημιουργίας πιο γρήγορων ανακλαστικών για την ΕΕ. Αυτά λειτούργησαν με την πανδημία που συνιστά μια κρίση εξωγενή, οριζόντια και ασύμμετρη. Μια κρίση για όλες τις χώρες ισχυρές, μέτριες και αδύναμες. Έγιναν κινήσεις που λίγους μήνες πριν την έκρηξη της πανδημίας έμοιαζαν αδύνατες. Ενεργοποιήθηκε η γενική ρήτρα διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας, αποδεσμεύθηκαν ουσιαστικά όλες οι κρατικές ενισχύσεις ανάλογα με τις δημοσιονομικές δυνατότητες κάθε κράτους μέλους, τέθηκε σε άμεση εφαρμογή ένα κολοσσιαίο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ( PEPP ), συγκροτήθηκε το Ταμείο Ανάκαμψης και αποφασίστηκε η χρηματοδότησή του εν μέρει  με την έκδοση κοινού χρέους με τη μορφή ευρωομολόγων.

Παράλληλα εφαρμόζεται από τη διοίκηση Μπάιντεν μια εντυπωσιακή επεκτατική πολιτική, βασισμένη κατά βάθος σε νομισματική χρηματοδότηση. Το κύριο όμως μήνυμα της νέας αμερικανικής πολιτικής είναι η ανάδειξη της πρωταρχίας της πολιτικής και της διαφύλαξης της κοινωνικής συνοχής. Αυτή είναι μια εξέλιξη που δεν μπορεί να αγνοήσει η ΕΕ. Παράλληλα η πολιτική Μπάιντεν θέτει την ΕΕ ενώπιον κρίσιμων διλημμάτων στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Εφόσον η ΕΕ συμφωνεί στην ανασύσταση της Δύσης ως γεωπολιτικής οντότητας βασισμένης στον ευρωατλαντικό άξονα, όπως προτείνει ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ, η στάση της απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα πρέπει να είναι πολιτικά σαφέστερη.

Βρισκόμαστε επίσης πριν από  κρίσιμες εκλογικές  διαδικασίες, ξεκινώντας από τις ερχόμενες  γερμανικές εκλογές, που μπορεί να αλλάξουν ριζικά το ευρωπαϊκό πολιτικότοπίο. Ακολουθούν οι γαλλικές προεδρικές εκλογές. Η κυβέρνηση Ντράγκι στην Ιταλία διεκδικεί ήδη  ισχυρότερο ρόλο στις ευρωπαϊκές αποφάσεις.

Τα νέα αυτά δεδομένα είναι πιο κρίσιμα από τον διάλογο και τη Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης. Οι αλλαγές στην ευρωπαϊκή κατάσταση δεν θα λάβουν τη μορφή τυπικής τροποποίησης των Συνθηκών με διαδικασία που θα απαιτεί κύρωση μέσω δημοψηφισμάτων ή έστω κοινοβουλευτικών αποφάσεων στα 27 κράτη μέλη. Οι αλλαγές θα επέλθουν υπό την πίεση της πραγματικότητας, σε μεγάλο βαθμό άτυπα, με πολιτικές  αποφάσεις  του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου,  με «τεχνικές» πρωτοβουλίες της ΕΚΤ και του ΕΜΣ, με παράπλευρες πολυμερείς διεθνείς συνθήκες μεταξύ των κρατών μελών που θέλουν.

Η χώρα μας έχει, μετά την παρέμβαση του 2012, το μεγάλο πλεονέκτημα του υβριδικού δημοσίου χρέους που μειώνει δραστικά το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησής του και το καθιστά βιώσιμο παρά το μεγάλο μέγεθός του. Ασχολείται ήδη εντατικά με τη μεγάλη πρόκληση του Ταμείου Ανάκαμψης. Θα βρεθεί όμως αντιμέτωπη με νέες ενδοευρωπαϊκές ανισότητες που τροφοδοτήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας. Και με παλιούς ιστορικούς φόβους της Γηραιάς Ηπείρου, όπως αυτοί που αφορούν τον πληθωρισμό και άρα, από ένα σημείο και μετά, τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης.

Η λειτουργία της ΕΕ και η πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν και είναι πάντα ένα πεδίο διαρκούς διακυβερνητικής ( δηλαδή διακρατικής ) διαπραγμάτευσης, συγκρούσεων και συμβιβασμών μέσω των οποίων γίνονται εντέλει κάποια βήματα προς τα εμπρός. Συχνά ατελή και καθυστερημένα. Αυτή η μέθοδος έφθασε όμως προ πολλού στα όριά της. Τώρα χρειάζονται πιο γρήγορες και καθαρές κινήσεις. Ο θεσμικός μηχανισμός όμως είναι πολύπλοκος αν και  πάντα πολύτιμος.

Η Ελλάδα μέσα σε αυτό το απαιτητικό πλαίσιο προφανώς κινείται με πρώτη προτεραιότητά της τα δικά της ιδιαίτερα προβλήματα. Έχει επίσης παραδοσιακά σταθερό προσανατολισμό υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της λεγόμενης κοινοτικής μεθόδου.  Οφείλει τώρα να έχει ενεργό ρόλο στην ευρύτερη στρατηγική συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, άρα καθαρή εικόνα για τους εσωτερικούς ευρωπαϊκούς συσχετισμούς αλλά και για τις  ευρωατλαντικές σχέσεις. Σε αυτό ούτε οι γενικόλογες φιλοευρωπαϊκές τοποθετήσεις ούτε η εμμονή στις «τεχνικές» λεπτομέρειες για θέματα ιδιαίτερου ελληνικού ενδιαφέροντος  αρκούν. Δεν αρκεί επίσης η προώθηση των διμερών ελληνοαμερικανικών σχέσεων γιατί αυτή δεν απαλλάσσει από τα δύσκολα διλήμματα των ευρωατλαντικών σχέσεων. Αυτά είναι, κατά τη γνώμη μου, βασικά σημεία της ατζέντας τους επόμενους μήνες.

 

 

 

Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης

Toυ Θεόδωρου Γ. Πάγκαλου,

Τέως αντιπροέδρου της κυβέρνησης

 

Η πρώτη μορφή ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν η ένωση ελαχίστων χωρών, γύρω από το βιομηχανικό κέντρο της Ευρώπης, με πρόσχημα την εναρμόνιση των τομέων άνθρακος και χάλυβα αλλά με απώτερο στόχο την πολιτική ενοποίηση. Η μέθοδος θα ήταν δημοκρατική. Δηλαδή, κάθε βήμα θα έπρεπε να έχει την έγκριση της πλειοψηφίας των πολιτών κάθε χώρας και επομένως να συμβάλει στην ευημερία της πλειοψηφίας των εργαζομένων. Η ουσία της διαδικασίας θα ήταν η βαθμιαία μετάθεση αποφάσεων από το εθνικό σε υπερεθνικό επίπεδο. Γι’ αυτό και είναι εσφαλμένο και αντιφατικό να επικαλείται κάποιος ταυτόχρονα την εθνική κυριαρχία και την ευρωπαϊκή ενοποίηση, που συνίσταται ακριβώς στη βαθμιαία αποδυνάμωση της εθνικής κυριαρχίας, την αφαίρεση αρμοδιοτήτων από το εθνικό επίπεδο, την υπαγωγή όλο και περισσότερων τομέων στις υπερεθνικές συλλογικές αποφάσεις που παίρνονται είτε στα πλαίσια της ευρωπαϊκής επιτροπής είτε από το συμβούλιο υπουργών.

Πρόκειται για μια κοσμογονία. Μέχρι τότε η ευρωπαϊκή ιστορία είχε ως βασικό κινητήρα τη δημιουργία νέων εθνών με μέσο τη στρατιωτική βία. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε μία άλλη εξέλιξη. Όχι μόνο δεν ήταν πια η δημιουργία εθνικής υπερδομής ο στόχος, αλλά αντίθετα η βαθμιαία αποδυνάμωσή της μέχρι και την κατάργησή της, που θα επικυρωθεί πολιτικά με την αποδοχή, από όσους συμμετέχουν, μιας κορυφαίας ομοσπονδιακής δομής: των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.

Η Ευρώπη είναι ένα ποδήλατο. Όπως όλα τα δίτροχα δεν ισορροπεί αν δεν κινείται προς τα μπρος. Το ερώτημα «ποια Ευρώπη χρειάζεται η Ελλάδα» είναι δευτερεύον και πηγάζει από μια αμυντική αντιμετώπιση των αιτημάτων για παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας. Το ερώτημα είναι αν η Ευρώπη χρειάζεται την Ελλάδα και σε ποιο ρόλο. Η Ελλάδα είναι χώρα μικρή, οικονομικά θα λέγαμε ασήμαντη, που έχει όμως μεγάλο γεωστρατηγικό ενδιαφέρον. Τα συμφέροντα του σήμερα, κυρίως στον τομέα της ενέργειας και οι αναμνήσεις του χθες στο πεδίο του πολιτισμού πιστεύουμε ότι ενισχύουν την άποψη ότι: ευρωπαϊκή ενοποίηση χωρίς την Ελλάδα δεν νοείται.

Όπως σε όλες τις οικογένειες όμως υπάρχει ένα όριο, που δεν πρέπει να εξαντληθεί. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι κράτη και λαοί που έχουν αποδεχθεί ως κοινό πρότυπο μια ορισμένη, εκλογικευμένη συμπεριφορά θα μας ανεχθούν με κυβερνήσεις των οποίων η παρουσία θα ανήκει στο χώρο του ακαταλόγιστου και πολιτικές ανεύθυνες και τυχοδιωκτικές. Εμείς πρέπει να επωμιστούμε το καθήκον, να καλύψουμε αταβισμούς, τη σπουδή του παρελθόντος, τη σύγχυση και τις εσωτερικές έριδες, που μας καταδικάζουν σε ένα είδος συμπεριφοράς, που μας οδηγεί στη χρεωκοπία και στην ανυποληψία. Η Ελλάδα πρέπει να ανήκει στον σκληρό, πρωτοπόρο πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και να βοηθιέται μονάχα για αδυναμίες, που μπορεί η ίδια με υπερηφάνεια να ανεχθεί ή να ομολογήσει.

Προς ποια κατεύθυνση πρέπει να εξελιχθεί η Ευρώπη εξαρτάται από τη συνολική πολιτική ισορροπία που θα διαμορφωθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα εθνικά Κοινοβούλια της κάθε χώρας χωριστά. Η ενοποίηση προχωρούσε με ραγδαία βήματα από τη δημιουργία του αρχικού πυρήνα με λελογισμένες και προσεγμένες κινήσεις προς τις χώρες που ήταν ώριμες οικονομικά και πολιτικά. Έτσι διαμορφώθηκε η εσωτερική αγορά με την κατάργηση των δασμών και των τεχνικών εμποδίων. Η ολοκλήρωση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής οδήγησε στην εισαγωγή του κοινού νομίσματος, του ευρώ, για όσες χώρες το επιθυμούσαν και η ελευθέρα κυκλοφορία και εγκατάσταση πολιτών και κεφαλαίων άνοιξε το δρόμο για την αναζήτηση μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής και κοινής πολιτικής άμυνας.

Μετά το 1990 τα πράγματα δυσκόλεψαν, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, με την κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος και μετά την αποσύνθεση κρατών όπως η Τσεχοσλοβακία, η Γιουγκοσλαβία και βεβαίως πάνω από όλα η Σοβιετική Ένωση. Για λόγους κυρίως πολιτικούς έγιναν πρόωρα αποδεκτοί οι Πολωνοί, οι Τσέχοι, οι Σλοβάκοι, οι Ούγγροι, οι Σλοβένοι, οι Κροάτες, οι Εσθονοί, Λετονοί και Λιθουανοί και βεβαίως οι Ρουμάνοι και οι Βούλγαροι. Όλες αυτές οι χώρες παρουσίαζαν κολοσσιαία προβλήματα καθυστέρησης υποδομών και οργάνωσης της παραγωγής και είχαν ανάγκη να επεκταθεί το σύστημα αλληλεγγύης περιοχών που είχε ως πρώτη του εκδήλωση τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ), έμπνευση και υλοποίηση της ελληνικής διπλωματίας.

Βεβαίως οι πολιτικές αλληλεγγύης πρέπει να πολλαπλασιαστούν και να αναπτυχθούν κυρίως σε ότι αφορά την τεχνολογία και τις συγκοινωνίες. Δεν πρέπει όμως η ανασυγκρότηση των χωρών, που έπληξε ο κομμουνισμός, να γίνει σε βάρος των νότιων περιοχών, που παρουσιάζουν μια ιστορική καθυστέρηση (Ισπανία, Πορτογαλία, Νότια Ιταλία, Κύπρος, Μάλτα και βεβαίως Ελλάδα). Γι’ αυτό το λόγο, πρέπει να αυξηθεί ο προϋπολογισμός της ΕΕ στο ύψος που εκάστοτε προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι κοινοτικές δαπάνες είναι ασήμαντο ποσοστό των προϋπολογισμών των χωρών μελών. Πρέπει να διευκολυνθούν οι τεχνολογικές και εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες όσων χωρών υστερούν. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι η νέα ιδεολογία, που πρέπει να αντικαταστήσει τις ατελέσφορες ιδεοληψίες του 19ου αιώνα για την κοινωνική ανατροπή.

Υπάρχει νέα ιδεολογία αλληλεγγύης αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση μείωσης των περιφερειακών διαφορών και παγκόσμιας ειρήνης: οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Το Προφίλ μας