Του Κωνσταντίνου Ζούλα
Θα σας θέσω μερικά απλά ρητορικά ερωτήματα. Εχει καταλάβει κανείς από εσάς τι ακριβώς θέλει να κάνει η κυβέρνηση αν αποφύγει τις εκλογές τον Μάρτιο και μείνει στην εξουσία άλλα δύο χρόνια; Ξέρει κανείς ποιο ακριβώς είναι το σχέδιο της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ πέραν του να υπονομεύουν τους κακούς δανειστές μας και να προσπαθούν να ματαιώσουν όποια μέτρα και μεταρρυθμίσεις βλέπουν ότι έχουν πολιτικό κόστος;
Και για να πάμε και στο αντίπαλον δέος: Εχει αντιληφθεί κάποιος από εσάς τι επακριβώς αντιπροτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ για να πάρει μπρος η ελληνική οικονομία πέραν των δώρων που υπόσχεται σε όλους ο κ. Τσίπρας και ουδείς μπορεί να εξηγήσει από πού θα βρει τα χρήματα για να τα πληρώσει; Εχετε ακούσει κανείς από στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ έστω ένα (!) δυσάρεστο μέτρο που προτίθεται να λάβει ο κ. Τσίπρας, πέραν των γενικολογιών ότι θα φορολογήσει περαιτέρω τους έχοντες και κατέχοντες;
Δεν κάνω τυχαία όλες αυτές τις ερωτήσεις. Παρακολουθούσα χθες μια πολιτική τηλεοπτική εκπομπή, η οποία επί ένα ημίωρο ασχολιόταν με το αν ο ηθοποιός κ. Παύλος Χαϊκάλης θα ψηφίσει ή δεν θα ψηφίσει τον διάδοχο του κ. Κάρολου Παπούλια. Λες και αυτό είναι το πρόβλημα της χώρας.
Δεν ξέρω αν θα με βρείτε υπερβολικό, αλλά ειδικώς τον τελευταίο καιρό μού προκύπτει συχνά η τρελή σκέψη ότι η χώρα χρειάζεται έναν εθνικό ψυχίατρο. Δεν το λέω μόνο με αφορμή την πραγματικά καινοφανή θεωρία που ακούγεται εσχάτως ότι κάποιοι θα ψηφίζουν, λέει, ΣΥΡΙΖΑ «όχι μόνο γιατί έχουν μπαϊλντίσει από την ατολμία των κ. Σαμαρά και Βενιζέλου, αλλά κυρίως γιατί πιστεύουν ότι ο Τσίπρας δεν πρόκειται να κάνει τίποτε από όσα υπόσχεται»! Κάνω την τρελή αυτή πρόταση, διότι γενικότερα μοιάζουμε να έχουμε επιλέξει να ζούμε σε μια συλλογική πλάνη, σαν να θέλουμε να αποκρύψουμε το πραγματικό μας πρόβλημα πίσω από επουσιώδη που εφευρίσκουμε.
Συζητάμε αν η Βουλή θα κατορθώσει να εκλέξει έναν ακόμη διακοσμητικό Πρόεδρο Δημοκρατίας και όχι την ανάγκη να υπάρξει ένα μίνιμουμ διακομματικής συμφωνίας μήπως και αρχίσει, επιτέλους, η χώρα να προσελκύει επενδύσεις. Τσακωνόμαστε για το αν οι τράπεζες είναι βιώσιμες (λες και μπορεί να υπάρξει οικονομία άνευ αυτών) και όχι για το πώς θα ενισχυθούν οι ελληνικές επιχειρήσεις, για να αυξηθεί η παραγωγή τους. Αναρωτιόμαστε πώς θα αναβάλουμε χρονικά τις προτάσεις της τρόικας για το ασφαλιστικό και όχι τι πρέπει να αλλάξουμε μόνοι μας, καθώς είναι αδύνατον 3,6 εκατομμύρια εργαζόμενοι να συντηρούν 2,7 εκατ. συνταξιούχους. Διαπληκτιζόμαστε για το αν έχουν δίκιο οι δικαστικοί να αποφασίζουν για τον εαυτό τους την επιστροφή των περικοπών τους και όχι για το γεγονός ότι τα δικαστήρια χρειάζονται τέσσερα ολόκληρα χρόνια για να αποφανθούν ακόμη και για μια απλή επιχειρηματική υπόθεση. Τη δε τελευταία εβδομάδα, το ανόητο σίριαλ που μονοπωλεί ξανά το ενδιαφέρον μας είναι το αν πρέπει ή δεν πρέπει να φυλάσσονται οι πύλες των ανώτατων ιδρυμάτων. Λες και αυτό είναι το κεντρικό πρόβλημα του μπάχαλου που ονομάζεται δημόσιο πανεπιστήμιο και όχι ότι το καλύτερο ελληνικό ΑΕΙ είναι τριακοσιοστό στα... τριακόσια καλύτερα του κόσμου.
Είναι πραγματικά τρομακτικό να συνειδητοποιήσει κανείς ότι διανύουμε τον έκτο χρόνο μιας ιστορικής κρίσης (που μακάρι ύστερα από 50 χρόνια να αναφέρεται στα σχολικά εγχειρίδια ως πρόσκαιρη καμπή στη διαδρομή της Ελλάδας...) και ακόμη και τώρα αρνούμαστε να συμφωνήσουμε για τα αυτονόητα. Οτι η χώρα χρεοκόπησε γιατί, απλούστατα, παρήγε πολύ λιγότερα από όσα ξόδευε και ότι ο μόνος τρόπος να μην τη βρουν ακόμη χειρότερα είναι να αποκτήσει ξανά την αυτάρκειά της. Δηλαδή να σταθεί στα πόδια της και να πάψει να δανείζεται.
Το έγραψε τόσο εύστοχα προσφάτως ο Φώτης Γεωργελές: «Ολα τα κόμματα παραπειστικά συζητάνε αν το χρέος είναι βιώσιμο. Ενώ το πρόβλημά μας είναι αν η οικονομία είναι βιώσιμη. Η οικονομία κάνει βιώσιμο ή όχι το χρέος».
Θα επεκτείνω λίγο τη σκέψη του καλού συναδέλφου επηρεασμένος και από μια πρόσφατη συζήτηση με ξένους δημοσιογράφους. Η Ελλάδα δεν μονοπωλεί πλέον το ενδιαφέρον της Ευρώπης, όπως συνέβαινε πριν από τέσσερα χρόνια. Οι ηγέτες της Ε.Ε. αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρότερα προβλήματα και ελάχιστη σημασία δίνουν πια στην ελληνική ιδιορρυθμία και στα καπρίτσια των πολιτικών μας. Εν ολίγοις, το ατύχημα δεν είναι όσο απίθανο θέλουμε να το ξορκίζουμε. Και δεν αποκλείεται να μας βρει εκεί που δεν το περιμένουμε όσο στη χώρα αυτή όλοι κοιτούν το δέντρο και όχι το δάσος, που εδώ και έξι χρόνια φλέγεται.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Θα σας θέσω μερικά απλά ρητορικά ερωτήματα. Εχει καταλάβει κανείς από εσάς τι ακριβώς θέλει να κάνει η κυβέρνηση αν αποφύγει τις εκλογές τον Μάρτιο και μείνει στην εξουσία άλλα δύο χρόνια; Ξέρει κανείς ποιο ακριβώς είναι το σχέδιο της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ πέραν του να υπονομεύουν τους κακούς δανειστές μας και να προσπαθούν να ματαιώσουν όποια μέτρα και μεταρρυθμίσεις βλέπουν ότι έχουν πολιτικό κόστος;
Και για να πάμε και στο αντίπαλον δέος: Εχει αντιληφθεί κάποιος από εσάς τι επακριβώς αντιπροτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ για να πάρει μπρος η ελληνική οικονομία πέραν των δώρων που υπόσχεται σε όλους ο κ. Τσίπρας και ουδείς μπορεί να εξηγήσει από πού θα βρει τα χρήματα για να τα πληρώσει; Εχετε ακούσει κανείς από στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ έστω ένα (!) δυσάρεστο μέτρο που προτίθεται να λάβει ο κ. Τσίπρας, πέραν των γενικολογιών ότι θα φορολογήσει περαιτέρω τους έχοντες και κατέχοντες;
Δεν κάνω τυχαία όλες αυτές τις ερωτήσεις. Παρακολουθούσα χθες μια πολιτική τηλεοπτική εκπομπή, η οποία επί ένα ημίωρο ασχολιόταν με το αν ο ηθοποιός κ. Παύλος Χαϊκάλης θα ψηφίσει ή δεν θα ψηφίσει τον διάδοχο του κ. Κάρολου Παπούλια. Λες και αυτό είναι το πρόβλημα της χώρας.
Δεν ξέρω αν θα με βρείτε υπερβολικό, αλλά ειδικώς τον τελευταίο καιρό μού προκύπτει συχνά η τρελή σκέψη ότι η χώρα χρειάζεται έναν εθνικό ψυχίατρο. Δεν το λέω μόνο με αφορμή την πραγματικά καινοφανή θεωρία που ακούγεται εσχάτως ότι κάποιοι θα ψηφίζουν, λέει, ΣΥΡΙΖΑ «όχι μόνο γιατί έχουν μπαϊλντίσει από την ατολμία των κ. Σαμαρά και Βενιζέλου, αλλά κυρίως γιατί πιστεύουν ότι ο Τσίπρας δεν πρόκειται να κάνει τίποτε από όσα υπόσχεται»! Κάνω την τρελή αυτή πρόταση, διότι γενικότερα μοιάζουμε να έχουμε επιλέξει να ζούμε σε μια συλλογική πλάνη, σαν να θέλουμε να αποκρύψουμε το πραγματικό μας πρόβλημα πίσω από επουσιώδη που εφευρίσκουμε.
Συζητάμε αν η Βουλή θα κατορθώσει να εκλέξει έναν ακόμη διακοσμητικό Πρόεδρο Δημοκρατίας και όχι την ανάγκη να υπάρξει ένα μίνιμουμ διακομματικής συμφωνίας μήπως και αρχίσει, επιτέλους, η χώρα να προσελκύει επενδύσεις. Τσακωνόμαστε για το αν οι τράπεζες είναι βιώσιμες (λες και μπορεί να υπάρξει οικονομία άνευ αυτών) και όχι για το πώς θα ενισχυθούν οι ελληνικές επιχειρήσεις, για να αυξηθεί η παραγωγή τους. Αναρωτιόμαστε πώς θα αναβάλουμε χρονικά τις προτάσεις της τρόικας για το ασφαλιστικό και όχι τι πρέπει να αλλάξουμε μόνοι μας, καθώς είναι αδύνατον 3,6 εκατομμύρια εργαζόμενοι να συντηρούν 2,7 εκατ. συνταξιούχους. Διαπληκτιζόμαστε για το αν έχουν δίκιο οι δικαστικοί να αποφασίζουν για τον εαυτό τους την επιστροφή των περικοπών τους και όχι για το γεγονός ότι τα δικαστήρια χρειάζονται τέσσερα ολόκληρα χρόνια για να αποφανθούν ακόμη και για μια απλή επιχειρηματική υπόθεση. Τη δε τελευταία εβδομάδα, το ανόητο σίριαλ που μονοπωλεί ξανά το ενδιαφέρον μας είναι το αν πρέπει ή δεν πρέπει να φυλάσσονται οι πύλες των ανώτατων ιδρυμάτων. Λες και αυτό είναι το κεντρικό πρόβλημα του μπάχαλου που ονομάζεται δημόσιο πανεπιστήμιο και όχι ότι το καλύτερο ελληνικό ΑΕΙ είναι τριακοσιοστό στα... τριακόσια καλύτερα του κόσμου.
Είναι πραγματικά τρομακτικό να συνειδητοποιήσει κανείς ότι διανύουμε τον έκτο χρόνο μιας ιστορικής κρίσης (που μακάρι ύστερα από 50 χρόνια να αναφέρεται στα σχολικά εγχειρίδια ως πρόσκαιρη καμπή στη διαδρομή της Ελλάδας...) και ακόμη και τώρα αρνούμαστε να συμφωνήσουμε για τα αυτονόητα. Οτι η χώρα χρεοκόπησε γιατί, απλούστατα, παρήγε πολύ λιγότερα από όσα ξόδευε και ότι ο μόνος τρόπος να μην τη βρουν ακόμη χειρότερα είναι να αποκτήσει ξανά την αυτάρκειά της. Δηλαδή να σταθεί στα πόδια της και να πάψει να δανείζεται.
Το έγραψε τόσο εύστοχα προσφάτως ο Φώτης Γεωργελές: «Ολα τα κόμματα παραπειστικά συζητάνε αν το χρέος είναι βιώσιμο. Ενώ το πρόβλημά μας είναι αν η οικονομία είναι βιώσιμη. Η οικονομία κάνει βιώσιμο ή όχι το χρέος».
Θα επεκτείνω λίγο τη σκέψη του καλού συναδέλφου επηρεασμένος και από μια πρόσφατη συζήτηση με ξένους δημοσιογράφους. Η Ελλάδα δεν μονοπωλεί πλέον το ενδιαφέρον της Ευρώπης, όπως συνέβαινε πριν από τέσσερα χρόνια. Οι ηγέτες της Ε.Ε. αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρότερα προβλήματα και ελάχιστη σημασία δίνουν πια στην ελληνική ιδιορρυθμία και στα καπρίτσια των πολιτικών μας. Εν ολίγοις, το ατύχημα δεν είναι όσο απίθανο θέλουμε να το ξορκίζουμε. Και δεν αποκλείεται να μας βρει εκεί που δεν το περιμένουμε όσο στη χώρα αυτή όλοι κοιτούν το δέντρο και όχι το δάσος, που εδώ και έξι χρόνια φλέγεται.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου