Μια συγκλονιστική μαρτυρία για όσα συνέβησαν την ημέρα που πέθανε ο Γέρος της Δημοκρατίας μέσα από τα μάτια του συγγραφέα Μανόλη Τσακίρη.
Ήταν γύρω στις 11 το πρωΐ, την 1η Νοεμβρίου 1968. Ένας φίλος ταξιτζής σταμάτησε μπροστά μου στην πλατεία Κάνιγγος, στην άνοδο της οδού Ακαδημίας. Είχαμε κάνει μαζί στο στρατό. Μου έγνεψε συνωμοτικά να καθίσω δίπλα του. «Πέθανε ο Γέρος», μου είπε .«Πριν δέκα λεπτά ήμουνα στον «Ευαγγελισμό»». «Ξεκίνα για κει», του λέω.
Μόλις έφτασα και μπήκα στην αυλή, κατέβαζαν στο φέρετρο τον Γέρο της Δημοκρατίας σκεπασμένο με ένα λευκό σεντόνι.
Γύρω από το φέρετρο, σμάρι τοαμήχανο πλήθος των ασφαλιτών το πήγαινε στο εκκλησάκι του νοσοκομείου.
Γύρω από το φέρετρο, σμάρι τοαμήχανο πλήθος των ασφαλιτών το πήγαινε στο εκκλησάκι του νοσοκομείου.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν ένας αστός, δημοκρατικός πολιτικός, πιστός στο κοινοβουλευτικό σύστημα. Ηγήθηκε σε μια κρίσιμη φάση της
πολιτικής μας ιστορίας του ανένδοτου αγώνα ενάντια στο πραξικόπημα των ανακτόρων, που είχε καθαιρέσει τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας, ανοίγοντας τον δρόμο στη μικρή απριλιανή χούντα που αλυσόδεσε τον ελληνικό λαό, ταπείνωσε τη χώρα και δημιούργησε την κυπριακή τραγωδία, άλλη μια οδυνηρή ήττα του ελληνισμού.
Κάποια άλλη στιγμή, θα γράψουμε τα πλήθος άγνωστα εν πολλοίς ή ξεχασμένα ντοκουμέντα, από την προσωπική μου σχέση με τη μεγάλη αυτή προσωπικότητα της σύγχρονης πολιτικής μας ιστορίας. Παραδείγματος χάριν, από το «πιστεύουμε και στη λαοκρατία», το μακελειό των Δεκεμβριανών και από την άλλη, το πώς αρνήθηκε ο Γεώργιος Παπανδρέου στον νομιμόφρονααντιστράτηγο του Γ’ Σώματος Στρατού, Τσολάκα, στα τέλη του 1966, που του πρότεινε να εισβάλλει στην Αττική με τα άρματά του, για να δέσει τη μικρή και μεγάλη χούντα των επίορκων του νέου ΙΔΕΑ. Αν δέχονταν τότε ο Γεώργιος Παπανδρέου, ίσως η μοίρα της χώρας μας να ήταν διαφορετική, ίσως όμως να είχαμε έναν ακόμα εμφύλιο πόλεμο.
«Δεν γίνεται, στρατηγέ», του απάντησε, «να ηγηθώ δημοκρατικού πραξικοπήματος».
Αλλά έχουμε και άλλα πολλά να πούμε εν καιρώ, προσωπικά ντοκουμέντα που μου διηγήθηκαν η Αλίκη Θεοδωρίδου, κόρη της Κυβέλης και ο πασίγνωστος δημοσιογράφος και ευθυμογράφος, σύζυγός της, Πωλ Νορ, κατά κόσμον Νίκος Νικολαΐδης, στα ταβερνάκια των Πετραλώνων, ή μετά από θεατρικές παραστάσεις στη «Σόνια» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, από το πώς υποδέχθηκε ο Πωλ Νορ τον δεκαοκτάχρονο Ανδρέα Παπανδρέου στη Νέα Υόρκη, έως τον χορό του εξόριστου από τον Μεταξά Γεωργίου Παπανδρέου με την Κυβέλη στην παραλία της Άνδρου.
Συγκινημένοι οι νοσοκόμοι τοποθέτησαν το φέρετρο στη μέση του ναού. Εκείνη την ώρα γύρω από το φέρετρο είμασταν τέσσερις άνθρωποι και πλήθος ασφαλιτών. Ο υπογράφων, ο Τάκης Παπαγεωργόπουλος, ο ηρωικός λοχαγός στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ, που μετά την πτώση της χούντας πήρε όλους τους βαθμούς που δικαιούνταν και σήμερα είναι αντιστράτηγος εν αποστρατεία, ( σε ψάχνω, Τάκη!), ο Θωμάς ο Χούτας, τέως βουλευτής, δικηγόρος, γιος του Στυλιανού Χούτα που τίμησε την ψήφο του λαού και στάθηκε δίπλα στον Γέρο της Δημοκρατίας κατά την αποστασία, κι ένας πολύ ηλικιωμένος, στρατηγόςόπως μας είπε αργότερα, συμμαχητής του Μαύρου Καβαλάρη, Νικολάου Πλαστήρα, στη Μικρασιατική εκστρατεία. Ο στρατηγός έκλαιγε με λυγμούς χαϊδεύοντας διαρκώς το μέτωπο του Γέρου και καταριόταν τη χούντα.
«Μη μιλάς, θα σε πάμε μέσα», ούρλιαζαν οι ασφαλίτες, μα ο στρατηγός δεν το έβαζε κάτω.
Σε λίγα λεπτά το μήνυμα διαδόθηκε σε όλη την Αθήνα. Το εκκλησάκι γέμισε ασφυκτικά, ενώ η βουή του κόσμου στο προαύλιο ακούγονταν μέσα στην εκκλησία. Εμείς εκεί, ακίνητοι, με δάκρυα στα μάτια, πενθούσαμε το σύμβολο της αντίστασης εναντίον της χούντας. Κάποια στιγμή είδα ότι άνοιγαν δρόμο ανάμεσα από τον κόσμο, για να περάσει η Μαργαρίτα με τον Γιώργο, που τότε ήταν δεκάξι χρόνων. Ήρθαν απευθείας από το αεροδρόμιο. Τους ακολουθούσε ο πρωτότοκος γιος του Γέρου και της Κυβέλης, Γιώργος Παπανδρέου.
Η συγκίνηση κορυφώθηκε. Κάποιοι στο βάθος τόλμησαν να φωνάξουν: «Δημοκρατία, Δημοκρατία». Τους άρπαξαν εν ριπή οφθαλμού οι ασφαλίτες για τα περαιτέρω...
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και εμφανίστηκε ο υφυπουργός της χούντας Βοβολίνης, πιο άσπρος κι απ’ το χαρτί που έβγαλε από την τσέπη του και άρχισε να διαβάζει πάνω από το φέρετρο, χωρίς ούτε μια στιγμή να κοιτάξει τον ωραίο νεκρό.
«Προς την οικογένεια του εκλιπόντος. Το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε να γίνει η κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου δημοσία δαπάνη και να εκπροσωπηθεί η κυβέρνηση δι' εμού στην εξόδειο ακολουθία».
Ο πρωτότοκος γιός του Γέρου, ο Γιωργάκης, έσκυψε και είπε στη Μαργαρίτα: «Δεν μπορούμε να το αρνηθούμε». Η Μαργαρίτα, με σκληρή ματιά και έξω φωνή για να το ακούσει και ο κόσμος, γύρισε και του είπε: «Αν δεχτείς, θα πάρω τον Γιώργο αμέσως και θα γυρίσω πίσω».
Ο Γιωργάκης ασφαλώς δεν το είπε αυτό ως μια υποχώρηση στη θέληση της χούντας, την οποία μισούσε, γιατί πάνω από όλα λάτρευε τον πατέρα του και δεν επέμεινε.
Η Μαργαρίτα γυρίζοντας προς τον Βοβολίνη που στεκόταν αποσβολωμένος, του είπε: «Δεν δεχόμαστε, κύριε, ούτε την πρότασή σας, ούτε να παραστεί κάποιος από εσάς στην κηδεία. Αν και δεν θα τολμούσατε, γιατί θα είναι εκεί ο λαός».
Το τί έγινε στις 3 Νοεμβρίου 1968, από τη Μητρόπολη έως το νεκροταφείο είναι γνωστό. Μια λαοθάλασσα τριακοσίων χιλιάδων ανθρώπων τιμώντας τον μεγάλο νεκρό, τιμούσε ταυτόχρονα και όλους τους φυλακισμένους, τους βασανισμένους, τους εξόριστους πατριώτες, διαδηλώνοντας ενάντια στη χούντα και τις δυνάμεις που την έφεραν στην εξουσία.
Περνώντας από την πλατεία Συντάγματος όλοι ξεχάσαμε το «πιστεύουμε και στη λαοκρατία». Είχαμε τότε άλλες προτεραιότητες. Ο κοινός μας εχθρός ήταν η ξενοκίνητη χούντα των μαύρων συνταγματαρχών.
- Ο Μανόλης Τσακίρης, πρόεδρος του υπερκομματικού Συλλόγου Οικολόγων Ύδρας, είναι συγγραφέας έξι βιβλίων. Βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για τη σωτηρία σημαντικών αρχαιοτήτων του 2ου π.Χ. αιώνος. Υπήρξε για 14 χρόνια στενός συνεργάτης του σκηνοθέτη Θόδωρου Αγγελόπουλου. Οργάνωσε εκδηλώσεις εντός και εκτός Ελλάδος με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον Κάρολο Κουν, τον Παύλο Μάτεσι, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Μανόλη Κάσδαγλη, κ.ά.
- thetoc.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου