Σε μία από τις σελίδες του βιβλίου που εκδόθηκε στη μεταπολίτευση, περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τα Χριστούγεννα του 1968 κατά τα οποία αποφυλακίστηκε μετά την 9μηνη απομόνωση και φυλάκιση του στις Φυλακές Αβέρωφ από την Χούντα.
Διαβάστε πώς περιγράφει ο ίδιος εκείνες τις στιγμές στο βιβλίο του.
“Στις 6.00′ μ.μ. της Παρασκευής 22 Δεκεμβρίου χτύπησε την πόρτα μου ένας χωροφύλακας. Κάποιοι σπουδαίοι ξένοι επισκέπτες είχαν έρθει να με δουν. Μου είπε να ετοιμαστώ να τους συναντήσω στο δωμάτιο όπου συνήθως συναντούσα το δικηγόρο μου. Αν ήθελα, μπορούσα να πάρω μαζί μου τη μικρή μου θερμάστρα.
Θα βελτίωνε τις συνθήκες για τους επισκέπτες. Αυτό μου έκανε έκπληξη. Γιατί επέτρεψαν στους ξένους να με επισκεφθούν; Το καλοκαίρι μού είχε γίνει μια σημαντική επίσκεψη από βουλευτές των σκανδιναβικών χωρών. Επιστρέφοντας στις χώρες τους, περιέγραφαν με λεπτομέρειες τις συνθήκες της φυλάκισης μου και δημιούργησαν αναρίθμητα προβλήματα στις σχέσεις της χούντας με τη Δυτική Ευρώπη. Πώς τόλμησε ο Παπαδόπουλος να επαναλάβει το πείραμα;Συνάντησα τους επισκέπτες μου. Ήταν εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που ήρθαν στην Ελλάδα με σκοπό να συλλέξουν στοιχεία και, επιστρέφοντας, να υποβάλουν την αναφορά τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. […] Μπορούσα να μιλήσω ελεύθερα. Τίποτα από ό,τι θα έλεγα δεν επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί σε βάρος μου. Για μένα αυτό ήταν θεόπεμπτο.
[…] Την επομένη η επίσκεψη της Μαργαρίτας και των παιδιών καθυστέρησε κάπως από την άφιξη καινούριων κρατουμένων. Έφτασα στο χώρο των επισκέψεων στις 12.45′ μ.μ., μόλις δεκαπέντε λεπτά πριν αρχίσει το ραδιόφωνο να μεταδίδει τα νέα. Βρήκα τη Μαργαρίτα, τον Γιώργο και τη μητέρα μου σε κάπως καλύτερη διάθεση. Κυκλοφορούσαν φήμες στην Αθήνα πως θα αποφυλακιζόμουν σύντομα, αλλά κανείς μας δεν ήθελε να το πιστέψει. Παρόμοιες φήμες είχαν και άλλοτε κυκλοφορήσει. Στη συζήτηση κυριαρχούσε η σκέψη πως θα περνούσα τα Χριστούγεννα στη φυλακή. Η Μαργαρίτα απεχθανόταν την ιδέα αυτή. Γι’ αυτή τα Χριστούγεννα ήταν η διαχωριστική γραμμή. Είχε συνηθίσει στη σκέψη πως, αν δεν ήμουν ελεύθερος μέχρι τα Χριστούγεννα, ίσως να μην ελευθερωνόμουν ποτέ. Στη 1.00′ μ.μ. το ραδιόφωνο άρχισε να μεταδίδει τα νέα. Δυναμώσαμε τις φωνές μας, για να μπορούμε να ακούμε ο ένας τον άλλο. Ξαφνικά, εκκωφαντικές επευφημίες κάλυψαν το κτίριο. Η Μαργαρίτα ξαφνιάστηκε.
– Τι ήταν αυτό; ρώτησε.
-Ίσως κάποιο αθλητικό γεγονός, απάντησα. Τα αθλητικά πάντα ενθουσιάζουν τους κρατούμενους.
Αλλά ο Γιώργος μας διέκοψε.
-Όxι, όxι, είπε. Άκουσα τη λέξη «αμνηστία». Στην πραγματικότητα, μου φαίνεται πως άκουσα «γενική αμνηστία».
Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Κατά κάποιο τρόπο δεν ήθελα να το
πιστέψω. Στράφηκα προς τον αξιωματικό που στεκόταν δίπλα στη Μαργαρίτα.
– Μίλησε το ραδιόφωνο για αμνηστία; ρώτησα.
—Δεν ξέρω. Μη οας απασχολεί το ραδιόφωνο. Μιλάτε στη σύζυγο σας.
Τα δάκρυα της Μαργαρίιας κυλούσαν ακατάπαυστα.
– Μη, Μαργαρίτα, είπα. Μην αφήνεις τη συγκίνηση να σε καταλάβει. Ακόμα κι αν είναι αμνηστία, δεν ξέρουμε αν με αφορά.
Αλλά εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Τουρνάς.
– Τι ακούω, τι ακούω; είπε με συστολή.
– Τι νέα; ρώτησα. Ανακοίνωσαν καμιά αμνηστία;
—Έτσι άκουσα, είπε χαμογελώντας ο Τουρνάς και προχώρησε προς το προαύλιο της φυλακής.
Η ώρα πέρασε. Η Μαργαρίτα, ο Γιώργος και η μητέρα μου έπρεπε να φύγουν.
-Αν είναι αμνηστία, γιατί σε κρατάνε εδώ; Θέλω να σε πάρω μαζί μου τώρα, έλεγε η Μαργαρίτα κλαίγοντας.
Έφυγαν. Μετά ήρθαν τα τρία μικρότερα παιδιά μου, η Σοφία, ο Νίκος και ο Ανδρέας. Με επισκέφθηκαν στο γραφείο του αρxιφύλακα. Άκουσαν τα νέα και ήταν κατασυγκινημένα. Σε λίγο έσβησε κάθε αμφιβολία. Ήρθε πάλι ο Τουρνάς.
– Ναι, είπε. Σας δόθηκε αμνηστία. Ο πρωθυπουργός μόλις είπε πως όλοι, από τον Ανδρέα Παπανδρέου μέxρι τον τελευταίο Έλληνα, θα πάρουν αμνηστία.
Για πρώτη φορά επέτρεψα στον εαυτό μου να νιώσει χαρούμενος. Τα
παιδιά με φιλούσαν συνεχώς, ρωτώντας πότε θα πήγαινα στο σπίτι. Ο
Τουρνάς απάντησε στα παιδιά:
– Εντός ωρών. Μόλις λάβουμε την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θα απολύσουμε τον πατέρα σας.
Δε με απέλυσαν ως τις εφτά το βράδυ της επομένης, που ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Από την ώρα που άκουσα τα νέα μέχρι να απολυθώ υπέφερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Οι ώρες έμοιαζαν με αιωνιότητα. Καθώς περνούσαν οι ώρες, η αμφιβολία μου μεγάλωνε. Έβλεπα τώρα την απαίσια ασχήμια του Αβέρωφ σε όλο της το μέγεθος, γιατί τώρα πια δε χρειαζόταν να το κρύβω από τον εαυτό μου. Δε χρειαζόταν πια να ελέγχω τα συναισθήματα μου, να υποβάλλομαι στην αυστηρή αυτοπειθαρχία την οποία απαιτούσε η μακροχρόνια φυλάκιση που πίστευα πως με περίμενε. Η φρουρά μου, η χωροφυλακή, όλοι άλλαξαν εντελώς. Προσπάθησαν να μου φέρονται ευχάριστα. Όλοι οι κανονισμοί ξεχάστηκαν. Οι νεαροί αξιωματικοί της χωροφυλακής άρχισαν να μου μιλάνε ελεύθερα. Μου αποκάλυψαν αμέσως το σύστημα των αξιών τους. Ήταν αφοσιωμένοι θαυμαστές του Παπαδόπουλου. Ένιωθαν καταφρόνια για τον πολιτικό κόσμο. Δυσφόρησαν για την απόπειρα του βασιλιά να ανατρέψει τον Παπαδόπουλο. Εγώ τους ήμουν αίνιγμα. Τους άρεσαν οι προοδευτικές μου θέσεις, αλλά πίστευαν πως με χρησιμοποιούσαν για προσωπείο οι κομουνιστές. Στην αμνηστία έδωσαν την εξήγηση πως ο Παπαδόπουλος αποφάσισε να με χρησιμοποιήσει, να συνεργαστεί μαζί μου. Πίστευαν πως μερικές από τις αξίες του Παπαδόπουλου δεν ήταν διαφορετικές από τις δικές μου. Κάποτε, ένας από αυτούς πέταξε ένα από τα αστεία που κυκλοφορούσαν τότε: «Τι Παπανδρέου, τι Παπαδόπουλος. Το ίδιο είναι. Και οι δύο είναι εναντίον του βασιλιά και εναντίον του κατεστημένου. Κόρακας κοράκου βγάζει μάτι;» Με τρόμαξε η ιδέα που είχαν για μένα, αλλά με έπιασε φρίκη στη σκέψη πως ο Παπαδόπουλος έτρεφε ελπίδες πως θα συνεργαζόμουν μαζί του.
Την Κυριακή, παραμονή των Χριστουγέννων, με επισκέφθηκε πάλι η Μαργαρίτα. Είχε αρχίσει να ανησυχεί. Γιατί αργούσαν τόσο πολύ; Γιατί δεν έφτασε η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως; Συνέβη τίποτα; Τίποτα δε συνέβη. Φαίνεται όμως πως η αμνηστία δημιούργησε προβλήματα. Μερικά μέλη της χούντας πίστευαν πως ο Παπαδόπουλος προχώρησε περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε και προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να περιοριστεί η έκταση της αμνηστίας. Αλλά, αφού το όνομα μου αναφέρθηκε σαφώς, δεν μπορούσε νε αλλάξει. Ο Ανδρέας Παπανδρέου έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος. Τι θα γινόταν όμως με τις χιλιάδες των πολιτικών κρατουμένων που περίμεναν να απολυθούν; Στο τέλος της όλης διαδικασίας μόνο τριακόσιοι πολιτικοί κρατούμενοι ωφελήθηκαν από το μέτρο.
Είχε κιόλας σκοτεινιάσει. Από το παράθυρο του κελιού μπορούσα να δω πολλά γνωστά πρόσωπα που μαζεύτηκαν στο απέναντι πεζοδρόμιο της λεωφόρου Αλεξάνδρας περιμένοντας την απόλυσή μου. Υπηρεσιακά αυτοκίνητα έρχονταν κι έφευγαν. Κάθε τόσο οι χωροφύλακες διέλυαν το μικρό πλήθος. Εγώ περίμενα. Τελικά, στις 6.30′ μ.μ. ο Τουρνάς ήρθε στο κελί μου. Ήταν έτοιμοι. Η γυναίκα μου περίμενε απέξω για να με πάρει στο σπίτι. Τον ακολούθησα στο γραφείο του. Ένας εισαγγελέας με περίμενε εκεί.
— Είστε τυxερός. Πρέπει να αισθάνεστε βαθιά ευγνωμοσύνη για την εθνική κυβέρνηση. Αν όμως κάνετε άλλη παράνομη πράξη, θα είμαστε πολύ αυστηροί.
Εγώ δεν είχα διάθεση για συζητήσεις. Ρώτησα ποια ήταν η διαδικασία. Έπρεπε να υπογράψω ορισμένα χαρτιά. Καθώς υπέγραφα, άκουσα τυχαία τη συζήτηση μεταξύ Τουρνά και εισαγγελέα. Ο Μίκης Θεοδωράκης, που κρατιόταν δίπλα στο νοσοκομείο Αβέρωφ, επρόκειτο επίσης να απολυθεί, σύμφωνα με τους όρους της αμνηστίας. Ο πατέρας του τον περίμενε έξω. Ο εισαγγελέας όμως ανακάλυψε πως το διάταγμα άφηνε ένα παραθυράκι. Ύστερα από «προσεκτική» ερμηνεία, η αμνηστία δε φαινόταν να τον καλύπτει.
[….] Είκοσι λεπτά αργότερα είχα φτάσει στο σπίτι. Αρκετοί φίλοι περίμεναν μπροστά στο σπίτι και δύο χωροφύλακες βημάτιζαν πάνω κάτω για να εξασφαλίσουν το αδιατάρακτο της «δημοσίας τάξεως». Ο Γιώργος βγήκε από το σπίτι. Τον αγκάλιασα και περπατήσαμε μαζί τα σκαλιά ως την πόρτα. Η Μαργαρίτα, τα παιδιά και πολλοί φίλοι ήταν εκεί για να με υποδεχτούν. Την άλλη μέρα ήταν Χριστούγεννα και ήταν για όλους μας μια χαρούμενη μέρα. Αλλά γρήγορα, γρηγορότερα απ’ ό,τι περίμενα, άρχισα να νιώθω το βάρος της δικτατορίας. [….] Αισθανόμουν μεγάλη αδυναμία. Με ενοχλούσε το στομάχι μου και τα πόδια μου έτρεμαν. Οι οχτώ μήνες στον Αβέρωφ είχαν τα αποτελέσματα τους. Το βράδυ των Χριστουγέννων πήγαμε στο Καστρί για να φάμε με τον πατέρα μου. Ήταν μια στιγμή που λαχταρούσα για πολύ καιρό. Τώρα που πλησίαζε, δείλιασα. Φοβόμουν πως δε θα άντεxε ο πατέρας μου τη συγκίνηση της συνάντησης μας έπειτα από τόσο καιρό. Αντίθετα, ήταν εξαιρετικά ευτυχής. Δεν τον θυμάμαι ποτέ τόσο ανακουφισμένο και τόσο ήρεμο όσο εκείνο το βράδυ. Ήμασταν πάλι μαζί. Ελεύθεροι, με περιορισμένη βέβαια σημασία, να ιδωθούμε, να μιλήσουμε, να πιούμε μαζί ένα ποτήρι κρασί.
*Από το βιβλίο του Ανδρέα Παπανδρέου «Η Δημοκρατία στο απόσπασμα», εκδόσεις Καρανάση, 1974 (και Α.Α. Λιβάνη, 2006)
thecaller.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου