Ο τροχονόμος στη μέση της διασταύρωσης με το δεξί χέρι ψηλά και την σφυρίχτρα στο στόμα,
ρύθμιζε την κυκλοφορία. Ξάφνου από το πεζοδρόμιο και ενώ
τα φανάρια ήταν πράσινα για τα αυτοκίνητα, πετάγεται ένας πεζός και
διασχίζει κάθετα το δρόμο. Το σφύριγμα του τροχονόμου παρατεταμένο και
τα χέρια του να πηγαίνουν
πέρα δώθε νευριασμένα.
–Πού πάς άνθρωπέ μου, πως περνάς έτσι το δρόμο χωρίς να ελέγξεις; Θα σε σκοτώσουν τα αυτοκίνητα!!!
–Εμένα δεν με σκοτώνει τίποτα, είμαι πεθαμένος, είπε ο πεζός.
Ο τροχονόμος τον κοίταξε απ την κορφή ως τα νύχια, φρεσκοξυρισμένος, κουστουμαρισμένος, μύριζε λουλούδια, του κουτιού.
–Άντε και να σε πιστέψω, του είπε, αλλά πεθαμένος και δεν πήγες ούτε
στον παράδεισο, ούτε στην κόλαση, ή όπου αλλού, σε κάποιον άλλο κόσμο
τέλος πάντων;
–Πήγα, πως δεν πήγα, αλλά τζίφος. Όταν πέθανα
περιπλανήθηκα τρεις μέρες πέρα δώθε στο σύμπαν, και κάποια στιγμή φτάνω
έξω από τον παράδεισο. Χτυπάω την πόρτα και μου ανοίγει ο Άγιος Πέτρος.
– Μπα, καλώς τον, καιρό είχε να μας επισκεφτεί κάποιος, καιρό είχαμε να
δούμε κι έναν καλό άνθρωπο, καλώς όρισες. Με πήρε από το χέρι και με
πήγε στη ρεσεψιόν.
–Να κάνουμε πρώτα τις διαπιστώσεις και μετά ελεύθερος κι ευτυχισμένος μαζί μας στον παράδεισο.
–Από πού είσαι ; με ρωτάει.
–Από την Ελλάδα, του απαντάω.
–Από την Ελλάδα; Από εκεί που το κάθε κόμμα έχει το θεό του και κανένας μα κανένας δεν σας έσωσε όταν ήταν στην εξουσία -
η πολύ δημοκρατία ήταν που σας έκανε να χάσετε το μπούσουλα - γιατί ο καθένας έκανε ότι ήθελε και βολεύονταν μόνο οι ημέτεροι.
Χώρια οι δώδεκα θεοί που είχατε πιο παλιά, εδώ ο θεός είναι ένας,
αν θές να ξέρεις, όχι σαν εκεί κάτω, που τους πιστεύετε και κανένας δεν
σας σώνει.
Με έδιωξε κακήν κακώς και βρέθηκα πάλι να τριγυρνάω στο σύμπαν ώσπου
έφτασα μπροστά στην κόλαση. Ένα τζάμι τεράστιο την χώριζε από τον
υπόλοιπο κόσμο.
Έβαλα τα χέρια πλάγια από τα μάτια μου και κοίταξα μέσα.
Βλέπω τον αρχιδιάολο να στέκεται στη μέση μιας αίθουσας και τα διαολάκια
γύρω-γύρω. Τα έβαλε σε τρείς σειρές και έλεγε.
–Αυτή είναι η εργατική τάξη και έδειξε την αριστερή σειρά, αυτή είναι το
κεφάλαιο και έδειξε την δεξιά και αυτή είναι η μεσαία τάξη και έδειξε
τη κεντρική σειρά και συνέχισε, όταν επαναστατεί η εργατική τάξη
απαυτώνει την μεσαία, με την σειρά της η μεσαία απαυτώνει
το κεφάλαιο. Όταν μειώνονται τα κέρδη του κεφαλαίου απαυτώνει την
μεσαία τάξη, με την σειρά της η μεσαία απαυτώνει την εργατική,
συμπέρασμα!!! σε κάθε μία, μα και σε όλες τις περιπτώσεις, απαυτώνεται η
μεσαία τάξη! Κοίτα ρε φίλε πολιτισμό η κόλαση. Χτυπάω
το τζάμι και με ανοίγει ο αρχιδιάολος.
–Βρέ–βρέ, πώς ξέπεσες εδώ; Πολύ δουλειά τελευταία!!!
–Να, ξέρετε, εγώ πέθανα και κάνω ένα γύρο κάπου να βολευτώ.
–Από πού είσαι ; με ρωτάει.
–Από την Ελλάδα, του απαντάω.
–Από την Ελλάδα; Και τι έκανες τη νύχτα της 15ης Ιουνίου, προχθές;
–Έψαχνα για φαρμακείο, να βρω βαζελίνη.
–Έψαχνες για φαρμακείο; άρα ήσουν σε τίποτα
επεισόδια αναρχικών και ήθελες τη βαζελίνη για τα μάτια σου, από τα
δακρυγόνα που σας έριχναν βροχή οι δυνάμεις της τάξης. Τσακίσου και
φύγε γρήγορα, δεν θέλουμε αναρχικούς στην κόλαση, ένας είναι ο αρχηγός
εδώ και μ’ έδιωξε κακήν κακώς.
–Άντε τώρα να του εξηγήσω τι την ήθελα τη βαζελίνη, τη νύχτα της νέας
συμφωνίας. Εγώ είχα όνειρα, προσπαθούσα να κάνω καλύτερη τη μέρα που
ερχότανε, πατώντας στα αυτονόητα με βάση τις δυνάμεις μου, και όλοι
αυτοί, που κατά καιρούς μεταπολιτευτικά
με κυβερνήσανε, μου πήρανε τη γη κατ’ απ’ τα πόδια, μνημόνια,
μείωση μισθών και συντάξεων, κούρεμα ομολόγων, και, και, και, και μου το
παίζουν και παρθένες, οι καργιοπολιτικάντηδες.
– Έτσι με έδιωξαν κι οι δυο και να ‘μαι, αλλά να σου πω κάτι, εδώ είναι ο
παράδεισος μα κάνανε κόλαση τη ζωή μου οι κατά καιρούς
κυβερνώντες , απλώς εγώ πρέπει να αλλάξω λίγο και να μην είμαι τόσο
ευκολόπιστος.
–Τώρα εσύ νεκρός και μιας και γύρισες πίσω, εδώ θα μείνεις στον παράδεισο, όπως λες, έτσι;
–Τι μας λες ρε, πεθαμένος είμαι δεν είμαι μαλάκας, ξέρεις πόσο ΕΝΦΙΑ πληρώνεις για έναν τάφο στην Ελλάδα; Άντε γεια.
3 σχόλια:
Εμπνεφσμένο μετά από κάμποσα τσίπουρα. Να τα λέμε και αυτά.
Μάγος είσαι;;;;;
Υ Π Ε Ρ Ο Χ Ο
Δημοσίευση σχολίου