Επίκαιρα Θέματα:

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022

Η παρέμβαση του Φίλιππου Σαχινίδη στην εκδήλωση της Ανανεωτικής Αριστεράς με θέμα: "Οικονομία και Ακρίβεια"

Η ελληνική οικονομία την τελευταία τριετία βρέθηκε αντιμέτωπη με τις συνέπειες μιας υγειονομικής και τώρα μιας ενεργειακής κρίσης.
Κρίνοντας τις επιδόσεις της στο διάστημα αυτό προκύπτει ένα εύλογο συμπέρασμα: παρά τις πολλές διαρθρωτικές αλλαγές που έγιναν από το 2010 και μετά η οικονομία εξακολουθεί να παραμένει περισσότερο ευάλωτη σε κοινές εξωγενείς διαταραχές σε σύγκριση με τις άλλες οικονομίες της ευρωζώνης.
Το διαπιστώσαμε αυτό το 2020 όταν παρά το μέγεθος της δημοσιονομικής παρέμβασης που ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν η μεγαλύτερη της ευρωζώνης είχαμε την δεύτερη μεγαλύτερη ύφεση από κοινού με την Ιταλία.
Το 2021 είχαμε την τρίτη καλύτερη επίδοση σε ότι αφορά το ρυθμό ανάπτυξης αλλά και πάλι με τεράστια δημοσιονομική παρέμβαση. Αθροιστικά για την αντιμετώπιση της κρίσης πανδημίας δόθηκαν 44,5 δις δηλ. 23% του ΑΕΠ.
Τώρα με τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα εξαιτίας της πανδημίας, την ενεργειακή κρίση και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία η ελληνική οικονομία καταγράφει μια από τις χειρότερες επιδόσεις στον πληθωρισμό.
Τον Σεπτέμβριο του 2022 ο ετήσιος πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ διαμορφώθηκε στο 12,1% (9,9% στην Ευρωζώνη).
Ο πληθωρισμός αυτός ήταν ο υψηλότερος από τότε που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία ετήσιου πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ (Ιανουάριος 1996).
Σε όρους Δείκτη Τιμών Καταναλωτή ήταν ο μεγαλύτερος από τον Δεκέμβριο 1993.
Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο 2022 ήταν ο έκτος υψηλότερος ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης.
Η Εσθονία ήταν στην πρώτη θέση με 24,2%, η Λιθουανία (22,5%), η Λετονία (22,4%), η Ολλανδία (17,1%), η Σλοβακία (13,6%), η Ελλάδα (12,1%) Βέλγιο (12,1%).
Με εξαίρεση την Ολλανδία οι χώρες που είχαν υψηλότερο πληθωρισμό από την Ελλάδα ήταν οι τρεις της Βαλτικής που συνορεύουν με Ρωσία και η Σλοβακία που βρίσκεται κοντά στα πεδίο της πολεμικής σύγκρουσης Ρωσίας-Ουκρανίας.
Τον Οκτώβριο του 2022 σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Eurostat o πληθωρισμός μειώθηκε στο 9,8% και είναι κάτω από τον μ.ό. της ευρωζώνης που εκτινάχθηκε στο 10,7%
Η κυβέρνηση της ΝΔ στην κριτική ότι απέτυχε να ελέγξει τον πληθωρισμό επικαλέστηκε αρχικά το επιχείρημα ότι είναι προσωρινός και αποκλειστικά εισαγόμενος και ότι η χώρα ξεκίνησε από χαμηλότερη βάση.
Επιχείρησε έτσι να αποσιωπήσει ότι η εκτίναξη του πληθωρισμού για μεγάλο διάστημα πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης είναι μεταξύ άλλων παραγόντων και το αποτέλεσμα των ολιγοπωλιακών και μονοπωλιακών δομών σε κρίσιμους τομείς για τη δημιουργία ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας.
Όπως επίσης ότι είναι περιορισμένοι ή αναποτελεσματικοί οι έλεγχοι που διενεργούνται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, τη ΡΑΕ και το Υπουργείο Ανάπτυξης.
Eξίσου σημαντικός παράγοντας είναι και η μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές.
Είναι πλέον κοινή θέση ότι ο πληθωρισμός θα χρειαστεί χρόνο για να μειωθεί.
Ας δούμε λοιπόν ποιες είναι οι επιλογές του πληθωρισμού από την ΕΚΤ που έχει ως καταστατική υποχρέωση τη σταθερότητα των τιμών και στην συνέχεια τι πρέπει να γίνει στην Ελλάδα για να βοηθηθούν όλοι όσοι πλήττονται από την ακρίβεια.
Η ΕΚΤ για να ελέγξει τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη μετά την άνοιξη του 2022 υιοθέτησε την άποψη ότι το μόνο διαθέσιμο εργαλείο - πέρα από τη μείωση του χαρτοφυλακίου της - είναι η απότομη και συνεχής αύξηση των επιτοκίων.
Τον Σεπτέμβριο του 2022 μέλη του ΔΣ της ΕΚΤ στη συζήτηση κατά την οποία αποφασίστηκε η περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων κατά 0,75% διατύπωσαν την άποψη ότι είναι υπαρκτός ο κίνδυνος ο πληθωρισμός να ανατροφοδοτείται και να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα ακόμη και αν η συνεχής αύξηση των επιτοκίων οδηγήσει την οικονομία της ευρωζώνης σε ύφεση. Πρόσφατα η Λαγκάρντ δήλωσε ότι η ύφεση δεν είναι αρκετή για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό.
Οι συζητήσεις στο ΔΣ και οι αποφάσεις της ΕΚΤ οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα μέλη του δεν δίνουν ιδιαίτερα βαρύτητα στο ενδεχόμενο τα συνεχιζόμενα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα και το ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας να οδηγήσουν σε μονιμότερες αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία.
Αν αυτή είναι η πιθανότερη εξέλιξη, τότε πριν αποφασίσουν κάθε νέα απότομη αύξηση επιτοκίων θα πρέπει να αξιολογήσουν αν τα υψηλότερα επιτόκια διευκολύνουν ή εμποδίζουν την μετακίνηση κεφαλαίων και ανθρώπινου δυναμικού σε άλλους κλάδους.
Όπως και αν εμποδίζουν την πραγματοποίηση επενδύσεων στους νέους κλάδους, καθώς η ζήτηση θα μειώνεται εξαιτίας της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής.
Δεν πρέπει να παραγνωρίζουν ότι εμποδίζοντας την αναδιάρθρωση της οικονομίας με τη λογική να κτυπήσουμε τον πληθωρισμό ανεβάζοντας πολύ και γρήγορα τα επιτόκια - παρά το γεγονός ότι στην Ευρώπη αυτός είναι από την πλευρά της προσφοράς και σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της ενεργειακής κρίσης - θέτουν τα θεμέλια για υψηλότερο πληθωρισμό στο μέλλον.
Και αυτό όχι λόγω της εδραίωσης των πληθωριστικών προσδοκιών αλλά γιατί θα υστερεί η παραγωγική δυναμικότητα της ευρωζώνης.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που δεν φαίνεται να έχει αξιολογηθεί ως σημαντικό από την ΕΚΤ είναι ο ασυντόνιστος συγχρονισμός στην σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής από τις περισσότερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου, γεγονός που αυξάνει τη πιθανότητα μιας παγκόσμιας ύφεσης.
Δεσμεύονται ότι θα συνεχίσουν τις αυξήσεις μέχρι να πέσει ο πληθωρισμός στο 2% παραγνωρίζοντας ότι η επίδραση των επιτοκίων στην οικονομία απαιτεί κάποιο χρονικό διάστημα.
Στην προσπάθεια της ΕΚΤ τα μέλη του ΔΣ ζητούν να έρθει αρωγός η δημοσιονομική πολιτική των χωρών της ευρωζώνης. Η κάθε χώρα έχει κάνει τις δικές της δημοσιονομικές παρεμβάσεις για να αντιμετωπιστεί η κρίση. Δεν έχουν όμως όλες τον ίδιο δημοσιονομικό χώρο που έχει για παράδειγμα η Γερμανία που ανακοίνωσε πρόγραμμα ύψους 200 δις. Ευρώ.
Ζητούν λοιπόν τα μέλη της ΕΚΤ από τις κυβερνήσεις να προχωρούν σε περιορισμένες και στοχευμένες δημοσιονομικές παρεμβάσεις ώστε να μην τροφοδοτούν περαιτέρω τον πληθωρισμό.
Διαφορετικά θα υποχρεωθεί η ΕΚΤ να προχωρήσει σε ακόμη μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίων.
Αν λοιπόν υιοθετηθούν οι απόψεις των μελών του ΔΣ της ΕΚΤ που εξακολουθούν να ασπάζονται το δόγμα της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον, ο κίνδυνος που διατρέχουν οι οικονομίες της ευρωζώνης είναι να βρεθούν αντιμέτωπες ξανά με τον αποπληθωρισμό εξαιτίας της βαθιάς ύφεσης που θα προκληθεί.
Δύο είναι τα κρίσιμα ερωτήματα από τη σκοπιά της πολιτικής οικονομίας:
(1) ποια κοινωνικά στρώματα πλήττονται περισσότερο από την έξαρση του πληθωρισμού;
(2) ποιοι θα πληρώσουν βαρύτερο τίμημα από την αποτυχία της ΕΚΤ να προλάβει την πληθωριστική έκρηξη και την προσπάθεια της να οδηγήσει τον πληθωρισμό στο μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% άμεσα.
Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση είναι προφανής.
Τα στρώματα με τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα που δεν μπορούν να αναπληρώσουν τις απώλειες στο διαθέσιμο εισόδημα εξαιτίας της ακρίβειας πλήττονται περισσότερο.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ ο κατώτατος μισθός έχει χάσει περίπου το 19% της αγοραστικής του δύναμης από τον Απρίλιο μέχρι σήμερα.
Μέσα στο 2022, οι απώλειες αγοραστικής δύναμης φτάνουν στο 40% για τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα έως 750 ευρώ, στο 9-14% για τα νοικοκυριά με εισόδημα 751-1.100 ευρώ.
Στα άλλα εισοδηματικά κλιμάκια είναι μικρότερες από 11% και μειώνονται όσο αυξάνεται το εισόδημα.
Τα μεσαία στρώματα που έχουν καταθέσεις στις τράπεζες ως μαξιλάρι προστασίας βλέπουν την πραγματική τους αξία να απομειώνεται καθώς τα πραγματικά επιτόκια καταθέσεων στην Ελλάδα είναι αρνητικά.
Στο μείγμα πληθωρισμού και υψηλότερου κόστους θέρμανσης, κάποια νοικοκυριά που έχουν στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο θα πρέπει να συνυπολογίσουν τις απώλειες από την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα ασύμμετρες είναι και οι κοινωνικές συνέπειες από την επιδιωκόμενη από την ΕΚΤ ύφεση στην ευρωζώνη με σκοπό τον έλεγχο του πληθωρισμού και τη γρήγορη επαναφορά του στο στόχο του 2%.
Οι χαμηλόμισθοι καλούνται από τα «νεοφιλελεύθερου» προσανατολισμού μέλη του ΔΣ της ΕΚΤ άλλοτε έμμεσα και άλλοτε άμεσα να μην διεκδικούν πλήρη αποκατάσταση των απωλειών στην αγοραστική τους δύναμη. Αυτή η έκκληση γίνεται παρά το γεγονός ότι δεν είχαν καμία ευθύνη για την έξαρση του πληθωρισμού ο οποίος ξεκίνησε από τα προβλήματα στην προσφορά αγαθών και την άνοδο στα ορυκτά καύσιμα και στην ενέργεια. Δεν συνοδεύεται όμως από αντίστοιχη έκκληση προς τις επιχειρήσεις να μην αυξάνουν τα περιθώρια κέρδους.
Η αύξηση των μισθών στην ευρωζώνη υπολείπεται κατά πολύ του ρυθμού του πληθωρισμού παρά το γεγονός ότι σε πολλές χώρες η ανεργία βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα και το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργατικού δυναμικού είναι από τα υψηλότερα των δυο τελευταίων δεκαετιών.
Στην ευρωζώνη η απασχόληση στο δεύτερο τρίμηνο του 2022 αυξήθηκε κατά 0,4%.
Αντί να εκληφθεί αυτό ως μια επιτυχία της οικονομικής πολιτικής τα «γεράκια» της ΕΚΤ υποστηρίζουν ότι προϋπόθεση για την μείωση του πληθωρισμού είναι η ύφεση και η αναστροφή της δυναμικής στην αγορά εργασίας ώστε να αυξηθεί η ανεργία.
Η επιλογή αυτή ισχυρίζονται είναι προτιμότερη από την εναλλακτική χωρίς να αποσαφηνίζουν ποια είναι η εναλλακτική και με ποια κριτήρια είναι χειρότερη από την ύφεση και την αύξηση της ανεργίας.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η επιθετική αύξηση των επιτοκίων θα οδηγήσει πολλούς εργαζόμενους στην ανεργία ιδιαίτερα αυτούς που απασχολούνται στους λιγότερο δυναμικούς κλάδους αν η ύφεση είναι βαθιά και η διάρκεια της υπερβεί τα δύο με τρία τρίμηνα.
Αντίθετα, όσες επιχειρήσεις λόγω ολιγοπωλιακών συνθηκών έχουν τη δυνατότητα να περάσουν στους καταναλωτές το αυξημένο κόστος παραγωγής διασφαλίζουν ή και αυξάνουν τα κέρδη τους.
Μια άλλη σημαντική παράμετρος για την αξιολόγηση των συνεπειών του πληθωρισμού είναι η επίδραση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και μέσω αυτού στην απασχόληση.
Το έλλειμμα σε αυτό παραμένει υψηλό για τρίτη συνεχόμενη χρονιά.
Αν διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα η θετική διαφορά στον πληθωρισμό σε σχέση με τον μ.ό. της ευρωζώνης το έλλειμμα θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα καθώς αργά αλλά σταθερά θα διαβρώνεται η ανταγωνιστικότητα.
Αυτό με τη σειρά του θα επιβραδύνει την αναπτυξιακή πορεία και θα μειώσει την απασχόληση στην Ελλάδα.
Αν λοιπόν υιοθετηθεί η πρόταση που διατυπώνουν οι σκληροπυρηνικοί της ΕΚΤ το τελικό αποτέλεσμα της μάχης καταπολέμησης του πληθωρισμού θα είναι να αυξηθεί το ποσοστό των κερδών και να μειωθεί το ποσοστό των μισθών στο ΑΕΠ.
Θα επαναληφθεί αυτό που συνέβη και με την αντιμετώπιση του πληθωρισμού στη δεκαετία του 1980.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΝΕ -ΓΣΕΕ το μερίδιο των μισθών ήδη μειώνεται σταθερά ακόμα και πριν την εμφάνιση του πληθωρισμού.
Αντιθέτως, από το α’ τρίμηνο του 2020 και ύστερα το μερίδιο των κερδών αυξάνεται σταθερά, παρά ορισμένες πρόσκαιρες διακυμάνσεις.
Σε χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία έχει χάσει πολύτιμο έδαφος ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης από την πολυετή κρίση και κατέγραψε αύξηση της ανισότητας λόγω της υγειονομικής κρίσης, η υλοποίηση των προτάσεων των σκληροπυρηνικών της ΕΚΤ αναμφίβολα οδηγεί σε περαιτέρω αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Αυτές οι εκτιμήσεις επιβεβαιώνονται και από την πρόσφατη μελέτη που εξέδωσε το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.
Το φτωχότερο 40% του πληθυσμού κατέχει όλο και μικρότερο μέρος του συνολικού πλούτου.
Το μερίδιό του μειώθηκε σε 4,5% το 2019 από 6,5% που ήταν πριν δέκα χρόνια, το 2009. Αντίθετα το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 10% του πληθυσμού εμφανίζεται σταθερά υψηλότερο από την προ οικονομικής κρίσης περίοδο: Το 2019 είχε ανέλθει στο 41,3% έναντι 38,8% που ήταν το 2009.
Η χρηματοοικονομική κρίση του 2008-2009 μας δίδαξε ότι όταν οι πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης κατανέμουν ασύμμετρα τα βάρη στα κοινωνικά στρώματα τότε δημιουργούνται προϋποθέσεις για την ενίσχυση ακραίων αντισυστημικών και αντιευρωπαϊκών κομμάτων.
Η κατανομή των βαρών της αντιπληθωριστικής πολιτικής πρέπει να γίνει πιο δίκαια για να αποφευχθούν κοινωνικές εκρήξεις που μπορεί να οδηγήσουν σε πολιτική αστάθεια σε μια περίοδο μεγάλων γεωστρατηγικών και γεωοικονομικών μεταβολών και κινδύνων.
Με δεδομένη την ανάγκη η Ελλάδα να περάσει ξανά σε μικρά πρωτογενή πλεονάσματα οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις το 2023 και στη συνέχεια πρέπει να στοχεύουν στην στήριξη αποκλειστικά αυτών που έχουν ανάγκη και πλήττονται περισσότερο από τον πληθωρισμό.
Η κυβέρνηση πρόσφατα δρομολόγησε ως μέτρο προστασίας των νοικοκυριών από την ακρίβεια το καλάθι του νοικοκυριού. Μέτρο το οποίο ψήφισε η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής.
Η αποτελεσματικότητα του θα κριθεί στο επόμενο διάστημα. Επί του παρόντος υπάρχουν πολλές ενστάσεις ενώ κριτική έχει διατυπώσει και η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Η Επιτροπή επισημαίνει ότι: «δύνανται οι εταιρείες σούπερ μάρκετ να απαιτήσουν υψηλότερες προμήθειες- τέλη πρόσβασης από́ τους προμηθευτές προκειμένου να συμπεριλάβουν τα προϊόντα τους στο καλάθι του νοικοκυριού, ιδίως αν οι τελευταίοι δεν έχουν πρόσβαση στη λιανική́ αγορά́.
Μια τέτοια κατάσταση ενδέχεται να προκαλέσει στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό́ μεταξύ́ προμηθευτών: αφενός μεν θα ευνοούνται όσοι είναι σε θέση να "χρηματοδοτήσουν" την ένταξή τους στην πρωτοβουλία, αφετέρου ο εξαναγκασμός μικρών προμηθευτών να προβούν σε τέτοιες παροχές ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά́ τη βιωσιμότητά τους».
Σε ότι αφορά τη στήριξη των νοικοκυριών που πλήττονται από την κρίση πέρα από τις προτάσεις που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής για την αντιμετώπιση της ενεργειακής ακρίβειας είναι χρήσιμο να επιμείνουμε στα ακόλουθα:
Να εντατικοποιηθούν οι έλεγχοι σε επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται τις ολιγοπωλιακές συνθήκες στην αγορά για να ενισχύσουν την κερδοφορία τους.
Να ενισχυθούν τα προγράμματα αναβάθμισης δεξιοτήτων των εργαζομένων ώστε να μπορούν να μετακινηθούν σε θέσεις εργασίας με υψηλότερες αμοιβές.
Να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός στα 751 ευρώ.
Οι επιχειρήσεις που έχουν μεγάλα κέρδη να περάσουν με δική τους πρωτοβουλία ένα σημαντικό μέρος στους εργαζόμενους.
Να γίνει επαναφορά ενός αναθεωρημένου ΕΚΑΣ ώστε να ενισχυθούν αυτοί που πραγματικά έχουν ανάγκη.
Να κοστολογηθεί η πρόταση για μείωση των έμμεσων και των ειδικών φόρων κατανάλωσης ώστε να ληφθούν οι πιο αποτελεσματικές αποφάσεις προς αυτή την κατεύθυνση.
Να καθιερωθεί μια ενιαία φορολογική κλίμακα για όλα τα εισοδήματα από εργασία και κεφάλαιο.
Είναι κατάλληλη η στιγμή να ξεκινήσει η συζήτηση για την εισαγωγή της φορολογίας καθαρού πλούτου και των μεγάλων κληρονομιών.
Μετά την εμπειρία των τριών κρίσεων είναι ανάγκη να συμπληρώσουμε το θεσμικό πλαίσιο για τη δημοσιονομική πολιτική με την υποχρεωτική κατάθεση προς κοστολόγηση των κομματικών προγραμμάτων στο ΓΛΚ ή στο Δημοσιονομικό Συμβούλιο ή στο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Επιπρόσθετα, να αξιολογούνται αν συμβάλλουν στο διαρθρωτικό μετασχηματισμό της οικονομίας, στην αύξηση της απασχόλησης και στη μείωση των ανισοτήτων.
Τέλος, θα ήταν χρήσιμο να γίνεται από αυτούς του φορείς μια εκ των προτέρων αξιολόγηση των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών των δημόσιων δαπανών και των φόρων του Προϋπολογισμού και μια εκ των υστέρων αποτίμηση των δημοσιονομικών παρεμβάσεων ως προς την αποτελεσματικότητα τους.
Αν υιοθετηθούν αυτές οι προτάσεις η χώρα θα κινδυνεύει λιγότερο να βρεθεί ξανά αντιμέτωπη με τα δημοσιονομικά αδιέξοδα της περιόδου 2004-2009 που την οδήγησαν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και οι πολίτες θα γνωρίζουν όταν ψηφίζουν τι σημαίνουν οι προτάσεις των κομμάτων και ποιοι πραγματικά ωφελούνται από αυτές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Το Προφίλ μας