Όπως και να 'χει, οι «Λευκές Παπαρούνες» του Μπούρινου (βουνού πλούσιου σε ιστορία όσο και μοναδικού βιότοπου στην Ελλάδα με δεκάδες ενδημικά φυτά και 7-8 είδη μοναδικά στον κόσμο) προσφέρονται για ένα ταξίδι.
Αυτός είναι και ο λόγος που τις φιλοτέχνησε ο δημιουργός τους, ο ζωγράφος Κώστας Ντιός. Να ταξιδεύουν τους θαμώνες του ρεστοράν καθώς απολαμβάνουν το γεύμα τους ή το δείπνο τους, εξιστορώντας κατά κάποιο τρόπο περισσότερα απ' όσα συνήθως λένε οι τοπικοί οδηγοί ή οι κατάλογοι των γκαλερί.
Ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης και ο ζωγράφος συμφώνησαν- αντί για την κλασική σκηνή γλεντιού από την Νέα Ορλεάνη, που κοσμούσε τον τοίχo του καταστήματος, να τοποθετήσουν ένα από τα έργα του Δυτικομακεδόνα ζωγράφου, διαστάσεων 2Χ1,5 μ., εκτρέποντας με αυτή την παρουσίαση, απόψεις του τύπου «...η ζωγραφική ανήκει περισσότερο στα σαλόνια και στα μουσεία».
«Κανείς», λέει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ζωγράφος, «δεν πάει σε τέτοιους χώρους να δει έργα τέχνης, αλλά σίγουρα υποσυνείδητα- και σε αρκετούς συνειδητά- και με τα σχόλια που έχω προσωπικά εισπράξει, αυτές οι ζωγραφικές παρεμβάσεις λειτούργησαν θετικά και κάνανε τον χώρο πιο οικείο και ανθρώπινο».
Η έκθεση έργων ζωγραφικής σε χώρους διασκέδασης δεν ήταν πάντως λόγω της πανδημίας μια πρόσφατη συναίνεση για τον ζωγράφο. «Από το 1992, λέει, σε συνεργασία με διακοσμητές χώρων την εποχή εκείνη και για λόγους οικονομικούς ξεκίνησα να ζωγραφίζω μεγάλες επιφάνειες σε χώρους διασκέδασης στην Κοζάνη. Αυτό εκτόνωσε και την τάση μου να ζωγραφίζω έργα μεγάλων διαστάσεων τα οποία είχαν χρηστική σημασία.
Αρκετά από εκείνα τα έργα καταστράφηκαν λόγω αλλαγής χρήσης των χώρων, αλλά «πιστεύω ότι άφησαν ένα θετικό στίγμα σε ό,τι αφορά τη χρήση αυτόγραφων έργων ζωγραφικής σε δημόσιους χώρους...».
Πορτρέτα των ωραίων ανθρώπων της καθημερινότητας
Ο δημόσιος χώρος, η καθημερινότητα και συνήθως οι λαϊκοί πρωταγωνιστές της, αλλά και γνωστά κτίρια ή τοπία από τη (γενέτειρά του) Σιάτιστα, τον Μπούρινο, την Κοζάνη κι άλλες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας συνυπάρχουν σε πολλά έργα του Κώστα Ντιού, που ζωγραφίζει όπως ...αναπνέει, για να χαρακτηριστεί (2018) από την ιστορικό- κριτικό τέχνης Έλλη Κοκκίνη- Καπλάνη «ένας φιλόδοξος, επηρμένος δημιουργός που μπορεί να δει, να διεισδύσει, να κατανοήσει και να εκφράσει αβίαστα και άνετα, με τα δικά του εργονομικά εφόδια τις δικές του επιλεγμένες συναντήσεις και συγκρούσεις. Ένας ρηξικέλευθος τύπος», που «... οι υποβόσκουσες ανθρώπινες εν εξάρσει δυνάμεις του, αποπειρώνται να γεννούν εικόνες ανεξάντλητης σύστασης, έμπλεες από υπερβάσεις και προσανατολισμούς, τολμήματα θάρρους και ψυχής».
«Η ζωγραφική είναι για μένα», λέει ο Κώστας Ντιός, «ένας δημιουργικός τρόπος και εθιστικός εν τέλει, να ξοδεύω τον χρόνο μου. Δυστυχώς δεν έγινε ποτέ επάγγελμα, ένα πολιτισμικό δικαίωμα που σε μια πολιτισμένη κοινωνία θα δικαιούνταν οι εικαστικοί καλλιτέχνες και εν τούτοις το στερούνται διαχρονικά. Είναι φυσικό να συγχέεται κάποιος καλλιτέχνης με το αστικό τοπίο στο οποίο κινείται, κι αυτό αλλά και οι άνθρωποί του με τη σειρά τους να περνάνε στα έργα του εφ' όσον αυτά έχουν απεικονιστικό προσανατολισμό».
Ούτως ή άλλως, η ζωή των εικαστικών (επαγγελματιών και μη) εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων ποτέ δεν ήταν εύκολη. Ο ίδιος ως μόνιμος κάτοικος Κοζάνης, παραδέχεται ότι έχει στερηθεί τα «μεγάλα ανοίγματα σε αλλαγές, ρεύματα, ζυμώσεις, αίθουσες κ.ά.) που προσφέρουν στους εικαστικούς μεγάλες πρωτεύουσες,κερδίζοντας ως αντάλλαγμα «την αυταπάτη μιας ήρεμης ζωής...».
Η πανδημία και κυρίως τα μέτρα προφύλαξης για τους εκθεσιακούς χώρους στέρησαν περισσότερο από τους εικαστικούς το ...οξυγόνο τους. Στην ελληνική περιφέρεια -με τις λιγοστές αίθουσες τέχνης- η αδυναμία «παρουσίασης εικαστικών έργων» πολλαπλασιάστηκε κι ακόμη κι αν είσαι ζωγράφος με 30 εκθέσεις και εκατοντάδες έργα όπως ο Ντιός «είναι πάρα πολύ δύσκολο να λειτουργήσεις. Η παραμονή μου στην επαρχία ήταν συνέπεια των εργασιακών μου επιλογών, δηλαδή κάτι σαν αναπόφευκτο. Από την άλλη, ο κάθε ζωγράφος που δομεί τον ζωγραφικό του κόσμο, στο τέλος συγχέεται μ' αυτόν και κινείται κι αισθάνεται ασφαλής μέσα του, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε ανασφαλή κι αχαρτογράφητα τοπία. Συνήθως, αυτό το αντιλαμβάνεται, όταν είναι δύσκολο να αντιστραφούν οι συνέπειες των επιλογών του», ανέφερε.
Από το σφυρί στον καμβά
Πάντως ο ίδιος, τους ρόλους για το εικαστικό του μέλλον τους άλλαξε. Μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού με σκαρπέλο και σμίλη (εργαστήριο γλυπτικής César) και αποφοίτησε με πινέλα (εργαστήρι ζωγραφικής Οlivier Debré).
«Σε όλους τους εικαστικούς, λέει, υπάρχουν αυτές οι δύο πλευρές, του ζωγράφου και του γλύπτη. Σε μένα υπερίσχυε η διάθεση για ενασχόληση με τη γλυπτική, την εποχή που έδωσα εξετάσεις στο Παρίσι. Με τον καιρό, αυτή η διάθεση υποχώρησε για πρακτικούς λόγους αλλά και γιατί ανακάλυπτα σιγά σιγά τον εκπληκτικά πολύχρωμο και πολυποίκιλο κόσμο που υποσχόταν η ζωγραφική. Εν τούτοις η γλυπτική παραμένει από τότε το μεγάλο μου απωθημένο. Κάποιος μυημένος φιλότεχνος θα εντοπίσει σίγουρα τη διακριτική παρουσία στα ζωγραφικά μου έργα, μορφολογικών στοιχείων που προέρχονται απευθείας από τη γλυπτική».
Αν μη τι άλλο, μια τέτοια στάση μαρτυρά ότι ο γιος- ζωγράφος ακολούθησε την συμβουλή του πατέρα- που είχε σπουδάσει από τους πρώτους στην Ελλάδα ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όταν τη διηύθυνε ο περίφημος Γιώργος Ιακωβίδης- και σε κατοπινό χρόνο (του) είχε πει: «να υποστηρίζω χωρίς φόβο τις επιλογές μου και να εργάζομαι γι' αυτές».
Και το ταλέντο; Που ξεκίνησε από την Εcole Nationale superieure des Beaux- Arts του Παρισιού, στάθηκε άραγε αρκετό σε όλη διαδρομή;
«Το ταλέντο δεν είναι ποτέ μια συνθήκη ικανή για οποιονδήποτε δρόμο. Μεσολαβούν οι συμπληγάδες της επιβίωσης, οι περιστάσεις και οι σχέσεις με το περιβάλλον στο οποίο ζει κάποιος, αλλά και οι επιλογές που έχει κάνει», απαντά. Και σ' αυτές τις επιλογές προστίθεται και η περίοδος του ζωγράφου που δίδαξε εικαστικά στη Μέση Εκπαίδευση και «μου έδειξε πως σχεδόν όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με ταλέντο στην εικαστική έκφραση, πράγμα που παραδόξως χάνεται στη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Είναι κοινότοπο να επαναλαμβάνεται, αλλά τα παιδιά μέχρι την εφηβεία το πολύ, είναι απίστευτα αυθεντικοί δημιουργοί και δεν είμαι εγώ αυτός που το είπε πρώτος και σίγουρα, όχι ο τελευταίος».
Επιστρέφοντας στις... παπαρούνες του Μπούρινου απαντά ότι «δεν υπάρχει κάποια σκέψη για οποιαδήποτε συνέχεια (τέτοιων έργων) και σε άλλους χώρους, αφού ό,τι γίνεται έχει να κάνει με τη σχέση μου με συγκεκριμένους χώρους. Δεν έχει νόημα, προσθέτει, να γίνεται συνταγή κάποια κίνηση, η οποία έχει να κάνει με τη σχέση που αναπτύσσει κάποιος μ' αυτούς τους χώρους αλλά και τις προϋποθέσεις που παρέχουν αυτοί για την αξιοπρεπή ανάρτηση των έργων. Αυτό που υπάρχει σαν σκέψη προς το παρόν -καλώς εχόντων των πραγμάτων- είναι να αλλάζουν κατά καιρούς τα εκτιθέμενα έργα στο συγκεκριμένο χώρο, μετατρέποντας τη διαδικασία σε μια περιοδική έκθεση κάποιων ζωγραφικών μου έργων...».
«Τα έργα τέχνης», λέει καταληκτικά, «πρέπει να πηγαίνουν στους ανθρώπους που τα θέλουν πραγματικά. Είναι μια μορφή υιοθεσίας που τη χρειάζονται και τα ίδια τα έργα σαν προϋπόθεση για τη συνέχιση του ταξιδιού τους. Αυτή η διαδικασία, όσο κι αν ακούγεται ρομαντικό, δεν πρέπει να προτάσσει το οικονομικό θέμα, αν και συνήθως είναι αναπόφευκτο».
Θανάσης Τσίγγανας
*Φωτογραφία έργου που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κώστας Ντιός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου