Κύριε
Σαχινίδη, πως αποτιμάτε τις εξελίξεις από το πρόσφατο Eurogroup; Θεωρείτε πως μπορούν να
συνεισφέρουν στην επανεκκίνηση της οικονομίας;
Οι αποφάσεις
του Eurogroup
πρέπει να αξιολογηθούν με γνώμονα τη συνεισφορά τους στην προσπάθεια για
επανεκκίνηση της οικονομίας και ασφαλή επιστροφή στις αγορές. Η επανεκκίνηση
της οικονομίας προϋποθέτει μεταξύ άλλων και την οριστική αντιμετώπιση του
προβλήματος του χρέους. Όποιες, όμως, σημαντικές αποφάσεις για το χρέος
ληφθούν, θα εφαρμοστούν κυρίως μετά το 2018. Αντίθετα, τα δημοσιονομικά μέτρα ύψους 5,6 δις και
ιδιαίτερα η αύξηση των άμεσων και έμμεσων φόρων σε συνθήκες περιορισμένης
ρευστότητας με capital controls, θα οδηγήσουν σε παράταση της ύφεσης που
ξεκίνησε από το 2008.
Τις υφεσιακές συνέπειες των μέτρων μπορούν να ανασχέσουν μόνο οι ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και νέα εισοδήματα. Η κυβέρνηση όμως εξακολουθεί να είναι αρνητική ή επιφυλακτική με τις ιδιωτικές επενδύσεις. Η παράταση της ύφεσης βλάπτει την οικονομία και δυσκολεύει την έγκαιρη και ασφαλή έξοδο της χώρας στις αγορές.
Τις υφεσιακές συνέπειες των μέτρων μπορούν να ανασχέσουν μόνο οι ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και νέα εισοδήματα. Η κυβέρνηση όμως εξακολουθεί να είναι αρνητική ή επιφυλακτική με τις ιδιωτικές επενδύσεις. Η παράταση της ύφεσης βλάπτει την οικονομία και δυσκολεύει την έγκαιρη και ασφαλή έξοδο της χώρας στις αγορές.
Συμμερίζεστε
τη γενικότερη αισιοδοξία ότι είμαστε κοντά στο κλείσιμο της αξιολόγησης και
στην οριοθέτηση ενός γενικού πλαισίου για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους;
Με την κατάθεση και ψήφιση
στο προσεχές διάστημα του πολυνομοσχεδίου για έμμεσους φόρους,
"κόκκινα" δάνεια, νέο ταμείο ιδιωτικοποιήσεων και το μηχανισμό
αυτόματης δημοσιονομικής προσαρμογής, η χώρα θα έχει ολοκληρώσει τις
υποχρεώσεις που απορρέουν από το τρίτο Μνημόνιο έτσι ώστε στο επόμενο Eurogroup
να κλείσει η πρώτη αξιολόγηση. Στο
Eurogroup αυτό είναι πιθανό να εξειδικευτούν και οι αποφάσεις για τις ενέργειες
ελάφρυνσης του χρέους. Οι κύριες παρεμβάσεις όμως στο χρέος φαίνεται ότι θα
γίνουν μετά το 2018 όταν θα έχει τελειώσει το τρίτο Μνημόνιο.
Η
πολιτική σας εμπειρία, και πολύ περισσότερο η θητεία σας σε οικονομικό
υπουργείο, σας επιτρέπει να αποκηρύξετε την άποψη ότι η ανάληψη πρωτοβουλιών
για τη διευθέτηση του χρέους δεν θα περάσει μέσα από σκληρότερα μέτρα;
Αποκλείετε να υπάρξει ένα τέταρτο Μνημόνιο, που θα εξασφαλίζει την περαιτέρω
χρηματοδότηση της οικονομίας, έναντι νέων δεσμεύσεων για όσα δεν θα έχουν
υλοποιηθεί και την επικαιροποίηση των απαιτήσεων;
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις
του πρόσφατου Eurogroup, η Ελλάδα καλείται να θεσμοθετήσει μέτρα ύψους 5,6 δισ.
ευρώ προκειμένου να πετύχει τη δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5%
του ΑΕΠ το 2018. Σε περίπτωση απόκλισης από το στόχο για το πρωτογενές
πλεόνασμα, η Ελλάδα δεσμεύτηκε ότι θα θεσμοθετήσει ένα αυτόματο μηχανισμό δημοσιονομικής
προσαρμογής, ώστε οι όποιες αποκλίσεις να αντιμετωπίζονται έγκαιρα. Αν, λοιπόν,
υπάρξουν αποκλίσεις από τους στόχους για το 2016, τότε η χώρα θα πρέπει το 2017
να πάρει μέτρα - κυρίως περικοπές δαπανών - για να τις εξαλείψει. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που βρίσκεται σε μνημόνιο,
έξι χρόνια μετά την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, όταν όλες οι άλλες χώρες που
μπήκαν σε μνημόνια έχουν πλέον πρόσβαση στις αγορές και επέστρεψαν σε ανάπτυξη.
Το αν θα πάμε σε τέταρτο Μνημόνιο, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις
επιλογές της κυβέρνησης. Διότι, τα μνημόνια, ούτε σκίζονται ούτε καταργούνται
με νόμους. Τα Μνημόνια είναι αχρείαστα μόνο όταν έχεις μια οικονομία
ανταγωνιστική, βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης και έχεις θέσει σε έλεγχο τα δημόσια
οικονομικά της χώρας.
Οι
αντοχές της πραγματικής οικονομίας και της κοινωνίας, μετά και το νέο
ασφαλιστικό – φορολογικό, διώχνουν τις ανησυχίες όσον αφορά στην ικανότητα της
χώρας να αποπληρώσει το χρέος και να παράξει τα αναγκαία κατά έτος
πλεονάσματα;
Θεωρώ ότι η Ελλάδα δεν
μπορεί να παράξει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ για χρονικό διάστημα
μιας δεκαετίας. Πολύ περισσότερο, που η προσπάθεια αυτή στηρίζεται κυρίως στην
αύξηση των φορολογικών συντελεστών σε μια περίοδο περιορισμένης ρευστότητας και
περιορισμένης φοροδοτικής ικανότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ανείσπρακτες
οφειλές προς το Δημόσιο έχουν φτάσει τα 87 δις. Εκτιμώ, ότι η φοροδιαφυγή και η
εισφοροδιαφυγή θα ενταθούν, καθιστώντας δυσκολότερη την επίτευξη των στόχων.
Για αυτό θεωρώ ότι, οι
Ευρωπαίοι πρέπει να προχωρήσουν σε πιο γενναίες αποφάσεις για το χρέος, ώστε ο
στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα να είναι πολύ χαμηλότερος από το 3,5% του
ΑΕΠ. Εμείς θα αναλάβουμε την ευθύνη για την ολοκλήρωση μεταρρυθμίσεων από τη
δικαιοσύνη και τη δημόσια διοίκηση μέχρι τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Αυτό θα διευκόλυνε την επιστροφή στην
ανάπτυξη και θα ενίσχυε την αξιολόγηση για την δυνατότητα εξυπηρέτησης του
χρέους.
Καθώς
συμπληρώνονται έξι χρόνια από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, γιατί νομίζετε
πως Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ευρωζώνης που παραμένει σε πρόγραμμα; Γιατί τα
δύο πρώτα Μνημόνια απέτυχαν να οδηγήσουν με ασφάλεια τη χώρα στις αγορές;
Θα αναφερθώ στους τρεις
σημαντικότερους, κατά την γνώμη μου, παράγοντες. Ο πρώτος, αφορά την έλλειψη ή
υπονόμευση, κατά την πορεία εφαρμογής, της αξιοπιστίας των προγραμμάτων. Για
παράδειγμα, όταν η κ. Μέρκελ και ο κ. Σαρκοζί αποφάσισαν τον Οκτώβριο του 2010
στη Ντοβίλ ότι αν μια χώρα προσφεύγει στον ευρωπαϊκό μηχανισμό θα αξιολογείται
πρώτα η βιωσιμότητα του χρέους της, αυτόματα ακυρώθηκε η αξιοπιστία του πρώτου
ελληνικού προγράμματος που εγκρίθηκε το Μάιο του 2010. Οι επενδυτές άρχισαν να
ανησυχούν για το ενδεχόμενο «κουρέματος» του ελληνικού χρέους και πουλήσανε τα
ομόλογα με αποτέλεσμα να ανεβούν ξανά τα spreads (σπρεντς) τα οποία είχαν
αρχίσει να πέφτουν μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου του 2010. Το δεύτερο ελληνικό
πρόγραμμα είχε πρόβλημα αξιοπιστίας εξαιτίας του υψηλού δημοσιονομικού στόχου
για το πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα τα τελευταία σαράντα χρόνια
ποτέ δεν πέτυχε τη δημιουργία τόσο υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Πως θα
τα πετύχαινε τώρα;
Ο δεύτερος παράγοντας, σχετίζεται
με την έλλειψη ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών συναινέσεων, αναγκαίων για
την αντιμετώπιση της κρίσης όπως φάνηκε και από την επιτυχή έξοδο τριών χωρών
της Eυρωζώνης
από τα Mνημόνια.
Αναφέρομαι στην Ιρλανδία, Πορτογαλία και Κύπρο. Η άγονη αντιπολίτευση και ο
στείρος αντιμνημονιακός λόγος, αρχικά από την ΝΔ με προγράμματα τύπου «Ζαππείων»
και μετέπειτα από το ΣΥΡΙΖΑ με τα προγράμματα «Θεσσαλονίκης», εξηγεί γιατί
είμαστε ακόμη η μόνη χώρα σε Μνημόνιο.
Τέλος, ένας άλλος
παράγοντας, σχετίζεται με τη λεγόμενη «ιδιοκτησία» του προγράμματος. Όλες οι
κυβερνήσεις γνωρίζοντας το μεγάλο πολιτικό κόστος που συνεπάγονταν η εφαρμογή
των όσων προβλέπονταν στο πρόγραμμα, αντιμετώπιζαν τα προγράμματα ως κάτι που
επιβλήθηκε από τους ξένους. Καμία όμως κυβέρνηση δεν κατάθεσε ένα δικό της
πρόγραμμα με βάση το οποίο και για όσο θα διαρκούσε η εφαρμογή του, οι θεσμικοί
δανειστές θα ήταν διατεθειμένοι να καλύψουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες της
χώρας για να αντιμετωπιστούν οι ανισορροπίες της οικονομίας.
Το
τρίτο Μνημόνιο δεν μπορεί να βοηθήσει την ελληνική κυβέρνηση να χτίσει το δικό
της "success story" μέσω της συμμόρφωσης στο πρόγραμμα;
Η χώρα μπορεί να επιστρέψει
με ασφάλεια στις αγορές, αρκεί η κυβέρνηση να εφαρμόσει τις δεσμεύσεις που
ανέλαβε με την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου τον Αύγουστο του 2015, και να
προχωρήσει σε όλες τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα καταργήσουν το
πελατειακό κράτος που μας οδήγησε στην κρίση το 2009. Αν η χώρα έχει να
επιδείξει αποτελέσματα στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων, τότε μπορεί να διεκδικήσει
μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα και να διευκολύνει την επιστροφή
στην ανάπτυξη. Και βέβαια, έχει πολύ μεγάλη σημασία, να εφαρμόζει τα όσα
νομοθετεί. Γιατί πολλοί πιστεύουν ότι οι υποχρεώσεις της κυβέρνησης
εξαντλούνται στην νομοθέτηση όσων δεσμεύσεων περιλαμβάνονται στο μνημόνιο. Όμως
το μεγάλο πρόβλημα, είναι η μη εφαρμογή τους - παρότι έχουν ψηφιστεί - όπως
έχει πλέον φανεί από την εξαετή εμπειρία με τα μνημόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου