Επί έναν χρόνο, είτε με παρελκυστική πολιτική, είτε με συγκαλυμμένη υπονόμευση, είτε με ανοιχτή ανυπακοή, οι κατεστημένες δυνάμεις του παραγοντισμού και της αδράνειας στα Πανεπιστήμια πέτυχαν να ματαιώσουν έως αυτή τη στιγμή την εφαρμογή του νόμου 4009/11 για την Ανώτατη Εκπαίδευση παραβιάζοντας κατάφωρα την απόφαση του ελληνικού κοινοβουλίου και περιφρονώντας προκλητικά τον ελληνικό λαό και τους αντιπροσώπους του.
Μέσα στη δίνη της κρίσης, όταν όλοι αγωνιούσαν σε κάθε κρίσιμη καμπή ποιο θα ήταν το μέλλον και ποια η σωτηρία της χώρας, αυτοί μεθόδευαν με απαράμιλλη προσήλωση τη διατήρηση του status quo στη μικροεπικράτειά τους πνίγοντας με την τακτική τους κάθε πνεύμα ανανέωσης.
Έκτακτες σύνοδοι πρυτάνεων, ειδικές ανακοινώσεις, ψηφίσματα συντεχνιών, εντεταλμένες καταλήψεις, προσφυγές, κινητοποιήσεις ομάδων κρούσης από πόλη σε πόλη και από Πανεπιστήμιο σε Πανεπιστήμιο, βίαιη παρεμπόδιση των εκλογών για τα μέλη των Συμβουλίων, απειλές και στοχοποίηση καθηγητών υπερασπιστών της μεταρρύθμισης, αμετροεπείς συγκεντρώσεις εθνικο-λαϊκιστικού περιεχομένου, ad hoc συνελεύσεις ετερόκλητης σύνθεσης με ανύπαρκτη νομιμοποίηση, απροκάλυπτη προπαγάνδα σε πανεπιστημιακά έντυπα, για να μείνουν όλα ως έχουν. Μόνος στόχος η ακύρωση του νόμου και η προάσπιση των συμφερόντων τους εις βάρος των φοιτητών, των γονέων τους και του δημοσίου συμφέροντος.
Αφού παρέλυσαν επί ένα έτος τις διαδικασίες αφήνοντας διοικητικά κενά, έρχονται τώρα που ο χρόνος τελειώνει, συντονισμένοι δεξιοί και αριστεροί μαζί, με τον δικό τους πλέον υφυπουργό στο Υπουργείο Παιδείας (πρόταση της Δημάρ!) για να μας πουν ότι ο νόμος είναι ανεφάρμοστος! Αφού έκαναν τα πάντα για να μην εφαρμοστεί, τώρα δηλώνουν πως είναι ανεφάρμοστος και αξιώνουν να αποσυρθεί ή να αλλάξει. Κατέστησαν το υποκειμενικό τους ενδιαφέρον αντικειμενική πραγματικότητα. Και πού μας λένε ότι είναι ανεφάρμοστος; Εκεί που τους θίγει πιο πολύ: στην αξιολόγηση για τις προαγωγές και τη χρηματοδότηση, στη διοίκηση που αφαιρείται με τον νέο νόμο από τις σημερινές ομάδες εξουσίας και στις ακαδημαϊκές δομές με τους παγιωμένους συσχετισμούς ισχύος.
Μία από τις αλλαγές που ζητείται επίμονα είναι η εκλογή των κοσμητόρων από τα μέλη ΔΕΠ αντί της εκλογής τους από τα Συμβούλια μετά από υποβολή υποψηφιοτήτων. Πολύ δημοκρατικό θα έλεγε κανείς. Γιατί όμως η αλλαγή αυτή αλλάζει τη φιλοσοφία του νόμου; Ποια είναι η φιλοσοφία του νόμου; Ο νόμος που ψηφίστηκε από την Ελληνική Βουλή θέλει να φέρει στη διοίκηση των Πανεπιστημίων τα μέλη ΔΕΠ με ικανότητες διοίκησης και να καθιερώσει σε όλη την κλίμακα μια λογική λογοδοσίας από κάτω προς τα πάνω που απουσιάζει σήμερα παντελώς. Γιατί απουσιάζει; Διότι τα όργανα διοίκησης των ΑΕΙ εκλέγονται σήμερα από καθηγητές και φοιτητές με τις γνωστές διαδικασίες συναλλαγής και καθώς οι διοικήσεις εξαρτώνται από την ψήφο τους, δεν μπορούν να ελέγξουν αυτούς τους οποίους εποπτεύουν. Ο νέος νόμος αντίθετα δεν εξαρτά τον κοσμήτορα στη διοίκηση της Σχολής από την ψήφο αυτών τους οποίους διοικεί και τον υποχρεώνει να λογοδοτεί στο Συμβούλιο που τον επέλεξε για το έργο που έχει επιτελέσει και το οποίο περιλαμβάνει τη συγκρότηση επιτροπών για την επιλογή, εξέλιξη και αξιολόγηση των μελών ΔΕΠ. Αν ο κοσμήτορας εκλέγεται από τα μέλη ΔΕΠ τότε είτε δεν θα έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες είτε δεν θα μπορεί να εποπτεύει και να μετέχει ανεπηρέαστα στη διαδικασία αξιολόγησης του διδακτικού προσωπικού. Θα γυρίσουμε δηλαδή στη σημερινή κατάσταση των πελατειακών σχέσεων και των συσχετισμών ισχύος χωρίς λογοδοσία και χωρίς έλεγχο. Μα θα πει κανείς ο πρύτανης εκλέγεται, γιατί όχι και ο κοσμήτορας; Πρώτον, η εκλογή του πρύτανη προέκυψε ως συμβιβασμός και δεύτερον είναι λιγότερο προβληματική από αυτή του κοσμήτορα διότι ο κοσμήτορας βρίσκεται πιο κοντά στην εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία, πιο κοντά στο ακαδημαϊκό προσωπικό και έχει μεγαλύτερη σημασία η ανεξαρτησία του. Επιπλέον, ο ίδιος ο κοσμήτορας, εάν εκλέγεται από το ΔΕΠ, δεν θα μπορεί να ελέγχεται από το Συμβούλιο αφού θα μπορεί να υποστηρίζει πως λογοδοτεί μόνον στους ψηφοφόρους του με τους οποίους θα φροντίζει βέβαια να τα έχει καλά, όπως ακριβώς γίνεται τώρα. Όλη η λογική του νόμου καταρρέει αφού σπάει στον πιο κρίσιμο κρίκο της.
Φημολογείται επίσης ότι ζητείται η κατάργηση της ταξινομικής ψήφου για την εκλογή των μελών του Συμβουλίου, ενός καθαρά αναλογικού εκλογικού συστήματος που επελέγη ακριβώς διότι αντιστέκεται στους τακτικισμούς και στη χειραγώγηση της σταυροδοσίας. Η κατάργησή του θα είναι ένα δώρο σε όσους θέλουν ένα σύστημα στα μέτρα τους, πιο πλειοψηφικό. Τέλος, οι δύο άλλες αλλαγές που συζητούνται είναι πρώτον, η μεταφορά αρμοδιοτήτων από το Συμβούλιο στη Σύγκλητο, πράγμα που θα καταστήσει το Συμβούλιο εντελώς διακοσμητικό και τη μεταρρύθμιση στη διοίκηση μόνο κατ’ όνομα, και δεύτερον η επαναφορά του τμήματος αντί της σχολής ως ακαδημαϊκής μονάδας με βάσιμη κατ’ αρχήν ρητορική περί επιστημονικών αντικειμένων και πειθαρχιών αλλά με πραγματική μέριμνα για τους περισσότερους που το θέτουν να μην αλλάξουν οι δομές που μας είναι οικείες και διαχειρίσιμες.
Ο νόμος 4009 μπορεί να έχει επί μέρους αστοχίες και προβλήματα –προέβλεπε δε ο ίδιος την αξιολόγησή του μετά από ένα διάστημα εφαρμογής. Δεν πολεμήθηκε όμως γι’ αυτό. Πολεμήθηκε γιατί επιχείρησε να θίξει κατεστημένες εξουσίες και να ανασυντάξει τα ιδρύματα. Ο νόμος μάς συντονίζει με όσα συμβαίνουν διεθνώς γι’ αυτό και υποστηρίχθηκε από το μεγαλύτερο μέρος των πιο δυναμικών στοιχείων της πανεπιστημιακής κοινότητας, εκείνων που δεν φοβούνται την αξιολόγηση και τον ανταγωνισμό, που έχουν διεθνή παρουσία και παράγουν έργο ποιότητας, το έργο ακριβώς που επικαλούνται κατά καιρούς και αρκετοί αντίπαλοι της μεταρρύθμισης όταν μιλούν για την ποιότητα των ελληνικών πανεπιστημίων προκειμένου βεβαίως να τα αφήσουν στη μοίρα τους. Η ματαίωση της μεταρρύθμισης θα αναστείλει το έργο αυτών ακριβώς των δυναμικών στοιχείων, θα παρατείνει την κυριαρχία της λιμνάζουσας μετριοκρατίας στα ιδρύματα και θα υποθηκεύσει το μέλλον χιλιάδων φοιτητών και της ελληνικής κοινωνίας για πολλά χρόνια. Σήμερα οι νέοι δραπετεύουν, όταν μπορούν, στο εξωτερικό ως προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές, οι πανεπιστημιακοί δοκιμάζουν την τύχη τους σε ξένα ιδρύματα. Η μεγάλη μάζα των φοιτητών και των πανεπιστημιακών δεν αντιδρά στην εφαρμογή του νόμου (οι πρυτανικές αρχές ήταν αυτές που έσπρωξαν τις καταλήψεις και οι πανεπιστημιακοί όπου επιχειρήθηκε να γίνουν εκλογές έθεσαν υποψηφιότητα και έσπευσαν να ψηφίσουν). Αντιδρούν αυτοί που διαχειρίζονται την υπόθεση των πανεπιστημίων ως ιδιωτική τους υπόθεση ζητώντας την ολική επαναφορά της κατάστασης που διαμόρφωσαν και γνωρίζουν. Είναι κρίμα να χαθεί η ευκαιρία ενός νέου βηματισμού στα πανεπιστήμια που μπορεί να βοηθήσει σημαντικά την ανάταξη της χώρας. Η κυβέρνηση δεν έχει παρά να στηριχθεί σε όσους, και είναι πολλοί, νοιάζονται για το δημόσιο συμφέρον και τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια, σεβόμενη την απόφαση της ελληνικής Βουλής. Θα είναι γι’ αυτήν και για τα κόμματα που τη στηρίζουν δείγμα γραφής. Αν κάνουν πίσω τώρα θα είναι σαν να λένε ότι οι νόμοι του κράτους τελούν υπό αίρεση στον χώρο των ελληνικών πανεπιστημίων.
*Η Βάσω Κιντή είναι Αν. καθηγήτρια φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών.
Μέσα στη δίνη της κρίσης, όταν όλοι αγωνιούσαν σε κάθε κρίσιμη καμπή ποιο θα ήταν το μέλλον και ποια η σωτηρία της χώρας, αυτοί μεθόδευαν με απαράμιλλη προσήλωση τη διατήρηση του status quo στη μικροεπικράτειά τους πνίγοντας με την τακτική τους κάθε πνεύμα ανανέωσης.
Έκτακτες σύνοδοι πρυτάνεων, ειδικές ανακοινώσεις, ψηφίσματα συντεχνιών, εντεταλμένες καταλήψεις, προσφυγές, κινητοποιήσεις ομάδων κρούσης από πόλη σε πόλη και από Πανεπιστήμιο σε Πανεπιστήμιο, βίαιη παρεμπόδιση των εκλογών για τα μέλη των Συμβουλίων, απειλές και στοχοποίηση καθηγητών υπερασπιστών της μεταρρύθμισης, αμετροεπείς συγκεντρώσεις εθνικο-λαϊκιστικού περιεχομένου, ad hoc συνελεύσεις ετερόκλητης σύνθεσης με ανύπαρκτη νομιμοποίηση, απροκάλυπτη προπαγάνδα σε πανεπιστημιακά έντυπα, για να μείνουν όλα ως έχουν. Μόνος στόχος η ακύρωση του νόμου και η προάσπιση των συμφερόντων τους εις βάρος των φοιτητών, των γονέων τους και του δημοσίου συμφέροντος.
Αφού παρέλυσαν επί ένα έτος τις διαδικασίες αφήνοντας διοικητικά κενά, έρχονται τώρα που ο χρόνος τελειώνει, συντονισμένοι δεξιοί και αριστεροί μαζί, με τον δικό τους πλέον υφυπουργό στο Υπουργείο Παιδείας (πρόταση της Δημάρ!) για να μας πουν ότι ο νόμος είναι ανεφάρμοστος! Αφού έκαναν τα πάντα για να μην εφαρμοστεί, τώρα δηλώνουν πως είναι ανεφάρμοστος και αξιώνουν να αποσυρθεί ή να αλλάξει. Κατέστησαν το υποκειμενικό τους ενδιαφέρον αντικειμενική πραγματικότητα. Και πού μας λένε ότι είναι ανεφάρμοστος; Εκεί που τους θίγει πιο πολύ: στην αξιολόγηση για τις προαγωγές και τη χρηματοδότηση, στη διοίκηση που αφαιρείται με τον νέο νόμο από τις σημερινές ομάδες εξουσίας και στις ακαδημαϊκές δομές με τους παγιωμένους συσχετισμούς ισχύος.
Μία από τις αλλαγές που ζητείται επίμονα είναι η εκλογή των κοσμητόρων από τα μέλη ΔΕΠ αντί της εκλογής τους από τα Συμβούλια μετά από υποβολή υποψηφιοτήτων. Πολύ δημοκρατικό θα έλεγε κανείς. Γιατί όμως η αλλαγή αυτή αλλάζει τη φιλοσοφία του νόμου; Ποια είναι η φιλοσοφία του νόμου; Ο νόμος που ψηφίστηκε από την Ελληνική Βουλή θέλει να φέρει στη διοίκηση των Πανεπιστημίων τα μέλη ΔΕΠ με ικανότητες διοίκησης και να καθιερώσει σε όλη την κλίμακα μια λογική λογοδοσίας από κάτω προς τα πάνω που απουσιάζει σήμερα παντελώς. Γιατί απουσιάζει; Διότι τα όργανα διοίκησης των ΑΕΙ εκλέγονται σήμερα από καθηγητές και φοιτητές με τις γνωστές διαδικασίες συναλλαγής και καθώς οι διοικήσεις εξαρτώνται από την ψήφο τους, δεν μπορούν να ελέγξουν αυτούς τους οποίους εποπτεύουν. Ο νέος νόμος αντίθετα δεν εξαρτά τον κοσμήτορα στη διοίκηση της Σχολής από την ψήφο αυτών τους οποίους διοικεί και τον υποχρεώνει να λογοδοτεί στο Συμβούλιο που τον επέλεξε για το έργο που έχει επιτελέσει και το οποίο περιλαμβάνει τη συγκρότηση επιτροπών για την επιλογή, εξέλιξη και αξιολόγηση των μελών ΔΕΠ. Αν ο κοσμήτορας εκλέγεται από τα μέλη ΔΕΠ τότε είτε δεν θα έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες είτε δεν θα μπορεί να εποπτεύει και να μετέχει ανεπηρέαστα στη διαδικασία αξιολόγησης του διδακτικού προσωπικού. Θα γυρίσουμε δηλαδή στη σημερινή κατάσταση των πελατειακών σχέσεων και των συσχετισμών ισχύος χωρίς λογοδοσία και χωρίς έλεγχο. Μα θα πει κανείς ο πρύτανης εκλέγεται, γιατί όχι και ο κοσμήτορας; Πρώτον, η εκλογή του πρύτανη προέκυψε ως συμβιβασμός και δεύτερον είναι λιγότερο προβληματική από αυτή του κοσμήτορα διότι ο κοσμήτορας βρίσκεται πιο κοντά στην εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία, πιο κοντά στο ακαδημαϊκό προσωπικό και έχει μεγαλύτερη σημασία η ανεξαρτησία του. Επιπλέον, ο ίδιος ο κοσμήτορας, εάν εκλέγεται από το ΔΕΠ, δεν θα μπορεί να ελέγχεται από το Συμβούλιο αφού θα μπορεί να υποστηρίζει πως λογοδοτεί μόνον στους ψηφοφόρους του με τους οποίους θα φροντίζει βέβαια να τα έχει καλά, όπως ακριβώς γίνεται τώρα. Όλη η λογική του νόμου καταρρέει αφού σπάει στον πιο κρίσιμο κρίκο της.
Φημολογείται επίσης ότι ζητείται η κατάργηση της ταξινομικής ψήφου για την εκλογή των μελών του Συμβουλίου, ενός καθαρά αναλογικού εκλογικού συστήματος που επελέγη ακριβώς διότι αντιστέκεται στους τακτικισμούς και στη χειραγώγηση της σταυροδοσίας. Η κατάργησή του θα είναι ένα δώρο σε όσους θέλουν ένα σύστημα στα μέτρα τους, πιο πλειοψηφικό. Τέλος, οι δύο άλλες αλλαγές που συζητούνται είναι πρώτον, η μεταφορά αρμοδιοτήτων από το Συμβούλιο στη Σύγκλητο, πράγμα που θα καταστήσει το Συμβούλιο εντελώς διακοσμητικό και τη μεταρρύθμιση στη διοίκηση μόνο κατ’ όνομα, και δεύτερον η επαναφορά του τμήματος αντί της σχολής ως ακαδημαϊκής μονάδας με βάσιμη κατ’ αρχήν ρητορική περί επιστημονικών αντικειμένων και πειθαρχιών αλλά με πραγματική μέριμνα για τους περισσότερους που το θέτουν να μην αλλάξουν οι δομές που μας είναι οικείες και διαχειρίσιμες.
Ο νόμος 4009 μπορεί να έχει επί μέρους αστοχίες και προβλήματα –προέβλεπε δε ο ίδιος την αξιολόγησή του μετά από ένα διάστημα εφαρμογής. Δεν πολεμήθηκε όμως γι’ αυτό. Πολεμήθηκε γιατί επιχείρησε να θίξει κατεστημένες εξουσίες και να ανασυντάξει τα ιδρύματα. Ο νόμος μάς συντονίζει με όσα συμβαίνουν διεθνώς γι’ αυτό και υποστηρίχθηκε από το μεγαλύτερο μέρος των πιο δυναμικών στοιχείων της πανεπιστημιακής κοινότητας, εκείνων που δεν φοβούνται την αξιολόγηση και τον ανταγωνισμό, που έχουν διεθνή παρουσία και παράγουν έργο ποιότητας, το έργο ακριβώς που επικαλούνται κατά καιρούς και αρκετοί αντίπαλοι της μεταρρύθμισης όταν μιλούν για την ποιότητα των ελληνικών πανεπιστημίων προκειμένου βεβαίως να τα αφήσουν στη μοίρα τους. Η ματαίωση της μεταρρύθμισης θα αναστείλει το έργο αυτών ακριβώς των δυναμικών στοιχείων, θα παρατείνει την κυριαρχία της λιμνάζουσας μετριοκρατίας στα ιδρύματα και θα υποθηκεύσει το μέλλον χιλιάδων φοιτητών και της ελληνικής κοινωνίας για πολλά χρόνια. Σήμερα οι νέοι δραπετεύουν, όταν μπορούν, στο εξωτερικό ως προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές, οι πανεπιστημιακοί δοκιμάζουν την τύχη τους σε ξένα ιδρύματα. Η μεγάλη μάζα των φοιτητών και των πανεπιστημιακών δεν αντιδρά στην εφαρμογή του νόμου (οι πρυτανικές αρχές ήταν αυτές που έσπρωξαν τις καταλήψεις και οι πανεπιστημιακοί όπου επιχειρήθηκε να γίνουν εκλογές έθεσαν υποψηφιότητα και έσπευσαν να ψηφίσουν). Αντιδρούν αυτοί που διαχειρίζονται την υπόθεση των πανεπιστημίων ως ιδιωτική τους υπόθεση ζητώντας την ολική επαναφορά της κατάστασης που διαμόρφωσαν και γνωρίζουν. Είναι κρίμα να χαθεί η ευκαιρία ενός νέου βηματισμού στα πανεπιστήμια που μπορεί να βοηθήσει σημαντικά την ανάταξη της χώρας. Η κυβέρνηση δεν έχει παρά να στηριχθεί σε όσους, και είναι πολλοί, νοιάζονται για το δημόσιο συμφέρον και τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια, σεβόμενη την απόφαση της ελληνικής Βουλής. Θα είναι γι’ αυτήν και για τα κόμματα που τη στηρίζουν δείγμα γραφής. Αν κάνουν πίσω τώρα θα είναι σαν να λένε ότι οι νόμοι του κράτους τελούν υπό αίρεση στον χώρο των ελληνικών πανεπιστημίων.
*Η Βάσω Κιντή είναι Αν. καθηγήτρια φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου