Επίκαιρα Θέματα:

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Επανεξέταση Εφαρμογής του άρθρου 25 Ν. 3846/2010 ζητά το ΕΒΕ Κοζάνης


Το ΕΒΕ ζητά Επανεξέταση Εφαρμογής του άρθρου 25 Ν. 3846/2010, καθώς και των κριτηρίων και των μεθόδων της αναδρομικής αναζήτησης ασφαλιστικών εισφορών από τους επαγγελματίες εκείνους, που έχουν λάβει από τον ΟΑΕΕ απαλλακτικές βεβαιώσεις και δραστηριοποιούνται σε προαιρετικές περιοχές.
Με μια πλήρως εμπεριστατωμένη από νομικής πλευράς επιστολή για την αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του αρ. 25 του Ν. 3846/2012 με το οποίο από πλευράς ΟΑΕΕ αναζητούνται αναδρομικά ασφαλιστικές εισφορές από επαγγελματίες που έχουν λάβει απαλλακτικές βεβαιώσεις από τον Οργανισμό,
καθώς δραστηριοποιούνται σε προαιρετικές περιοχές πληθυσμιακών κατά βάση κριτηρίων, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο ζητά από την Διοικήτρια του ΟΑΕΕ, κ. Γεωργία Κωτίδου και τη Γενική Διεύθυνση Ασφαλιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης, την επανεξέταση εφαρμογής του άρθρου 25 Ν. 3846/2010.
Συγκεκριμένα στην επτασέλιδη επιστολή που υπογράφει ο Πρόεδρος του ΕΒΕ Κώστας Κυριακίδης, επισημαίνονται τα παρακάτω:

«Με την παρούσα, θα θέλαμε να σας γνωστοποιήσουμε ότι, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Π.Ε. Κοζάνης, κατά το τελευταίο έτος, έχει γίνει δέκτης δεκάδων διαμαρτυριών και παραπόνων από επαγγελματίες, οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε προαιρετικές περιοχές, για τους οποίους ο Οργανισμός σας είχε εκδώσει, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Ν. 3050/2002 και τις προϊσχύσασες μορφές του, απαλλακτικές βεβαιώσεις, δυνάμει των οποίων απαλλάχθηκαν αυτοί προσωρινά από την υποχρεωτική ασφάλιση του ΟΑΕΕ, καλούνταν δε, βάσει αυτών, μετά την παρέλευση τριετίας, να προσκομίσουν εκκαθαριστικά σημειώματα των τριών (3) τελευταίων ετών, προκειμένου να καθοριστεί η υποχρέωση ή μη ασφάλισης τους στο Ταμείο, με βάση το εισοδηματικό κριτήριο.
            Οι ανωτέρω επαγγελματίες καλούνται από τον Οργανισμό σας τους τελευταίους μήνες, να καταβάλουν αναδρομικά, ήτοι από 01.05.2010, σημαντικά ποσά ως ασφαλιστικές εισφορές, δυνάμει του άρθρου 25 του Ν.3846/2010, αλλά και της με αριθμό 80/30.09.2010 εγκυκλίου του Υπουργείου Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης, η οποία είναι ερμηνευτική και διευκρινιστική του παραπάνω Νόμου, στο Κεφάλαιο Ζ της οποίας ορίζονται τα «Κριτήρια Ελέγχου & Κατηγορίες Επαγγελματιών που ήδη δραστηριοποιούνται και θα κληθούν για έλεγχο». 
            Οι περισσότεροι από τους παραπάνω επαγγελματίες δεν είχαν καμία ενημέρωση για την κατάργηση του προϊσχύσαντος νομοθετικού καθεστώτος, αφού δεν έλαβαν καμία ειδοποίηση από τον Οργανισμό σας, σε ελάχιστους δε έχουν αποσταλεί μέχρι και σήμερα αποφάσεις ανάκλησης των απαλλακτικών τους βεβαιώσεων. Ακόμη, υπάρχουν περιπτώσεις επαγγελματιών, στους οποίους ο Οργανισμός σας απέστειλε συγκεντρωτικά λογαριασμούς καταβολής εισφορών για το διάστημα από 01.05.2010 και έπειτα, ενώ πολλοί από αυτούς, θορυβημένοι από την είδηση της αναδρομικής αναζήτησης εισφορών από συναδέρφους τους, προσέρχονται στα γραφεία σας στην Κοζάνη και ενημερώνονται, το πρώτον εκεί, από τους αρμοδίους υπαλλήλους σας για την θέση σε ισχύ  του ανωτέρω Νόμου και την ενδεχόμενη υποχρέωση τους για αναδρομική καταβολή εισφορών.
            Επί των ανωτέρω προβλημάτων που έχουν ανακύψει από την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 25 του Ν.3846/2010, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ την 11.05.2010, σημειώνουμε τα ακόλουθα:
            α) Η διάταξη του παραπάνω άρθρου συνιστά καταρχήν κατάφωρη παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στα άρθρα 26, 43 78 παρ.2 και 20 του Συντάγματος, καθόσον οι διοικητικές πράξεις δεν μπορούν να έχουν αναδρομική ισχύ. Δυνάμει της αρχής της μη αναδρομικής ισχύς των διοικητικών πράξεων, η ουσιαστική ισχύς αυτών δεν δύναται να ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο είτε της έναρξης της τυπικής δύναμης τους είτε τη έναρξης της τυπικής δύναμης ή της ουσιαστικής ισχύος των νομοθετικών πράξεων κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδίδονται, δηλαδή δεν είναι δυνατόν να παράγουν συνέπειες, οι οποίες ανατρέχουν σε χρονικό σημείο παλαιότερο από εκείνο της έκδοσης τους ή της δημοσίευσης τους, όπου αυτή απαιτείται. Η αρχή της μη αναδρομικής ισχύος των διοικητικών πράξεων κατοχυρώνεται και στο Σύνταγμα, καθώς ορισμένες διατάξεις αυτού περιορίζουν έμμεσα το δικαίωμα της Διοίκησης για την έκδοση αναδρομικών πράξεων επί ορισμένων ειδικών θεμάτων όπως λ.χ. στην περίπτωση επιβολής φόρων. Υπό το καθεστώς του ισχύοντος Συντάγματος έγινε δεκτό (άρθρα 26 και 43 του Συντάγματος) ότι, δεν είναι επιτρεπτή η αναδρομική κανονιστική ρύθμιση.
            Γενική διάταξη νόμου παρέχουσα έρεισμα προς καθιέρωση της εν λόγω αρχής είναι η διάταξη του άρθρου 2 του ΑΚ., σύμφωνα με την οποία «ο νόμος ορίζει περί του μέλλοντος και δεν έχει αναδρομική δύναμη». Η διάταξη αυτή, μη έχουσα αυξημένη τυπική δύναμη, απευθύνεται προς τα ερμηνεύοντα ή εφαρμόζοντα το νόμο διοικητικά ή δικαστικά όργανα, τυγχάνει δε εφαρμοστέα και επί των διοικητικών πράξεων και ως εκ τούτου η Διοίκηση δεν δύναται, χωρίς να υφίσταται στο Σύνταγμα η δυνατότητα, να προσδίδει σ’ αυτές αναδρομική ισχύ.
            Στο ίδιο πλαίσιο το άρθρο 78 παρ.2 του Συντάγματος προβλέπει ότι φόρος ή οποιοδήποτε άλλο οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύς, πέραν του προηγούμενου οικονομικού έτους κατά το οποίο επιβλήθηκε. Πιο συγκεκριμένα, στο θέμα της ανταπόδοσης, του ειδικού δηλαδή ανταλλάγματος προς την οικονομική επιβάρυνση, θα πρέπει να αναζητηθεί η διαφοροποίηση των εισφορών και λοιπών πόρων υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης από τους φόρους και η κατά συνέπεια κρίση περί της υπαγωγής τους στην έννοια του οικονομικού βάρους του άρθρου 78 παρ.2 του Συντάγματος. Οι ασφαλιστικές εισφορές και κοινωνικοί πόροι είναι δημόσια βάρη, ως επιβαλλόμενα αναγκαστικά σε τρίτα από τα ωφελούμενα πρόσωπα, για την ευόδωση δημοσίου σκοπού (έστω και ειδικού, όπως η προαγωγή της κοινωνικής ασφάλισης), πλην όμως, για να παρίσταται σύννομη η παραπάνω επιβάρυνση με την αρχή της ίσης κατανομής των δημοσίων βαρών, θα πρέπει να υπάρχει έστω και έμμεση ωφέλεια των βαρυνόμενων προσώπων (εργοδοτών και τρίτων προς την ασφαλιστική-εργασιακή σχέση προσώπων) από τον δημόσιο σκοπό υπέρ του οποίου έχουν τεθεί. Η ανυπαρξία άμεσης ωφέλειας των βαρυνόμενων με τις εισφορές ή τους κοινωνικούς πόρους προσώπων, διαφοροποιεί τα δημόσια βάρη, τα επιβαλλόμενα χάριν της κοινωνικής ασφάλισης σε εργοδότες ή τρίτα πρόσωπα, από τις εισφορές των ίδιων των ασφαλισμένων καθώς και από τα γνωστά στο χώρο του φορολογικού δικαίου ανταποδοτικά τέλη, όπου η ωφέλεια και στις δύο περιπτώσεις των βαρυνόμενων προσώπων είναι άμεση, αλλά δυνάμενη να είναι μελλοντική ή ενδεχόμενη.
            Η αναδρομική επιβολή ασφαλιστικών εισφορών σε βάρος του εργοδότη ή και τρίτων προσώπων, πέραν των ορίων του άρθρου 78 παρ.2 του Συντάγματος, θα μπορούσε να θεωρηθεί σύννομη για τις επιβαλλόμενες εισφορές με το άρθρο 25 του Ν.3846/2010 και τις βάσει αυτού εκδοθείσες ή ισχυροποιηθείσες υπουργικές αποφάσεις, μόνο εφόσον υπάρχει δυνατότητα ανταπόδοσης, έστω έμμεση, έστω μελλοντική, έστω ενδεχόμενη, πλην όμως στην περίπτωση εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου, εξ ορισμού, δεν υπάρχει δυνατότητα ανταπόδοσης.
            β) Περαιτέρω, το ανωτέρω άρθρο παραβιάζει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των διοικουμένων στο προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς.        Δικαιολογητικός λόγος της καθιερώσεως της αρχής αυτής θεωρήθηκε η ασφάλεια δικαίου, βασικό χαρακτηριστικό του κράτους δικαίου αλλά και πρωταρχικό στοιχείο γενικότερα μια δημοκρατικής κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση η έκδοση διοικητικών πράξεων με αναδρομική ισχύ επάγεται την προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων των διοικουμένων, την παραβίαση της αρχής της χρηστής Διοίκησης και της καλής πίστης, την καθ’ υπέρβαση της κατά το χρόνο αρμοδιότητας ενέργειας των διοικητικών οργάνων αλλά την παραβίαση της αρχής της ισότητας, καθόσον με την έκδοση αναδρομικών πράξεων εισάγονται αδικαιολόγητες διακρίσεις ή προνομιακή μεταχείριση υπέρ ορισμένων προσώπων αλλά και ανατρέπονται ήδη υφιστάμενες επί μακρόν πραγματικές καταστάσεις, η διατήρηση των οποίων δεν αντιβαίνει στο δημόσιο συμφέρον. 
            γ) Στο ίδιο πλαίσιο, το ανωτέρω άρθρο παραβιάζει την αρχή της απαγόρευσης της διπλής ασφάλισης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 39 Ν.2084/1992 και της τυπικής ασφάλισης, καθόσον πολλοί εκ των ανωτέρω επαγγελματιών ήταν ασφαλισμένοι σε έτερους φορείς κύριας ασφάλισης και κατέβαλαν για το διάστημα από 01.05.2010 και έπειτα ασφαλιστικές εισφορές. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 39 παρ.1 του Ν. 2084/1992 «Υποχρεωτική ασφάλιση επιτρέπεται σε ένα φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, ένα φορέα επικουρικής ασφάλισης, ένα φορέα ασφάλισης ασθένειας και ένα φορέα ασφάλισης πρόνοιας». Στην παρ.2 του ίδιου άρθρου αναφέρεται : «Τα πρόσωπα, για τα οποία προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις υποχρεωτική ασφάλιση σε περισσότερους του ενός ασφαλιστικούς φορείς, ασφαλίζονται υποχρεωτικά σε ένα φορέα, τον οποίο επιλέγουν με δήλωσή τους, που υποβάλλεται κάθε φορά σε όλους τους αρμόδιους φορείς και τους οικείους εργοδότες, εντός έξι (6) μηνών από την ανάληψη της δεύτερης απασχόλησης μισθωτής ή αυτοαπασχόλησης - ή την απόκτηση της ιδιότητας...».
            Εξάλλου κατά γενική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου, σε περίπτωση που δεν υπάρχει ρητή περί αντιθέτου διάταξη, εάν κάποιος κατέβαλε τακτικά τις ασφαλιστικές εισφορές ως ασφαλισμένος σε κάποιον οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης, θεωρώντας με καλή πίστη ότι υπάγεται στην ασφάλιση του, ο δε οργανισμός εισέπραττε ανεπιφύλακτα τις εισφορές αυτές, η αμφισβήτηση από τον οργανισμό, μετά πάροδο μακρού κατ’ εύλογη κρίση, χρόνου και μάλιστα κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, της ιδιότητας του ασφαλισμένου που αναγνωρίσθηκε κατά τα προεκτεθέντα, αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης κατά τις οποίες είναι σεβαστές οι πραγματικές καταστάσεις που δημιουργούν δικαιώματα υπέρ των πολιτών και οι οποίες προκύπτουν με την ανοχή και τη σύμπραξη της διοίκησης, εφόσον δεν αντιβαίνουν στη δημόσια τάξη και δεν δημιουργήθηκαν με δόλια ενέργεια του διοικουμένου. 
               Είναι λοιπόν άκρως παράλογο και αντισυνταγματικό να καταβάλουν οι επαγγελματίες αυτοί για το ίδιο χρονικό διάστημα ασφαλιστικές εισφορές και σε δεύτερο οργανισμό κύριας ασφάλισης και μάλιστα όταν δεν έχουν κανένα αντάλλαγμα προς το οικονομικό αυτό βάρος, πολύ δε περισσότερο όταν λειτούργησαν με καλή πίστη, δεδομένου ότι είχαν απαλλαχθεί της υποχρεωτικής ασφάλισης στον Ο.Α.Ε.Ε. 
            δ) Παράλληλα, ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 25 του Ν.3846/2010 από τον Οργανισμός σας, συνιστά παράβαση της αρχής της προηγούμενης ακρόασης, ήτοι του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας στο οποίο ορίζεται «.1. Οι διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς ως προς τα σχετικά ζητήματα, 2. Η κλήση προς ακρόαση είναι έγγραφη, αναφέρει τον τόπο, την ημέρα και την ώρα ακρόασης, προσδιορίζει δε το αντικείμενο του μέτρου ή της ενέργειας. Η κλήση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο τουλάχιστον πέντε (5) πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα ακρόασης. Ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα να λάβει των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων και να προβεί σε ανταπόδειξη. Η τήρηση της προαναφερόμενης διαδικασίας, καθώς και η λήψη υπόψη των απόψεων του ενδιαφερομένου, πρέπει να προκύπτουν από την αιτιολογία της διοικητικής πράξης…», του άρθρου 30 στο οποίο ορίζεται ότι «όπου ο Κώδικας αναφέρεται σε ΄΄διοικητική πράξη΄΄, νοείται η εκτελεστή διοικητική πράξη» αλλά και του άρθρου 20 του Συντάγματος, στο οποίο ορίζεται ότι «1…2. Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του…».
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι καθιερώνονται τύποι και διαδικασίες από το Σύνταγμα, οι οποίες θεσπίστηκαν ως θεσμικές εγγυήσεις για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και εν γένει των ελευθεριών των πολιτών, θεωρήθηκε δε ο τύπος της προηγούμενης ακρόασης βασική εγγύηση για τους πολίτες σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος δικαίου και ανήχθη από τον συνταγματικό νομοθέτη από γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, που ήταν προηγουμένως, σε συνταγματικό κανόνα δικαίου.
Εξάλλου, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 6 του Ν.2690/1999 (Κ.Δ.Δ), οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 αυτού, εφαρμόζονται και όταν οι σχετικές με τη δυσμενή διοικητική πράξη προβλέπουν τη δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής. Έτσι, η εκ των υστέρων κάλυψη της μη τηρήσεως του διοικητικού τύπου της κλητεύσεως του ενδιαφερομένου να ακουσθεί, δεν είναι δυνατή με την άσκηση από αυτόν ένδικου βοηθήματος (προσφυγής ή αίτησης ακυρώσεως) ενώπιον των Δικαστηρίων, έστω και αν αυτό έχει την εξουσία, δικάζοντας κατά νόμο τον τύπο και την ουσία, να τροποποιήσει ή να ακυρώσει την πράξη που εκδόθηκε κατά παράλειψη του επιβαλλόμενου από το Σύνταγμα και το άρθρο 6 του Ν.2690/1999 ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου ενώπιον της Διοίκησης.
ε) Τέλος, η ανωτέρω διάταξη παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ.1δ΄  του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία το επαχθές μέτρο που επιβάλλεται στον διοικούμενο με τη διοικητική πράξη, πρέπει να είναι ανάλογο προς το εξυπηρετούμενο δημόσιο συμφέρον, πρέπει δηλαδή μεταξύ του συγκεκριμένου διοικητικού μέτρου και του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού να υπάρχει εύλογη σχέση. Η σχέση αυτή υπάρχει όταν : α) το μέτρο που λαμβάνεται είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (καταλληλότητα), β) έχει ως συνέπεια κατ’ ένταση και διάρκεια τα λιγότερα δυνατά μειονεκτήματα για τον ιδιώτη (αναγκαιότητα) και γ) τα συνεπαγόμενα μειονεκτήματα δεν υπερσκελίζουν τα πλεονεκτήματα (αναλογικότητα).  
               ΕΠΕΙΔΗ, η διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 3846/2010 εισάγει απαράδεκτη αναδρομικότητα και πρέπει να παραμερισθεί ως αντισυνταγματική, προσβάλλει δε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των διοικουμένων στο προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς, την αρχή της απαγόρευσης της διπλής ασφάλισης, της τυπικής ασφάλισης, την αρχή της προηγούμενης ακρόασης αλλά και την αρχή της αναλογικότητας. 
               ΕΠΕΙΔΗ, η αναδρομική αναζήτηση εισφορών από τον Οργανισμό σας έχει γεννήσει πλείστα προβλήματα στους επαγγελματίες, όχι μόνο της περιοχής μας αλλά και πανελλαδικά, καθόσον ανατρέπει τον επαγγελματικό και οικονομικό σχεδιασμό τους, θα πρέπει δε να αποφεύγεται η αναδρομική επιβολή νέων οικονομικών βαρών στους επαγγελματίες, δεδομένης και της νέας διαμορφωθείσας οικονομικής κατάστασης της χώρας. 
ΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Σας καλούμενε να επανεξετάσετε την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 25 του Ν. 3846/2010, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ την 11.05.2010 και της με αριθμό 80/30.09.2010 εγκυκλίου σας, καθώς και των κριτηρίων και των μεθόδων της αναδρομικής αναζήτησης ασφαλιστικών εισφορών από τους επαγγελματίες εκείνους, που έχουν λάβει από τον Οργανισμό σας απαλλακτικές βεβαιώσεις και δραστηριοποιούνται σε προαιρετικές περιοχές.»
Ο Πρόεδρος
Του Επιμελητηρίου Κοζάνης
Κωνσταντίνος Κυριακίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Το Προφίλ μας