Του Πάσχου Μανδραβέλη
Ένα είναι σίγουρο: αν δεν ήταν η Ελλάδα, θα ήταν η Πορτογαλία και θα
ακολουθούσαμε εμείς. Κι αν δεν ήταν η Πορτογαλία, θα ήταν η Ιρλανδία. Η
κρίση χρέους μπορεί να απεικονίστηκε ως Αφροδίτη με το δάχτυλο σηκωμένο,
αλλά δεν είναι αμιγώς ελληνική υπόθεση. Η άμπωτις του παγκόσμιου
κεφαλαίου εκθέτει διαφορετικά τις οικονομίες. Εμφανίζεται ως ξεχωριστή
ασθένεια σε κάθε χώρα, αλλά στην ουσία είναι ο ίδιος ιός που προσβάλλει
τις οικονομίες όπου ήταν εκτεθειμένες.
Στην Ελλάδα ο μεγάλος ασθενής ήταν το κράτος, στην Ιρλανδία οι τράπεζες, στην Ισπανία τα ακίνητα, στις ΗΠΑ οι στρατιωτικές δαπάνες.
Στην Ελλάδα ο μεγάλος ασθενής ήταν το κράτος, στην Ιρλανδία οι τράπεζες, στην Ισπανία τα ακίνητα, στις ΗΠΑ οι στρατιωτικές δαπάνες.
Ήταν
φυσιολογικό και θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο, αν δεν θάμπωνε τον κόσμο
η πληροφορική τεχνολογία που υποσχέθηκε έναν καπιταλισμό χωρίς τριβές
και χρονοκαθυστερήσεις. Αυτό που είχαμε ήταν η «τέλεια αγορά», στην
οποία όλη η πληροφορία ήταν διαθέσιμη σε όλους τους παίκτες και το
κόστος συναλλαγής μηδαμινό.
Οποιοσδήποτε, μπορούσε από οπουδήποτε στον
κόσμο, να επενδύσει σε futures χρυσού μπαίνοντας απλώς σε μια
ηλεκτρονική διεύθυνση. Τοποθετούσε 1.000 ευρώ και μπορούσε να βλέπει την
πορεία της επένδυσης του σε πραγματικό χρόνο. Όπως ακριβώς έκανε και
κάποιος που τοποθετούσε 1.000.000 ευρώ. Τα υπόλοιπα τα αναλάμβανε το
«αόρατο χέρι» του Άνταμ Σμιθ…
Η «τέλεια αγορά» έγινε θύμα της
επιτυχίας της. Με την ίδια ευκολία που γίνονταν οι συναλλαγές για
πραγματικά προϊόντα, άρχισαν να γίνονται οι συναλλαγές για τα εικονικά.
Για τις τράπεζες και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς η «τέλεια
αγορά» έγινε κάτι σαν ηλεκτρονικό παιγνίδι. Τα στοιχήματα γίνονταν όλο
και πιο σύνθετα, αλλά ταυτοχρόνως απομακρύνονταν από την πραγματική
οικονομία. Αυτή συνέχισε να αγκομαχά με τις παλιές κακές τριβές του
αληθινού κόσμου. Είχε κεφάλαια σε μορφή εργοστασίων που δεν μπορούσαν να
μετακινηθούν με το πάτημα ενός κουμπιού, και είχε και ανθρώπους που δεν
μπορούσαν να ακολουθήσουν τους ρυθμούς εργασίας της Wall Street.
Στα
χρόνια του μεγάλου μπουμ του χρηματιστηριακού κεφαλαίου, η αντίφαση
αυτή λυνόταν με την καταστροφή των παραγωγικών δομών της πραγματικής
οικονομίας στη Δύση. Τα κεφάλαια μετακινούνταν στην Ανατολή, τα
εργοστάσια έκλειναν και οι άνθρωποι έμεναν άνεργοι. Οι κοινωνικές
επιπτώσεις αυτής της επιτάχυνσης απορροφούνταν για μια εικοσαετία
περίπου με δύο τρόπους: στην Ευρώπη από το κοινωνικό κράτος (που άρχισε
να αγκομαχά) και στις ΗΠΑ με την επέκταση της πίστωσης. Το εκπληκτικό
είναι ότι και οι δύο αυτοί τρόποι χρηματοδοτούνταν από τα ίδια
χρηματοπιστωτικά προϊόντα που ξεκινούσαν την καταστροφή. Ώσπου κάποιος
φώναξε ότι τα παράγωγα των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ είναι γυμνά. Τα
χρήματα που ασυλλόγιστα μοίραζαν οι πωλητές των τραπεζών, ώστε να
επιτύχουν μεγαλύτερα μπόνους, και τα δάνεια που τιτλοποιούσαν άλλα
τραπεζικά στελέχη για να πετύχουν με τη σειρά τους άλλα μπόνους, δεν θα
πληρώνονταν ποτέ. Στην ουσία είχαμε μια αντίστροφη πυραμίδα. Η βάση της
φερεγγυότητάς της στένευε χρόνο με το χρόνο για να καταλήξει ανύπαρκτη.
Έτσι
άρχισε η σπειροειδής καταστροφή της. Τίτλοι που οι οίκοι αξιολόγησης
χαρακτήριζαν ΑΑΑ άξιζαν λιγότερο από το χαρτί που ήταν τυπωμένα.
Χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί που επένδυσαν σ’ αυτό το γκλάμουρους
αεροπλανάκι άρχισαν να καταρρέουν. Το μεγάλο πλεονέκτημα της «τέλειας
αγοράς», που ήταν οι συναλλαγές χωρίς τριβές, έγινε μειονέκτημα, διότι
κι η κρίση μεταδιδόταν χωρίς εμπόδια και με την ταχύτητα του φωτός. Έτσι
κι αλλιώς όλοι είχαν χαρτιά όλων, και πολλά από αυτά τα χαρτιά ήταν
τιτλοποιημένα χρέη άλλων τα οποία εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να
πληρωθούν. Η τέλεια πυριτιδαποθήκη.
Τότε όλοι άρχισαν να κάνουν
πραγματικό ταμείο για να δουν πόσα πραγματικά λεφτά είχαν και πόσα
επισφαλή. Τα κράτη, έχοντας την εμπειρία του 1929 και των δραματικών της
επιπτώσεων, αποφάσισαν να στηρίξουν τις τράπεζες διευρύνοντας τα
ελλείμματά τους. Όλοι όμως έγιναν καχύποπτοι. Άρχισαν να ελέγχουν κάθε
χαρτί που είχαν, κάθε δάνειο που έδωσαν, υπό το πρίσμα του χειρότερου
δυνατού σεναρίου. Η αισιοδοξία που τα προηγούμενα χρόνια τροφοδοτούσε με
δάνεια τους αστέγους των ΗΠΑ και τους καταναλωτές του ευρωπαϊκού Νότου
έγινε απαισιοδοξία. Όλοι άρχισαν να συμμαζεύονται και υποσυστήματα της
παγκόσμιας οικονομίας που κινούνταν με δανεικά άρχισαν να καταρρέουν.
Από τράπεζες, μέχρι και χώρες.
Πρώτο επλήγη το Ντουμπάι που έχτιζε
στην άμμο παλάτια. Δεύτερη υποψήφια ήταν η Ελλάδα. Το χρέος ήταν μεγάλο
σε σχέση με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, δυσθεώρητο σε σχέση με την
πραγματική παραγωγική της βάση. Ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού ΑΕΠ
είναι τα δανεικά που στριφογυρίζουν στην οικονομία μέχρι να εξανεμιστούν
σε εισαγωγές πραγματικών προϊόντων για να διατηρηθεί το επίπεδο ζωής
μας. Το 2009, οι Έλληνες κατανάλωσαν 45 δισ. ευρώ περισσότερα απ’ όσα
παρήγαγαν. Αυτό ήταν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Τώρα
η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της χρηματοπιστωτικής κρίσης και
το χειρότερο είναι ότι κανείς δεν ξέρει πώς να την αντιμετωπίσει. Η
πολιτική δεν έχει παγκοσμιοποιημένα εργαλεία για να την αναχαιτίσει· η
ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, για παράδειγμα, κόλλησε το 2005 με τα
δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας. Η Ευρώπη δεν έχει ένα
κέντρο να αντιδράσει στην άμπωτη των αγορών, εξ ου και η πολυφωνία των
στελεχών της που μετατρέπεται σε κακοφωνία. Από την άλλη, η πολιτική
λειτουργεί με τους περιορισμούς της δημοκρατίας. Αυτή απαιτεί
διαβουλεύσεις, συζητήσεις στα Κοινοβούλια 16 ή 27 χωρών (της ΟΝΕ ή της
ΕΕ), συμβιβασμούς, χρόνο για τη λήψη των αποφάσεων. Από την άλλη μεριά, η
αγορά συνεχίζει να λειτουργεί με την ταχύτητα του φωτός. Τα κεφάλαια
-ακόμη και οι εν Ελλάδι καταθέσεις- μπορούν να μετακινηθούν με το πάτημα
ενός κουμπιού. Η οικονομία έχει παγκοσμιοποιηθεί ενώ η πολιτική
λειτουργεί με τους όρους του 19ου αιώνα, χωρίς να έχει και τα εργαλεία
που είχε το εθνικό κράτος τον 19ο αιώνα. Δεν μπορεί π.χ. να κλείσει τα
σύνορα.
Το παγκόσμιο χρέος (μία από τις φούσκες του παγκόσμιου
χρηματοπιστωτικού συστήματος) αναγκαστικά θα ξεφουσκώσει. Ελπίζουμε αυτή
τη φορά η πολιτική να βρει τα εργαλεία και οι πολιτικοί τη σοφία να
κάνουν τη μετάβαση συντεταγμένα. Αυτό ίσως να είναι το μεγαλύτερο βήμα
για την παγκοσμιοποίηση της πολιτικής. Ή έστω μερικώς· για την εμβάθυνση
της ευρωπαϊκής ένωσης.
Η συντεταγμένη αντιμετώπιση της κρίσης
χρέους παγκοσμίως σημαίνει για την Ελλάδα κάποιας μορφής αναδιάρθρωση
των δικών της υποχρεώσεων (οι οποίες σε απόλυτους αριθμούς δεν είναι
τρομακτικές: το συνολικό χρέος της χώρας είναι το ένα τρίτο του
ελλείμματος που θα έχουν φέτος οι ΗΠΑ). Η διάχυση της κρίσης στην
ευρωζώνη κάνει πιο επιτακτική μια συνολική λύση.
Το βασικό όμως
πρόβλημα της Ελλάδας σήμερα είναι τα ελλείμματά της. Το Δημόσιο ξόδεψε
το 2010 -παρά τα μέτρα, χωρίς τόκους και χρεωλύσια- 12,5 δισ.
περισσότερα απ’ όσα εισέπραξε. Αυτά πληρώθηκαν πάλι με δανεικά, αυτή τη
φορά του μνημονίου. Επίσης πέρυσι, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών
συναλλαγών ήταν 10,5% του ΑΕΠ, ήτοι 24 δισ. ευρώ. Αυτά είναι τα νούμερα
που πρέπει πρωτίστως να μας απασχολούν.
Το χρέος έχει μεγαλώσει
τόσο που θα διευθετηθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Τα ελλείμματα είναι
αποκλειστικά δική μας δουλειά και πρέπει να τα συμμαζέψουμε, είτε
βρεθεί λύση για το χρέος είτε όχι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου