Φανερή
είναι τις τελευταίες δεκαετίες στον τόπο μας, και όχι μόνο στον τόπο
μας, μια τάση των ιστορικών να ακολουθούν συνειδητά τη χρυσή εντολή του
Σολωμού, που έγραψε ότι το Έθνος [πρέπει] να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό. Έτσι, σωστό είναι η ιστορία να παρουσιάζει γυμνή την αλήθεια, όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, απαλλαγμένη από συναισθηματισμούς και σκοπιμότητες. Συμφωνούμε απόλυτα, όπως συμφωνούμε και με τον Ευριπίδη, που είπε ότι είναι ὄλβιος, ευτυχισμένος ὅστις τῆς ἱστορίας ἔσχεν μάθησιν, και περισσότερο ακόμα συμφωνούμε οι δάσκαλοι με τον Πολύβιο που όρισε ότι η
καλύτερη εκπαίδευση για την αληθινή ζωή πρέπει να θεωρήσουμε ότι
προέρχεται από τη γνώση της πραγματικής ιστορίας. Μονάχα αυτή χωρίς
ζημιά, σε κάθε κατάσταση και σε κάθε περίσταση μάς οδηγεί να κρίνουμε
σωστά ποιο είναι το καλύτερο.
Βέβαια στην πράξη μένει πάντα να ξεκαθαρίσουμε όχι μόνο γενικά τί είναι η αλήθεια, αλλά και το ποια είναι η αλήθεια στο κάθε συγκεκριμένο θέμα, και πώς θα την παρουσιάσουμε να μην αλλοιωθεί και ψευτίσει. Αυτά και άλλα παρόμοια ερωτήματα βρεθήκαν τελευταία στην επικαιρότητα, πρώτα με το πολυσυζητημένο βιβλίο Ιστορίας της 6ης
Δημοτικού, ύστερα με τη δήλωση της Κυρίας Δραγώνα πως η εθνική ιδέα
κατασκευάστηκε από το ελληνικό κράτος, τέλος και στις μέρες μας με την
προβολή της τηλεοπτικής σειράς «1821», όπου ο διευθυντής του σταθμού
Σκάϊ δηλώνει ότι αντιμετωπίζουμε το 1821 όσο πιο επιστημονικά μπορούμε – αλλά αυτό δεν εμποδίζει άλλους επιστήμονες να έχουν διαφορετική γνώμη.
Δε
θα πάρουμε θέση στα συγκεκριμένα ζητήματα∙ και το θεωρητικό πρόβλημα το
επισημαίνουμε μόνο για να φανεί ότι μεθοδολογικά συμφωνούμε με την
ομάδα των άξιων ιστορικών – με τον Ηλιού, τον Κρεμμυδά, τον Αγγέλου, τον
Στάθη, τον Πατρινέλη κ.ά. – άσχετο, αν κρίνουμε ότι λαθέψαν
υποστηρίζοντας με επιστημονική βεβαιότητα ότι Κρυφό Σχολειό
δεν υπήρξε. Έτσι κι αλλιώς, καλό θα ήταν να μην ξεχνούμε κάποιαν άλλη
αλήθεια, που νωρίς, κιόλας το 1897, τη διαπίστωσε και όμορφα τη
διατύπωσε, ποιητικά, ο Κωστής Παλαμάς :
Με πελέκι αστραπόμορφον
η αλύπητη Επιστήμη
χτυπάει και σπάει το Είδωλο
και το ρίχνει συντρίμι.
Κι ύστερα γίνετ’ είδωλον
εκείνη μές στην πλάση
ξαναγεννώντας άθελα
ό,τι ήρθε να χαλάσει. (Ίαμβοι και ανάπαιστοι 28)
Σε προηγούμενες γενιές κανείς
δε θα σκεφτόταν ν’ αμφισβητήσει την ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού, και
όλοι θα συμφωνούσαν με το Θανάση Πετσάλη-Διομήδη, παράδειγμα, που το
1976 έγραφε πως ανοργάνωτα και ασυστηματοποίητα μαζεύει ο παπάς, μισογραμματισμένος κι εκείνος [...], μερικά παιδιά [...] στον νάρθηκα της εκκλησιάς [...]
και τους μαθαίνει τα πρώτα γράμματα, τα κολλυβογράμματα του Κρυφού
Σχολιού. Τότε που ο φόβος του Τούρκου έκανε τους γονείς να στέλνουν τα
παιδιά τους πριν ξημερώσει ακόμα, μες στο σκοτάδι, να πάνε στον παπά,
παπά και δάσκαλο. Το τελευταίο προϋποθέτει και παραπέμπει στο λαϊκό τραγουδάκι:
Φεγγαράκι μου λαμπρό να μαθαίνω γράμματα
φέγγε μου να περπατώ γράμματα και θάματα
να πηγαίνω στο σχολειό του Θεού τα πράγματα.
Ο παπάς και δάσκαλος που διδάσκει γράμματα και θάματα, του Θεού τα πράματα είναι πρωταγωνιστής στη θεωρία ότι αν
επιβίωσε ο Ελληνισμός, αν διατήρησε τη γλώσσα του, αν κράτησε τον
εθνισμό του και συνέχισε την παιδεία του, αυτό αναμφίβολα το οφείλει
στην Ορθόδοξο Εκκλησία, που έκανε τους ναούς της «κρυφά σχολειά», που
συντήρησε με τις ακολουθίες της τη γλώσσα, που διαφύλαξε στα μοναστήρια
τον πολιτισμό και την τέχνη του... Το κείμενο είναι του Ιωάννη Χατζηφώτη (1944-2006), εκπρόσωπου τύπου και συμβούλου της Ελλαδικής Εκκλησίας.
Ωστόσο,
μια δυσπιστία σιγόβραζε από καιρό στους κύκλους των ιστορικών, καθώς
καμιά δεν είχε βρεθεί παλιά και σίγουρη μαρτυρία για Κρυφά Σχολειά ∙ και
το καζάνι ξεχείλισε όταν, πριν από τριάντα έξι χρόνια, το 1974, ο
καθηγητής Άλκης Αγγέλου, στον 10o τόμο της έγκυρης Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, στο κεφάλαιο Η κατάσταση της παιδείας στις υπόδουλες ελληνικές χώρες, μίλησε ανοιχτά για το μύθο του Κρυφού Σχολειού. Ο ίδιος δημοσίεψε στα 1997 ένα βιβλιαράκι με τίτλο Το κρυφό σχολειό : χρονικό ενός μύθου, όπου θέλησε να εξιχνιάσει πώς από το τίποτα ξεκίνησε και ξάπλωσε o εθνικιστικός
μύθος για την ύπαρξη Κρυφού Σχολειού. Στην ίδια γραμμή κινήθηκαν πολλοί
ακόμα άξιοι ιστορικοί με τελευταίο τον Χρίστο Πατρινέλη, που δημοσίεψε
στον πρόσφατο τόμο του Ερανιστή, περιοδικού του Ομίλου Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, άρθρο με τίτλο Το Κρυφό Σχολειό και πάλι.
Πέρα
από την έλλειψη μαρτυριών, το κύριο επιχείρημα που χρησιμοποιείται ως
απόδειξη ότι στην Τουρκοκρατία δεν υπήρξαν κρυφά σχολειά είναι το
αναμφισβήτητο γεγονός ότι εξαρχής οι Τούρκοι δεν απαγόρευαν στους
Έλληνες να ιδρύουν και να λει-τουργούν σχολεία. Τέτοια σχολεία ιδρύθηκαν
νωρίς, κιόλας τον πρώτον αιώνα μετά την Άλωση, και με τα χρόνια
πολλαπλασιάστηκαν τόσο, ώστε το 1806 ο ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας να γράφει ότι δεν ευρίσκεται πόλις τήν σήμερον, οπού να μην έχει δύο και τρία σχολεία. Το επιχείρημα είναι αμάχητο : τί νόημα θα είχαν τα κρυφά σχολεία, όταν μπορούσαν να λειτουργήσουν φανερά ;
Έχει
ακουστεί, ωστόσο, ένας αντίλογος. Γίνεται να υποστηρίξει κανείς ότι
μπορεί η επίσημη τουρκική πολιτική γενικά ν’ ανεχόταν, ή ακόμα και να
ευνοούσε την εκπαίδευση των ραγιάδων, αλλά στο χαμηλότερο επίπεδο των
αγάδων και άλλων τούρκων αφεντάδων, σίγουρα θα υπήρξαν φανατικοί, που
αυθαίρετα δυσκόλευαν ή και καταργούσαν, ιδιαίτερα σε κινημένες εποχές,
την ελληνική εκπαίδευση. Ένα παράδειγμα, που δεν έχει ως τώρα χρησιμοποιηθεί : στο βιβλίο της Γαλαξείδι: η μοίρα μιας ναυτικής πολιτείας (1947), η Εύα Βλάμη μαρτυρεί πως οι Γαλαξειδιώτες εκειδά,
στο μικρό νησόπουλο του Άη Κωνσταντίνου, όξου από το λιμάνι του
Γαλαξειδιού, μέσα στο κλησαδάκι του [...] είχαν το δασκαλειό τους ! Ο
Νικόλαος Λογοθέτης [18ος αι.], γέννημα θρέμμα του Γαλαξειδιού, σα
γύρισε από τη Βενετιά που είχε αποσπουδάσει, πήρε να γραμματίζει, κρυφά
από την Τουρκιά, τα παιδάκια. Τόσο πολλά τρέξανε να φωτιστούν, από
Μωριά και Ρούμελη, που πήρε κι άλλους δασκάλους. Τον καλόγερο Καβρίκα,
από την Αγιά-Θυμιά, και τον Πρωτόπαπα από τ’ Άγραφα, τον ξακουσμένο.
Μετά από το σηκωμό όμως του Ορλώφ (1772) αποσκύλιασε η Τουρκιά, τους πήρε μυρουδιά, χάλασε το σκολειό κ’ έκλεισε στη φυλακή τούς δασκάλους.
Η Βλάμη ψέματα δε γράφει, και τα ονόματα που μνημονεύει είναι ιστορικά∙
σίγουρα έτσι θα διηγούνται τα περιστατικά και σήμερα οι Γαλαξειδιώτες∙
όμως η μαρτυρία τους είναι προφορική, νεώτερη, μπορεί επηρεασμένη από το
μύθο του Κρυφού Σχολειού, και αποδεικτική αξία δεν έχει.
Αποδεικτική αξία δεν έχει βέβαια ούτε το φεγγαράκι μου λαμπρό ... Πρώτα πρώτα το τραγούδι είναι μαρτυρημένο και διαφορετικά. Στο διήγημά του Ο δεκατιστής, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης από τη Σκιάθο, το καταγράφει ως Φεγγαράκι μου λαμπρό / φέξε μου να περπατώ / να πηγαίνω στις ελιές ... –
και γενικά, μόνο σπάνιο δεν είναι στην παραδοσιακή αγροτική κοινωνία,
χωρίς ηλεκτρικό φως, οι άνθρωποι να κοιμούνται πολύ νωρίς, με το που
πέφτει το σκοτάδι, και να ξυπνούν αξημέρωτα, να πηγαίνουν οι μεγάλοι
στις δουλειές, τα παιδιά μακάρι στο σχολείο – σχολείο που όχι σπάνια
τύχαινε να βρίσκεται σε απόσταση, στο άλλο χωριό, και που δεν υπάρχει
κανένας λόγος να το φανταστούμε ως Κρυφό Σχολειό, όπου
οι μαθητές πήγαιναν τάχα νυχτοπερπατώντας, μην τους δουν οι Τούρκοι! Όλ’
αυτά, και πολλά ακόμα τα έχουν πει καλύτερα από εμάς και ο πρωτοπόρος
Άλκης Αγγέλου και ο ειδικός στο Δημοτικό Τραγούδι Αλέξης Πολίτης στο
άρθρο του Φεγγαράκι μου λαμπρό : απόπειρα για ένα μικρό σχεδίασμα της πρώτης φάσης της ιστορικής διαδρομής του μύθου του «Κρυφού σχολειού».
Εμείς ας προσεγγίσουμε το θέμα από μιαν άλλη πλευρά. Στην Εισαγωγή στον τόμο Μελέται και Άρθρα του αδικοχαμένου μεγάλου φιλόλογου Ιωάννη Συκουτρή, η σύζυγός του Χαρά έγραψε ότι μεγάλωμένος στη Σμύρνη ο Συκουτρής με
συγκίνησιν ανεπόλει αργότερα το μάθημα της ιστορίας, που σαν κρυφό
σχολειό το βράδυ, μετά την απόλυσιν των μαθητών των άλλων τάξεων,
εγίνετο σκοτεινά και αθόρυβα δια τον φόβον του κυριάρχου. Γεννημένος ήταν το 1901∙ άρα η μαρτυρία αφορά τη δεκαετία 1910-1920, δεν αποκλείεται να είναι και αυτή επηρεασμένη από το μύθο
του Κρυφού Σχολειού κλπ. κλπ. Ωστόσο, πιο αξιόπιστα από την έμμεση και
καθυστερημένη μαρτυρία της συζύγου του είναι όσα ο ίδιος ο Συκουτρής
έγραψε το 1928 για την εκπαίδευση στις τουρκοκρατούμενες ελληνικές
περιοχές μετά την Επανάσταση και την ίδρυση του ελληνικού κράτους : οι
δάσκαλοι στις αλύτρωτες περιοχές υποστήριξε, έπρεπε να καλλιεργήσουν τον
ελληνισμό, την αγάπη της ελευθερίας και την εθνική ιδέα, κι αυτό σε
εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, καθώς νεοελληνικά δεν εδιδάσκοντο και η νεωτέρα ελληνική ιστορία ιεροκρυφίως μόνον και σποράδην ηδύνατο να διδαχθεί. Φυσικά το τελευταίο το γράφει όπως άμεσα το έζησε και ο ίδιος στη Σμύρνη, και η επιλογή της λέξης ιεροκρυφίως επαληθεύει την περιγραφή της συζύγου του.
Άσχετα με το Συκουτρή και τα βιώματά του, ένας γάλλος δημοσιογράφος, ανταποκριτής της παρισινής εφημερίδας Καιροί (Temps),
ο René Puaux βρέθηκε το 1913 στην Ήπειρο, που μόλις είχε λευτερωθεί,
και το 1914 δημοσίεψε τις ανταποκρίσεις του σε βιβλίο, με τίτλο Δυστυχισμένη Ήπειρος (Malheureuse Épire).
Στις 11 του Μάη επισκέφτηκε το Αργυρόκαστρο, όπου είχε επαφή με τους
έλληνες εκπαιδευτικούς, και δυο μέρες αργότερα κατάγραψε τις εντυπώσεις
του.
Μεταφράζουμε : Η
περιγραφή των προσπαθειών τους να συντηρήσουν την ελληνική ιδέα κάτω
από τούρκικη εξουσία – προσπάθειες που τις περιγράφαν απλά, σαν να ήταν
κάτι τελείως φυσικό– αποκάλυπταν χαρακτηριστικά αξιοθαύμαστα. Θα
μπορούσε κανείς να αφιερώσει ένα ωραίο κεφάλαιο στο σώμα των ελλήνων
δασκάλων της Ηπείρου που, αντιμετωπίζοντας τόσες αντιξοότητες και
ταπεινώσεις, δεν έπαυαν γι’ αυτό να προχωρούν το πατριωτικό τους έργο.
Κανένα ελληνικό βιβλίο δε γινόταν δεκτό, αν είχε τυπωθεί στην Αθήνα.
Έπρεπε όλα να έρθουν από την Κωνσταντινούπολη. Η ελληνική ιστορία ήταν
απαγορευμένη. Έτσι έκαναν συμπληρωματικές μυστικές παραδόσεις, όπου
χωρίς βιβλίο, χωρίς τετράδιο, ο μικρός Ηπειρώτης μάθαινε να γνωρίζει την
πατρίδα μητέρα του, τον εθνικό του ύμνο, τα ποιήματα και τους ήρωές
του. Οι μαθητές κρατούσαν στα χέρια τους τη ζωή των δασκάλων τους. Ένας
λόγος αστόχαστος ή μια καταγγελία θα ήταν μοιραία...
Διασταυρωμένη
με όσα έγραψε ο Συκουτρής, η περιγραφή του Puaux αποτελεί
διπλομαρτυρημένη κι αναμφισβήτητη ιστορική αλήθεια, ένα παραπάνω, που
δύσκολα θα φανταζόμαστε τους Έλληνες εκπαιδευτικούς στο Αργυρόκαστρο να
λένε ψέματα στον ξένο ανταποκριτή, διεκδικώντας για τον εαυτό τους τις
τιμές που ο σχηματισμένος ήδη μύθος του Κρυφού Σχολειού είχε αποδώσει στους πατριώτες δασκάλους της Τουρκοκρατίας.
Πριν
προχωρήσουμε, ας μνημονέψουμε δυο μακρινά παράλληλα. Γράφει ο πολύξερος
Δημήτριος Καμπούρογλου για τον Ιωάννη Παλαμά, που ήταν σχολάρχης στην
Αθήνα σε προεπαναστατικά χρόνια, ως το 1808 : ... δεν
περιωρίζετο όμως εις την διδασκαλίαν ξηρών μαθημάτων, αλλ’ ωδήγει τους
μαθητάς του εις τας εξοχάς και εις τα δάση, πλησίον πάντοτε μονών, και
εκεί διωχέτευεν εις την ψυχήν των μέρος από την φλόγα του. Αργότερα ο Νίκος Καζαντζάκης στο φανταστικό Συμπόσιον,
έργο γραμμένο στη δεκαετία του 1920, απευθύνεται στον Κοσμά, δηλαδή
στον Ίωνα Δραγούμη, πρωτεργάτη του Μακεδονικού αγώνα, και του λέει : όταν
περνούσες, βιαστικός πάντα, από την Αθήνα, σιχαινόσουν τη σίγουρη ζωή,
δε χωρούσες στα σπίτια, έφευγες, μάζευες τους νέους σε κανένα ερημικό
ξωκλήσι και τούς μιλούσες. Για το μυστικό πατριωτικό τους κήρυγμα, ο προεπαναστατικός σχολάρχης διάλεγε χώρους πλησίον Μονών, όπως έναν αιώνα αργότερα ο μακεδονομάχος τα ερημικά ξωκλήσια – ας το προσέξουμε.
Σιγά σιγά φανερώνεται τί θα υποστηρίξουμε. Το Κρυφό Σχολειό
δεν ήταν συστηματικό διδακτήριο, θα πούμε, όπου διδάσκονταν τα κανονικά
μαθήματα, όπως γινόταν στα φανερά ελληνικά σχολεία που ανεμπόδιστα
λειτούργησαν στην Τουρκοκρατία. Πίσω από αυτό το συνοπτικό
όνομα, κρύβεται κάθε διδασκαλία σχετική με την δοξασμένη προγονική
ιστορία, με τη θλιβερή μοίρα, και τις ελπίδες για απελευθέρωση του
γένους των Ελλήνων – πράγματα που θα ήταν αδύνατο ν’ ακουστούν στ’
αναγνωρισμένα σχολεία, ιδέες και κείμενα που διδάσκονταν κρυφά, τις περισσότερες φορές ασυστηματοποίητα και ευκαιριακά, σποράδην θα έλεγε ο Συκουτρής, σε μυστικές συναντήσεις, συχνά βραδινές, κατά προτίμηση σε θρησκευτικούς χώρους, όπου οι Τούρκοι ήταν απίθανο να εισχωρήσουν.
Παρένθεση
για τον πίνακα του Γύζη και το ποίημα του Πολέμη. Όσοι αμφισβητούν την
ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού τα θεωρούν όχι μόνο φορείς, αλλά και ισχυρούς
παράγοντες στη μεγάλη διάδοση του μύθου. Ζωγραφίζοντας ο Γύζης είχε πραγματικά πρόθεση, όπως έγραψε ο ίδιος, δια του υπογείου, της κλειστής θύρας και παραθύρου και δια του ωπλισμένου νέου να παραστήσει την εποχήν εκείνην της Ελλάδος, ότε επί Τουρκο-κρατίας ήσαν αυστηρώς απηγορευμένα τα σχολεία και μόνον εν κρυπτω ελειτούργουν. Δε θα μάθουμε ποτέ ποια ήταν η πηγή της έμπνευσης του Γύζη, αν δηλαδή το θέμα το πήρε από τον μύθο του Κρυφού σχολειού, όπως
κυκλοφορούσε στις μέρες του, ή από μια τοπική παράδοση της πατρίδας του
της Τήνου, όπου το μικρό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας ονομαζόταν πριν
(!) από την Επανάσταση Το κρυφό σχολειό. Η πληροφορία
είναι από ένα βιογράφο του Γύζη και έχει αμφισβητηθεί, καθώς στην Τήνο
μόνο τυπικά κυριαρχούσαν οι Τούρκοι. Σωστά, αλλά μήπως οι Φράγκοι, που
διαφεντεύαν το νησί δεν ήταν χειρότεροι ; Η Καθολική Εκκλησία, που από
τον 17ο αιώνα πατούσε γερά στην Τήνο με τους Ιησουίτες,
ασκούσε στην Ελλάδα έντονο προσηλυτισμό, και πριν από την Επανάσταση ο
Κοραής φοβόταν προπαντός την πολύ εκτεταμένη σχολική δραστηριότητα των
Ιησουιτών στις ορθόδοξες περιοχές : οι Ιησουίτες, έγραψε, σπουδάζουν να στερεώσωσι την ύπαρξίν των επάνω της απαιδευσίας των λαών».
Μήπως αυτή η πολιτική είχε οδηγήσει τους ορθόδοξους ιερείς ν’ αντιδρούν
δίνοντας κρυφά μαθήματα ελληνισμού και ορθοδοξίας στις Εκκλησιές τους ;
Αλήθεια, έχει μελετηθεί η ιστορία της εκπαίδευσης των ορθοδόξων στις
φραγκοκρατούμενες περιοχές ;
Οπωσδήποτε, στέλνοντας φωτογραφία του πίνακα στο ζωγράφο Νικηφόρο Λύτρα, ο Γύζης είχε σημείωσε στο περιθώριο Σχολείον κρυπτόν∙ όταν όμως το 1888 ο πίνακας πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αθήνα, ο τίτλος του ήταν Ελληνικόν σχολείον εν καιρω δουλείας. Την ονομασία Το κρυφό σχολειό την ξαναβρίσκουμε έντεκα χρόνια αργότερα, το 1899, όταν φωτογραφία του πίνακα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Γεωργίου Δροσίνη Εθνική αγωγή στην ίδια σελίδα με το γνωστό ποίημα του Πολέμη. Κοινός τίτλος για το ποίημα και τον πίνακα : Το κρυφό σχολειό.
Ότι
ο Γύζης πίστεψε πως τα ελληνικά σχολεία ήταν απαγορευμένα στην
Τουρκοκρατία και λειτουργούσαν κρυφά, δε γίνεται ν’ αμφισβητηθεί, μια
και το έγραψε ο ίδιος όταν ζωγράφισε το σχολείον κρυπτόν, όπου, προσέχουμε, το παιδάκι στα δεξιά του παπά κρατάει πένα και χαρτί να γράψει. Μεγαλύτερη ωστόσο σημασία από την πρόθεση του ζωγράφου έχει για μας η ερμηνεία του πίνακα από το βιογράφο του Γύζη, τον Νικόλαο Κακλαμάνο: είναι το ποίημα της
μυστικής ελπίδος της αναστάσεως του έθνους και της ελευθερίας της
πατρίδος, την οποίαν αισθανόμεθα ότι ο γέρων διδάσκει εις τα παιδία μαζί
με το αλφάβητον, παρασκευάζων τους εκδικητάς και τους ελευθερωτάς, και
εις το βάθος της οποίας, ως εις ενσάρκωσιν προφητικήν, διαφαίνεται
ένοπλος σκοπός, κυμαινόμενος μεταξύ υπαρκτού και πραγματικού. Την
ίδια ερμηνεία, που κατά τη γνώμη μας προσεγγίζει την αληθινή υπόσταση
του Κρυφού Σχολειού έδωσε στον πίνακα και ο Πολέμης στο πιο γνωστό του
ποίημα, Το Κρυφό Σχολειό (1901), όπου πολύ σωστά δε γίνεται καθόλου λόγος για την αλφαβήτα, αλλά ...
βραχνά ο παπάς ο δάσκαλος εκεί
θεριεύει την αποσταμένη ελπίδα
με λόγια μαγικά [...]
κι ανατριχιάζει ακούγοντας καθείς
προφητικά τα λόγια του δασκάλου
με μια φωνή βαριά :
«Μη σκιάζεσθε στα σκότη ! Η λευθεριά
σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι
της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει!»
Και
για να ξεσπάσουμε λιγάκι. Ναι, δεν υπάρχουν παλιές γραπτές μαρτυρίες
για την ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού∙ ναί, η Τουρκική διοίκηση δεν έβαζε
εμπόδια στην εκπαίδευση των Ελλήνων. Μόνο στα Γιάννινα από το 1647 ως το
1805 ιδρύθηκαν και λειτούργησαν πέντε τουλάχιστο ονομαστές σχολές !
Σημαίνει αυτό ότι οι δάσκαλοι είχαν τη δυνατότητα να διδάξουν
επαναστατικό φρόνημα, ελευθερία, ελληνικό πατριωτισμό και μαχόμενη
Ορθοδοξία; Μπορούσε, παράδειγμα, ο διαφωτιστής Αθανάσιος
Ψαλίδας, διευθυντής της Καπλάνειας Σχολής στα χρόνια του Αλή Πασά, ν’
ανέβει ένα πρωινό στην έδρα και ν’ αναφερθεί στο Θούριο του Ρήγα, γραμμένο το 1797, ... ως πότε παλικάρια ... ή στο Άσμα πολεμιστήριον του Κοραή (1800) :
Φίλοι μου συμπατριώται,
Δούλοι νά 'μεθα ώς πότε
Των αχρείων Μουσουλμάνων,
Της Ελλάδος των τυράννων;
Δούλοι νά 'μεθα ώς πότε
Των αχρείων Μουσουλμάνων,
Της Ελλάδος των τυράννων;
Μπορούσε ν’ αναλύσει τις ιδέες της Ελληνικής Νομαρχίας (1806), που κάποια στιγμή υποστηρίχτηκε πως είναι έργο δικό του; Ή
μήπως, αν το έκανε, η νύχτα θα τον εύρισκε στα μπουντρούμια του
Κάστρου; Πώς δημιουργήθηκε, πώς διαδόθηκε και πώς στέριωσε την τελευταία
περίοδο της Τουρκοκρατίας η συνείδηση της εθνικής υπόστασης που δεν είχε κληρονομηθεί από το εθνικά άχρωμο Βυζάντιο;
Αυτόματα; χωρίς τη συμμετοχή των δασκάλων ; Αλήθεια, τί συνέβαινε με τη
διδασκαλία της ιστορίας στις οργανωμένες Σχολές ; Ακόμα και αν δεν
αποτελούσε χωριστό μάθημα, ακόμα και αν τα περασμένα διδάσκονταν από
τους βυζαντινούς χρονογράφους και τα χρονικά των τούρκων Σουλτάνων, όλ’
αυτά δεν ξυπνούσαν στο δάσκαλο την επιθυμία να μιλήσει, ας ήταν και μόνο
κρυφά, για τα Περσικά, για τον Περικλή και το Μεγαλέξαντρο, για τον
Μεγάλο Κωνσταντίνο, τον Ιουστινιανό και άλλες δόξες χαμένες στα βάθη της Ασίας
; Άγνωστη έμενε η ευρωπαϊκή ιστορία με την Αναγέννηση, το Διαφωτισμό,
με τη Γαλλική Επανάσταση και το Ναπολέοντα, ή μήπως διδασκόταν ελεύθερα
με όλα της τα ιδεολογικά συνακόλουθα; Όχι βέβαια ! Όταν ο Πετρόμπεης
Μαυ-ρομιχάλης θελησε προεπαναστατικά να ιδρύσει σχολείο στη Μάνη και
ζήτησε τη γνώμη του Καποδίστρια, ο κατοπινός Κυβερνήτης τού απάντησε : Αν
τα σχολεία ευδοκιμούσι πολλαχού της Ελλάδος, τούτο συμβαίνει διότι
ευρίσκονται υπό την αιγίδα της Εκκλησίας και μόνον δια τούτο η Πύλη
σέβεται αυτά. Όταν όμως υποτεθή ότι τα καθιδρύματα αυτά δύνανται ν’
αποβώσιν εστίαι επαναστάσεως, ουδέν θ’ αναχαιτίσει τους καταδιωγμούς ... Αλήθεια, έχει μελετηθεί ειδικά το θέμα της διδασκαλίας της Ιστορίας στην Τουρκοκρατία ;
Σταματούμε
τα ερωτηματικά, να ολοκληρώσουμε την πρότασή μας. Χωρίς να εξετάσουν το
περιεχόμενο των μυστικών μαθημάτων, και θεωρώντας το Κρυφό Σχολειό
σχολείο σαν όλα τα άλλα, οι ιστορικοί μας φυσικό ήταν να υποστηρίξουν
ότι δεν υπήρξε, καθώς κανένας δεν υπήρχε λόγος να κρυφτεί. Όμως από τη
στιγμή που διαπιστώσουμε ότι ένα μεγάλο μέρος της γνώσης και κατήχησης
που θεμέλιωσαν την εθνογένεση και προετοίμασαν την Επανάσταση ήταν
αδύνατο να διδαχτεί φανερά, καθώς οι Τούρκοι δε θ’ ανέχονταν φιλελεύθερη λαλιά, το Κρυφό Σχολειό ξανακερδίζει την υπόστασή του, δικαιώνει το όνομα και παίρνει πάλι τη θέση του στον ιστορικό χώρο και χρόνο.
Μιλούμε
για συστηματικές ή ευκαιριακές, προσυμφωνημένες ή τυχαίες, μοναχικές ή
πολυπρόσωπες συναντήσεις σε απόμερους χώρους συχνά εκκλησιαστικούς, που
οι Τούρκοι τούς αποφεύγαν – συναντήσεις που έδιναν τη δυνατότητα όχι
μόνο στον παπά, αλλά και σε κάθε άλλο δάσκαλο να διδάξει σε μικρούς και
σε μεγάλους όσα δεν ήταν μπορετό να διδαχτούν φανερά. Το φαινόμενο
πρέπει να ήταν εξαιρετικά σπάνιο, ίσως και ανύπαρκτο, στους πρώτους
αιώνες της Τουρκοκρατίας∙ σιγά σιγά όμως πήρε να ξαπλώνει και να
εντείνεται, για να κορυφωθεί το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, στις παραμονές της Επανάστασης.
Η
αίσθησή μου είναι πως αυτή, ή μια άλλη παρόμοια σύλληψη και περιγραφή
του Κρυφού Σχολειού από τη μια εκφράζει τα πραγματικά γεγονότα, από την
άλλη εξηγεί και στηρίζει μια λαϊκή πίστη, που αυτή καθαυτή μπορεί και
πρέπει να θεωρηθεί βάσιμη ιστορική μαρτυρία – άσχετο αν στις μέρες μας
σε αρκετές περιπτώσεις τα Κρυφά Σχολειά που δείχνουν οι ξεναγοί
αποτελούν, όπως και τα περισσότερα αναβιωμένα τάχα διονυσιακά έθιμα,
τουριστικές εφευρέσεις !
Οπωσδήποτε, αν έχουμε δίκιο στα όσα είπαμε, τότε το Κρυφό Σχολειό μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί όχι μύθος, αλλά θρύλος με ιστορικό πυρήνα,
και έτσι θα ήταν σωστό να τον διδάξει ο σημερινός δάσκαλος στους
μαθητές του. Ανάμεσά τους ίσως βρίσκονταν παιδιά από σπίτια, όπου οι
γονείς πιστεύουν ακλόνητα στην ύπαρξή του Κρυφού Σχολειού, ίσως ακόμα
στα θρανία να κάθεται κι ο ανιψιός του καλόγερου ή ο εγγονός της
εκκλησάρισσας που τό ’χουν καμάρι να δείχνουν στους επισκέπτες το πραγματικό, όπως πάντα λένε, Κρυφό Σχολειό στο παραγώνι της Εκκλησίας.
Κάτι ακόμα και τελειώσαμε.
Όταν πρώτη φορά δημοσιεύτηκε το 1998 στην εφημερίδα Το Βήμα
το κείμενο της μαρτυρίας του Puaux, η Επιφυλλίδα τελείωνε με μια
πρόσκληση στους ιστορικούς να τη σχολιάσουν. Οι περισσότεροι σιώπησαν,
δικαίωμά τους ∙ λίγοι ανταποκρίθηκαν. Τα σχόλιά τους ιδιαίτερα διαφωτιστικά δεν ήταν, εκτός από ένα : ο καθηγητής της ιστορίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Οτάβας Δημήτριος Κιτσίκης, μου έστειλε ένα τεύχος του περιοδικού του Ενδιάμεση περιοχή, όπου υποστηρίζεται ότι Ο
μύθος του ‘κρυφού σχολειού’ είναι εισαγόμενο προϊόν του φράγκικου
εθνικισμού μέσω της μασονικής ιδεολογίας της Φιλικής Εταιρείας, εντελώς
ξένο προς την ρωμαίικη νοοτροπία, και λίγο πιο κάτω, ότι Το αντιορθόδοξο πνεύμα του Αντιχρίστου του ορθοδοξισμού – αντίστοιχο του ισλαμισμού – ευθύνεται για το ψέμα του κρυφού σχολειού. Κάτι παραπάνω καταλαβαίνουμε, όταν στο ίδιο περιοδικό διαβάζουμε ότι Ήλθε
η στιγμή να ορίσωμε το μόνο σύστημα διακυβερνήσεως του ελληνισμού, που
ανταποκρίνεται στην παγκόσμια διάστασή του, δηλαδή την μοναρχία ! Ευχαριστούμε, δε θα πάρουμε, αλλά η μαρτυρία δεν παύει να είναι ενδεικτική για το πόσο βαθιά πολιτικοποιήθηκε
το θέμα του Κρυφού Σχολειού από τη στιγμή που αμφισβητήθηκε η ύπαρξή
του, πολύ περισσότερο, όταν μοιραία η αμφισβήτηση συνδέθηκε με τη
γενικότερη διαφωνία γύρω από το ρόλο της Εκκλησίας στην επιβίωση του
Ελληνισμού, στην εθνογένεση και στην προετοιμασία της Επανάστασης.
Από
τη μια οι εκκλησιαστικοί κύκλοι, κληρικοί και λαϊκοί, ορθόδοξοι και
νεοορθόδοξοι, δεξιοί και υπερδέξιοι, εθνικιστές και τουρκοφάγοι, που με
οδηγό το συναίσθημα ποτέ δε θα κάνουν βήμα πίσω∙ από την άλλη οι
διαφωτισμένοι σύγχρονοι ιστορικοί, που με γνώμονα τον ορθολογισμό, ποτέ
δε θ’ ανεχτούνε μύγες στο σπαθί τους. Με αυτές τις συνθήκες το πεδίο
έγινε επικίνδυνο, και είναι χαρακτηριστικό ότι στο περιλάλητο σχολικό
βιβλίο Ιστορίας της κυρίας Ρεπούση κ.ά. λέξη δε θα βρείτε για το Κρυφό
Σχολειό, υπήρξε δεν υπήρξε. Το θέμα μένει ακόμα να συζητηθεί, και ίσως
το μόνο που πετύχαμε με τη σημερινή μας άσκηση απο-απομυθοποίησης, είναι να βεβαιωθούμε ότι θα ήταν λάθος να διαγράψουμε μια για πάντα το Κρυφό Σχολειό από την εθνική μας μνήμη.
1 σχόλιο:
Με έπεισε ο κ Κακριδής.
Δημοσίευση σχολίου