Για την εμπειρία του από τη διαχείριση της ελληνικής κρίσης χρέους,
την κληρονομιά που άφησε και την πορεία που καλείται να ακολουθήσει
σήμερα η Ευρώπη, μιλά στον «Π» ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου ο πρώην
υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας και καθηγητής σήμερα στο Ευρωπαϊκό
Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας. Ο κ. Παπακωνσταντίνου είναι
ομιλητής αύριο, Πέμπτη, στο «Life Changing Ideas», τη σειρά ομιλιών του
Πανεπιστημίου Λευκωσίας και της Globaltraining. Η εκδήλωση φιλοξενείται
στον χώρο του Cine Studio του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, στις 18.00.
Στην Λευκωσία έρχεστε για να μιλήσετε για τη διαχείριση των προκλήσεων της Ευρώπης και των αλλαγών που απαιτούνται. Καταρχάς, η Ευρώπη έμαθε το μάθημά της από την ευρωκρίση; Είναι σήμερα σε καλύτερη θέση για να αντιμετωπίσει, αλλά και να προλάβει μια νέα κρίση;
Η κρίση βρήκε την Ευρώπη απροετοίμαστη, παρά το γεγονός ότι οι ατέλειες της αρχιτεκτονικής του ευρώ ήταν γνωστές σε όλους, όπως ήταν γνωστό και ότι χώρες όπως η Ελλάδα θα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτες. Από τότε έγιναν πολλά (μετά τους αρχικούς δισταγμούς): σε επίπεδο ΕΕ δημιουργήθηκαν οι μηχανισμοί διάσωσης, και γενικότερα βελτιώθηκε η θεσμική αρχιτεκτονική, ενώ στα κράτη-μέλη διορθώθηκαν σημαντικές εσωτερικές και εξωτερικές ανισορροπίες και έγιναν πολλές μεταρρυθμίσεις. Άρα σήμερα έχουμε περισσότερα εργαλεία και είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για μία νέα κρίση. Αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν αδυναμίες: η τραπεζική ένωση δεν είναι πλήρης, η ΕΚΤ έχει σχεδόν ξεμείνει από πυρομαχικά, και σε πολλά κράτη-μέλη το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να είναι σε υπερβολικά υψηλό επίπεδο, υψηλότερο από ότι πριν μία δεκαετία. Συνεπώς, η πρόοδος που έχουμε κάνει δεν σημαίνει ούτε ότι θα αποφύγουμε την επόμενη κρίση, ούτε ότι μπορούμε πλήρως να την αντιμετωπίσουμε. Και το πιο σημαντικό: οι κρίσεις σπάνια επαναλαμβάνονται με τα ίδια χαρακτηριστικά.
Γιατί οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν πείθουν; Φταίει το αφήγημα; Πολλοί λένε ότι η Ευρώπη πάσχει από ηγέτες, αλλά η αλήθεια είναι στο τιμόνι των κρατών – μελών βρίσκονται πολιτικοί με βαριά βιογραφικά και γνώσεις.
Οι προσωπικότητες πάντα έχουν σημασία – αλλά δεν είμαι από αυτούς που αναπολούν τους “ηγέτες που είχαμε κάποτε”. Το κύριο πρόβλημα σήμερα είναι αλλού: η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με πρωτόγνωρες προκλήσεις, εξωτερικές και εσωτερικές. Είναι ευάλωτη και δυστυχώς απροετοίμαστη σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από βίαιες γεωπολιτικές μετατοπίσεις (η νέα στάση των ΗΠΑ, η άνοδος της Κίνας) και ριζικές μεταβολές εξαιτίας της τεχνολογικής παγκοσμιοποίησης. Σε αυτό, πρέπει να προστεθεί η εσωτερική αμφισβήτηση για την πορεία της ΕΕ από τους πολίτες: τα κινήματα λαϊκισμού σε πολλές χώρες εκφράζουν – με λανθασμένο τρόπο – υπαρκτές αγωνίες και προβλήματα. Σε αυτό το περιβάλλον κατακερματισμού, είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους σημερινούς ηγέτες να εκφράσουν ένα ευρωπαϊκό αφήγημα που να πείθει και να ενώνει.
Σε έναν πολύπλοκο κόσμο το ευρωπαϊκό σχέδιο πως ποια κατεύθυνση πρέπει να βαδίσει;
Σε αυτά τα ζητήματα αναφέρομαι στο πρόσφατο βιβλίο μου Whatever it takes – H μάχη για την Ευρώπη μετά την κρίση. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα παράδοξο. Από τη μία είναι σαφές ότι οι παγκόσμιες προκλήσεις χρειάζονται μέγεθος και ευελιξία, άρα μία Ευρώπη ενωμένη με κοινές πολιτικές που εκτείνονται από την οικονομία και το εμπόριο μέχρι την ασφάλεια και την άμυνα. Από την άλλη οι τάσεις πολιτικής πάνε στην αντίθετη κατεύθυνση: υπάρχει έξαρση του εθνικισμού και πολλοί ευρωπαίοι πιστεύουν ότι οι λύσεις βρίσκονται στα στενά όρια του κράτους τους. Παράδειγμα η απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την ΕΕ. Όσο δεν καταφέρνουμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το παράδοξο και να πείσουμε ότι πράγματι η Ευρώπη είναι πιο δυνατή όταν είναι ενωμένη, με κοινές πολιτικές, τόσο θα δυσκολευτούμε να προχωρήσουμε. Περιττό δε να πω ότι αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για μικρότερες χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος.
Βρεθήκατε στην καρδιά μιας θύελλας. Καταρχάς τι σας δίδαξε η θητεία σας ως ΥΠΟΙΚ;
Κλήθηκα ως Υπουργός Οικονομικών να συμβάλω στην αντιμετώπιση ίσως της πιο σημαντικής κρίσης μετά την μεταπολίτευση στην Ελλάδα. Όπως σίγουρα αντιλαμβάνεστε, τα μαθήματα είναι πολλά…και έχω επιχειρήσει να τα αποτυπώσω στο βιβλίο μου Game Over. Είναι μαθήματα πολιτικής, οικονομίας, και ζωής. Πολιτικής, γιατί καταρχάς μία παρόμοια κρίση ενέχει δύσκολους πολιτικούς χειρισμούς σε ένα ρευστό ευρωπαϊκό περιβάλλον και απέναντι σε μία δύσπιστη ελληνική κοινωνία και ένα εχθρικό πολιτικό σύστημα. Οικονομίας, γιατί βρεθήκαμε σε μία πρωτόγνωρη κατάσταση με την ανάγκη να ληφθούν επώδυνα μέτρα και να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν πολιτικές που αγγίζουν και αλλάζουν δραματικά κάθε πτυχή της καθημερινότητας. Και μαθήματα ζωής, γιατί είναι σε παρόμοιες περιστάσεις που αποκαλύπτονται τα καλύτερα και τα χειρότερα στους ανθρώπους.
Κουβαλώντας τη σοφία που γεννά η απόσταση του χρόνου, τι διαφορετικό θα μπορούσε να γίνει το 2009-10 ώστε το μίγμα πολιτικής που εφαρμόστηκε το 2010, με το πρώτο μνημόνιο, να ήταν αποτελεσματικό;
Η απόσταση του χρόνου σίγουρα βοηθάει να δει κανείς τα πράγματα πιο νηφάλια, αλλά δεν διατείνομαι ότι ως αποτέλεσμα κουβαλάω κάποια “σοφία”! Όταν επισκεπτόμαστε τις αποφάσεις που πήραμε σε παρελθόντες χρόνους, το πρόβλημα είναι πάντα ποιες παραμέτρους θα μπορούσαμε να αλλάξουμε και σε τι βάθος χρόνου…μόνο έτσι μπορεί κανείς να απαντήσει σε αυτήν την ερώτηση. Τα πράγματα θα ήταν σίγουρα καλύτερα εάν διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις – και ιδιαίτερα αυτή της περιόδου 2004-9 – είχαν δει την καταιγίδα να έρχεται (και δεν είχαν βέβαια παραποιήσει τα στατιστικά στοιχεία), εάν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας είχαν αντιδράσει πιο έγκαιρα σε ένα εν τέλει συστημικό πρόβλημα, εάν το ελληνικό πολιτικό σύστημα είχε δείξει μεγαλύτερη υπευθυνότητα, και εάν εμείς ως κυβέρνηση τότε είχαμε κινηθεί πιο αποτελεσματικά. Η ιστορία όμως δεν γράφεται με εάν…Οι παράμετροι του πρώτου μνημονίου (μέτρα, όροι δανεισμού, χρόνοι κλπ.) ήταν απότοκο της συγκεκριμένης πολιτικής στιγμής. Στο δρόμο πολλά άλλαξαν και σε πολλά βελτιώθηκαν, ενώ χρειάστηκε να αντιμετωπιστούν και νέα εμπόδια που δεν είχαν προβλεφθεί.
Εσείς τι διαφορετικό θα κάνατε;
Όποτε μου τίθεται αυτή η ερώτηση, απαντώ ότι θα έκανα πολλά επιμέρους πράγματα διαφορετικά, αλλά στα μεγάλες αποφάσεις δεν θα έκανα κάτι διαφορετικό. Η προσφυγή στο πρώτο μνημόνιο για παράδειγμα ήταν αναγκαστική και επιβεβλημένη. Το ίδιο και οι όροι του, όπως και το γεγονός ότι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να γίνει συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους. Από κει και πέρα, θα επιχειρούσα να διορθώσω αδυναμίες στο σχεδιασμό του (όπως για παράδειγμα η υπερβολική έμφαση που δόθηκε στην μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας σε σχέση με τις ανάγκες μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων). Κυρίως όμως, αυτό που θα έκανα διαφορετικά είναι να προσπαθήσω ακόμη περισσότερο να εξηγήσω την πραγματικότητα την οποία κληθήκαμε να χειριστούμε, να πείσω για τις πολιτικές που αναγκαστήκαμε να ακολουθήσουμε αλλά και για αυτές που θα έπρεπε να είχαμε κάνει καιρό πριν, και να δείξω μεγαλύτερη κατανόηση για το πώς η εποχή των μνημονίων αναποδογύρισε την καθημερινότητα και άλλαξε τις προσδοκίες των πολιτών. Πολλές φορές, για έναν υπουργό οικονομικών, η αγωνία να προχωρήσουν οι τεχνοκρατικές απαραίτητες λύσεις, παίρνει το πάνω χέρι απέναντι στην ενσυναίσθηση που πρέπει να έχει πάντα κάποιος ο οποίος καλείται να πάρει παρόμοιες αποφάσεις.
Η ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα βγήκαν σοφότεροι από τη κρίση; Αλλά η κρίση τελείωσε ή υπάρχει ακόμη δρόμος που πρέπει να διανυθεί;
Αυτή είναι η πιο δύσκολη ερώτηση, και δυστυχώς δεν μπορώ να δώσω μία σαφή απάντηση. Χωρίς αμφιβολία, η κρίση διέλυσε πολλές από τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες που κυριαρχούσαν στην ελληνική κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα. Αλλά δυστυχώς, ακόμα υπάρχει μία άρνηση να δούμε τα πραγματικά αίτια της καταστροφής μας – μας εμποδίζει το μικροπολιτικό συμφέρον αυτών που σε μεγάλο βαθμό ευθύνονται για την κρίση αλλά και αυτών που την χειρίστηκαν με τρόπο που μας έφερε στο χείλος της καταστροφής. Αυτό με κάνει να ανησυχώ και για το μέλλον: μπορεί να μην είμαστε πια σε μνημόνιο, αλλά τα μεγάλα ζητήματα που το έφεραν παραμένουν. Ένα υπεύθυνο πολιτικό σύστημα, μία οικονομία που αναπτύσσεται και παράγει για όλους, ένα κράτος με ισχυρούς θεσμούς – για όλα αυτά, αν δεν αντλήσουμε τα κατάλληλα διδάγματα από την κρίση, θα επαναλάβουμε τα ίδια λάθη στο μέλλον.
Σας απασχολούν οι εξελίξεις στο χώρο της κεντροαριστεράς (και η πολιτική γενικότερα); Και εδώ στην Κύπρο η αριστερά προσπαθεί να διαμορφώσει μια νέα οικονομική πρόταση.
Εξακολουθώ να είμαι ένας ενεργός πολίτης, παρά το γεγονός ότι ο κύκλος της κομματικής ενασχόλησης και της έκθεσης στην λαϊκή ψήφο έχει για μένα κλείσει. Και είμαι πάντα στην ίδια πολιτική οικογένεια της φιλελεύθερης ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς, στεκόμενος κριτικά σε επιμέρους θέσεις της αλλά πεπεισμένος ότι είναι κρίσιμο να επιβιώσει και να αρθρώσει πειστικό λόγο. Σήμερα ο χώρος αυτός συνθλίβεται ανάμεσα σε μία ριζοσπαστική αριστερά η οποία δείχνει να ανταποκρίνεται καλύτερα στις αγωνίες των πολιτών αλλά δεν έχει στην πραγματικότητα λύσεις να προτείνει, και σε μία συντηρητική παράταξη η οποία πείθει γιατί καθησυχάζει αλλά και γιατί πολλές φορές υποθάλπει τα χειρότερα ένστικτα στις κοινωνίες μας. Για να επιβιώσει ο χώρος της κεντροαριστεράς χρειάζεται να ανανεωθεί ριζικά, να ξαναβρεί το χαμένο νήμα με την κοινωνία, και να εκφράσει ένα σύγχρονο καινοτόμο πολιτικό λόγο που πάει πέρα από τις οικονομικές προτάσεις και μόνο.
https://politis.com.cy
Στην Λευκωσία έρχεστε για να μιλήσετε για τη διαχείριση των προκλήσεων της Ευρώπης και των αλλαγών που απαιτούνται. Καταρχάς, η Ευρώπη έμαθε το μάθημά της από την ευρωκρίση; Είναι σήμερα σε καλύτερη θέση για να αντιμετωπίσει, αλλά και να προλάβει μια νέα κρίση;
Η κρίση βρήκε την Ευρώπη απροετοίμαστη, παρά το γεγονός ότι οι ατέλειες της αρχιτεκτονικής του ευρώ ήταν γνωστές σε όλους, όπως ήταν γνωστό και ότι χώρες όπως η Ελλάδα θα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτες. Από τότε έγιναν πολλά (μετά τους αρχικούς δισταγμούς): σε επίπεδο ΕΕ δημιουργήθηκαν οι μηχανισμοί διάσωσης, και γενικότερα βελτιώθηκε η θεσμική αρχιτεκτονική, ενώ στα κράτη-μέλη διορθώθηκαν σημαντικές εσωτερικές και εξωτερικές ανισορροπίες και έγιναν πολλές μεταρρυθμίσεις. Άρα σήμερα έχουμε περισσότερα εργαλεία και είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για μία νέα κρίση. Αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν αδυναμίες: η τραπεζική ένωση δεν είναι πλήρης, η ΕΚΤ έχει σχεδόν ξεμείνει από πυρομαχικά, και σε πολλά κράτη-μέλη το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να είναι σε υπερβολικά υψηλό επίπεδο, υψηλότερο από ότι πριν μία δεκαετία. Συνεπώς, η πρόοδος που έχουμε κάνει δεν σημαίνει ούτε ότι θα αποφύγουμε την επόμενη κρίση, ούτε ότι μπορούμε πλήρως να την αντιμετωπίσουμε. Και το πιο σημαντικό: οι κρίσεις σπάνια επαναλαμβάνονται με τα ίδια χαρακτηριστικά.
Γιατί οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν πείθουν; Φταίει το αφήγημα; Πολλοί λένε ότι η Ευρώπη πάσχει από ηγέτες, αλλά η αλήθεια είναι στο τιμόνι των κρατών – μελών βρίσκονται πολιτικοί με βαριά βιογραφικά και γνώσεις.
Οι προσωπικότητες πάντα έχουν σημασία – αλλά δεν είμαι από αυτούς που αναπολούν τους “ηγέτες που είχαμε κάποτε”. Το κύριο πρόβλημα σήμερα είναι αλλού: η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με πρωτόγνωρες προκλήσεις, εξωτερικές και εσωτερικές. Είναι ευάλωτη και δυστυχώς απροετοίμαστη σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από βίαιες γεωπολιτικές μετατοπίσεις (η νέα στάση των ΗΠΑ, η άνοδος της Κίνας) και ριζικές μεταβολές εξαιτίας της τεχνολογικής παγκοσμιοποίησης. Σε αυτό, πρέπει να προστεθεί η εσωτερική αμφισβήτηση για την πορεία της ΕΕ από τους πολίτες: τα κινήματα λαϊκισμού σε πολλές χώρες εκφράζουν – με λανθασμένο τρόπο – υπαρκτές αγωνίες και προβλήματα. Σε αυτό το περιβάλλον κατακερματισμού, είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους σημερινούς ηγέτες να εκφράσουν ένα ευρωπαϊκό αφήγημα που να πείθει και να ενώνει.
Σε έναν πολύπλοκο κόσμο το ευρωπαϊκό σχέδιο πως ποια κατεύθυνση πρέπει να βαδίσει;
Σε αυτά τα ζητήματα αναφέρομαι στο πρόσφατο βιβλίο μου Whatever it takes – H μάχη για την Ευρώπη μετά την κρίση. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα παράδοξο. Από τη μία είναι σαφές ότι οι παγκόσμιες προκλήσεις χρειάζονται μέγεθος και ευελιξία, άρα μία Ευρώπη ενωμένη με κοινές πολιτικές που εκτείνονται από την οικονομία και το εμπόριο μέχρι την ασφάλεια και την άμυνα. Από την άλλη οι τάσεις πολιτικής πάνε στην αντίθετη κατεύθυνση: υπάρχει έξαρση του εθνικισμού και πολλοί ευρωπαίοι πιστεύουν ότι οι λύσεις βρίσκονται στα στενά όρια του κράτους τους. Παράδειγμα η απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την ΕΕ. Όσο δεν καταφέρνουμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το παράδοξο και να πείσουμε ότι πράγματι η Ευρώπη είναι πιο δυνατή όταν είναι ενωμένη, με κοινές πολιτικές, τόσο θα δυσκολευτούμε να προχωρήσουμε. Περιττό δε να πω ότι αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για μικρότερες χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος.
Βρεθήκατε στην καρδιά μιας θύελλας. Καταρχάς τι σας δίδαξε η θητεία σας ως ΥΠΟΙΚ;
Κλήθηκα ως Υπουργός Οικονομικών να συμβάλω στην αντιμετώπιση ίσως της πιο σημαντικής κρίσης μετά την μεταπολίτευση στην Ελλάδα. Όπως σίγουρα αντιλαμβάνεστε, τα μαθήματα είναι πολλά…και έχω επιχειρήσει να τα αποτυπώσω στο βιβλίο μου Game Over. Είναι μαθήματα πολιτικής, οικονομίας, και ζωής. Πολιτικής, γιατί καταρχάς μία παρόμοια κρίση ενέχει δύσκολους πολιτικούς χειρισμούς σε ένα ρευστό ευρωπαϊκό περιβάλλον και απέναντι σε μία δύσπιστη ελληνική κοινωνία και ένα εχθρικό πολιτικό σύστημα. Οικονομίας, γιατί βρεθήκαμε σε μία πρωτόγνωρη κατάσταση με την ανάγκη να ληφθούν επώδυνα μέτρα και να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν πολιτικές που αγγίζουν και αλλάζουν δραματικά κάθε πτυχή της καθημερινότητας. Και μαθήματα ζωής, γιατί είναι σε παρόμοιες περιστάσεις που αποκαλύπτονται τα καλύτερα και τα χειρότερα στους ανθρώπους.
Κουβαλώντας τη σοφία που γεννά η απόσταση του χρόνου, τι διαφορετικό θα μπορούσε να γίνει το 2009-10 ώστε το μίγμα πολιτικής που εφαρμόστηκε το 2010, με το πρώτο μνημόνιο, να ήταν αποτελεσματικό;
Η απόσταση του χρόνου σίγουρα βοηθάει να δει κανείς τα πράγματα πιο νηφάλια, αλλά δεν διατείνομαι ότι ως αποτέλεσμα κουβαλάω κάποια “σοφία”! Όταν επισκεπτόμαστε τις αποφάσεις που πήραμε σε παρελθόντες χρόνους, το πρόβλημα είναι πάντα ποιες παραμέτρους θα μπορούσαμε να αλλάξουμε και σε τι βάθος χρόνου…μόνο έτσι μπορεί κανείς να απαντήσει σε αυτήν την ερώτηση. Τα πράγματα θα ήταν σίγουρα καλύτερα εάν διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις – και ιδιαίτερα αυτή της περιόδου 2004-9 – είχαν δει την καταιγίδα να έρχεται (και δεν είχαν βέβαια παραποιήσει τα στατιστικά στοιχεία), εάν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας είχαν αντιδράσει πιο έγκαιρα σε ένα εν τέλει συστημικό πρόβλημα, εάν το ελληνικό πολιτικό σύστημα είχε δείξει μεγαλύτερη υπευθυνότητα, και εάν εμείς ως κυβέρνηση τότε είχαμε κινηθεί πιο αποτελεσματικά. Η ιστορία όμως δεν γράφεται με εάν…Οι παράμετροι του πρώτου μνημονίου (μέτρα, όροι δανεισμού, χρόνοι κλπ.) ήταν απότοκο της συγκεκριμένης πολιτικής στιγμής. Στο δρόμο πολλά άλλαξαν και σε πολλά βελτιώθηκαν, ενώ χρειάστηκε να αντιμετωπιστούν και νέα εμπόδια που δεν είχαν προβλεφθεί.
Εσείς τι διαφορετικό θα κάνατε;
Όποτε μου τίθεται αυτή η ερώτηση, απαντώ ότι θα έκανα πολλά επιμέρους πράγματα διαφορετικά, αλλά στα μεγάλες αποφάσεις δεν θα έκανα κάτι διαφορετικό. Η προσφυγή στο πρώτο μνημόνιο για παράδειγμα ήταν αναγκαστική και επιβεβλημένη. Το ίδιο και οι όροι του, όπως και το γεγονός ότι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να γίνει συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους. Από κει και πέρα, θα επιχειρούσα να διορθώσω αδυναμίες στο σχεδιασμό του (όπως για παράδειγμα η υπερβολική έμφαση που δόθηκε στην μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας σε σχέση με τις ανάγκες μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων). Κυρίως όμως, αυτό που θα έκανα διαφορετικά είναι να προσπαθήσω ακόμη περισσότερο να εξηγήσω την πραγματικότητα την οποία κληθήκαμε να χειριστούμε, να πείσω για τις πολιτικές που αναγκαστήκαμε να ακολουθήσουμε αλλά και για αυτές που θα έπρεπε να είχαμε κάνει καιρό πριν, και να δείξω μεγαλύτερη κατανόηση για το πώς η εποχή των μνημονίων αναποδογύρισε την καθημερινότητα και άλλαξε τις προσδοκίες των πολιτών. Πολλές φορές, για έναν υπουργό οικονομικών, η αγωνία να προχωρήσουν οι τεχνοκρατικές απαραίτητες λύσεις, παίρνει το πάνω χέρι απέναντι στην ενσυναίσθηση που πρέπει να έχει πάντα κάποιος ο οποίος καλείται να πάρει παρόμοιες αποφάσεις.
Η ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα βγήκαν σοφότεροι από τη κρίση; Αλλά η κρίση τελείωσε ή υπάρχει ακόμη δρόμος που πρέπει να διανυθεί;
Αυτή είναι η πιο δύσκολη ερώτηση, και δυστυχώς δεν μπορώ να δώσω μία σαφή απάντηση. Χωρίς αμφιβολία, η κρίση διέλυσε πολλές από τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες που κυριαρχούσαν στην ελληνική κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα. Αλλά δυστυχώς, ακόμα υπάρχει μία άρνηση να δούμε τα πραγματικά αίτια της καταστροφής μας – μας εμποδίζει το μικροπολιτικό συμφέρον αυτών που σε μεγάλο βαθμό ευθύνονται για την κρίση αλλά και αυτών που την χειρίστηκαν με τρόπο που μας έφερε στο χείλος της καταστροφής. Αυτό με κάνει να ανησυχώ και για το μέλλον: μπορεί να μην είμαστε πια σε μνημόνιο, αλλά τα μεγάλα ζητήματα που το έφεραν παραμένουν. Ένα υπεύθυνο πολιτικό σύστημα, μία οικονομία που αναπτύσσεται και παράγει για όλους, ένα κράτος με ισχυρούς θεσμούς – για όλα αυτά, αν δεν αντλήσουμε τα κατάλληλα διδάγματα από την κρίση, θα επαναλάβουμε τα ίδια λάθη στο μέλλον.
Σας απασχολούν οι εξελίξεις στο χώρο της κεντροαριστεράς (και η πολιτική γενικότερα); Και εδώ στην Κύπρο η αριστερά προσπαθεί να διαμορφώσει μια νέα οικονομική πρόταση.
Εξακολουθώ να είμαι ένας ενεργός πολίτης, παρά το γεγονός ότι ο κύκλος της κομματικής ενασχόλησης και της έκθεσης στην λαϊκή ψήφο έχει για μένα κλείσει. Και είμαι πάντα στην ίδια πολιτική οικογένεια της φιλελεύθερης ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς, στεκόμενος κριτικά σε επιμέρους θέσεις της αλλά πεπεισμένος ότι είναι κρίσιμο να επιβιώσει και να αρθρώσει πειστικό λόγο. Σήμερα ο χώρος αυτός συνθλίβεται ανάμεσα σε μία ριζοσπαστική αριστερά η οποία δείχνει να ανταποκρίνεται καλύτερα στις αγωνίες των πολιτών αλλά δεν έχει στην πραγματικότητα λύσεις να προτείνει, και σε μία συντηρητική παράταξη η οποία πείθει γιατί καθησυχάζει αλλά και γιατί πολλές φορές υποθάλπει τα χειρότερα ένστικτα στις κοινωνίες μας. Για να επιβιώσει ο χώρος της κεντροαριστεράς χρειάζεται να ανανεωθεί ριζικά, να ξαναβρεί το χαμένο νήμα με την κοινωνία, και να εκφράσει ένα σύγχρονο καινοτόμο πολιτικό λόγο που πάει πέρα από τις οικονομικές προτάσεις και μόνο.
https://politis.com.cy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου