Του Πάρι Κουκουλόπουλου
Η πολύ καλή εικόνα που παρουσιάζει η Ελλάδα συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες στην εξέλιξη της πανδημίας του κορονοϊού είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο και λογικά κάπως έτσι θα παραμείνει μέχρι το τέλος της πρώτης φάσης, όπως ονομάζουν την περίοδο οι ειδικοί.
Η έγκαιρη λήψη των περιοριστικών μέτρων, η σχεδόν καθολική ανταπόκριση των πολιτών και η απαράμιλλη στάση γιατρών-νοσηλευτών και όλων των επαγγελματιών υγείας υπήρξαν καταλύτες στην προσπάθεια αναχαίτισης του ιού.
Η περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας όπου υπήρξε ολιγωρία στον έλεγχο και περιορισμό συγκεκριμένων υπόπτων ομάδων επιβεβαιώνει από την ανάποδη του λόγου το αληθές.

Οι πιο πάνω παράγοντες-καταλύτες εξηγούν πολλά, το εύρος όμως της απόστασης μας σε κρούσματα και πολύ περισσότερο σε θανάτους από το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών χωρών είναι τεράστιο. Όταν εδώ μετράμε 9 νεκρούς στο ένα εκατομμύριο κατοίκους, δέκα ευρωπαϊκές χώρες μετράνε αντίστοιχα τριψήφιους αριθμούς στην τραγική λίστα των ημερών.
Αν και είναι νωρίς για συμπεράσματα φαίνεται ότι η οικογένεια υπήρξε το κρυφό όπλο της Ελλάδας στην προσπάθεια περιορισμού της διασποράς του ιού στην κοινότητα, όχι γενικά και αόριστα αλλά πολύ συγκεκριμένα.
Οι στενοί οικογενειακοί δεσμοί αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο ταυτότητας της ελληνικής κοινωνίας και βασική ειδοποιό διαφορά μας από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Η συνειδητοποίηση ότι οι ηλικιωμένοι κινδυνεύουν περισσότερο οδήγησε εκατομμύρια Έλληνες σε ριζική αλλαγή του τρόπου επικοινωνίας μέσα σε κάθε οικογένεια. Ο διακεκριμένος ψυχαναλυτής Ματθαίος Γιωσαφάτ σχολιάζοντας την εκπληκτική πειθαρχία μας στα μέτρα λέει ότι υπακούμε μόνο στο μαστίγιο και στο φόβο. Σίγουρα ξέρει καλύτερα από εμάς, αλλά ακόμα κι έτσι, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι στο φόβο μας εκτός από τον εαυτό μας συμπεριλαμβάνουμε και αρκετούς άλλους. Δεν είναι όμως μόνον αυτό.
Οι ειδήσεις από την Ευρώπη με τους νεκρούς στα γηροκομεία κυριολεκτικά σοκάρουν.
Στη Γαλλία διαβάζουμε ότι μέχρι και το 40% των θανάτων αφορά ηλικιωμένους σε γηροκομεία και αντίστοιχα ποσοστά στο διπλανό Βέλγιο.
Στην Ισπανία μέσα σε ένα μήνα χάθηκαν 4260 ηλικιωμένοι σε γηροκομεία και για το 83% υπάρχει αδυναμία συσχέτισης με τον ιό.
Ανάλογα συμβαίνουν στην Ιταλία όπου οι αρχές δηλώνουν ότι οι νεκροί από το φονικό ιό ίσως να είναι περισσότεροι γιατί δεν έχουν προσμετρηθεί θάνατοι σε γηροκομεία.
Οι πιο πάνω χώρες πληρώνουν το βαρύτερο τίμημα στην πανδημία με τα γηροκομεία να συμβάλουν στην έκρηξη κρουσμάτων και θανάτων.
Είναι γνωστό ότι στην Ισπανία λειτουργούν περίπου 5.000 γηροκομεία και αντίστοιχος αριθμός στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Η ελληνική ιδιαιτερότητα των οικογενειακών δεσμών μας κρατάει πολύ μακριά από το μέσο ευρωπαϊκό όρο στην ανάπτυξη γηροκομείων.
Προφανώς ο θεσμός του γηροκομείου είναι εντελώς απαραίτητος σε μια σύγχρονη κοινωνία και δεν τίθεται εν αμφιβόλω, αλλά εξίσου προφανώς η οικογένεια είναι καλύτερο καταφύγιο στα γεράματα και σε περιπτώσεις όπως η πανδημία ασύγκριτο.
Η περίπτωση της ελληνικής οικογένειας έχει δεχθεί κριτικές επιθέσεις ουκ ολίγες φορές, συχνά με αιτιολογική βάση. Ο οικογενειακός θεσμός-δεσμός επιδέχεται πολλές βελτιώσεις και σίγουρα μπορεί να εξελιχθεί στο καλύτερο, αλλά το ισοζύγιο της ιδιαιτερότητας μας διαχρονικά είναι απόλυτα θετικό όπως αποδεικνύεται στις μέρες μας και μάλιστα για δεύτερη φορά μέσα σε 10 χρόνια.
Κανένας μας δε θέλει ούτε να διανοηθεί πως θα ήταν τα πράγματα στην κρίση που ξέσπασε το 2010 χωρίς την ελληνική οικογένεια. Πολλοί μπορεί να διεκδίκησαν ρόλο σωτήρα αυτά τα χρόνια και αρκετοί να στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, αλλά το έπαθλο της κοινωνικής συνοχής στην Ελλάδα το κερδίζει επάξια η ελληνική οικογένεια.
Δυο φορές σε δέκα χρόνια δοκιμάστηκε σε πρωτοφανείς συνθήκες και στάθηκε όρθια.