Του Γιώργου Παπακωνσταντίνου
Αφορμή για αυτό το άρθρο στάθηκε η ανακοίνωση μετά την πρόσφατη συνάντηση του έλληνα πρωθυπουργού με την Γερμανίδα καγκελάριο στο Βερολίνο ότι Ελλάδα και Γερμανία θα δουλέψουν από κοινού για ένα «πράσινο επενδυτικό σχέδιο» ανάπτυξης για τη χώρα μας για τη δεκαετία 2020-2030. Έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι από το μακρινό 2009 όταν η πράσινη ανάπτυξη αποτελούσε κεντρικό προγραμματικό στόχο της τότε κυβέρνησης. Η στόχευση λοιδωρήθηκε τότε από πολλούς γιατί δεν έγινε κατανοητή («πράσινα άλογα»), ενώ πολεμήθηκε γιατί έθιγε κατεστημένα συμφέροντα. Σε κάθε περίπτωση η κρίση τα παρέσυρε όλα, και μαζί της και τις ευγενείς προθέσεις για την αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος.
Η αφετηρία γι αυτή τη συζήτηση είναι σήμερα εξαιρετικά δύσκολη. Από το 2008 (πρώτη χρονιά ύφεσης), το ελληνικό ΑΕΠ υποχώρησε μέσα στην κρίση κατά 27% ή περί τα 65 δις. Η πτώση συγκρίνεται μόνο με αυτή της Μεγάλης Ύφεσης στις ΗΠΑ το 1929-31, με τη διαφορά ότι εδώ κράτησε διπλάσια χρόνια. Σε ένα βαθμό η κατάρρευση είναι αναπόφευκτη όταν σκάει η φούσκα του δανεισμού. Σε εμάς βέβαια κράτησε περισσότερο εξαιτίας λαθών στη διαχείριση (εγχώριων και των εταίρων μας) και εξαιτίας της αναβολής της ανάκαμψης ως αποτέλεσμα του πρώτου εξαμήνου του 2015.
Μετά από μία παρόμοια μείωση όμως, το ΑΕΠ συνήθως εκτινάσσεται όταν ξεκινάει ο ενάρετος κύκλος. Στη δική μας περίπτωση αυξάνεται μεν, αλλά όχι εντυπωσιακά. Το χειρότερο: οι σημερινοί ετήσιοι ρυθμοί αύξησης περί του 2% θεωρούνται πάνω από αυτούς του «δυνητικού ΑΕΠ» με βάση τις σημερινές παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας. Οι μακροχρόνιες προβλέψεις διεθνών οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ δίνουν στη χώρα μας ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 1%. Ο ΟΟΣΑ προβλέπει πως ξεκινώντας το 2020 περίπου με το ίδιο ΑΕΠ όσο και η Πορτογαλία, το 2060 η χώρα αυτή θα είναι 20% πλουσιότερη από εμάς.
Για να μπορέσει να επιταχυνθεί ουσιαστικά η ανάπτυξη μεσο- και μακροπρόθεσμα, το κλειδί είναι η παραγωγικότητα. Άρα οι επενδύσεις για τον μετασχηματισμό της οικονομίας σε μία πιο κοντά στις νέες πηγές ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και στην κατεύθυνση της παγκόσμιας ζήτησης. Τα πράγματα είναι σαφή: σε παγκόσμιο επίπεδο, η βιώσιμη ή πράσινη ανάπτυξη, με σύμμαχο τις νέες τεχνολογίες, μεταμορφώνουν ριζικά – και πιο γρήγορα από ό,τι νομίζαμε – όχι μόνο εμβληματικούς τομείς όπως η ενέργεια και οι μεταφορές, αλλά συνολικά τις παραμέτρους παραγωγής και το καταναλωτικό προφίλ. Η στροφή ξεκίνησε εξαιτίας του κινδύνου της κλιματικής αλλαγής. Η ταχύτητα της μετάβασης όμως έχει να κάνει με το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που δίνει στις οικονομίες η πράσινη ανάπτυξη.
Η Ελλάδα προσέρχεται αργοπορημένα σε αυτήν τη νέα κατεύθυνση – και η κρίση είναι μέρος μόνο της εξήγησης γι αυτό. Καθυστερήσαμε στην απεξάρτηση από τον «εθνικό» λιγνίτη, κάναμε αστοχίες στην τιμολόγηση των ΑΠΕ την πρώτη περίοδο ανάπτυξής τους, πρόωρα εγκαταλείψαμε φιλόδοξα σχέδια όπως το Πρόγραμμα Ήλιος για την εξαγωγή ηλιακής ενέργειας (το οποίο παρά τις προφανείς δυσκολίες είχε την Γερμανία ως βασικό σύμμαχο), εναποθέσαμε υπερβολικές ελπίδες στους υδρογονάνθρακες της ευρύτερης περιοχής μας, δεν εκμεταλλευτήκαμε τα οφέλη για την οικονομία από επενδύσεις σε τομείς όπως τα απορρίμματα ή η βιώσιμη διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος.
Χρειαζόμαστε σήμερα επειγόντως ένα συνεκτικό σχέδιο για όλα αυτά, το οποίο θα αναφέρεται σε όλους τους τομείς της οικονομίας, θα δεσμεύει το κράτος σε στόχους, χρονοδιαγράμματα και πράξεις, θα δίνει κίνητρα και – κυρίως – θα απελευθερώνει δυνατότητες στον ιδιωτικό τομέα. Με ένα παρόμοιο σχέδιο πρέπει να προσέλθει η ελληνική κυβέρνηση στη συζήτηση με τη γερμανική για τις επενδύσεις που μπορούν να στηρίξουν ένα «πράσινο επενδυτικό σχέδιο» για τη χώρα μας.
ΝΕΑ 7/9/2019
Αφορμή για αυτό το άρθρο στάθηκε η ανακοίνωση μετά την πρόσφατη συνάντηση του έλληνα πρωθυπουργού με την Γερμανίδα καγκελάριο στο Βερολίνο ότι Ελλάδα και Γερμανία θα δουλέψουν από κοινού για ένα «πράσινο επενδυτικό σχέδιο» ανάπτυξης για τη χώρα μας για τη δεκαετία 2020-2030. Έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι από το μακρινό 2009 όταν η πράσινη ανάπτυξη αποτελούσε κεντρικό προγραμματικό στόχο της τότε κυβέρνησης. Η στόχευση λοιδωρήθηκε τότε από πολλούς γιατί δεν έγινε κατανοητή («πράσινα άλογα»), ενώ πολεμήθηκε γιατί έθιγε κατεστημένα συμφέροντα. Σε κάθε περίπτωση η κρίση τα παρέσυρε όλα, και μαζί της και τις ευγενείς προθέσεις για την αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος.
Η αφετηρία γι αυτή τη συζήτηση είναι σήμερα εξαιρετικά δύσκολη. Από το 2008 (πρώτη χρονιά ύφεσης), το ελληνικό ΑΕΠ υποχώρησε μέσα στην κρίση κατά 27% ή περί τα 65 δις. Η πτώση συγκρίνεται μόνο με αυτή της Μεγάλης Ύφεσης στις ΗΠΑ το 1929-31, με τη διαφορά ότι εδώ κράτησε διπλάσια χρόνια. Σε ένα βαθμό η κατάρρευση είναι αναπόφευκτη όταν σκάει η φούσκα του δανεισμού. Σε εμάς βέβαια κράτησε περισσότερο εξαιτίας λαθών στη διαχείριση (εγχώριων και των εταίρων μας) και εξαιτίας της αναβολής της ανάκαμψης ως αποτέλεσμα του πρώτου εξαμήνου του 2015.
Μετά από μία παρόμοια μείωση όμως, το ΑΕΠ συνήθως εκτινάσσεται όταν ξεκινάει ο ενάρετος κύκλος. Στη δική μας περίπτωση αυξάνεται μεν, αλλά όχι εντυπωσιακά. Το χειρότερο: οι σημερινοί ετήσιοι ρυθμοί αύξησης περί του 2% θεωρούνται πάνω από αυτούς του «δυνητικού ΑΕΠ» με βάση τις σημερινές παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας. Οι μακροχρόνιες προβλέψεις διεθνών οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ δίνουν στη χώρα μας ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 1%. Ο ΟΟΣΑ προβλέπει πως ξεκινώντας το 2020 περίπου με το ίδιο ΑΕΠ όσο και η Πορτογαλία, το 2060 η χώρα αυτή θα είναι 20% πλουσιότερη από εμάς.
Για να μπορέσει να επιταχυνθεί ουσιαστικά η ανάπτυξη μεσο- και μακροπρόθεσμα, το κλειδί είναι η παραγωγικότητα. Άρα οι επενδύσεις για τον μετασχηματισμό της οικονομίας σε μία πιο κοντά στις νέες πηγές ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και στην κατεύθυνση της παγκόσμιας ζήτησης. Τα πράγματα είναι σαφή: σε παγκόσμιο επίπεδο, η βιώσιμη ή πράσινη ανάπτυξη, με σύμμαχο τις νέες τεχνολογίες, μεταμορφώνουν ριζικά – και πιο γρήγορα από ό,τι νομίζαμε – όχι μόνο εμβληματικούς τομείς όπως η ενέργεια και οι μεταφορές, αλλά συνολικά τις παραμέτρους παραγωγής και το καταναλωτικό προφίλ. Η στροφή ξεκίνησε εξαιτίας του κινδύνου της κλιματικής αλλαγής. Η ταχύτητα της μετάβασης όμως έχει να κάνει με το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που δίνει στις οικονομίες η πράσινη ανάπτυξη.
Η Ελλάδα προσέρχεται αργοπορημένα σε αυτήν τη νέα κατεύθυνση – και η κρίση είναι μέρος μόνο της εξήγησης γι αυτό. Καθυστερήσαμε στην απεξάρτηση από τον «εθνικό» λιγνίτη, κάναμε αστοχίες στην τιμολόγηση των ΑΠΕ την πρώτη περίοδο ανάπτυξής τους, πρόωρα εγκαταλείψαμε φιλόδοξα σχέδια όπως το Πρόγραμμα Ήλιος για την εξαγωγή ηλιακής ενέργειας (το οποίο παρά τις προφανείς δυσκολίες είχε την Γερμανία ως βασικό σύμμαχο), εναποθέσαμε υπερβολικές ελπίδες στους υδρογονάνθρακες της ευρύτερης περιοχής μας, δεν εκμεταλλευτήκαμε τα οφέλη για την οικονομία από επενδύσεις σε τομείς όπως τα απορρίμματα ή η βιώσιμη διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος.
Χρειαζόμαστε σήμερα επειγόντως ένα συνεκτικό σχέδιο για όλα αυτά, το οποίο θα αναφέρεται σε όλους τους τομείς της οικονομίας, θα δεσμεύει το κράτος σε στόχους, χρονοδιαγράμματα και πράξεις, θα δίνει κίνητρα και – κυρίως – θα απελευθερώνει δυνατότητες στον ιδιωτικό τομέα. Με ένα παρόμοιο σχέδιο πρέπει να προσέλθει η ελληνική κυβέρνηση στη συζήτηση με τη γερμανική για τις επενδύσεις που μπορούν να στηρίξουν ένα «πράσινο επενδυτικό σχέδιο» για τη χώρα μας.
ΝΕΑ 7/9/2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου