Του Βασίλη Μαγκλάρα
Βιώνουμε τη δεύτερη χρονιά της πρώτης φοράς «αριστερά» μετρώντας τις μέρες μας σε παρενθέσεις της νύκτας και σε
υπόλοιπα, ζώντας στην αναμονή ότι τα άσχημα πέρασαν έρχονται τα χειρότερα.
Ναι,
«τα άσχημα πέρασαν έρχονται τα χειρότερα…» (και μη χειρότερα Θεέ μου τι να πω).
Δεν ξέρω αν είναι προφητεία ή ομολογία, το βέβαιο είναι, ότι εμείς σοκαρισμένοι από τον κυβερνητικό
σαρκασμό, ψάχνουμε το υπόλοιπο της ζωής μας στα υπόλοιπα που μας τελειώνουν.
Στα υπόλοιπα τσέπης, στα υπόλοιπα λογαριασμών, στα υπόλοιπα αντοχής μας, στα
υπόλοιπα ημερών ενός ανελέητου μήνα που επαναλαμβάνεται βασανιστικά.
Ένας Λαός στα υπόλοιπα και στις υποδιαιρέσεις
που του αφαιρούν κυνικά τις δυνατότητές του. Ένας Λαός κατάλοιπο της καταγωγής
του που αδυνατεί να διακρίνει αν οι αμαρτίες που σέρνει φταίνε για τη χωματερή
που του σερβίρουν ή η χωματερή είναι το λίπασμα της εξυγίανσής του.
Παλεύει να κλείσει τ’ αυτιά του
στις Κασσάνδρες μήπως σταθεί στα πόδια του και συνομολογεί σ’ ένα έγκλημα που
εξοντώνει αυτόν και τα παιδιά του αρκεί να έχει το δικαίωμα να επιλέγει τους
εκτελεστές του. Βλέπει τον κόσμο γύρω του να τον ξεπερνά και αυτός μένει στη γοητεία
των προσώπων που ανέδειξε η πρόσκαιρη αν όχι προσχηματική αγανάκτησή του. Κάθεται
περιορισμένος στη γωνία πληρώνοντας την τιμωρία για το παρελθόν του και
συνθηκολογεί με ευπρόσδεκτους κατακτητές που του προσφέρουν ως επίτευγμά του τα
μνημόνια. Και αυτό του αρκεί, θεωρώντας την ποινή λύτρωση χωρίς να μπαίνει στον
κόπο να ψάξει τι τον έφερε ως εδώ; Ποιος φταίει και τι έφταιξε; Τι πληρώνει και
ποιος τον κοστολογεί;
Και περιμένει και περιμένει, εκεί στις
εμμονές του που τον αποκλείουν απ’ την πραγματικότητα πιστεύοντας σε υποσχέσεις που αποδεικνύονται
ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ…
Και
επιμένει να περιμένει στις καλύτερες μέρες που χειροτέρεψαν, στις υποσχέσεις
που διαψεύστηκαν και στις κόκκινες γραμμές που δεν τηρήθηκαν. Και περιμένει την
Ανάσταση που δεν συνοδεύτηκε με Αυτήν του Κυρίου. Και παρ’ όλα αυτά περιμένει
στην αγαθότητα μιας προσμονής που βγαίνει από το παραμύθιασμα, γιατί φοβάται να
αναλάβει τις ευθύνες του και να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του ως δεδομένο και
όχι ως υπεκφυγή.
Σε στάση αναμονής –σαν νάτανε
υπόδικος που περιμένει δίκη-βλέπει να τον παζαρεύουν ενάμιση χρόνο τώρα
κλείνοντας το ρήμα ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΜΑΙ σε όλους τους χρόνους της παθητικής έως
παθολογικής φωνής. Πληρώνει φόρους, πληρώνει χαράτσια, πληρώνει τέλη, πληρώνει
τους διαπραγματευτές που τον βγάζουν στο σφυρί και όλο χρωστάει. Του κόβουν
μισθούς , του κόβουν συντάξεις, του κόβουν τα νοσήλια, του κόβουν τις ανάσες
και όλο χρωστάει-χρωστάει, γιατί μάλλον έχει πλέον πεισθεί ότι «χρωστάει και
της Μιχαλούς».
Τον περιφέρουν στις αγορές και στα ταμεία, στα
σύγχρονα δουλεμπόρια και παρά το ένδοξο παρελθόν, τον αξιολογούν σαν Κινέζικο.
Του δίνουν προίκα Λιμάνια, Αεροδρόμια, Νησιά και τα κεντήματα της μάνας του και
η αξιολόγηση εκεί, τα έχει στυλωμένα. Μια αξιολόγηση Μινώταυρος που θέλει δέκα
παρθένες πρόγευμα και εκατό χιλιάδες συνταξιούχους γεύμα. Μετρά την απόσταση
από το ξεπούλημα ως το ικρίωμα και δεν ξέρει αν πρέπει να διαλέξει «ένα άθλιο
τέλος παρά μια αθλιότητα χωρίς τέλος» και περιμένει.
Περιμένει σαν τους
ήρωες του Σάμιουελ Μπέκετ στο Θέατρο του παραλόγου τον Γκοντό… Εκεί μαζί με τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν
περιμένοντας… Θα κυλά ο χρόνος περιμένοντας. Θα βλέπουμε τον Πότζο να βάζει τον
δούλο του τον Λάκι τον γελωτοποιό να μας διασκεδάζει και θα περιμένουμε. Θα
ακούμε το μικρό αγόρι ως αγγελιοφόρο να μας λέει πως η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ έρχεται-θα έρθει αύριο, πάντως θα έρθει…
Και περιμένοντας θα βλέπουμε την
ΑΥΛΑΙΑ μας να πέφτει.
Μαγκλάρας
Βασίλης
magklarasvas@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου