Του Δημήτρη Δρούτσα
Παρά το γεγονός ότι το προβάδισμα της Άγκελα Μέρκελ είναι αδιαμφισβήτητο και η επικράτησή της αναμενόμενη, το κυβερνητικό σχήμα που θα προκύψει από τις εκλογές στη Γερμανία θα παραμείνει αίνιγμα, ενδεχομένως αρκετά μετά το βράδυ της 22ας Σεπτεμβρίου. Σε αγωνία θα παραμείνει και η Αθήνα μέχρις ότου διαπιστώσει τις προθέσεις της νέας γερμανικής κυβέρνησης.
Τα μετεκλογικά σενάρια είναι γνωστά:
- Το προτιμητέο από την κυρία Μέρκελ σενάριο της διατήρησης του σημερινού σχήματος, με Καγκελάριο την ίδια και κυβέρνηση Χρηστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Φιλελευθέρων (FDP) – σενάριο το οποίο εξαρτάται από το εάν το FDP θα ξεπεράσει τελικά το όριο εισόδου στην Βουλή (5%), κάτι που, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, δεν φαίνεται καθόλου βέβαιο.

- Το προτιμητέο από την σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) σενάριο σχηματισμού κυβέρνησης με τους Πράσινους – σενάριο του οποίου οι πιθανότητες φαίνονται μηδαμινές, αφού τα νούμερα απλώς «δεν βγαίνουν».
- Τα νούμερα πιθανόν όμως να «βγαίνουν», εάν προστεθούν στον συνασπισμό SPD-Πρασίνων οι δυνάμεις της Αριστεράς (Die Linke) – σενάριο το οποίο μεν έχει αποκλείσει ρητά το SPD, αλλά ποτέ μην λες ποτέ… Αυτό το σενάριο, πάντως, θα σήμαινε την πλήρη ανατροπή του πολιτικού σκηνικού στην Γερμανία και την έξοδο της κυρίας Μέρκελ από την Καγκελαρία.
- Τέλος, εάν τα νούμερα –ή τα κόμματα– δεν επιτρέψουν την πραγματοποίηση κάποιου εκ των προαναφερθέντων σεναρίων, το προτιμητέο, βάσει των δημοσκοπήσεων, από την πλειοψηφία των γερμανών ψηφοφόρων σενάριο σχηματισμού κυβέρνησης “μεγάλου συνασπισμού” μεταξύ CDU/CSU και SPD, με καγκελάριο την Άγκελα Μέρκελ.
Όλα αυτά τα σενάρια έχουν ένα προαπαιτούμενο: Να είναι και πάλι στις 23 Σεπτεμβρίου πέντε κόμματα στην Ομοσπονδιακή Βουλή (Bundestag). Εάν το FDP σκοντάψει στον πήχη του 5% ή εάν καταφέρουν να κάνουν την έκπληξη οι ευρωσκεπτικιστές της «Εναλλακτικής για την Γερμανία» (AfD) ή – με λιγότερες πιθανότητες – το κόμμα των «Πειρατών» και μπουν στην Βουλή, τότε το έργο αλλάζει ριζικά. Σε μία τέτοια περίπτωση, ο σχηματισμός κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» φαίνεται μονόδρομος.
Όποιο και να είναι το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών και η τελική μορφή της νέας γερμανικής κυβέρνησης, δεν πρέπει να αναμένονται ουσιαστικές αλλαγές σε ό,τι αφορά την στάση της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα. Ας μην τρέφουμε ψευδαισθήσεις και ας μην δημιουργούμε ελπίδες οι οποίες αύριο θα διαψευσθούν. Οι Χριστιανοδημοκράτες της Άγκελα Μέρκελ θα παραμείνουν προσηλωμένοι στην επιμονή τους για δημοσιονομική πειθαρχία και στην αρχή της αυστηρής λιτότητας, στην καλύτερη περίπτωση προσθέτοντας απλώς μία «δόση ανάπτυξης» της οικονομίας, μακριά όμως από την πρόταση των Σοσιαλδημοκρατών και του Πέερ Στάινμπρουκ για ένα «Σχέδιο Μάρσαλ 2». Προτάσεις, πάντως, όπως τα «ευρωομόλογα», η «αναδιανεμητική ένωση» ή το «Ταμείο Άφεσης Χρέους» δεν πρέπει να αναμένονται να υλοποιηθούν στο άμεσο μέλλον, ακόμα και στην περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης με το SPD που τις έχει διατυπώσει.
Οι προεκλογικές διαδικασίες χαρακτηρίστηκαν από την μεγάλη πλειοψηφία των γερμανών ψηφοφόρων ως βαρετές και δεν προσέλκυσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η αποστολή να κάνει τις εκλογές κάπως πιο ενδιαφέρουσες χρεώθηκε στην Ελλάδα, η οποία βρέθηκε κατά την προεκλογική περίοδο παντού – στον Τύπο, στις προεκλογικές συγκεντρώσεις, στα κυβερνητικά προγράμματα, ακόμη και στις σατιρικές εκπομπές. Στην πλάτη των Ελλήνων –και ερήμην τους– εξελίχθηκε μία άχαρη και εν πολλοίς άδικη και άκαιρη συζήτηση: Πότε θα ξεμείνει από λεφτά η Ελλάδα; Ποιο θα είναι το χρηματοδοτικό κενό το 2015, το 2016, το 2020; Πού θα βρεθούν τα λεφτά που χρειάζονται; Θα δοθεί νέο δάνειο; Και προπάντων, θα γίνει δεύτερο «κούρεμα» ή θα βρεθεί κάποια νέα «πατέντα» ελάφρυνσης του χρέους;
Η Άγκελα Μέρκελ ήταν προφανές εδώ και λίγους μήνες ότι δεν επιθυμούσε να εμπλέξει την Ελλάδα στις εκλογές που θέλει να την αναδείξουν για τρίτη συνεχόμενη φορά Καγκελάριο. Η πολιτική της έπρεπε πάση θυσία να εμφανιστεί ως επιτυχημένη, αλλά γνώριζε καλά ότι η τεχνητή ηρεμία και τα παραμύθια (ή έστω μισές αλήθειες) για βήματα προόδου, πρωτογενή πλεονάσματα και επιστροφή στις αγορές, ήταν τουλάχιστον εύθραυστα. Η αντιπολίτευση, λογικά, επεδίωκε να υποχρεώσει την κυβέρνηση να ομολογήσει ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί επιπλέον χρήματα, ακόμη και νέο «κούρεμα» χρέους, προκειμένου να επιβιώσει και ότι όλα αυτά θα γίνουν μετά τις εκλογές. Για το «μεγάλο ψέμα» που προετοιμάζει για την επόμενη των εκλογών η κυρία Μέρκελ, μίλησε ο τέως Καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ αναφερόμενος στην Ελλάδα, για να απαντήσουν η Άγκελα Μέρκελ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι για τα σημερινά προβλήματα φταίει εκείνος που επέτρεψε την είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ. «Ούτε ένα σεντ παραπάνω για τους Έλληνες! Έτσι θα μείνει η Γερμανία ισχυρή» έγραφε την ίδια ώρα η “Bild” σε δική της «προεκλογική αφίσα», επιστρέφοντας στους τίτλους των πρώτων ημερών της κρίσης στην Ελλάδα.
Η Ελλάδα όμως, εκτός από «μπαλάκι» στο προεκλογικό πινγκ πονγκ της Γερμανίας, κατέληξε για μία ακόμη φορά «θύμα» της τακτικής των κομμάτων – όπως συνέβη και το 2010, κατά την έναρξη της κρίσης, όταν οι αποφάσεις της κυρίας Μέρκελ υπαγορεύθηκαν από τις επικείμενες εκλογές στα γερμανικά κρατίδια και ειδικά στην Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. Αυτή τη φορά, βέβαια, το διακύβευμα είναι πολύ διαφορετικό – και ασφαλώς πιο σημαντικό. Η διαρκής πάντως πίεση γύρω από το ελληνικό ζήτημα οδήγησε σε δηλώσεις, οι οποίες είτε δύσκολα αναιρούνται μετεκλογικά είτε, ακόμα χειρότερα, ακυρώνουν αποφάσεις οι οποίες είχαν ήδη ληφθεί στο παρασκήνιο. Το νέο ελληνικό «κούρεμα» χρέους είχε σχεδόν προεξοφληθεί τους προηγούμενους μήνες. Τώρα όμως, οι περισσότεροι «παίκτες» της γερμανικής πολιτικής σκηνής έχουν τοποθετηθεί κατηγορηματικά εναντίον του, συμπαρασύροντας στην γραμμή τους ακόμη και τον Πέερ Στάινμπρουκ. Η κυρία Μέρκελ κατόρθωσε να εγκλωβίσει τον αντίπαλό της, ο οποίος, όσο εκείνη επέμενε ότι αρνείται να «χαρίσει» τα χρήματα των γερμανών φορολογούμενων στους Έλληνες, ήταν αδύνατο να ομολογήσει ότι το θεωρεί αναπόφευκτο και ότι ο ίδιος θα το κάνει. Όλοι όμως όσοι ασχολούνται με σοβαρότητα με το θέμα της Ελλάδας γνωρίζουν πολύ καλά την αλήθεια, όσο δυσάρεστη και να είναι αυτή, ειδικά για τον γερμανό ψηφοφόρο: Εάν πράγματι θέλουμε να δώσουμε τελική λύση για την κρίση στην Ελλάδα, αλλά και για το ευρώ, απαιτείται ένα νέο –και μάλιστα γενναίο– «κούρεμα» χρέους. Και είναι αυτονόητο ότι η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να χρειάζεται επιπρόσθετη οικονομική βοήθεια τα επόμενα χρόνια.
Η Ελλάδα μετά την κρίση πρέπει να είναι μια νέα Ελλάδα
Με όλη αυτή την συζήτηση όμως, ξεχνάμε το πιο σημαντικό, ειδικά για τις επόμενες γενιές: Η Ελλάδα χρειάζεται βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ακόμη και αλλαγή του σημερινού πολιτικού συστήματος, ως πραγματική προϋπόθεση για την έξοδο από την κρίση. Το όποιο «κούρεμα» χρέους, η όποια επιπρόσθετη οικονομική βοήθεια, δεν θα έχουν αποτέλεσμα, εάν δεν επικεντρωθούμε στην προσπάθεια να εξαλείψουμε τις αιτίες που μας οδήγησαν στην χρεοκοπία.
Η Ελλάδα μετά την κρίση πρέπει να είναι μια νέα Ελλάδα – με άλλους στόχους και προτεραιότητες, άλλες δομές διοίκησης και λειτουργίας του κράτους, και προπάντων με επαναθεμελίωση του πολιτικού συστήματος, με άλλους πρωταγωνιστές και καινούργιες ισορροπίες και σχέσεις κυριαρχίας. Δεν μπορούν αυτοί που δημιούργησαν την κρίση να είναι αυτοί που θα την υπερβούν. Το πολιτικο-κομματικό σύστημα παραμένει ως σήμερα ανέγγιχτο και απλώς προσπαθεί με κόλπα ύφους και ήθους άλλων εποχών –και με πλήρη στήριξη του επιχειρηματικού και μιντιακού κατεστημένου– να διασωθεί. Έχει χάσει όμως και το τελευταίο ίχνος κύρους και αξιοπιστίας. Ένα παράδειγμα: Την στιγμή που η κυβέρνηση αναγκάζεται να απολύσει ανθρώπους, γιατί δεν κάνει πρώτα το παν να περιορίσει τον ίδιο τον εαυτό της; Δυνατότητες υπάρχουν και είναι πολλές και με μεγάλο συμβολισμό απέναντι στην κοινωνία, όπως:
- Μείωση του απαράδεκτου μεγέθους της κυβέρνησης – οι εσωκομματικές «ισορροπίες» δεν μπορούν να είναι πιο σημαντικές από την διατήρηση θέσεων εργασίας.
- Κατάργηση ή έστω δραστική μείωση των θέσεων μετακλητών υπαλλήλων στα πολιτικά γραφεία μελών της κυβέρνησης, γενικών γραμματέων και βουλευτών – γνωρίζω από προσωπική εμπειρία και πρακτική ότι μπορείς να δουλέψεις αποτελεσματικά, βασιζόμενος αποκλειστικά στο ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει κάθε υπουργείο. Εκτός εάν οι υπουργοί της κυβέρνησης θέλουν να παραδεχθούν δημοσίως ότι τα στελέχη των υπουργείων τους είναι ακατάλληλα…
- Αυτονόητα, θεωρώ ότι η σύσταση «Γραφείου Αντιπροέδρου της κυβέρνησης» –παράλληλα με ένα ήδη υπάρχον υπουργικό γραφείο και άλλες δομές– με ετήσιο κόστος εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ σε περίοδο βαρύτατης οικονομικής κρίσης συνιστά κάτι περισσότερο από πολυτέλεια και πρόκληση.
- Τέλος, γιατί όχι μείωση του αριθμού των βουλευτών, π.χ. από 300 σε 200; Υπενθυμίζω ότι η Αυστρία, με 10 εκατομμύρια πληθυσμό, έχει μόλις 183 βουλευτές, ενώ ακόμη και η Γερμανία των 80 εκατομμυρίων αρκείται σε 598 βουλευτές
Και τόσα πολλά ακόμη…
Επιπλέον, πότε επιτέλους θα δούμε στην Ελλάδα ένα αντικειμενικό εκλογικό σύστημα, το οποίο δεν θα υπηρετεί μόνο το εκάστοτε κυβερνών κόμμα στην διατήρηση της εξουσίας, χωρίς «μπόνους» 50 εδρών και άλλα παρόμοια εφευρήματα, με «σπάσιμο» των εκλογικών περιφερειών σε μικρότερες περιφέρειες και απαλλαγή των υποψηφίων από κάθε μορφής επιρροή και εξάρτηση; Και για να επανέλθω σε παλαιότερες μου προτάσεις, θα πρέπει κάποτε να θεσπιστεί το ασυμβίβαστο της διατήρησης της βουλευτικής θέσης κατά την διάρκεια συμμετοχής στο κυβερνητικό σχήμα, καθώς και ο περιορισμός της θητείας σε όποιο πολιτικό αξίωμα, π.χ. για δύο συνεχείς τετραετίες. Μόνο με τέτοια μέτρα, είμαι πεπεισμένος, μπορεί κάποτε να σπάσει η εικόνα και η πραγματικότητα της ελληνικής πολιτικής ως κατεστημένου και ως επαγγελματικής (και γενικής) αποκατάστασης.
Όλα αυτά βεβαίως δεν θα έχουν νόημα ή ακόμη και πιθανότητες να υλοποιηθούν, εάν δεν επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος και η λειτουργία των ΜΜΕ στην Ελλάδα. Αλλά αυτό είναι μία άλλη – δυστυχώς πονεμένη και μακρά – ιστορία…
Υ.Γ.: Περιμένω ακόμη, ειδικά όταν χιλιάδες συμπολίτες μας βιώνουν μια πρωτοφανή και σκληρή πραγματικότητα, την στοιχειώδη ειλικρίνεια και τον απαιτούμενο σεβασμό από την ηγεσία του τόπου. Από τα παραμύθια των «Ζαππείων», τα προεκλογικά ψέμματα τύπου «επαναδιαπραγμάτευσης» και «ισοδύναμων μέτρων», τις επικοινωνιακές φούσκες περί «Greek success story» και πολλά άλλα, φτάσαμε «αισίως» στους μύθους του «πρωτογενούς πλεονάσματος». Σε άλλη εποχή, όλα αυτά θα ήταν απλώς για γέλια – όχι όμως σήμερα.
Όλοι –και οι εταίροι μας!– γνωρίζουμε ότι το όποιο πρωτογενές πλεόνασμα παρουσιάσει η κυβέρνηση είναι τουλάχιστον πλασματικό. Είναι κατά μεγάλο μέρος αποτέλεσμα της στάσης πληρωμών υποχρεώσεων του Δημοσίου. Στην πραγματικότητα πρόκειται λοιπόν για έλλειμμα το οποίο θα το βρούμε πάλι μπροστά μας σύντομα, εάν δεν βρεθούν οι πόροι να καλυφθεί. Και εκφράζω μία ευχή: Να μην βρούμε αυτά τα στοιχεία κάποια στιγμή μπροστά μας, με παρόμοιο τρόπο όπως χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα από κάποιους τα στοιχεία που κατατέθηκαν –πάλι με την σύμφωνη γνώμη των εταίρων μας και των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε.– κατά την διαδικασία ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Κάτι τέτοιο θα στιγματίσει την Ελλάδα ανεπανόρθωτα, υπονομεύοντας για μία ακόμη φορά το μέλλον της.