Θυμάμαι ακριβώς εκείνη την 17η Αυγούστου διότι βρισκόμουν στην Αθήνα εκτάκτως λόγω ενός διεθνούς φιλολογικού συνεδρίου με θέμα το αρχαιοελληνικό δράμα που ήταν και το θέμα της διδακτορικής μου διατριβής. Σε κάποιο από τα διαλλείματα και όπως συνηθίζεται σε ανάλογες περιστάσεις συνομίλησα με γνωστούς φιλολόγους από διεθνή και ελληνικά πανεπιστήμια. Σε μία από αυτές τις σύντομες συνομιλίες και αφού συστήθηκα σε κάποιον γνωστό πανεπιστημιακό καθηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης – του οποίου το όνομα δε 'θελα να κοινοποιήσω – και κατόπιν ερωτήσεως από τη μεριά του, αναφέρθηκα στον τόπο καταγωγής μου από πλευράς του πατέρα μου, την Αιανή.
Στο άκουσμα του ονόματος Αιανή στάθηκε και με κοίταξε για μια στιγμή έντονα. Αφού μεσολάβησαν δευτερόλεπτα σιγής και σχετικής αμηχανίας, είπε: „Κυρία Τσίγκανα, μάλλον δεν έχετε ακόμα πληροφορηθεί το τι συνέβη στην γενέτειρα του πατέρα σας.“ O νους μου πήγε αυτοστιγμεί στο κακό. Φωτιά ίσως στον Άγιο Κωνσταντίνο και κινδυνεύουν άμεσα σπίτια και ζωές ακόμα. Εμφανώς ταραγμένη τόλμησα να ρωτήσω, αν και φοβόμουν την απόκρισή του. „Κάηκε η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και οι πρώτες ενδείξεις μιλάνε για εμπρησμό. Εδώ έχω μία εφημερίδα με την ανακοίνωση. Επειδή κατάγομαι κι από κείνα τα μέρη, έπεσε η ματιά μου στην δραματική αυτή είδηση“ είπε. Το μόνο που μπόρεσα ν΄αρθρώσω ήταν η επανάληψη της λέξης: „Δραματική.“ Είχα δίκιο λοιπόν φωτιά στο χωριό, αλλά τι ακριβώς έγινε, αυτό μου ήταν άγνωστο. Εγκατέλειψα τους χώρους του συνεδριακού κέντρου κι έσπευσα να τηλεφωνήσω στον αείμνηστο πατέρα μου.
Δεν πρόλαβα να ρωτήσω τι ακριβώς συνέβη και άρχισε με τον γνωστό χειμαρρώδη λόγο του να μου εξιστορεί απνευστί τα τεκταινόμενα. Τα συναισθήματα του ήταν ανάμεικτα, όπως και τα δικά μου άλλωστε. Οργή και αγανάκτηση, πρωτίστως όμως βαθειά λύπη και μαράζι. „Κάηκε ο Άη Γιώργης“ μονολογούσε. „Απίστευτο. Δεν το χωράει ο λογισμός μου. Κάηκε ο Άη Γιώργης...“ Αφού τον άφησα λίγα λεπτά να εκφραστεί, ρώτησα με κάποια αυτοσυγκράτηση, αν πράγματι επρόκειτο για εμπρησμό, όπως ανέφεραν τα κανάλια και οι εφημερίδες. „Και βέβαια ήταν εμπρησμός.“ Ήταν η ακαριαία απόκρισή του. „Κάποιοι αχρείοι έκαψαν την εκκλησιά μας. Δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο. Αλλά δε θα τους αφήσω έτσι.“ Η απάντηση του ήταν μεν σκληρή, σαφής δε.
Στο σημείο αυτό δε θέλω να προβώ σε περαιτέρω προσωπικές εικασίες για τις μετέπειτα σκέψεις του και πιο πολύ δε θέλω να ομολογήσω τα όσα μου διηγήθηκε για εκείνην την αποφράδα μέρα. Οι κινήσεις στις οποίες από και και πέρα προέβει πήγαζαν μόνο από την αμέριστη αγάπη του για τον Άη Γιώργη και για ολόκληρη την Αιανή. Το χωριό μου, όπως χαρακτηριστικά τον θυμάμαι να λέει.
Δρ. Εύα Τσίγκανα
Μόναχο
1 σχόλιο:
"συστήθηκα σε κάποιον γνωστό πανεπιστημιακό καθηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης – του οποίου το όνομα δε 'θελα να κοινοποιήσω". ΕΞ ΑΡΧΗΣ ΛΕΣ ΠΩΣ ΣΥΣΤΗΘΗΚΕΣ ΣΕ "ΚΑΠΟΙΟΝ", ΑΡΑ ΔΕ ΛΕΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ. ΟΠΟΤΕ ΔΕ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΘΕΣΕΙΣ ΤΟ "του οποίου..."
Δημοσίευση σχολίου