Του Β. Π. Καραγιάννη
Είχα
ακούσει για συναυλίες με εκατό βιολιά, εκατό κιθάρες- όχι με εκατό
πιάνα γιατί θα έπιαναν ένα γήπεδο ποδοσφαίρου- αλλά για εκατό κλαρίνα
έστω στο φαντασιακό πεδίο της μουσικής πράξης, δεν είχα ακούσει. Η φράση
«εκατό κλαρίνα» ακούστηκε ανήμερα της εορτής του αγίου Δημητρίου εφέτος
(εγώ την άκουσα από σιντί που κατέγραψε την επικαιρότητα εκείνης της
ημέρας) στον ομώνυμο ναό της πόλεως, ένθα μια γωνία του αύλειου χώρου
του «έφαγεν» ήδη η εκσκαπτική τσάπα· θέλουν εκεί να κάμουν πνευματικό
κέντρο μνημοσύνων αλλά η τοπική αρχαιολογία τους σταμάτησε κι ο χώρος
χαίνει χάσκων ως γερασμένη οδοντοστοιχία. Στη φετινή εορταστική
λειτουργία της μέρας -παρότι εκεί εκκλησιάζομαι απέχω πάντα απ’ αυτήν
για να μην υποστώ την αφόρητη κομφορμιστική λαμπερότητα και επίπλαστη
λαμπρότητα του είδους- η Εκκλησιαστική επιτροπή του ναού ετίμησεν το
δεξιό της ψάλτη κ. Στέφανο Κοντακτσή για τα 50 χρόνια συνεχούς και
αδιαλείπτου, λαμπερής (ψαλτικά) διακονίας του στο Αναλόγιον. Του επιδόθη
και η καθιερωμένη πλακέτα αξίας κοντά στα 20 ευρώ! Αλλά τι σημασία έχει
το υλικόν όσο τα λόγια επ’ αυτού και τα χρόνια αυτού που διαδηλώνουν
την καθολική αναγνώριση.
Ο
Στ. Κ. διορίστηκε, όπως διαβάζουμε στο διοριστήριον έγγραφον του άλλοτε
μητροπολίτου Διονυσίου Ψαριανού την 1ην Ιανουαρίου 1966 στο ναό του
αγίου Δημητρίου Κοζάνης «ως καλλίφωνος και άριστος μουσικός, υγιούς
Εκκλησιαστικού φρονήματος και αμέμπτου ήθους».
Είπα
Ψαριανού και πριν λίγο καιρό έλαβα διαδικτυακήν σημείωση υπό λίαν
εγκρίτου προσώπου που έχει σχέση και θέση υψηλή διοικητική στην
Παγκόσμια Διακοινοβουλευτική Ορθοδοξία: «Θα τον θυμάστε τον
Ψαριανό...». Τον θυμόμαστε φυσικά και σήμερα μάλιστα που εόρταζε όταν
ήταν εν ζωή: Διονυσίου Ζακύνθου, Δανιήλ προφήτου, Τριών Παίδων εν
καμίνω» και της συμπαθεστάτης Πυροσβεστικής υπηρεσίας κ.λπ.
Κατά
την επίδοσιν λοιπόν του καθιερωμένου επαίνου από τον νυν μητροπολίτη κ.
Παύλο, αυτός στη ζεστή ομιλία του για τον τιμώμενο, θυμήθηκε τη φράση
που ειπώθηκε από άλλον μητροπολίτη (Πατρέων αν καλά θυμάμαι) για την
φωνητική (και καλλιφωνική) δυνατότητα του αρχιψάλτου πως «έχει στο
λαρύγγι του εκατό κλαρίνα». 100 και αριθμητικά. Η παρομοίωση - διάγνωση
είναι καθοριστική. Δεν θα μπορούσαμε να τη διατυπώσουμε οι μη
γνωρίζοντες τις διαβαθμίσεις, αποχρώσεις και διακλαδώσεις της
εκκλησιαστικής μουσικής. Ομως το αποτέλεσμα το κατανοούμε εντελώς. Από
την πρώτη φορά που τον άκουσα στο ναό αυτό, ζω πολλά χρόνια γύρωθέν του,
κράτησα τη φωνή του μέσα μου ως αντίλαλο μεταφυσικό σχεδόν, κι αυτή
ένοιωσα να με κράτα στην εκκλησιαστική αυλή του. Φωνή που κατορθώνει να
διακρίνεται ανάμεσα σε πολλές άλλες. Κι αυτή η ιδιαιτερότητα είναι
αντίστοιχη με την ιδιαιτερότητα της γραφής των συγγραφέων που
κατέκτησαν, όπως τους λεν, προσωπικόν ύφος γραφής. Ψαλτική με την οποία
ανατριχιάζεις στην έξαρσή της, τσιουτσιουριάζεις στον τοπικό λόγο και
χαρακτηριστικότερο της λογίας λέξης. Ο κάθε πιστός πάει στο ναό με τον
τρόπο του και με δικό του πλησίασμα σε όσα λαμβάνουν καιρόν και χώραν
εντός του κι επί ταυτά. Βαριέται ίσως απελπιστικά στις κηρυγματικές
προτροπές και τους θεολογικά ακατανόητους λήρους, οι οποίοι συνήθως
ξεπερνούν και το 7λεπτον διαρκείας που διδάσκονται στις θεολογικές
σχολές πως πρέπει να διαρκεί το κήρυγμα, διότι από κει και πέρα το
εκκλησίασμα μετατρέπεται σε ακροατήριο χασμώμενο. Νουθεσίες, φορές
παιδαριώδεις, προτάσεις και απειλές έως ηπίως μωρές. Ανθρώπινες φυσικά
αδυναμίες συγγνωστές, επαγγελματίες είναι και οι κληρικοί το ψωμί τους
βγάζουν αμειβόμενοι υπό των πολιτών. Οι μόνοι που δεν επιτρέπεται όμως
να ξεφεύγουν σε λόγους εγκόσμιους είναι οι ψάλτες. Αυτοί μόνον με τους
λόγους του Θεού και τα υψηλά περί Αυτού νοήματα κατατρίβονται. Στο ναό
και στην όποια ακολουθία είναι οι εκπρόσωποι του λαού, η φωνή του λαού,
γι αυτό οφείλουν να είναι όσο το δυνατόν καληκέλαδοι κι αλάνθαστοι. Το
να είναι όμως στην κορυφή κάποιος (όπως ο Στ. Τ.) αυτό λίγοι το
πετυχαίνουν. Τότε έχουμε να κάνουμε με εκδηλώσεις υψηλού θρησκευτικού
ήθους και σε ακούσματα έξοχα, σίγουρα δε όλοι ένδον των ναών πιστοί,
ολιγόπιστοι ή περιεργόπιστοι (εδώ είμαστε) αισθάνονται καλύτερα,
σωματικά, δεν κουράζονται δηλονότι και ψυχικά διαυγέστεροι. Με κακόηχους
ψάλτες πάνε κι οι ευχές στραβά προς το θείον όπως ο καπνός του Κάιν.
Οπως λ.χ. εκείνος ο ψάλτης τον οποίο ο Αλεξ. Ππδ. εις ήχον πλάγιον Δ’ με
το σατιρικόν του προσόμοιον τον ψαλτολόγισεν ως ακολούθως: «Τι σε
Δημητράκην καλέσωμεν· μουσικόν της καραβάνας, ψάλτην του γλυκού νερού,
που κυττάζεις στο βιβλίον και τα λες στα κουτουρού. Ιμάμην των χοτζάδων
προεξάρχοντα· χαμάμην των μποχόρηδων εξάρχοντα. Αμανετζήν ηχηρότατον
και μπαταχτσήν οχληρότατον. Μας λίγωσες με τη γλύκα τας ψυχάς ημών».
Ο
επί του θέματός μας ψαλτάρχης του αγίου Δημητρίου είναι αλάνθαστος·
βαρύς ο λόγος; Ισως. Ετσι τον νιώθω έστω καθ’ υπερβολή διατυπώσεως και
με άκρως μεροληπτικήν διάθεσιν. Η πεντηκονταετία του συνεχίζεται
καθημερινά -τον συναντώ τακτικά τ’ εσπερινά απογεύματα ανηφορίζοντα προς
το ναό (εγώ κατηφορίζων προς το εγκόσμιον κελί μου), στη κοινή μας οδό
Μ. Περδικάρη κι αυτό δεν είναι μια απλή φευγαλέα συνάντηση αλλά ένας
εγκάρδιος χαιρετισμός γεμάτος κοινούς εκκλησιαστικούς τόπους και
υμνολογικούς τρόπους. Η διάκρισή του της 26ης Οκτωβρίου 2015 αν έλειπε
δεν θα πείραζε τόσο ούτε και που ήρθε όμως έβλαψε. Απεναντίας. Οι
αναγνωρίσεις του έργου κάποιων κυρίως στο πνευματικό πεδίο-διότι η
ψαλτική είναι βαθύτατα πνευματική έκφραση- πρέπει να γίνονται με τους
τιμώμενους επί γης κι όχι υπό αυτής με την αναδρομικότητα του χωμάτινου
τίποτα. Το μεγαλύτερο όμως βραβείο ο Στ. Κοντακτσής το κέρδισε από το
εκκλησίασμα που τον αναγνώρισε, ως η φωνή του εντός του ναού, χωρίς την
παραμικρή ένσταση κι αμφιβολία κι αυτός με τη σειρά του το συν-αρπάζει
από πάσαν βιοτικήν μέριμναν και το μεταφέρει στον κόσμο της προσευχής
της κατάνυξης.
Δικαίως, λοιπόν, ο κυρ’ Στέφανος έλαβεν τιμητικόν στέφανον αναγνωρίσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου