Ηταν 5 Μαΐου του 2010. Μια από τις πλέον
ογκώδεις συγκεντρώσεις των τελευταίων ετών, στους πρώτους μήνες της
«μνημονιακής» εποχής στην Ελλάδα, εξελίσσεται σε τραγωδία.
Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης, λίγο μετά τις 2 το μεσημέρι νεαροί
σπάνε τη βιτρίνα της τράπεζας Marfin στην οδό Σταδίυο και πετούν στο
εσωτερικό της μολότοφ. Προκαλείται φωτιά.
Στην αρχή κανείς δεν εκτιμά
τον κίνδυνο. Τα μπλοκ των διαδηλωτών αγνοούν τη φλεγόμενη βιτρίνα και
συνεχίζουν να περνούν μπροστά από το νεοκλασικό κτίριο της Σταδίου
φωνάζοντας συνθήματα. Οι υπάλληλοι της τράπεζας, κάποιοι από τα
παράθυρα, άλλοι από το μπαλκόνι του β΄ ορόφου κοιτούν το πλήθος
περισσότερο με περιέργεια παρά με φόβο.
Νεαροί διαδηλωτές, στη θέα των
καλοντυμένων τραπεζοϋπάλληλων απαντούν με χειρονομίες φωνάζοντας
συνθήματα ενάντια στο κεφάλαιο και τις τράπεζες.
Εκείνη την ώρα, στην πλατεία Συντάγματος εκρήγνυνταν χειροβομβίδες
κρότου - λάμψης, ενώ διαδηλωτές με πανό συνέχιζαν να ανεβαίνουν τη
Σταδίου.
Ενα λεπτό αργότερα, το τοπίο άλλαξε. Η φωτιά στο ισόγειο του κτιρίου
φούντωσε και από τα ανοιχτά παράθυρα του β΄ ορόφου άρχισε να βγαίνει
πυκνός καπνός. Στο μικρό μπαλκόνι στην πρόσοψη του νεοκλασικού
στριμώχθηκαν τέσσερις ή πέντε εργαζόμενοι προσπαθώντας να αναπνεύσουν,
ενώ άλλοι που δεν χώρεσαν εκεί άνοιξαν διάπλατα τις μπαλκονόπορτες.
Οι αντιδράσεις των διαδηλωτών κλιμακώθηκαν. Εκείνοι που νωρίτερα
έκαναν χειρονομίες, τώρα χλεύαζαν τους υπαλλήλους φωνάζοντας «να καείτε
ζωντανοί, ρε!», ενώ άλλοι τους καλούσαν ειρωνικά να πηδήσουν στο κενό.
Ορισμένοι πιο νηφάλιοι τους έκαναν νόημα να κατέβουν από το κτίριο. Οσοι
διαδηλωτές από τα οργανωμένα μπλοκ σάστισαν και κοντοστέκονταν στη θέα
των εγκλωβισμένων υπαλλήλων επανέρχονταν στην... τάξη από τους
επικεφαλής, οι οποίοι τους φώναζαν «προχωράμε σύντροφοι, προχωράμε».
Καθώς τα δευτερόλεπτα κυλούσαν, το μαύρο σύννεφο καπνού από τα παράθυρα
του α΄ και β΄ ορόφου έγινε τόσο πυκνό που έκρυψε την πρόσοψη του κτιρίου
και τους πανικόβλητους υπαλλήλους που από ένστικτο έσκυβαν για να
αναπνεύσουν. Ο ένας από αυτούς έβγαλε το σακάκι του, πέρασε πάνω από το
κάγκελο της μπαλκονόπορτας του β΄ ορόφου, πάτησε στη μαρκίζα και πήδησε
σε μια πρόχειρη κατασκευή από ελενίτ στην ταράτσα του διπλανού κτιρίου.
Αυτή δεν άντεξε το βάρος, και ο νεαρός βρέθηκε στο κενό. Προσγειώθηκε
μερικά μέτρα πιο χαμηλά στο πρεβάζι του κινηματογράφου «Απόλλων». Στην
άλλη άκρη του κτιρίου της Marfin, άλλος εργαζόμενος, ισορροπώντας πάνω
στο κάγκελο και στη μαρκίζα του β΄ ορόφου, κατάφερε να φθάσει στο
μπαλκόνι του διπλανού κτίσματος. Στη συνέχεια φάνηκε να προσπαθεί να
τραβήξει συναδέλφους του που είχαν μείνει πίσω. Στο μπαλκόνι παρέμεναν
δύο γυναίκες κουνώντας ένα χαρτόνι με το οποίο μάταια προσπαθούσαν να
απομακρύνουν τον καπνό. Η Πυροσβεστική έφτασε πέντε λεπτά αργότερα.
Παρευρισκόμενοι φώναζαν συνθήματα και πετούσαν αντικείμενα εναντίον
τους.
Η πληροφορία για νεκρούς στο κτίριο της Μarfin μεταδόθηκε πρώτα από
το BBC, επιβεβαιώθηκε από την Πυροσβεστική και σύντομα κυκλοφόρησε
μεταξύ των διαδηλωτών. Η πορεία των απεργών ουσιαστικά διεκόπη. Κάποιοι
επέστρεψαν στο κτίριο της Μarfin όπου (υπό τα βλέμματα πλέον δεκάδων
δημοσιογράφων και φωτογράφων από ελληνικά και ξένα δίκτυα) γράφτηκε ο
επίλογος της τραγωδίας. Οσο οι πυροσβέστες καθυστερούσαν να απομακρύνουν
τις σορούς, κάποιοι διέσπειραν τη φήμη ότι δεν υπάρχουν νεκροί και ότι
πρόκειται για κρατική προπαγάνδα. Οι συγκεντρωθέντες απάντησαν πετώντας
πάλι αντικείμενα εναντίον αστυνομικών και πυροσβεστών και φωνάζοντας
συνθήματα εναντίον των δημοσιογράφων που «αναπαρήγαν το ψέμα». Εθισμένοι
θαρρείς στη βία, στάθηκαν εκεί περιμένοντας να δουν τα πτώματα και να
βεβαιωθούν για ό,τι είχε συμβεί. Στο μεταξύ, στο καμένο κτίριο έφθασε,
συνοδεία αστυνομικών, ο πρόεδρος της Marfin, κ. Ανδρέας Βγενόπουλος, που
αποδοκιμάστηκε έντονα από τους παρευρισκομένους.
Στο εσωτερικό του κτιρίου, οι πυροσβέστες εντόπισαν τον 36χρονο
Επαμεινώνδα Τσάκαλη στις σκάλες μεταξύ α΄ και β΄ ορόφου. Την 35χρονη
Παρασκευή Ζούλια στο γραφείο της στον β΄ όροφο. Η 32χρονη Αγγελική
Παπαθανασοπούλου, η οποία ήταν έγκυος, εντοπίστηκε λίγα εκατοστά από την
μπαλκονόπορτα όπου προσπάθησε να φτάσει. Ο θάνατος και των τριών
οφείλεται σε ασφυξία από καπνό. Οι φλόγες δεν επεκτάθηκαν άλλωστε στους
πάνω ορόφους. Από το κτίριο απεγκλωβίστηκαν σώοι τέσσερις γυναίκες και
ένας άνδρας.
Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες
Κατά τη διάρκεια της δίκης, τον Απρίλιο του 2013, ο σύζυγος της
Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, περιγράφει την τελευταία συνομιλία του με
την 32χρονη γυναίκα:
«Στις 2 παρά, η Αγγελική μού τηλεφώνησε εμφανώς πανικόβλητη και μου
είπε με έντονο ύφος: «Μας έχουν βάλει φωτιά, θα σε πάρω σε λίγο». Μου το
έκλεισε. Αμέσως μετά την πήρα πίσω και μου είπε: «Δεν μπορώ να μιλήσω
τώρα. Πνίγομαι». Μου το έκλεισε πάλι. Την πήρα ξανά αλλά δεν το σήκωσε.
Με πήρε τη στιγμή που κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να σωθεί. Αφού είχε
κάνει ό,τι μπορούσε για να φύγει από τη φωτιά».
Ο μάρτυρας τόνισε στο δικαστήριο ότι η μοναδική είσοδος - έξοδος του
καταστήματος ήταν κλειδωμένη και ότι κανείς από τους υπαλλήλους δεν
βγήκε με ορθόδοξο τρόπο. «Τους εξανάγκασαν να ζήσουν ένα φρικτό θάνατο.
Εγώ δεν θα τους κρατούσα μέσα να πεθάνουν σαν τα ποντίκια».
Ο υπάλληλος της τράπεζας Γιώργος Γκολιάς κατέθεσε στο δικαστήριο ότι
την στιγμή της φωτιάς άκουσε συναδέλφους να ανεβαίνουν τη σκάλα και να
φωνάζουν «μας καίνε, μας καίνε» και ότι η ατμόσφαιρα ήταν τόσο
αποπνικτική που δεν μπορούσαν ούτε να δουν ούτε να αναπνεύσουν. «Βγήκα
σε ένα πολύ μικρό μπαλκόνι, περίπου 30 πόντους, και μέσα στον πανικό μου
πήδηξα. Έπεσα στο κενό γιατί το σημείο όπου προσπάθησα να πηδήξω,
υποχώρησε. Δεν είχα επιλογή: ή θα έσκαγα ή θα πήδαγα. Θεώρησα ότι είχαν
πεθάνει όλοι, γιατί δεν υπήρχε έξοδος κινδύνου για να βγουν. Όλοι κάναμε
σπασμωδικές κινήσεις γιατί δεν ξέραμε τί να κάνουμε. Δεν ήμασταν
εκπαιδευμένοι. Χάσαμε χρόνο γιατί δεν ξέραμε τί να κάνουμε».
Ο συνάδελφος του κ. Γκολιά, Γιώργος Σταυρογιαννάκης, που εργαζόταν
στον τελευταίο όροφο του κτιρίου κατέθεσε ότι βγήκε από την ταράτσα όταν
συνάδελφός του έσπασε την καταπακτή. «Το κτίριο δεν είχε άλλη έξοδο
πέρα από την κυρία είσοδο. Ήταν σαν να ήμασταν στο εσωτερικό μιας
καμινάδας».
Ο μάρτυρας υποστήριξε ότι τράπεζα δεν αναγνωρίζει την ευθύνη και ότι
δεν τους έχει αποζημιώσει, ενώ, όπως κατέθεσε, «σε μία προσωπική
συνάντηση που είχαμε λίγες μέρες μετά την επίθεση, με το Δ.Σ. της
Marfin, ουσιαστικά μας είπαν ότι έπρεπε να παραβούμε τις εντολές που
είχαμε. Μας είπαν τί καθόμασταν για να κλείσουμε ταμείο ή τις επιταγές,
ενώ έπρεπε να φύγουμε, τη στιγμή που είχαμε εντολές».
Στη συνάντηση αυτή μετά τον εμπρησμό, αναφέρθηκε και ο υπάλληλος της
τράπεζας Σωτήρης Παπατζίκης : «Στη συνάντηση με το διοικητικό συμβούλιο
της τράπεζας, ο άνθρωπος για τον οποίο δουλεύαμε, μας είπε γιατί δεν
πήραμε την πρωτοβουλία να φύγουμε, παρά τις εντολές που είχαμε να
μείνουμε. Ποιός θα τολμούσε εν μέσω κρίσης να κάνει του κεφαλιού του,
αναρωτιέμαι...»
Η δίκη
Η διαδικασία απονομής δικαιοσύνης για το τραγικό περιστατικό της 5ης
Μαΐου δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, παρουσιάζοντας πολύ μεγάλες
καθυστερήσεις.
Η δίκη των δυο κατηγορουμένων που φέρονται ότι εμπλέκονται στην
εμπρηστική επίθεση έχει αναβληθεί για τις 21 Σεπτεμβρίου. Η διαδικασία
είχε προσδιοριστεί αρχικά για τις 9/12/2013 αλλά δόθηκε αναβολή για τις
14/5/2014.
Τελικά η δίκη αναβλήθηκε εκ νέου λόγω της αποχής των δικηγόρων. Και
οι δύο κατηγορούμενοι είναι ελεύθεροι, καθώς μετά τις απολογίες τους δεν
είχαν κριθεί προφυλακιστέοι.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου