(...) Στο παρόν άρθρο θα εξηγήσουμε την ανάγκη προώθησης μιας πολυδιάστατης πολιτικής συμμαχιών έναντι της Τουρκίας.
1.Μια τριπλή πολιτική φιλίας, αλλά και αποτροπής – χωρίς αυταπάτες
Η στρατηγική αντιμετώπιση της επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας απαιτεί από την Ελλάδα ένα τρίπτυχο: Πρώτον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας, με στόχο τις φιλικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Δεύτερο αντίβαρα στις προσπάθειες να παρεμβαίνει η Τουρκία στα εσωτερικά της Ελλάδας και άλλων χωρών στο όνομα των μουσουλμάνων σε αυτές. Μια πολιτική, ταυτόχρονα, αρχών, κυριαρχίας και προάσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών ανεξάρτητα από το θρήσκευμά τους. Και τρίτο μια πολιτική συμμαχιών που να περιορίζει τα περιθώρια της Άγκυρας για επιθετικές ενέργειες. Η τριπλή αυτή πρόταση αφενός επιδιώκει την καλυτέρευση των σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία, αφετέρου, όμως, καθιστά σαφή τα όρια της Τουρκίας. Δρα δε αποτρεπτικά στο βαθμό που η Τουρκία θέλει να θυμάται «το μη ευρωπαϊκό της πρόσωπο».
2. Ο ιστορικός τύπος των ελληνοτουρκικών αντιθέσεων
Θεμέλιο της συνολικής μας πρότασής είναι η θέση που σταθερά διατυπώνω ότι οι διαφορές που υπάρχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν είναι μόνο διαφορές ανάμεσα σε δύο γειτονικές χώρες στην εποχή της νεωτερικότητας και της παγκοσμιοποίησης, αλλά σε αυτές εμπεριέχονται, επιπλέον, και προ-νεωτερικά στοιχεία. Η θέση μου είναι ότι αυτά που απαιτεί η Τουρκία, ο τρόπος που επιδιώκει να τα επιβάλλει, μακριά από το διεθνή νόμο και άλλες κατακτήσεις της νεωτερικότητας, όπως το διεθνές δικαστήριο, έχουν να κάνουν με το ότι εξακολουθεί να συμπεριφέρεται στην περιοχή ως παλιά αποικιοκρατική δύναμη που απευθύνεται στις πρώην αποικίες της και αντλεί απ’ αυτή την ιδιότητά, πάντα κατά τη γνώμη της, συγκεκριμένα προνόμια. Η Τουρκία συμπεριφέρεται ως ο κληρονόμος της οθωμανικής αυτοκρατορίας και από αυτό το γεγονός εξάγει για τον εαυτό της συνεχώς «νέα δικαιώματα» και απαιτήσεις. Η Ελλάδα, όπως και η Κύπρος, σε αντίθεση με τις περισσότερες εκ των δυτικών χωρών, δεν αποτέλεσε στους νεότερους χρόνους αποικιακή δύναμη, αλλά τμήμα κατεχόμενο από αυτοκρατορία τρίτης χώρας. Με την Τουρκία συμβαίνει το πρωτοφανές που καμιά δυτική χώρα, μητρόπολη πρώην αυτοκρατορίας δεν θα το τολμούσε. Δηλαδή, να διεκδικεί στο όνομα της συνέχειάς μιας αυτοκρατορικής κληρονομιάς, το δικαίωμα να ανακαταλάβει χώρους που κατείχε από τρίτη χώρα στο παρελθόν! Πρόκειται για μια ωμή διεκδίκηση που ασφαλώς ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο θα τολμούσε, επί παραδείγματι, έναντι των ΗΠΑ, ούτε η Γερμανία έναντι του Τόγκο, ούτε, βέβαια, η Γαλλία έναντι του Μαρόκο. Η αντιμετώπιση της Τουρκίας και των επιθετικών της βλέψεων προς την Ελλάδα, κατά συνέπεια θα πρέπει να ενταχθούν στο ιστορικό τους πλαίσιο και να καταστήσει υπόλογο όποιο δυτικό πρώην αποικιοκράτη στηρίζει τις διεκδικήσεις της,.
3. Οι στρατηγικές επιλογές της Ελλάδας
Η Ελλάδα διαθέτει τρεις θεμελιακές επιλογές αντιμετώπισης των τουρκικών διεκδικήσεων. Ο πρώτος είναι να παρασυρθεί σε πόλεμο μαζί της, όπως θα ήθελαν να επιβάλουν στρατιωτικοί κύκλοι της Αγκυρας ακόμα και σε βάρος των συμφερόντων του ίδιου του τουρκικού λαού. Αυτή η επιλογή δεν μπορεί να είναι της Ελλάδας, αλλά μπορεί να προκύψει έστω «και εκ λάθους» από την άλλη μεριά. Με αυτή την έννοια, η Ελλάδα απορρίπτει τον πόλεμο, αλλά οφείλει να είναι έτοιμη. Έτοιμη με διττή έννοια. Αφενός όντας αμυντικά έτοιμη, περιορίζει τις πιθανότητες να υλοποιηθούν πολεμικές διαθέσεις από την πλευρά της Τουρκίας, αφετέρου περιορίζει και τις προοπτικές επιτυχίας οποιονδήποτε πολεμικών επιλογών της άλλης πλευράς. Κατά συνέπεια η ετοιμότητα της, δεν είναι μονοδιάστατη πράξη, Είναι τόσο ετοιμότητα αντιμετώπισης πολεμικών κινδύνων, όσο και πράξη αποτροπής τους. Η δεύτερη εναλλακτική της Ελλάδας είναι μια παθητική πολιτική ειρήνης. Αυτό σημαίνει να «παρακαλά για την ειρήνη» και να δείχνει ως να φοβάται οτιδήποτε άλλο. Να «προασπίζει», δηλαδή, την ειρήνη με τρόπο που η Άγκυρα αποκτά την αίσθηση ότι μπορεί να σπρώχνει και άλλο τις παράλογες απαιτήσεις της, να δημιουργεί τετελεσμένα και να εκφοβίζει τις κυρίαρχες ομάδες στην Ελλάδα. Μια τέτοια πολιτική ειρήνης του «βλέπουμε και κάνουμε» που ακολουθεί η κυβέρνηση Καραμανλή, είναι μια πολιτική που οδηγεί ευθέως στην υποταγή της Ελλάδας, στην αποδοχή τετελεσμένων προκειμένου να «γλυτώσει τα χειρότερα». Είναι μια πολιτική που προκαλεί ενώ νομίζει ότι κατευνάζει. Τέλος, είναι μια πολιτική υποχωρήσεων, καθώς και έλλειψης κάθε ενεργητικής στρατηγικής και για αυτό μακρόχρονα επικίνδυνη ως προς τους συσχετισμούς στην περιοχή. Η τρίτη εναλλακτική, που υποστηρίζω, είναι μια πολιτική ενεργητικής ειρήνης. Στηρίζει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας ως μετατόπιση των ελληνοτουρκικών διαφορών και σε πλαίσιο στο οποίο η Ελλάδα νιώθει πιο άνετα, αλλά και οι πολίτες των δύο χωρών έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες παρέμβασης. Μια πολιτική που δημιουργεί τα αντίβαρα που ανέφερα στο προηγούμενο άρθρο, και κόβει τα χέρια της Τουρκίας όταν τα απλώνει πάνω στον ελλαδικό και κυπριακό χώρο. Τέλος, μια πολιτική που βγάζει την Ελλάδα από τον απομονωτισμό που έχει οδηγηθεί στην ευρύτερη περιοχή και τις διασφαλίζει συμμαχίες που δυσκολεύουν τις εν γένει προκλήσεις του τουρκικού στρατιωτικού κατεστημένου και των πολιτικών συμμάχων του.
4. Η Ελλάδα οφείλει να αποκτήσει συμμάχους
Η Ελλάδα έχει ανάγκη από αντίβαρα και συμμαχίες έναντι της Τουρκίας, τουλάχιστον μέχρι, όποτε και αν ωριμάσει η διαδικασία εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας. Το σίγουρο είναι ότι η Τουρκία διαθέτει ισχυρές προσβάσεις σε σειρά βαλκανικών κρατών, ενώ τελευταία δείχνει να συντονίζεται με εθνικιστές στη ΦΥΡΟΜ. Συνεργάζεται –παρά τις κατά καιρό κόντρες- με το Ισραήλ. Εμφανίζεται προστάτης των απανταχού μουσουλμάνων. Συνεργάζεται με την Χαμάς και την Χεσμπολά, την Συρία και άλλες αραβικές χώρες. Είναι μέλος των G20 και επικεφαλής της Ισλαμικής Διάσκεψης. Διαθέτει ισχυρά στηρίγματα στην ΕΕ, το έδειξαν οι ανεύθυνες και προκλητικές δηλώσεις του Σουηδού υπουργού εξωτερικών Μπιλντ. Η στάση του ΗΒ, των Ομπάμα και Κλίντον έναντί της. Συνολικά η Τουρκία όχι μόνο διαθέτει πλειάδα συμμάχων, αλλά τους έχει πείσει ότι τους είναι απαραίτητη, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί ταυτόχρονες σύμμαχες σχέσεις με χώρες που έχουν μεταξύ τους μεγάλες αντιθέσεις. Αντίθετα, η Ελλάδα έχει βάλει όλους στην περιοχή απέναντι της. Δεν φροντίζει για στηρίγματα στη δύση και για συνεργασίες εκτός Δύσης.Στα πλαίσια των ως άνω εκτιμήσεων, υποστηρίζω ότι είναι άμεσα αναγκαίο και επείγει να αντιληφθούν οι ΗΠΑ ότι δεν είμαστε ψάρι στο αγκίστρι τους. Δεν μπορεί, επί παραδείγματι να διηγούνται για την σημασία της Τουρκίας στην περιοχή, να αγνοούν την Ελλάδα και να μην τους αποσύρουμε τη Σούδα μέχρι να μας πούνε αν τους είναι εξίσου χρήσιμη με τις βάσεις στην Τουρκία ή όχι. Η συμμαχία Ελλάδας και ΗΠΑ δεν μπορεί να «αναπτύσσεται» ανεξάρτητα της στάσης τους στις ελληνοτουρκικές διαφορές. Προκειμένου να το κατανοήσουν αυτό οι ΗΠΑ, είναι επείγον να συνεργαστεί η Ελλάδα στρατηγικά με τις ανερχόμενες δυνάμεις όπως είναι η Κίνα και η Ινδία, καθώς και η επανεμφανιζόμενη Ρωσία, που μας συνδέουν ισχυροί ιστορικοί δεσμοί και μεγάλοι ιστορικοί πολιτισμοί. Παραδοσιακά η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει είτε «εξ ανατολών κινδύνους», είτε «εκ του βορρά». Σε κάθε περίπτωση όταν ο κύριος αντίπαλος ήταν στην μία πλευρά, εξασφάλιζε την άλλη ως σύμμαχο (έτσι έδρασε στους βαλκανικούς πολέμους, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα). Σήμερα η Ελλάδα έχει πολλά μέτωπα ταυτόχρονα ανοικτά. Τόσο προς την Τουρκία, όσο και έναντι κρατών στα Βαλκάνια. Πρόκειται για την χειρότερη δυνατή θέση που μπορεί να έχει μια χώρα: ανοικτά μέτωπα σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις.Προς αντιμετώπιση του ως άνω προβλήματος, η Ελλάδα οφείλει, πρώτον, να σφυρηλατήσουμε συμμαχίες με τις χώρες και τους πληθυσμούς με τους οποίους δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές. Να δημιουργήσει, δεύτερον, έναν «Ενεργητικό Άξονα» με τα δύο άλλα μέλη της ΕΕ στην περιοχή (Βουλγαρία και Ρουμανία). Να συμβάλλει, τρίτον, στην σταθεροποίηση της διεθνούς θέσης της Σερβίας και να ανοίξει, τέταρτο, σταθερό διάλογο με τους Αλβανούς, ιδιαίτερα τους Αλβανούς της ΦΥΡΟΜ. Κανονικά θα έπρεπε να έχουμε έγκαιρα καταγγείλει την «Ενδιάμεση Συμφωνία» με την ΦΥΡΟΜ και να μην αφήνουμε την Τουρκία να παίζει νομικά παιχνίδια σε βάρος μας μέσω των Σκοπίων. Επίσης, πέμπτο, να συμβάλλει στην οικονομική και κοινωνική συνεργασία / ολοκλήρωση στα Βαλκάνια.Η Ελλάδα, έκτο, έχει σήμερα μοναδική ευκαιρία να σπάσει ορισμένους ρόλους της Τουρκίας που υποτίθεται τις δίνουν τον ιδιαίτερο γεωστρατηγικό της ρόλο. Ούτε η Ρωσία, ούτε το Ιράν, ούτε οι Καυκάσιες χώρες ούτε ακόμα και το Ισραήλ είναι χώρες που θέλουν να εξαρτώνται μονοδιάστατα από την Τουρκία ή να αναζητούν –οι τρεις πρώτες- την διαμεσολάβησή της για να συνομιλήσουν με τις ΗΠΑ. Αυτό το παραμύθι που ανάγει τις τουρκικές γεοστρατηγικές προθέσεις σε δεδομένες καταστάσεις πρέπει να σταματήσει. Η Ελλάδα ως χώρα που δεν είναι άμεσα γείτονας αυτών των χωρών, που δεν διεκδικεί σε αυτές τις περιοχές περιφερειακές ηγεμονίας και δεν υπήρξε αποικιακή δύναμη στους νεότερους χρόνους, έχει πολλές περισσότερες δυνατότητες να προωθήσει τον ρόλο της ως διαμεσολαβητής.
Είναι φανερό ότι η Ελλάδα χρειάζεται συνολικά και ειδικότερα ως προς τις ευρωτουρκικές σχέσεις μια ενεργητική εξωτερική πολιτική. Πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη. Χωρίς φοβικά σύνδρομα και ιστορικά συμπλέγματα. Χωρίς προκαταλήψεις και στενότητες. Τολμηρά οφείλει να στηρίζει ευρωπαϊκό δρόμο Τουρκίας, με αυστηρό έλεγχο και εποπτεία του. Με σαφήνεια να δημιουργήσει αντίβαρα στις τουρκικές διεκδικήσεις και πριν απ’ όλα να εξέλθει μιας τάσης απομόνωσης και να σπάσει τις τουρκικές συμμαχίες.
1.Μια τριπλή πολιτική φιλίας, αλλά και αποτροπής – χωρίς αυταπάτες
Η στρατηγική αντιμετώπιση της επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας απαιτεί από την Ελλάδα ένα τρίπτυχο: Πρώτον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας, με στόχο τις φιλικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Δεύτερο αντίβαρα στις προσπάθειες να παρεμβαίνει η Τουρκία στα εσωτερικά της Ελλάδας και άλλων χωρών στο όνομα των μουσουλμάνων σε αυτές. Μια πολιτική, ταυτόχρονα, αρχών, κυριαρχίας και προάσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών ανεξάρτητα από το θρήσκευμά τους. Και τρίτο μια πολιτική συμμαχιών που να περιορίζει τα περιθώρια της Άγκυρας για επιθετικές ενέργειες. Η τριπλή αυτή πρόταση αφενός επιδιώκει την καλυτέρευση των σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία, αφετέρου, όμως, καθιστά σαφή τα όρια της Τουρκίας. Δρα δε αποτρεπτικά στο βαθμό που η Τουρκία θέλει να θυμάται «το μη ευρωπαϊκό της πρόσωπο».
2. Ο ιστορικός τύπος των ελληνοτουρκικών αντιθέσεων
Θεμέλιο της συνολικής μας πρότασής είναι η θέση που σταθερά διατυπώνω ότι οι διαφορές που υπάρχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν είναι μόνο διαφορές ανάμεσα σε δύο γειτονικές χώρες στην εποχή της νεωτερικότητας και της παγκοσμιοποίησης, αλλά σε αυτές εμπεριέχονται, επιπλέον, και προ-νεωτερικά στοιχεία. Η θέση μου είναι ότι αυτά που απαιτεί η Τουρκία, ο τρόπος που επιδιώκει να τα επιβάλλει, μακριά από το διεθνή νόμο και άλλες κατακτήσεις της νεωτερικότητας, όπως το διεθνές δικαστήριο, έχουν να κάνουν με το ότι εξακολουθεί να συμπεριφέρεται στην περιοχή ως παλιά αποικιοκρατική δύναμη που απευθύνεται στις πρώην αποικίες της και αντλεί απ’ αυτή την ιδιότητά, πάντα κατά τη γνώμη της, συγκεκριμένα προνόμια. Η Τουρκία συμπεριφέρεται ως ο κληρονόμος της οθωμανικής αυτοκρατορίας και από αυτό το γεγονός εξάγει για τον εαυτό της συνεχώς «νέα δικαιώματα» και απαιτήσεις. Η Ελλάδα, όπως και η Κύπρος, σε αντίθεση με τις περισσότερες εκ των δυτικών χωρών, δεν αποτέλεσε στους νεότερους χρόνους αποικιακή δύναμη, αλλά τμήμα κατεχόμενο από αυτοκρατορία τρίτης χώρας. Με την Τουρκία συμβαίνει το πρωτοφανές που καμιά δυτική χώρα, μητρόπολη πρώην αυτοκρατορίας δεν θα το τολμούσε. Δηλαδή, να διεκδικεί στο όνομα της συνέχειάς μιας αυτοκρατορικής κληρονομιάς, το δικαίωμα να ανακαταλάβει χώρους που κατείχε από τρίτη χώρα στο παρελθόν! Πρόκειται για μια ωμή διεκδίκηση που ασφαλώς ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο θα τολμούσε, επί παραδείγματι, έναντι των ΗΠΑ, ούτε η Γερμανία έναντι του Τόγκο, ούτε, βέβαια, η Γαλλία έναντι του Μαρόκο. Η αντιμετώπιση της Τουρκίας και των επιθετικών της βλέψεων προς την Ελλάδα, κατά συνέπεια θα πρέπει να ενταχθούν στο ιστορικό τους πλαίσιο και να καταστήσει υπόλογο όποιο δυτικό πρώην αποικιοκράτη στηρίζει τις διεκδικήσεις της,.
3. Οι στρατηγικές επιλογές της Ελλάδας
Η Ελλάδα διαθέτει τρεις θεμελιακές επιλογές αντιμετώπισης των τουρκικών διεκδικήσεων. Ο πρώτος είναι να παρασυρθεί σε πόλεμο μαζί της, όπως θα ήθελαν να επιβάλουν στρατιωτικοί κύκλοι της Αγκυρας ακόμα και σε βάρος των συμφερόντων του ίδιου του τουρκικού λαού. Αυτή η επιλογή δεν μπορεί να είναι της Ελλάδας, αλλά μπορεί να προκύψει έστω «και εκ λάθους» από την άλλη μεριά. Με αυτή την έννοια, η Ελλάδα απορρίπτει τον πόλεμο, αλλά οφείλει να είναι έτοιμη. Έτοιμη με διττή έννοια. Αφενός όντας αμυντικά έτοιμη, περιορίζει τις πιθανότητες να υλοποιηθούν πολεμικές διαθέσεις από την πλευρά της Τουρκίας, αφετέρου περιορίζει και τις προοπτικές επιτυχίας οποιονδήποτε πολεμικών επιλογών της άλλης πλευράς. Κατά συνέπεια η ετοιμότητα της, δεν είναι μονοδιάστατη πράξη, Είναι τόσο ετοιμότητα αντιμετώπισης πολεμικών κινδύνων, όσο και πράξη αποτροπής τους. Η δεύτερη εναλλακτική της Ελλάδας είναι μια παθητική πολιτική ειρήνης. Αυτό σημαίνει να «παρακαλά για την ειρήνη» και να δείχνει ως να φοβάται οτιδήποτε άλλο. Να «προασπίζει», δηλαδή, την ειρήνη με τρόπο που η Άγκυρα αποκτά την αίσθηση ότι μπορεί να σπρώχνει και άλλο τις παράλογες απαιτήσεις της, να δημιουργεί τετελεσμένα και να εκφοβίζει τις κυρίαρχες ομάδες στην Ελλάδα. Μια τέτοια πολιτική ειρήνης του «βλέπουμε και κάνουμε» που ακολουθεί η κυβέρνηση Καραμανλή, είναι μια πολιτική που οδηγεί ευθέως στην υποταγή της Ελλάδας, στην αποδοχή τετελεσμένων προκειμένου να «γλυτώσει τα χειρότερα». Είναι μια πολιτική που προκαλεί ενώ νομίζει ότι κατευνάζει. Τέλος, είναι μια πολιτική υποχωρήσεων, καθώς και έλλειψης κάθε ενεργητικής στρατηγικής και για αυτό μακρόχρονα επικίνδυνη ως προς τους συσχετισμούς στην περιοχή. Η τρίτη εναλλακτική, που υποστηρίζω, είναι μια πολιτική ενεργητικής ειρήνης. Στηρίζει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας ως μετατόπιση των ελληνοτουρκικών διαφορών και σε πλαίσιο στο οποίο η Ελλάδα νιώθει πιο άνετα, αλλά και οι πολίτες των δύο χωρών έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες παρέμβασης. Μια πολιτική που δημιουργεί τα αντίβαρα που ανέφερα στο προηγούμενο άρθρο, και κόβει τα χέρια της Τουρκίας όταν τα απλώνει πάνω στον ελλαδικό και κυπριακό χώρο. Τέλος, μια πολιτική που βγάζει την Ελλάδα από τον απομονωτισμό που έχει οδηγηθεί στην ευρύτερη περιοχή και τις διασφαλίζει συμμαχίες που δυσκολεύουν τις εν γένει προκλήσεις του τουρκικού στρατιωτικού κατεστημένου και των πολιτικών συμμάχων του.
4. Η Ελλάδα οφείλει να αποκτήσει συμμάχους
Η Ελλάδα έχει ανάγκη από αντίβαρα και συμμαχίες έναντι της Τουρκίας, τουλάχιστον μέχρι, όποτε και αν ωριμάσει η διαδικασία εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας. Το σίγουρο είναι ότι η Τουρκία διαθέτει ισχυρές προσβάσεις σε σειρά βαλκανικών κρατών, ενώ τελευταία δείχνει να συντονίζεται με εθνικιστές στη ΦΥΡΟΜ. Συνεργάζεται –παρά τις κατά καιρό κόντρες- με το Ισραήλ. Εμφανίζεται προστάτης των απανταχού μουσουλμάνων. Συνεργάζεται με την Χαμάς και την Χεσμπολά, την Συρία και άλλες αραβικές χώρες. Είναι μέλος των G20 και επικεφαλής της Ισλαμικής Διάσκεψης. Διαθέτει ισχυρά στηρίγματα στην ΕΕ, το έδειξαν οι ανεύθυνες και προκλητικές δηλώσεις του Σουηδού υπουργού εξωτερικών Μπιλντ. Η στάση του ΗΒ, των Ομπάμα και Κλίντον έναντί της. Συνολικά η Τουρκία όχι μόνο διαθέτει πλειάδα συμμάχων, αλλά τους έχει πείσει ότι τους είναι απαραίτητη, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί ταυτόχρονες σύμμαχες σχέσεις με χώρες που έχουν μεταξύ τους μεγάλες αντιθέσεις. Αντίθετα, η Ελλάδα έχει βάλει όλους στην περιοχή απέναντι της. Δεν φροντίζει για στηρίγματα στη δύση και για συνεργασίες εκτός Δύσης.Στα πλαίσια των ως άνω εκτιμήσεων, υποστηρίζω ότι είναι άμεσα αναγκαίο και επείγει να αντιληφθούν οι ΗΠΑ ότι δεν είμαστε ψάρι στο αγκίστρι τους. Δεν μπορεί, επί παραδείγματι να διηγούνται για την σημασία της Τουρκίας στην περιοχή, να αγνοούν την Ελλάδα και να μην τους αποσύρουμε τη Σούδα μέχρι να μας πούνε αν τους είναι εξίσου χρήσιμη με τις βάσεις στην Τουρκία ή όχι. Η συμμαχία Ελλάδας και ΗΠΑ δεν μπορεί να «αναπτύσσεται» ανεξάρτητα της στάσης τους στις ελληνοτουρκικές διαφορές. Προκειμένου να το κατανοήσουν αυτό οι ΗΠΑ, είναι επείγον να συνεργαστεί η Ελλάδα στρατηγικά με τις ανερχόμενες δυνάμεις όπως είναι η Κίνα και η Ινδία, καθώς και η επανεμφανιζόμενη Ρωσία, που μας συνδέουν ισχυροί ιστορικοί δεσμοί και μεγάλοι ιστορικοί πολιτισμοί. Παραδοσιακά η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει είτε «εξ ανατολών κινδύνους», είτε «εκ του βορρά». Σε κάθε περίπτωση όταν ο κύριος αντίπαλος ήταν στην μία πλευρά, εξασφάλιζε την άλλη ως σύμμαχο (έτσι έδρασε στους βαλκανικούς πολέμους, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα). Σήμερα η Ελλάδα έχει πολλά μέτωπα ταυτόχρονα ανοικτά. Τόσο προς την Τουρκία, όσο και έναντι κρατών στα Βαλκάνια. Πρόκειται για την χειρότερη δυνατή θέση που μπορεί να έχει μια χώρα: ανοικτά μέτωπα σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις.Προς αντιμετώπιση του ως άνω προβλήματος, η Ελλάδα οφείλει, πρώτον, να σφυρηλατήσουμε συμμαχίες με τις χώρες και τους πληθυσμούς με τους οποίους δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές. Να δημιουργήσει, δεύτερον, έναν «Ενεργητικό Άξονα» με τα δύο άλλα μέλη της ΕΕ στην περιοχή (Βουλγαρία και Ρουμανία). Να συμβάλλει, τρίτον, στην σταθεροποίηση της διεθνούς θέσης της Σερβίας και να ανοίξει, τέταρτο, σταθερό διάλογο με τους Αλβανούς, ιδιαίτερα τους Αλβανούς της ΦΥΡΟΜ. Κανονικά θα έπρεπε να έχουμε έγκαιρα καταγγείλει την «Ενδιάμεση Συμφωνία» με την ΦΥΡΟΜ και να μην αφήνουμε την Τουρκία να παίζει νομικά παιχνίδια σε βάρος μας μέσω των Σκοπίων. Επίσης, πέμπτο, να συμβάλλει στην οικονομική και κοινωνική συνεργασία / ολοκλήρωση στα Βαλκάνια.Η Ελλάδα, έκτο, έχει σήμερα μοναδική ευκαιρία να σπάσει ορισμένους ρόλους της Τουρκίας που υποτίθεται τις δίνουν τον ιδιαίτερο γεωστρατηγικό της ρόλο. Ούτε η Ρωσία, ούτε το Ιράν, ούτε οι Καυκάσιες χώρες ούτε ακόμα και το Ισραήλ είναι χώρες που θέλουν να εξαρτώνται μονοδιάστατα από την Τουρκία ή να αναζητούν –οι τρεις πρώτες- την διαμεσολάβησή της για να συνομιλήσουν με τις ΗΠΑ. Αυτό το παραμύθι που ανάγει τις τουρκικές γεοστρατηγικές προθέσεις σε δεδομένες καταστάσεις πρέπει να σταματήσει. Η Ελλάδα ως χώρα που δεν είναι άμεσα γείτονας αυτών των χωρών, που δεν διεκδικεί σε αυτές τις περιοχές περιφερειακές ηγεμονίας και δεν υπήρξε αποικιακή δύναμη στους νεότερους χρόνους, έχει πολλές περισσότερες δυνατότητες να προωθήσει τον ρόλο της ως διαμεσολαβητής.
Είναι φανερό ότι η Ελλάδα χρειάζεται συνολικά και ειδικότερα ως προς τις ευρωτουρκικές σχέσεις μια ενεργητική εξωτερική πολιτική. Πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη. Χωρίς φοβικά σύνδρομα και ιστορικά συμπλέγματα. Χωρίς προκαταλήψεις και στενότητες. Τολμηρά οφείλει να στηρίζει ευρωπαϊκό δρόμο Τουρκίας, με αυστηρό έλεγχο και εποπτεία του. Με σαφήνεια να δημιουργήσει αντίβαρα στις τουρκικές διεκδικήσεις και πριν απ’ όλα να εξέλθει μιας τάσης απομόνωσης και να σπάσει τις τουρκικές συμμαχίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου