Του
Βασίλη Ταχτσίδη
Το ελικόπτερο έφτασε πολύ γρήγορα. Ο
θόρυβός του ήταν εκκωφαντικός, καθώς στάθηκε ακίνητο πάνω απ’ τα βράχια. Οι προβολείς
του κάνανε τη νύχτα μέρα στην περιοχή και οι διασώστες κατέβηκαν με το συρματόσχοινο.
-
Τα ΄χω χαμένα ,τι να πω, δεν μπορώ να το
περιγράψω, είπε ο πρώτος που τον βρήκε.
Κουφάρι θανάτου διαλυμένο, όχι!, σα μαριονέτα με κομμένα τα σχοινιά, όχι – όχι!, σα μαριονέτα απαλλαγμένη απ’ τα δεσμά που την
κρατούσαν, ναι! έτσι ήτανε τσακισμένος στα βράχια, συνέχισε λαχανιασμένος. Έσκυψα ν’ ακούσω την καρδιά του, κι αυτό που είδα δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Ο άνθρωπος σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε προς το πέλαγο . Γύρισα άθελά μου κι εγώ προς τα κει που κοιτούσε. Στην άκρη του γιαλού, λίγο πιο πέρα, μέσα στη θάλασσα, σαν κάτι να στραφτάλιζε. Ψάρι; παιχνιδίσματα του νερού στο φως του φεγγαριού; δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω από την τρομάρα που πήρα όταν ένοιωσα την παλάμη του να σφίγγει δυνατά το χέρι μου που τον κρατούσε. Ξαφνιασμένος γύρισα και τον κοίταξα. Είδα ένα ευτυχισμένο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη του και το πρόσωπό του να αστράφτει τόσο που, προς στιγμή, τα φώτα των προβολέων φάνηκαν σβηστά. Τέτοια λάμψη δεν έχω ξαναδεί, μάρτυρες μου οι προβολείς.
Ο άνθρωπος σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε προς το πέλαγο . Γύρισα άθελά μου κι εγώ προς τα κει που κοιτούσε. Στην άκρη του γιαλού, λίγο πιο πέρα, μέσα στη θάλασσα, σαν κάτι να στραφτάλιζε. Ψάρι; παιχνιδίσματα του νερού στο φως του φεγγαριού; δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω από την τρομάρα που πήρα όταν ένοιωσα την παλάμη του να σφίγγει δυνατά το χέρι μου που τον κρατούσε. Ξαφνιασμένος γύρισα και τον κοίταξα. Είδα ένα ευτυχισμένο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη του και το πρόσωπό του να αστράφτει τόσο που, προς στιγμή, τα φώτα των προβολέων φάνηκαν σβηστά. Τέτοια λάμψη δεν έχω ξαναδεί, μάρτυρες μου οι προβολείς.
Ύστερα γρήγορα-γρήγορα και με προσοχή τον
ανέσυραν ………..
Ήταν
δεν ήταν δώδεκα χρονών άμα τη γνώρισε. Εκεί που στεκόταν στην ακρογιαλιά,
απογοητευμένος καθώς τα ψάρια δεν τσιμπούσαν, να σου αυτή εμφανίσθηκε. Δεν κατάλαβε
από πού ξεφύτρωσε. Ήρθε έτσι στα ξαφνικά από το πουθενά και κάθισε δίπλα του.
Στην αρχή την έβλεπε κάθε που πήγαινε
για ψάρεμα. Στα δεκάξι του πήρε το πρώτο της φιλί και την εμπιστεύθηκε τυφλά. Ίσως
γιατί πάντα στα δύσκολα, μονάχα αυτή, στεκόταν
στο πλάι του . Από εκείνη τη στιγμή και ύστερα έγινε μέρος της ζωής του, ειδικά
όταν πήγαινε στην παραλία για ψάρεμα. Εκείνη πάντα εκεί, ερχόταν και καθόταν
δίπλα του στην άκρη του γιαλού, ανέμελη, αγέρωχη, ωραία. Η θάλασσα έγλυφε το
κορμί της, μια οπτασία. Τον κράταγε γερά από το χέρι αλλά η ματιά της φευγάτη.
Το ένοιωθε πως δεν ήταν μόνο δικιά
του, αλλά ούτε που τον ένοιαζε.
Όσο περνούσε ο καιρός το δέσιμό τους
γινόταν όλο και πιο δυνατό, ώσπου γίνανε αχώριστοι. Δεν ρώτησε ποτέ για τ’
όνομά της και ούτε την βάφτισε αυτός κατά πως ένοιωθε.
Στις γαλήνιες νύχτες, όταν οι ματιές
τους αντάμωναν κάτω από το φως του φεγγαριού και λέξη δεν έβγαινε από τα χείλη τους,
τότε κατά τρόπο μαγικό ήξεραν τι ήθελε ο ένας απ’ τον άλλον.
Κάποιες φορές έσκυβε προς το μέρος
του:
- Έλα να σου δείξω, κοίτα, του έλεγε.
Ακολουθούσε μέσα από τη ματιά της τη
ρότα των πλοίων που χάνονταν πίσω απ’ τον ορίζοντα κι έμπαινε με τη φαντασία
του σ’ απάνεμα λιμάνια, σε όρμους που τα δέντρα ολόγυρα έγερναν τον ίσκιο τους
στα καταγάλανα νερά τους και έβλεπε ανθρώπους να τριγυρίζουν ευτυχισμένοι .
-
Προσπάθησε να κάνεις το όνειρό σου πραγματικότητα, του ψιθύριζε τρυφερά στ
αυτί.
Άλλοτε πάλι σαν χαλούσε ο καιρός
και τα κύματα χτύπαγαν με μίσος την ακτή, αυτός εδώ, κι αυτή εκεί , του φώναζε
μες τον χαμό:
- Πάλεψε, πιάσε τη ζωή σου από κάπου, άμα η θέλησή σου σε οδηγεί στο
τίποτα, τότε είσαι χαμένος από χέρι, και του έγνεφε να την ακολουθήσει.
Τότε ήταν που τον έβλεπες, όπως
τον γέννησε η μάνα του, να σκαρφαλώνει στον ψηλότερο βράχο και σα σκιάχτρο να
στέκεται στο ένα του ποδάρι, σα να θελε να φοβίσει τα στοιχειά της φύσης, να
περιμένει καρτερικά το πιο μεγάλο κύμα
και που όταν το έβλεπε να ‘ρχεται ορμούσε με πείσμα μέσα του.
Μπορεί και να τον τραβούσε η ίδια
η καλλονή του, δεν ξέρω.
Κομμένη η ανάσα του, ορατοτης μηδέν εκεί στο βάθος
της λυσσασμένης θάλασσας, προσπαθούσε, αφηνόταν και ξαναπροσπαθούσε.
Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω, πως τα κατάφερνε
και έβγαινε πάντα στον αφρό, καθώς το επόμενο κύμα τον τραβούσε ξανά στο βυθό.
Και σαν έπεφταν οι άνεμοι, και η
φουρτούνα καταλάγιαζε, μία προσπάθεια ακόμα……………..
……..Το
δίχτυ έφτασε στο ύψος του ελικοπτέρου και οι διασώστες προσπάθησαν να τον
βάλουν μέσα.
–Μη
μου φύγεις, έρχομαι, ψιθύρισε με αδύναμη φωνή και έγειρε στο πλάι το κεφάλι
του να ξαποστάσει λίγο.
Μερικοί είπαν ότι τον έβλεπαν πολύ
συχνά στην ακρογιαλιά, να πηγαίνει πέρα δώθε και από τις κινήσεις των χεριών
του νόμιζαν πως με κάποιον συνομιλούσε . Δεν μπορούσαν να διακρίνουν με ποιόν.
Άλλοι πάλι εκ των υστέρων είπαν
ότι τον έβλεπαν με τις ώρες στο ίδιο μέρος να ψαρεύει και μια γυναικεία φιγούρα
να κάθεται δίπλα του. Όλοι λέγανε ότι την είδαν, κανείς τους όμως δεν μπόρεσε
να την περιγράψει…
Τι να πρωτοπιστέψει κανείς. Συγκεχυμένες
οι απόψεις που ακούγονταν και αντιφατικές, αφού και οι ερευνητές αποφάνθηκαν
ότι τα ίχνη πάνω στην άμμο ήταν μόνο τα δικά του.
Λυπάμαι που δεν θυμάμαι το όνομα
του παλικαριού, ο καθένας τον βάφτιζε με το δικό του όνομα.
Την κοπελιά όμως θυμάμαι καλά, παίρνω
και όρκο, τη λέγανε ελπίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου