ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ἰω. ε΄ 1-15)
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»
Ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἀνάμεσα στά ἀναρίθμητα
θαύματα τοῦ Κυρίου τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Βηθεσδᾶ
φέρνει ἕνα ἰδιαίτερο μήνυμα στούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας. Δέν
ἀποκαλύπτει μόνο τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί τό κρυφό
δρᾶμα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἠλεκτρονικῆς ἐποχῆς, τό δρᾶμα τῆς
μοναξιᾶς, πού ἐπιδημιακά ἁπλώνεται στίς προηγμένες κοινωνίες καί ἀπειλεῖ
τήν ἰσορροπία τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας.
Ἡ μοναξιά, αὐτή ἡ κατάρα
τῆς ἐποχῆς μας, βρίσκεται γύρω μας καί παντοῦ. Μέσα στό σπίτι καί στίς
λεωφόρους, μπροστά στήν τηλεόραση καί στό βίντεο, πίσω ἀπό τά ἀκουστικά
καί τούς ξέφρενους χορούς. Εἶναι τό πεινασμένο μαῦρο λιοντάρι πού
καταδιώκει τόν ἄνθρωπο γιά τόν κατασπαράξει. Εἶναι ἡ πιό φρικτή τραγωδία
πού τόν βασανίζει καί τόν ὁδηγεῖ σιγά-σιγά στό μαρασμό καί στό
θάνατο. Ὅπου κι ἄν ζητήσουμε λύση τοῦ δράματος αὐτοῦ θά ἀπογοητευθοῦμε
γρήγορα. Μόνο ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός μπορεῖ νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο
ἀπό τό μαρτύριο τῆς μοναξιᾶς.
Εὑρισκόμενος στά Ἱεροσόλυμα ὁ Χριστός,
μετά τήν προσευχή του στό Ναό, θεώρησε καθῆκον του νά ἐπισκεφθεῖ τούς
ἀρρώστους τῆς κολυμβήθρας Βηθεσδᾶ. Ἐκεῖ στήν προβατική πύλη ὑπῆρχε
κάποια θαυματουργική πηγή στήν ὁποία κατά καιρούς κατέβαινε ἄγγελος Θεοῦ
καί «ἐτάρρατε τό ὕδωρ». Ὅποιος πρῶτος ἔμπαινε στήν κολυμβήθρα ἀμέσως
ἐθεραπεύετο. Μ’ αὐτή τήν ἐλπίδα «πλῆθος πολύ τῶν ἀσθενούντων» νύκτα καί
μέρα περίμενε γύρω ἀπό τήν κολυμβήθρα τήν κάθοδο τοῦ Ἀγγέλου. Ἀνάμεσα σ’
αὐτούς ἦταν ἕνας παράλυτος. Ζωντανός νεκρός, μέ τήν ὠχρότητητα τοῦ
θανάτου ζωγραφισμένη στό σκελετωμένο του πρόσωπο, μόνος κι ἔρημος
παρακαλοῦσε τόν ἕνα καί τόν ἄλλο νά τόν ρίξουν στήν κολυμβήθρα. Ἀλλά
κανείς, μά κανείς δέν τοῦ ἔδινε σημασία. Ἐγκαταλελειμένος ἀπό φίλους,
συγγενεῖς καί γνωστούς ἐπί τριάντα ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια ἔπινε τό πικρό
ποτῆρι τοῦ πόνου καί τῆς μοναξιᾶς. Αὐτόν πλησίασε ὁ Χριστός. «Θέλεις νά
γίνεις καλά;» τοῦ εἶπε. Κι ὁ παράλυτος δέν τοῦ μιλάει γιά τήν ἀρρώστια
του. Ἀνοίγει τήν καρδιά του κι ἀφήνει ἕνα βαθύ ἀναστεναγμό. «Κύριε,
ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», τοῦ λέει μέ πόνο. Τό δρᾶμα τῆς ψυχῆς του ἦταν πιό
μεγάλο ἀπό τήν ἀρρώστια τοῦ σώματός του.
Σύμβολο τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας
εἶναι ὁ παραλυτικός. Στήν ἀπέραντη καί πολυάνθρωπη κοινωνία μας, στίς
πανύψηλες πολυκατοικίες καί στά τσιμεντένια μεγαθήρια ὑπάρχουν πολλοί
πού ὑποφέρουν καί πονοῦν. Στά νοσοκομεῖα καί στίς κλινικές, στίς φυλακές
καί στά γηροκομεῖα πολλές τραγικές ὑπάρξεις δέν ἔχουν ἕναν ἄνθρωπο νά
τούς δροσίσει τά φλογισμένα χείλη, νά τούς πεῖ δυό λόγια παρηγοριᾶς, νά
τούς ἐμψυχώσει καί νά τούς ἐνθαρρύνει, νά τούς προσφέρει λίγη ἀγάπη καί
ἀνθρωπιά. Μικροί καί μεγάλοι διψοῦν γιά ἀγάπη, μά κανείς δέν βρίσκεται
νά τούς χαρίσει τό μεγάλο καί ἀνεκτίμητο θησαυρό. Ὅλοι μας ἀπομυζᾶμε ἀπό
τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό τή ζωή. Δέν διαθέτουμε οὔτε λεπτό γιά τόν ἄλλο.
Θέλουμε τόν χρόνο ὑπηρέτη τῆς δικῆς μας εὐτυχίας.
Τά ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἐγωπαθοῦς
συμπεριφορᾶς εἶναι τραγικά. Ὅσο ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τόν συνάνθρωπό μας
τόσο περισσότερο χανόμαστε στό λαβύρινθο τῆς μοναξιᾶς καί τῆς
ἀπελπισίας. Εἰδικοί ἐπιστήμονες, ψυχολόγοι καί ψυχίατροι πού ἀσχολοῦνται
μέ τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου ὑπογραμμίζουν, ὅτι ἡ μοναξιά ἀποτελεῖ τό
πιό μεγάλο πρόβλημα τοῦ καιροῦ μας. Ὁ πολιτισμός καί ἡ ἁλματώδης πρόοδος
τῆς ἐπιστήμης δέν κατόρθωσαν νά τό λύσουν. Ἀντίθετα, μέ τίς νέες
μεθόδους συμπεριφορᾶς πού εἰσήγαγαν μεγάλωσαν τήν ψυχική τους τραγῳδία,
αὔξησαν τήν ἀνασφάλεια, τόν ἀπομόνωσαν περισφίγγοντας γύρω του τόν
ἐγωιστικό κλοιό καί τόν ἐγκατέλειψαν στόν ὠκεανό τῆς ἀβεβαιότητας.
Στίς μεγαλουπόλεις τό δρᾶμα τῆς μοναξιᾶς
διακρίνεται καλύτερα. Ἄγνωστοι μεταξύ ἀγνώστων κυκλοφοροῦν στούς
δρόμους χιλιάδες ἄνθρωποι πού ἄν καί συνωθοῦνται στά λεωφορεῖα, στά
καταστήματα, στά γραφεῖα, ἐν τούτοις εἶναι τόσο ξένοι καί ἄγνωστοι.
Ζοῦμε πολύ κοντά ὁ ἕνας στόν ἄλλο, ἀλλά δέν ἔχουμε καμία ψυχική
ἐπικοινωνία. Μπορεῖ στό ἕνα διαμέρισμα κάποια θλίψη-ἀρρώστια νά ἔχει
βυθίσει τήν οἰκογένεια σέ ἀφόρητη ὀδύνη καί στό διπλανό ξέφρενες
διασκεδάσεις. Κάθε πόρτα διαμερίσματος κλείνει πίσω της τίς χαρές καί
τίς θλίψεις μιᾶς ὁλόκληρης οἰκογένειας. Ἀπομονωμένος ὁ ἄνθρωπος στή χαρά
καί στή θλίψη, στήν εὐτυχία καί στή δυστυχία, ζεῖ χωρίς ἐπαφή καί
ἐπικοινωνία. Πόσο διαφορετικά ἦταν παλιά. Ἡ χαρά τοῦ ἑνός ἦταν χαρά τοῦ
ἄλλου καί ὁ πόνος τοῦ ἑνός ἦταν πόνος τοῦ ἄλλου. Κάτι πού συνέβαινε σ’
ἕνα σπίτι ἦταν γεγονός γιά ὁλόκληρη τή συνοικία. Σήμερα χάσαμε τό
ἀνθρώπινο πρόσωπο, καταντήσαμε ἄνθρωποι χωρίς φυσιογνωμία, γίναμε
νούμερα.
Οἱ αἰτίες τῆς καταθλιπτικῆς μοναξιᾶς
εἶναι δύο. Ἡ πρώτη εἶναι ὁ ἐγωκεντρισμός τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἐγωισμός
ἔκλεισε τήν ἀνθρώπινη καρδιά. Ὕψωσε πανύψηλα τείχη ἀνάμεσα στούς
ἀνθρώπους. Ὡδήγησε τόν ἄνθρωπο σέ μία ψεύτικη αὐτάρκεια, ὥστε νά μήν
ἔχει ἀνάγκη πιά καί ἀπό τήν «καλημέρα» τοῦ συνανθρώπου του. Ὁ ἕνας
βλέπει τόν ἄλλο κάτω ἀπό τό πρῖσμα τοῦ δικοῦ του συμφέροντος. Δέν εἶναι
διατεθειμένος νά κοπιάσει γιά τό διπλανό του, νά θυσιάσει τήν ὥρα τῆς
ἀναπαύσεώς του, νά χάσει τήν ἡσυχία του γιά νά συμπαρασταθεῖ στόν
πάχοντα. Κάνει φιλίες συμφεροντολογικές. Γίνεται εὐγενικός ἐκεῖ ὅπου
ἔχει κάτι νά κερδίσει. Ὅλα τά μετρᾶ μέ τή ζυγαριά τοῦ συμφέροντος.
Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ κυριαρχία τῆς μηχανῆς.
Ἡ πρόοδος ἔφερε κοντά τούς ἀνθρώπους. Ἔκαμε τόν κόσμο μία γειτονιά.
Ψυχικά ὅμως τούς ἀποξένωσε. Περιόρισε τίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Παλιά
ἐπικρατοῦσε ἡ συναδέλφωση, ἡ αὐθόρμητη ἐπικοινωνία, ἡ γνήσια
συναναστροφή. Σήμερα κυριαρχεῖ ἡ ἠλεκτρονική μοναξιά. Καταργήθηκε ὁ
διάλογος. Τή θέση του πῆρε ὁ ἠλεκτρονικός ὑπολογιστής, ἡ τηλεόραση καί
τά ἄλλα βιομηχανικά ὑλικά.
Τό ἐρώτημα εἶναι: πῶς θά σπάσουμε τόν
πάγο τῆς μοναξιᾶς; Φυσικά, δέν μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε τήν ἐξέλιξη καί τόν
πολιτισμό. Ἐκεῖνο πού χρειάζεται εἶναι νά τόν προσφέρουμε ἀνθρώπινο
στούς ἄλλους. Νά χρησιμοποιήσουμε τή μηχανή γιά τήν σύσφιξη τῶν
ἀδελφικῶν σχέσεων καί τήν καλύτερη ἐπικοινωνία τῶν προσώπων. Νά
γκρεμίσουμε τά ἐγωιστικά τείχη πού μᾶς χωρίζουν καί στό χάσμα τῶν
κοινωνιῶν μας νά ἁπλώσουμε τίς γέφυρες τῆς ἀγάπης. Νά ἀνοίξουμε τήν
καρδιά μας ἀνυπόκριτα στούς ἄλλους. Νά βιώσουμε τίς διαστάσεις τῆς
πραγματικῆς ἀγάπης. Ἥλιος πού μέ τίς ἀκτῖνες λοιώνει τόν πάγο τῆς
μοναξιᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη. Τό δόσιμο τῆς ἀγάπης δέν σπάει μόνο τή μοναξιά
τοῦ ἄλλου. Γεμίζει καί τή δική μας καρδιά. Καί κάτι ἀκόμη. «Ὁ μένων ἐν
τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἔν αὐτῷ». Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ δέν
μένει μόνος ἔστω κι ἄν εἶναι μόνος. Ἔχει μέσα του τόν Χριστό.
Ἀδελφοί μου, ὅσοι νοιώθετε μοναξιά, ὅσοι
καρφωμένοι στό κρεβάτι τοῦ πόνου σάν τόν παραλυτικό μέ δάκρυα ψελλίζετε
«ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», ἐλᾶτε· ἑνωθεῖτε μέ τόν Θεάνθρωπο· ζητεῖστε τόν
Χριστό στίς ὧρες τῆς μοναξιᾶς σας. Ἐκεῖνος θά γεμίσει τή ζωή σας. Μήν
ἀπογοητευθεῖτε. Μήν ἀπελπισθεῖτε. Ὑψῶστε τήν κραυγή τῆς ψυχῆς σας στόν
Κύριο. Πολύ σύντομα στόν ἀφόρητο πόνο σας θ’ ἀπαντήσει μ’ αὐτά τά
παρήγορα λόγια: «Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα. Διά σέ σάρκα περιβέβλημαι καί
λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;» Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου