Ανακοίνωση στο μάθημα Το Μακεδονικό Ζήτημα της κυρίας Σοφίας
Ηλιάδου -Τάχου του Π.Μ.Σ. Ιστορία, Τοπική
Ιστορία: Έρευνα και Διδακτική. ΠΤΔΕ Φλώρινας 26.04.2015
1. Στην παρούσα
ανακοίνωση νύσσονται εξελίξεις από τα κάτω στις περιοχές Φλώρινας, Κοζάνης και
Καστοριάς κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940. Σχετίζονται με το Μακεδονικό Ζήτημα, το παιχνίδι δηλαδή
ομάδων εξουσίας, φερτών συνήθως και κάποτε αλλόφωνων, στο σβέρκο του πληθυσμού,
που κατοικούσε μόνιμα στην αναφερθείσα περιοχή εξ αρχαιοτάτων χρόνων. Σ’ αυτό
συμμετείχαν, βεβαίως, δραστικότατα και οι εντόπιοι, για λόγους που εκκινούν από
πεπυρακτωμένα ταπεινά ένστικτα και τελειώνουν σε έξοχες ιδεολογικές συναρπαγές.
Κάθε διατυμπάνιση καθαρής
γλωσσικής γραμμής, η οποία χώριζε Έλληνες και Σλαβομακεδόνες,[1] μπορεί
να χειροκροτηθεί μόνον μέσα σε σαλόνια με ακριβά κρασιά, κοστούμια κι αρώματα. Διότι
στη γυμνή καθημερινότητα στα εδάφη αυτά συνδιέμενε πληθυσμός με διάφορες μητρικές
γλώσσες: την ελληνική, την αθιγγανική, τη σλαβομακεδονική, τη βλάχικη, την
αρβανίτικη και την εβραϊκή, ενώ στις πόλεις και τα χωριά, τουλάχιστον όσον
αφορά στην κρατική και ημικρατική μηχανή, εκκλησία, παιδεία, στρατό, κυριαρχούσε
η ελληνική. Με την άφιξη Προσφύγων από τη Θράκη και τη Μικρά Ασία στις αρχές του
20ού αιώνα, το μωσαϊκό εμπλουτίστηκε με νέες εκφωνητικές ψηφίδες, της τουρκικής
π.χ. γλώσσας, αλλά οι συνδετικοί αρμοί των επήλυδων με το αθηναϊκό κράτος
έγιναν ακόμη πιο σφιχτοί.
2. Με μια
πρώτη κατάτμηση, στα πλαίσια της βραχείας δομής, διότι η αντίστοιχη μακρά
διαρκεί κι αιώνες ολόκληρους, διακρίνουμε τρείς θεμελιώδεις χρονολογικές
σκηνές:
α) ο ελληνοϊταλικός πόλεμος
του 1940 και η εγκαθίδρυση της Κατοχής στο επόμενο και μεθεπόμενο έτος από
Ιταλούς στην Καστοριά και Γερμανούς στη Φλώρινα. Οι τελευταίοι, όντας αρνητικοί
αρχικά στον εξοπλισμό των νέων υπηκόων τους, αναγκάστηκαν να αποδεχτούν την
παρουσία σιδηροφορούντων πολιτών στο πλάι τους, για τους οποίους, φυσικά, ούτε
ένα πφέννιχ δεν διέθεταν να διακινδυνεύσουν σε τυχόντα στοιχήματα εμπιστοσύνης.
β) η εμφάνιση ανταρτών του
ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο, ιδιαίτερα του ΣΝΟΦ, θυγατρικής οργάνωσης του ΕΑΜ, Αναλυόμενο
ως Σλαβομακεδὀνικο Λαϊκό (ή Εθνικό) Απελευθερωτικό Μέτωπο το ΣΝΟΦ, φαινομενικά
διαφημιζόταν ως αυτόνομο. Στην ουσία όμως κηδεμονευόταν υπογείως από το ΚΚΕ,
μέχρι να γνωρίσει ο ορεινός τόπος νέους παίχτες, τους Γιουγκοσλάβους αντάρτες
κι ανταρτίνες. Οι τελευταίοι απέσπασαν το ΣΝΟΦ από το ΕΑΜ και, μόλις
εγκατέλειψαν τον τόπο οι Γερμανοί, δημιούργησαν το ΝΟΦ, τονικό παρώνυμο που
διέφερε από την ελληνική μήτρα του: εξορμούσε από άλλο πια τόπο, τα Σκόπια, και
τηλεχειριζόταν από τον Γιουγκοσλάβο σιδηρουργό Γιόζιπ Μπροζ, Τίτο στο
επαναστατικό ψευδώνυμο, κι όχι πια από το ΚΚΕ.
γ) την αυλαία της τρίτης
σκηνής άνοιξε ο ΔΣΕ, στον οποίο υποτάχτηκε το ξενοκίνητο ΝΟΦ. Ο σκοπός του ΚΚΕ,
μέντορα του ΔΣΕ, δεν διέφερε καθόλου από τον αντίστοιχο των ομοθρόνων του ανά
την Ευρώπη κομμάτων, καθώς επιθυμούσαν όλοι φανερά την αυτονομία ή ανεξαρτησία
της Μακεδονίας, κρυφά όμως την ενθυλάκωσή της σε μιαν ομόσπονδη Γιουγκοσλαβία.
3. Για να
αδυνατίσουν το Μέτωπο της νότιας Αλβανίας, οι Ιταλοί επιδρομείς προπαγάνδισαν το
1940 μια ξεχωριστή οντότητα Σλαβομακεδόνων και Βλάχων. Αποτέλεσμα της τάσης αυτής
ήταν η φιλυποψία του Ελληνικού Στρατού ως προς τις γλωσσικές, για την ακρίβεια
δίγλωσσες, μειονότητες της μεθοριακής ζώνης. Όταν κατά τη διάρκεια των μαχών
στρατιώτες τέτοιου τύπου δεν επέστρεψαν στις μονάδες τους, η καχυποψία ως εικός
επισωρεύτηκε.
Οι ανωτέρω θεωρήθηκαν
λιποτάκτες και οι συγγενείς τους απομακρύνθηκαν βιαίως από τα επιτηρούμενα
εδάφη, δηλαδή από τα χωριά τους. Ωστόσο κανείς δεν βεβαίωσε πειστικά ότι είχαν
αυτομολήσει κι όχι συλληφθεί ακούσια από τους Ιταλούς. Λ.χ. ο Κώτσιος Κύρινας από
την Αιανή Κοζάνης τραυματίστηκε κι αιχμαλωτίστηκε από τους Ιταλούς. Αν ήταν
Σλαβομακεδόνας ή Βλάχος, θα δήλωνε πως ο ίδιος είχε επιλέξει την πράξη, αρχικά για
να τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρισης κι έπειτα για να επιστρέψει στο γενέθλιο
τόπο του, μέσω Βουλγαρίας, όπως έπραξαν πολλοί Σλαβομακεδόνες δηλώνοντας
Βούλγαροι.
Σε αυτομόληση συγγενή του οφείλεται
προφανώς η εξορία ως βουλγαρόφιλου του 60χρονου Στογιάννη Μούρτσου από την
Περικοπή Βιτσίου επί Μεταξά,[2] παρόλο
που βάσιμη τεκμηρίωση ελλείπει. Αν κλείστηκε σε σύρματα στον οικισμό Ξανθόγεια
της Πέλλας ή σε κάποιο νησί, δεν έχει ευρεθεί. Ελάχιστες είναι οι ονομαστικά
καταγραμμένες παρόμοιες περιπτώσεις, οπότε θεωρείται ημαρτημένη κάθε τριψήφια,
τετραψήφια ή πενταψήφια αριθμητική βεβαιότητα.
4. Τη μέρα
που οι Ιταλοί μπήκαν ως κατακτητές στα Γρεβενά, την άνοιξη 1941, Βλάχοι
κάτοικοι της πόλης ανάρτησαν ιταλικές σημαίες και επιγραφές στις προσόψεις των οικιών
και των καταστημάτων τους. Στη Φλώρινα και την Εορδαία, μόλις μπήκαν οι
Γερμανοί, Σλαβομακεδόνες χωρικοί ανέγειραν αψίδες κι ανέμισαν βουλγαρικά λάβαρα
προς προϋπάντησίν τους.
Όσοι μελετητές αγάλλονται, θεωρώντας
τις κινήσεις αυτές επακόλουθο αντεκδίκησης έναντι της πρότερης καταπίεσης, την
οποία, κατά τους ίδιους, εφάρμοζαν τοπικά όργανα της στρατιωτικής διακυβέρνησης
Μεταξά, θα πρέπει να εξηγήσουν παρόμοιο γεγονός στον ελληνόφωνο οικισμό Αιανή
Κοζάνης. Εκεί, τον Απρίλιο του 1941 γυναίκες, αναμένοντας τους Γερμανούς,
κέντησαν μια σβάστικα σε άσπρο πανί και το ύψωσαν, όταν είδαν μια ένστολη
φάλαγγα να προσεγγίζει το χωριό. Τραγικό μάλλον αστείο μπορεί να λογιστεί τότε
και σήμερα το γεγονός πως οι αφικνούμενοι αποδείχτηκαν Νεοζηλανδοί σύμμαχοι του
ΑΝΖΑC, οι οποίοι καταδιώκονταν από τους Γερμανούς! Στο εκκωφαντικό
κάλεσμα της επιβίωσης, λοιπόν, οφείλονταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι αναφερόμενες
απεγνωσμένες πράξεις κι όχι σε φανερούς ή υποφώσκοντες εθνικούς ή εθνοτικούς
παράγοντες.
Αμέσως μετά, με το διαλυμένο
από τον πόλεμο ελληνικό κράτος να συνέρχεται με αργούς ρυθμούς, η συγκατάνευση
κατοίκων σε προπαγανδιστικά κελεύσματα της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, αλλά και
της νεοεμφανιζόμενης Αλβανίας, ανέβλυσε πάλι προς χάριν αδήριτων καθημερινών
αναγκών. Σε καιρούς που η κρίση έκρουε πόρτες και παραθύρια, οι «αρνητές» του
ελληνισμού ενθυλάκωναν δωρεάν ή σε χαμηλή τιμή είδη πρώτης ανάγκης, προς ιδίαν κατανάλωσιν
ή μεταπώλησιν με προδήλως υψηλότατο ποσοστό κέρδους.
5. Η δραστήρια επέκταση εθνικιστών ανταρτών της ΥΒΕ/ΕΚΑ
και διεθνιστών του ΕΛΑΣ στα ορεινά ανησύχησε σφοδρά τους κατακτητές. Οι
Γερμανοί, πιο οργανωτικοί, ζήτησαν κι έλαβαν την αρωγή πειθαρχημένων εθελοντών
από τη Θεσσαλονίκη, το Σώμα του Γεωργίου Πούλου, το οποίο εγκατέστησαν στα
πεδινά της Εορδαίας, του Αμυνταίου και της Φλώρινας. Ενώ οι Ιταλοί της
Καστοριάς, κάτω από το άλγος της πρόσφατης ήττας τους στην Αλβανία, εξόπλισαν
ή, σωστότερα, επέτρεψαν να εξοπλιστούν Σλαβομακεδόνες και Βλάχοι χωρικοί, για
να τους προβάλλουν ως σωτήρια ασπίδα έναντι των αντάρτικων επιδρομών.
Συγγνωστή είναι η ανάληψη όπλων
από τους κομιτατζήδες, καθώς οι αντάρτες απαιτούσαν άγαρμπα και ταχέως πιστή
υποταγή στο νέο κράτος που ευαγγελίζονταν. Η πρόσδεση όμως καιροσκόπων
Σλαβομακεδόνων καπετάνιων στο άρμα της Βουλγαρίας, φόρτωσε τη σκηνή με βαριές
αμαρτίες. Το ΣΝΟΦ και το ΚΚΕ τις ανέχονταν ή τις συγχωρούσαν, όχι όμως ο ΕΛΑΣ
της περιοχής, οι κεφαλές του οποίου αποτελούνταν όχι μόνον από ακραιφνείς
Έλληνες, ιδίως δασκάλους και μονίμους αξιωματικούς, αλλά και από διακεκριμένα
τοπικά στελέχη επί Μεταξά.
Όμως αυτό ήταν ένα θεωρητικό
μόνο κέλυφος, όπου χωρούσε διάλογος. Στην πράξη η επιβίωση των ανταρτών και των
Βρετανών συνδέσμων, τουλάχιστον όσον αφορά στην επιμελητεία και τις
επικοινωνίες, εξαρτιούνταν από την απόλυτη υπακοή του περίγυρου. Γι’ αυτό το
Κομιτάτο κτυπήθηκε με σκληρές μάχες από το 1/28 τάγμα του ΕΛΑΣ, ακόμη κι εν
ψυχρώ με μαχαίρια, όπως αναφέρεται σε σφαγή δοριάλωτων κομιτατζήδων από τον
Πολυκέρασο και την Περικοπή.[3]
6. Το μόνιμο
σεργιάνισμα πολυάριθμων παρτιζάνων του Τίτο στην περιοχή διέσπασε την άνοιξη
του 1944 το ΣΝΟΦ στα δύο: το καστοριανό αποσχίστηκε και πέρασε σχεδόν εν σώματι
στη Γιουγκοσλαβία, ενώ το αντίστοιχο της Φλωρίνης παρέμεινε πιστό στο ΚΚΕ. Ενός
ΚΚΕ, που κάτω από ένα ελευθεριάζον λεκτικό έκρυβε έναν βαθύτατο εθνικισμό.
Εθνικισμό, που ενισχυόταν από τους Έλληνες τοπικούς γραμματείς του, αλλά,
κυρίως, από τις χιλιάδες λίρες, που αφειδώς έριχνε η Βρετανική Αποστολή, η
«χήνα με τα χρυσά αυγά»,[4] όπως, με
φιλοπαίγμονα διάθεση την παρωδούσε ο Βρετανός λοχαγός Πάτρικ Έβανς, σύνδεσμος
του Βιτσίου.
Μόλις έφυγαν οι Γερμανοί έφυγαν,
το ΕΑΜ/ΚΚΕ ανέλαβε την εξουσία πατώντας με αξιοζήλευτη συνέπεια στα χνάρια των
προκατόχων του, τα οποία φραστικά μόνον στηλίτευε, όταν στο παρελθόν τους
αντιπολιτευόταν. Επέπρωτο οι νεοπαγείς αριστεροί θεσμοί και λίγο αργότερα οι
αντίστοιχοι διάδοχοί του τού ελληνικού κράτος να αντιμετωπίσουν το 1945 ένα νέο
αντάρτικο από αποσυνάγωγους ΣΝΟΦίτες, που κάτω από νέα σημαία που έφερε το
λογότυπο ΝΟΦ και τα παρακλάδια του, το ΝΟΜΣ και το ΑΦΖ.
Οι διαπρύσιοι εκδικητές εξορμούσαν
από τη Γιουγκοσλαβία δολοφονώντας Γραικομάνους ομόγλωσσούς των, μέλη του ΚΚΕ,
ακόμη και Βρετανούς, με αποτέλεσμα η κατακόκκινη τρομοκρατία του ΝΟΦ να ξεπερνά
κατά πολύ σε αριθμό θυμάτων την αντίστοιχη ξεθωριασμένη γαλανή του ελληνικού
κράτους.[5] Οι
βόρειοι γείτονες έμπαιναν σιγά σιγά στη σκακιέρα.
7. Ενάμισι περίπου
χρόνο κράτησαν οι ριπές του αυτονομισμού στη Δυτική Μακεδονία με ήρωες άνδρες
και γυναίκες, που είχαν ξεχάσει πόσους ιδεολογικούς μανδύες είχαν φορέσει.
Επρόκειτο για αλλαγές εν ώρα πολέμου, που ομοιάζουν κάπως με σημερινές, σε
καιρό ειρήνης, κυβιστήσεις ολιγογράμματων κι ολιγοδρανών στελεχών του κράτους. Γνώστες
αρχικά της βουλγαροφιλίας, και μετά κατά σειράν στο ΚΚΕ, το Κομιτάτο, τον ΕΛΑΣ,
το ΣΝΟΦ και το ΝΟΦ, οι εν ιδεολογική συγχύσει ευρισκόμενοι Σλαβομακεδόνες κατέληξαν
αναγκαστικά στο ΔΣΕ.[6]
Δεν υπήρχε ουδεμία περίπτωση
ο ΔΣΕ να επιτρέψει ξεχωριστή ύπαρξη σλαβομακεδονικών μονάδων ανταρτών, όχι τόσο
εξαιτίας αναμενόμενων σοβαρών διπλωματικών και πολιτικών παραμέτρων, αλλά
ζωτικών υπαρξιακών αναγκών, όπως έχει ήδη αναφερθεί ως προς την περίοδο της
Κατοχής. Γι’ αυτό, όταν το φθινόπωρο του 1946 κατέφτασαν στο Βίτσι Έλληνες, πρώην Ελασίτες, που είχαν καταφύγει
στη Γιουγκοσλαβία επικηρυγμένοι για φόνους (εν ώρα μάχης ή όχι) και υλικές
καταστροφές, οι κόκκινες πεντάλφες του ΝΟΦ αντικαταστάθηκαν στα δίκοχα των
ανταρτών του με το κόκκινο Δ(έλτα) του ΔΣΕ.
Με την πάροδο του χρόνου,
διακριτοί στις μάχες Σλαβομακεδόνες νεολαίοι μοιράζονταν μεν ως κατώτεροι
διοικητές σε ανταρτικές μονάδες της Θεσσαλίας, της Στερεάς και της Ηπείρου
αποφορτίζοντας το χώρο, αλλά ανώτερα αξιώματα λάμβαναν μόνον όσοι υποκλίνονταν
με ασιατική μαεστρία στα ανώτατα στελέχη του ΚΚΕ. Ιδιαίτερα δε ανησυχητικοί
θεωρούνταν οι εγγράμματοι και οι περί μιας αχαλίνωτης πολιτικής ασχολούμενοι.
8. Όταν το 1948 η
Γιουγκοσλαβία διαχώρισε τη θέση της από τη Σοβιετική Ένωση, το ανακάτωμα άρχισε
να προχωρά από την κορυφή προς τη βάση του ΔΣΕ. Σλαβομακεδόνες αντάρτες
λιποτακτούσαν κατόπιν εντολών προς τα Σκόπια. Όποιος όμως τραβήξει το απλοϊκό αυτό
πέπλο, βλέπει εμπρός του έναν απύθμενο φόβο θανάτου, αποτέλεσμα των εξαιρετικά
θανατηφόρων μαχών του ΔΣΕ με τον Ελληνικό Στρατό, ενισχυμένο με αμερικανικές
πια, κι όχι βρετανικές, αποστολές όπλων και πυρομαχικών, βομβών ιδίως κι
ασυρμάτων.
Η ήττα των ανταρτών βρισκόταν
επί θύραις. Εξ ανάγκης τότε το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ αποτραβήχτηκε στην στενή
λεκάνη της Πρέσπας όπου από το ένα μέρος δεν επιχειρούσαν τα ελληνικά αεροπλάνα
κι από το άλλο μέσω Αλβανίας, έφταναν χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες πολεμοφόδια. Από
εκεί διακομίζονταν και οι επιπολάζοντες τραυματίες στο εξωτερικό.
Η φιλικότητα του σλαβόφωνου
περίγυρου ήταν πια το αναπόδραστο ζητούμενο. Πηγή στρατολογίας κι εξεύρεση χεριών
για δευτερεύουσες εργασίες όπως η κατασκευή οχυρωμάτων. Οι Σλαβομακεδόνες
υπερτερούσαν στη βάση του ΔΣΕ, γι’ αυτό αρχάς 1949 κι εν αναμονή των εαρινών
(τελικών) επιθέσεων του Στρατού το ΚΚΕ ενστερνίστηκε «την πλήρη εθνική
αποκατάσταση» «του μακεδόνικου λαού». Ιδρύθηκε η ΚΟΕΜ (Κομουνιστική Οργάνωση
της Μακεδονίας του Αιγαίου)[7] και το
Μακεδονικό Ζήτημα είχε φτάσει στην κορύφωσή του. Για να καταβαραθρωθεί μερικούς
μήνες αργότερα με την τελική απόσυρση των μαχητών του ΔΣΕ στη Σοβιετική Ένωση
και τις άλλες ανατολικές χώρες. Ο εφιάλτης είχε περάσει οριστικά.
[2] KCLMA, GB99, Evans, box 1, f.
2/2/1-26 Operations, I Diary of Peter Kite, κατάθεση Αφροδίτης Λόλου στον ΕΛΑΣ, Βαψώρι 19.04.1944
[3] KCLMA, GB99,
Evans, box 1, f.
2/1/7 Post. Op Report, Appendix A
details of atrocities, , General report
[5]
Καλλιανιώτης Θανάσης, Η «Λευκή
Τρομοκρατία» στη Δυτική Μακεδονία: 1945 -46, http://blogs.sch.gr/thankall/?p=1274
Μακεδονία 1941 –1944, τ. Β΄, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 99 κ.ε.
[7] Κωτσόπουλος Σταύρος, Η Εθνική Αντίσταση στη Δυτική Μακεδονία,
Σόφια 1981, ανέκδοτο, σ. 404, 408 και ΑΣΚΙ, Εισήγηση
της Οργανωτικής Επιτροπής στην Α΄ συνδιάσκεψη της ΚΟΕΜ, http://62.103.28.111/ds/rec.asp?id=73169
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου