Ο Σπύρος Μελάς (1882-1966) ήταν δημοσιογράφος, εκδότης, σκηνοθέτης, αλλά πρωτίστως ήταν πολυγραφότατος συγγραφέας. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους (Μάχη Λαζαράδων, Μάχη στα Στενά Πόρτες Προσηλίου κλπ.) και τα κείμενα που παραθέτουμε, αποτελούν βιωματικές αναμνήσεις από τη στρατιωτική θητεία του συγγραφέα στην περιοχή μας κατά την περίοδο αυτή.
Ο ίδιος ο συγγραφέας σχετικά με το βιβλίο αυτό “Οι πόλεμοι 1912-1913” αναφέρει ότι δεν αναδίφησε αρχεία για να βρει στοιχεία… Είναι αγώνες που τους έζησε ο ίδιος, σαν πολεμιστής… “Εζήσαμε τους πολέμους που ιστορούμε, ευθυγραμμισμένοι με το φαντάρο. Και κάποτε δανειστήκαμε απ’ αυτόν το μολύβι για να κρατήσουμε τις σημειώσεις εξαιρετικών περιστατικών της ημέρας, και κάποιες φορές, γυρίζοντας το μολύβι αυτό στο φαντάρο, τον βρίσκαμε ακίνητο, νεκρό…”
ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ Ε’ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ
“…Θα παρακαλέσω τώρα τον αναγνώστη ν’ αφήσουμε για μια στιγμή την τέταρτη Μεραρχία, για να ταξιδέψουμε, να πάμε να απαντήσουμε την πέμπτη. Που βρισκότανε; Δεν το ξέραμε ούτ’ εμείς. Έπρεπε να ψάξουμε να τη βρούμε στην κατεύθυνση που είχε δώσει ο στρατηγός; Κατά το χωριό Δέλινο, που θα μας οδηγούσε από μια γιδόστρατα όλο γκρεμούς, ο Λουκάς, ο κακόμοιρος αδελφός της όμορφης του Ράχοβου. Ήμαστε, μαζί μ’ αυτόν, μια μικρή περίπολος από εφτά πρόσωπα: τρεις καβαλάρηδες, ένας δεκανέας, ο ανθυπίλαρχος Βαρδουλάκης κι αυτός που γράφει. Όταν φτάσαμε στο Δέλινο και ξεπεζέψαμε στην μικρή πλατεία, οι χωρικοί μας ζώσανε φοβισμένοι:
– Δεν πάει μισή ώρα, κύριε αξιωματικέ, είπε ένας απ’ όλους που από δώθε πέρασαν τούρκικες καβάλες… (ιππείς)
– Πόσες;
– Δέκα καβάλες, ήτανε, κύριε αξιωματικέ…
– Σας πείραξαν;
– Όχι. Χάλιεψαν να μαθαίνουν πουθ’ έκαμι του Ηλλινικού τ’ ασκέρι…
– Εσείς τι τους είπατε;
– Δεν ξέρουμι!… αυτό τους είπαμι.
– Καλά. Για πες μου τώρα, δεν ξέρετε στ’ αλήθεια αν είναι ελληνικός στρατός εδώ κοντά;
– Στου Ράχοβου λιεν πως είνι…
– Από κει ερχόμαστε… Αλλού δεν είναι στρατός δικός μας;
– Κατά τον Τρανόβαλτο λιέν… Ου δάσκαλους θα ξερ’… Ου
μυλουνάς απ’ ώχει του μύλου κατ’ στου πουτάμι, λιέει απ’ την αυτή
πιρνάνι τέθοια ταμπούρια τούρκικα κατά την Κζάνη.
– Ταμπούρια ;
– Αχά, ταμπούρια, ασκέρι…
– Καλά, πάρε τ’ άλογα μια στιγμή εδώ, ρίχτους άχερο, δώσε μας λίγο ψωμί και φώναξε αμέσως το δάσκαλο…
– Μετά χαράς, κύριε αξιωματικέ… Απού σήμερις ιγώ του φέσι μ’ θα του
σκίσου κύριε αξιωματικέ… Δεν έχει πια νιζάμιδες, σουαρήδες – ιππείς – κι
ζαπτιέδες… Ζήτου το Ηλληνικό!…
Ο χωριάτης, ένας στεγνός, μεσόκοπος γεωργός, παράδωσε τ’ άλογα μας σε
κάποιο συγγενή του και μας πήγε από ένα χαριτωμένο δρομάκο στο σπιτάκι
του, στεγασμένο μ’ ακανόνιστες πλάκες όπως τα σπίτια των χωριών του
Πηλίου. Μας έμπασε σε μια μεγάλη κάμαρη, ολόγυμνη, με τους τοίχους
φρεσκασβεστωμένους και στρωμένη με ψάθα. Στο τζάκι καίγανε μεγάλα
κούτσουρα. Καθισμένη κοντά έπλεκε μάλλινη κάλτσα η νοικοκυρά, εικόνα
χωριάτικης καλλονής, ξεβαμμένη από την πολυκαιρία. Άμα μας είδε άφησε
στη στιγμή τη δουλειά της κι ήρθε να μας προαπαντήσει και, καθώς άκουσε
να τη λέμε “μητέρα”, δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυα της:
– Αχ, πηδάκια μ’… Είνι μα μην πιστέβ’ κανένας τα μάθια τ’!…
Με τα μάτια συνεννοήθηκε με τον άντρα της. Και σε λιγάκι έφερε τσανάκα γεμάτη ξινόγαλο κι ένα καρβέλι μαύρο ψωμί, αμβροσία και νέκταρ γι’ ανθρώπους πεθαμένους απ’ την πείνα και την κούραση. Κι ενώ τρώγαμε αχόρταγα, ξαπλωμένοι κοντά στη φωτιά, ο χωριάτης μας ιστόρησε την κωμικοτραγική περιπέτεια του, που μας έδωσε να νιώσουμε σε ποια πυκνά σκοτάδια ζήσανε στη Μακεδονία δυνάστης και δυναστευόμενοι.
Στις φυλακές της Αίγινας ήτανε μια συμμορία βαρυποινίτες, που είχε βάλει σ’ ενέργεια μια παλιά μέθοδο απάτης. Ένας από τη συμμορία έστειλε σ’ αυτό το φτωχό χωριάτη του Δέλινου ένα γράμμα, που αφού τον όρκιζε να το κρατήσει κρυφό, τούκανε την αποκάλυψη ότι αυτός τάχα ο κατάδικος, ληστής άλλοτε στη Μακεδονία, είχε ληστέψει γνωστό Τούρκο μπέη, κυνηγημένος όμως από απόσπασμα, είχε αναγκαστεί να παραχώσει τα λάφυρα του, σεβαστό αριθμό λίρες οθωμανικές σε κάποιο δάσος και είχε σημαδέψει το μέρος. Και πρότεινε στο χωριάτη να πάει να ξεθάψει το θησαυρό και να τον μοιραστούνε. Πριν όμως του αποκαλύψει το μέρος –έγραφε ο κατάδικος– είχε ανάγκη να του στείλει ο χωριάτης λίγα λεπτά σαν καπάρο. Αυτό το παραμύθι το είχε πάρει πολύ σοβαρά ο χωριάτης και είχε ανοίξει με τον κατάδικο μεγάλη αλληλογραφία, προσπαθώντας να τον καταφέρει να του φανερώσει το μέρος, χωρίς να πάρει προκαταβολή.
Ο κατάδικος φάνηκε ότι τάχα υποχωρεί, μετρίασε τις αξιώσεις του και δε ζητούσε πια από το χωριάτη παρά μικρό σχετικά ποσόν, όσο θάφτανε για τα ναύλα ως το Δέλινο έμπιστου προσώπου, που θα πήγαινε για να δείξει το μέρος, όταν εισβάλλουν στο σπίτι του χωριάτη ζαπτιέδες, κάνουν έρευνα και κατάσχεση της αλληλογραφίας του, τον πιάνουν, τον πάνε δεμένο στα Σέρβια, τον προφυλακίζουν, τον δικάζουν για “συνωμοσία κατά του καθεστώτος, εν συνεννοήσει μετ’ αλλοδαπών” -τα γράμματα τα χαρακτήρισαν ως συνθηματικά– και τον καταδικάζουν με μεγάλη επιείκεια σ’ εξαετή φυλάκιση! Ποτέ η κακή θέληση και η καχυποψία δεν ετιμώρησαν αυστηρότερα την αφέλεια και την ευπιστία.
Ο δάσκαλος που είχαμε ζητήσει έφτασε στο μεταξύ. Ήταν ένας αδύνατος
ρασοφόρος μ’ ολοστρόγγυλα και μεγάλα ματογυάλια σα φανάρια ατμομηχανής,
αξιοπρεπής και περήφανος ότι έκανε το φύλακα και των δύο συγχρόνως
μεγάλων εθνικών παραδόσεων, της γλώσσας και της θρησκείας. Έκανε φράσεις
επί μια ολάκερη ώρα, στάθηκε όμως αδύνατο να μας δώσει μια ξάστερη
πληροφορία.
– Λιέω να πααίνουμι στου Μόκρου κύριε αξιωματικέ –είπε ο
Λουκάς– που ζαρωμένος σε μια γωνιά έχασκε θαυμάζοντας τη σοφία του
δασκάλου, που δεν καταλάβαινε ωστόσο ούτε μια λέξη απ’ τη ρητορική του.
– Ικεί στου Μόκρου ου Δημήτρ’ς θα ξέρ’!…
– Ποιός είναι ο Δημήτρης ;
– Ένας τζουπάνους.
Καβαλικέψαμε. Χρειάστηκε να μεταχειριστώ βία για ν’ αφήσει το παχνί ο φουκαράς ο ντορής μου. Ο Λουκάς πήγαινε μπροστά ξυπόλητος κάτω από τη ραγδαία βροχή που άρχισε να πέφτει, εφαρμόζοντας μ’ υπομονή ανεξάντλητη το χριστιανικό ρητό “και όστις σε αγγαρεύσει μίλιον εν, ύπαγε μετ’ αυτού δύο”. Μας οδηγούσε μακριά από τους πατημένους δρόμους, από μονοπάτια γνωστά μονάχα σε βοσκούς για ν’ αποφεύγουμε συνάντηση με ομάδες φυγάδων.
Ο Λουκάς μας παρουσίασε σε λίγο το Δημήτρη, τύπο Ιούδα, με μια κεφάλα
απίστευτη, κορνιζαρισμένη με πυρόξανθα κ’ αραιά γένια, γαλανά μάτια,
βλέμμα ψυχρό και βαθύ σα ζώου, χέρια πολύ μεγάλα που η άκρη τους έφτανε
σχεδόν ως τα γεγονότα. Όταν τον έβλεπες να στέκεται, μπορούσες να
στοιχηματίσεις ότι τα πόδια του ήτανε κολλημένα στο έδαφος. Πατούσε
στέρεα σαν ιπποπόταμος. Άμα ξεκινούσε όμως, κανένα ζαρκάδι δε μπορούσε
να παραβγεί μ’ αυτόν στην αλαφράδα και στη γοργάδα. Μ’ όλο που οι τρόποι
του φαινότανε γεμάτοι προθυμία, καλοσύνη και υποταγή, ένα κάτι αόριστο
και αστάθμητο στο σύνολο του σε ειδοποιούσε, ότι αυτός θα μπορούσε να
σκοτώσει άνθρωπο με την πιο μικρή αφορμή :
– Ξέρεις, Δημήτρη – τον ρωτήσαμε – που είναι άλλος στρατός Ελληνικός εδώ κοντά;
– Αχά! Κατά του Μικρόβαλτου.
– Τράβα μπροστά να μας δείξεις … Λουκά είσαι περιττός, μπορείς να γυρίσεις στο χωριό σου.
– Θα πααίνουμι στου Μικρόβαλτου, άμα ιγώ θέλω ένα μαλιχέρι για να πααίνω – παρατήρησε ο Δημήτρης.
– Τί το θέλεις;
– Αυτού, στο ρέμα είνι δυο αγάδια. Θέλου να τα σκουτώνου κι τα δυό.
– Η δουλειά μας, Δημήτρη, δεν είναι να σκοτώνουμε αγάδια τώρα. Πρέπει να βρούμε την πέμπτη Μεραρχία.
– Καλό, του ξέρου, στην Ιπαρχία θα πααίνουμι, αμά θα πιρνάμι πρώτα του
ρέμα. Κατάλαβις κύριε αξωματικέ; Στου ρέμα είνι κρυμμένα, φτου. Θα μας
ρίχνουν. Μπουρεί ναν κι τρία, τέσσιρα, πέντι, ξέρου κι’γω;
– Έχουμε εμείς όπλα.
– Όχι, κύριε αξωματικέ, θέλου να τα σκουτώνου μουνάχος μ’ ιγώ. Ιγώ έκαμα
στ’ φυλακή. Έχου ξανασκουτωμεν’ απού δαύτα τρία την άλλη βουλά, π’
φύλαγα τα γιλάδια κι ήρθαν να παίρνουν του χαράτσ’ …
– Λοιπόν ;
– Του λοιπόν, τα τ’φέκισα κι τα τρία μι του μαρτίνι! Στιρνά φυλακή στα Σέρβια δυού χρόνια είνι π’ γλύτουσα.
– Σ’ άφησαν ;
– Όχι … τσ’ άφησα ιγώ…
Του δώσαμε, τέλος, ένα μάνλιχερ. Το πρόσωπο του άστραψε. Γεμάτος χαρά το
πήρε, όπως ένα κορίτσι βαρύτιμο γιορντάνι από τα χέρια του εραστή του
και ξεκίνησε. Ένας ιππέας τούδωσε τα φυσέκια του. Ο Δημήτρης μπήκε
μπροστά, πεζός και “βάδην”, μα τ’ άλογα δεν τον φτάνανε. Βιαζότανε να
δοκιμάσει το μάνλιχερ…
Τέσσερα-πέντε χιλιόμετρα πέρα από το Μόκρο, σκαρφάλωσε σ’ ένα ψήλωμα όλο
βράχια. Είχε τεντωμένο το σβέρκο του και καθώς ήτανε ψηλά, η κεφάλα του
πρόβαλε τεράστια στον ορίζοντα. Μ’ όλο που ο άνθρωπος δεν είχε ουρά,
ωστόσο εγώ την έβλεπα να κουνιέται σαν του σκύλου άμα μυρίζεται κυνήγι.
Γονάτισε την ίδια στιγμή, έφερε το ντουφέκι στη σκόπευση κι άρχισε να
πυροβολεί, φωνάζοντας:
– Ιδώ ‘ ναι τα, κύριε αξωματικέ, τα παλιοζαγάρια ! Στείλε δυο πηδιά να βοηθάν …
Οι Τούρκοι φυγάδες απάντησαν. Ο Δημήτρης όμως, πριν ακόμα τον προφτάσουν τρεις καβαλάρηδες που του στείλαμε για ενίσχυση, ρίχτηκε ακράτητος μπροστά, σταματώντας για μια στιγμή, ντουφεκώντας, ορμώντας πάλι, φωνάζοντας, κουνώντας το μάνλιχερ στον αέρα, ώσπου έφτασε στους αντικρυνούς λόφους πάντα μπροστά από τους καβαλάρηδες. Εκεί τον είδαμε να σκύβει κάμποσα λεπτά κι ύστερα νάρχεται τρεχάτος προς το μέρος μας. Έφθασε κατακόκκινος, λαχανιασμένος, αγριεμένος. Τα μάτια του πέταγαν σπίθες. Είχε τώρα δυο όπλα και περίφημα φυσεκλίκια.
– Του ένα τ’ αγάδ’ – μας είπε θριαμβευτικά – του κράτ’σα κύριε
αξωματικέ… Τ’ πήρα κι του μάουζερ μι τα φ’σεκια… Τ’ άλλα δυο φύβγαν… που
θα παν; Θαν τα σκοτώσω !…
– Γιατί θέλεις Δημήτρη να σκοτώνεις Τούρκους;
– Έτσι… Να φύβγουν. Ήρθι κηρός να φύβγουν τ’ αγαρηνά …
Και συμπλήρωσε με μια χειρονομία που ήταν η περιληπτική έκφραση στοχασμών που του λείπανε ή που δεν ήτανε σε θέση να διατυπώσει.
Έξω από το Μικρόβαλτο που φτάσαμε μια ώρα μετά το μεσημέρι,
αναπαυόταν η ανεξάρτητη ταξιαρχία του ιππικού. Ξαφνιάστηκα πολύ σαν
έμαθα ότι το ιππικό δεν είχε ειδήσεις για τη δράση των άλλων Σωμάτων και
γενικά για την “τακτική κατάσταση” από τη νύχτα της 9 του Οκτώβρη.
Γιατί κι αν ακόμα μπορούσε να θεωρηθεί παράτολμον ότι θα ριψοκινδύνευε
να καταδιώξει το εχθρικό πεζικό, η μονάκριβη κι αδύνατη εκείνη
ταξιαρχία, ωστόσο, πως θα εκτελούσε σωστά τα χρέη της, έστω και σαν
“ιππικό ερεύνης”, αφού, πολύ πίσω κι ασύνδετη με τ’ άλλα Σώματα, δεν
μπορούσε να κρατεί την επαφή με τον εχθρό; Που θα τον εύρισκε και πότε
πια;
Στον υποστράτηγο Σούτσο που διοικούσε την ταξιαρχία ο αξιωματικός μας παρουσιάστηκε σαν από μηχανής θεός:
– Έρχεσθε από την τετάρτη Μεραρχία ;
– Μάλιστα, στρατηγέ μου.
– Και που βρίσκεται λοιπόν :
– Την αφήσαμε να βαδίζει προς κατάληψιν των Σερβίων.
– Είσθε βέβαιος ;
– Βεβαιότατος.
– Μου παρέχετε μεγάλην υπηρεσίαν.
Ο στρατηγός τράβηξε ένα χάρτη από την τσέπη του, έριξε μια ματιά κι εξακολούθησε:
– Εν τοιαύτη περιπτώσει εγώ τραβώ προς την Κοζάνην…
Σφύριξε στα συντάγματα. Κι εκείνα τον ακολούθησαν, περνώντας από μπροστά μας σε μια όμορφη παρέλαση κατά τετράδες. Οι χαίτες των αλόγων κυμάτιζαν, τα σπαθιά των καβαλάρηδων γλίγλιζαν ρυθμικά κι οι θήκες των πολυβόλων από κατακαίνουργιο πετσί μοιάζανε με κομψούς ταξιδιωτικούς σάκους.
Αφού περάσαμε το Τρανόβαλτο, ένα χωριό γεμάτο γουρούνια και λάσπες, πήραμε το δρόμο για τους Λαζαράδες, όπου, καθώς μάθαμε στο δρόμο, είχε καταυλιστεί από την περασμένη μέρα η πέμπτη Μεραρχία…
ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ (ΜΕΡΑΡΧΙΑ)
[Το βράδυ της 9ης και στις 10 Οκτωβρίου 1912 (μάχες Λαζαράδων και Στενών Πόρτες), ο συγγραφέας υπήρξε μέλος του Συνδέσμου μεταξύ της 4ης Μεραρχίας (Πολύραχο) που υπηρετούσε και της 5ης Μεραρχίας (Λαζαράδες)]
Η βροχή είχε πάψει. Ο ήλιος μεγάλος, φλογοπόρφυρος, βυθούσε στον καταπράσινο κάμπο. Είχε ξαστερώσει πια και ξεχωρίζαμε καθαρά στον ορίζοντα τους καπνούς από τις φωτιές των αντρών. Σε λίγο, πιέζοντας τα’ άλογα μας, βρισκόμαστε στον καταυλισμό των ευζωνικών ταγμάτων.
Ωστόσο ξαφνιάστηκα σαν είδα τους ευζώνους να φορούν άσπρα μαντήλια πάνω από τα φέσια τους. Μας διηγήθηκαν με πίκρα κι απογοήτευση, ότι στη μάχη της περασμένης μέρας, μπροστά στους Λαζαράδες που η Πέμπτη Μεραρχία είχε αποδεκατίσει την τούρκικη δύναμη που υπεράσπιζε το χωριό, το πυροβολικό μας τους είχε περάσει για Τούρκους καθώς είχανε προχωρήσει πολύ, τους είχε στείλει βροχή οβίδες κι είχε σκοτώσει –λέγανε– τριάντα πέντε. Μάταια προσπάθησα να τους πείσω, ότι τέτοιες παρεξηγήσεις- όπως είχα διαβάσει – ήτανε μοιραίες και σχεδόν αναπόφευκτες σε κάθε πόλεμο, από τον καιρό μάλιστα που είχε γίνει παραδεχτό σ’ όλους τους στρατούς το χακί. Η εμπιστοσύνη τους είχε κλονιστεί κι η δυσάρεστη εντύπωση κυριαρχούσε σ’ όλους τους άντρες της Μεραρχίας.
Ο αξιωματικός μας πήγε να παρουσιαστεί στο Μέραρχο, συνταγματάρχη Ματθαιόπουλο, στην εκκλησία του χωριού που είχε το στρατηγείο του. Ο Δημήτρης, εμάς τους άλλους μας πήγε σε φιλικό του σπίτι. Οι άνθρωποι μόλις είχανε γυρίσει στο χωριό από την περασμένη μέρα, βρήκαν τα σπίτια τους άγρια λεηλατημένα. Τίποτα δεν ήτανε στη θέση του. Ό,τι φαγώσιμο, είχε φαγωθεί ό,τι κινητό και μετακομίσιμο είχε φύγει, ότι πολύτιμο, είχε αρπαχτεί και ό,τι δεν μπορούσαν ούτε να το φάνε, ούτε να το κλέψουν, ούτε να το μετακομίσουν, το είχανε καταστρέψει!
Τα γεννήματα και τα κρασιά χυμένα στους δρόμους, τ’ αγγεία σπασμένα, τ’ άχερα καμένα, τα γουρούνια σκοτωμένα. Άντρες, γυναίκες, αγόρια, κορίτσια πηγαινοέρχονταν βιαστικά και σαστισμένα σαν μερμήγκια που τους είχανε χαλάσει τη φωλιά. Προσπαθούσαν όσο μπορούσαν να περιορίσουν τις ζημιές, να βάλουν σε μια τάξη τα πράματα τους, να μαζέψουν το χυμένο καλαμπόκι τους, που αντιπροσώπευε τους μόχθους και τους ιδρώτες ολάκερης χρονιάς, τέλος να βρουν κάτι να μαγειρέψουν, γιατί στο βουνό είχανε περάσει εικοσιτέσσερις ώρες…
Από μια σκοτεινή γωνιά της χαμοκέλλας παρακολουθούσε επιβλητικός, αλλά σκουντουφλός και μελαγχολικός, ένα γέρος…
-Τα ‘μάθες παππού … Ο στρατός μας πήρε τα Σέρβια …
Μούριξε μια ματιά γεμάτη δυσπιστία και παράπονα σα να μου’ λεγε : «Δεν ντρέπεσαι να περιπαίζεις ένα γέροντα μ’ άσπρα μαλλιά;…»
-Αλήθεια παππού … Οι Τούρκοι την πάθανε στα Στενά της Πόρτας. Τους πήραμε εικοσιτέσσερα κανόνια. Εμείς ερχόμαστε από το Ράχοβο για να δώσουμε την είδηση σ’ αυτό το Σώμα που πολέμησε χτες εδώ.
Ο γέρος άμα βεβαιώθηκε ότι δεν του παίζαμε κωμωδία, έπεσε ξαφνικά σ’ έκσταση. Στα Σέρβια πήγαινε μια φορά το χρόνο για να ψωνίσει τα λεπτά προϊόντα της πολυτελείας, τα στολίδια της γυναίκας του άλλοτε, τα μπιχλιμπίδια των κοριτσιών και των εγγονών ύστερα. Εκεί τον σέρνανε οι ζαπτιέδες κατηγορούμενο ή μάρτυρα μπροστά σ’ αυστηρούς δικαστές σε μεγάλες αίθουσες γεμάτες κόσμο. Εκεί έβλεπε τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές, τους πασάδες και τους μπέηδες του καζά του, εκεί τέλος ήτανε γι αυτόν η φωλιά του πολυκέφαλου δράκοντα, που του απομυζούσε τους καρπούς των κόπων του και τον τρομοκρατούσε από την ημέρα που είδε το φως.
Χρειάζεται πολύς καιρός για να χωνέψει κανείς καλά, ότι ένα καθεστώς που στεκόταν εκεί από αιώνες και φαινότανε τόσο καλά στερεωμένο, έπεσε ξαφνικά μ’ ένα φύσημα σαν παιδιάστικο κουκλόσπιτο. Ο γέρος σώπαινε κι είχε πέσει σε συλλογή. Έμπαινε σιγά-σιγά στη σημασία του περιστατικού, κι όσο έμπαινε, τόσο του χαμογελούσαν περισσότερο οι νέες προοπτικές για το μέλλον των παιδιών του, που τόβλεπε ν’ ανατέλλει τώρα μπροστά του όλο φως και ρόδα. Όλα τα κακά του τουρκικού κράτους, που ένα μέρος απ’ αυτά τα κακά είναι και κακά του κάθε κράτους γενικά, τα καταργούσε το ένα μετά το άλλο η φαντασία του γέρου και όλα τα καλά της ελευθερίας τα μεγάλωνε, τα εξόγκωνε κατά την επιθυμία του. Όχι πια ζαπτιέδες, όχι βουρδουλιές, όχι χαράτσι, όχι δικαστήρια, όχι δεκάτη, όχι να σου τρώνε τον κόπο σου: Ό, τι δουλεύεις, να το χεις, να μη σ’ ενοχλεί ποτέ κανένας και να ζεις όπως σου καπνίσει… Το πρόσωπο του φωτιζότανε λίγο-λίγο, για να εκφράσει από την πριν μελαγχολία, την άκρα μακαριότητα. Τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα.
Μετά τις πληροφορίες, που ο αξιωματικός μας είχε δώσει από βραδύς στο διοικητή της πέμπτης Μεραρχίας, αυτός αποφάσισε να προχωρήσει την ίδια μέρα, ρίχνοντας γεφύρι στον Αλιάκμονα προς την Κοζάνη. Άκουσα τον αξιωματικό του επιτελείου του, λοχαγό του Μηχανικού Δροσόπουλο, να εξηγεί με πολλή ξαστεριά κι ευγλωττία τη σημασία που είχε η κίνηση αυτή, σε κύκλο συναδέλφων του, που οι περισσότεροι απ΄αυτούς, με την εντύπωση ότι η Μεραρχία θ’ απομακρυνότανε από την άλλη Στρατιά, είχαν επιφυλάξεις…
…Λίγο μετά το μεσημέρι τα Σώματα πήραν διαταγή να προχωρήσουν στην αριστερή όχθη του ποταμού, αφού είχε προηγηθεί το μηχανικό της Μεραρχίας για να επιχειρήσει τη ζεύξη. Το γεφύρι θα γινότανε σε κάποιο Πόρο, κείθε από το χωριό Λαζαράδες. Πριν απ’ τον Πόρο ήταν μια μικρή γραφικότατη κοιλάδα με δάσος από ψηλά δέντρα, που τους κορμούς των θέριζαν όταν φτάσαμε τα τσεκούρια των γεφυροποιών, που αντιλαλούσαν ρυθμικά και μονότονα. Οι λίγοι αξιωματικοί και άντρες που βρίσκονταν εκεί, δεν είχαν ακόμα συνέλθει από μια δυνατή συγκίνηση. Δυο λεπτά πριν, είχε πνιγεί μπροστά στα μάτια τους, μαζί με τρεις ιππείς, ο ανθυπίλαρχος Κορδής, ένας πρόθυμος και θαρραλέος αξιωματικός, χωρίς να μπορέσουν να του δώσουν την παραμικρή βοήθεια.
Μάταια οι χωριάτες κι οι συνάδελφοι του λέγανε και ξαναλέγανε στον Κορδή να προσέξει. Σπιρούνισε τ’ άλογο του και ρίχτηκε στο ποτάμι. Εκεί στον Πόρο που η κοίτη γίνεται λιγότερο βαθιά και είναι στρωμένη με χαλίκια μεγάλα και βράχους, τα φίδια υψώνονται, συστρέφονται, κουλουριάζονται, μπερδεύονται. Γίνεται “ρούφουλας”. Άμα ο ανθυπίλαρχος ζύγωσε αυτά τα φίδια, τον έζωσαν, τον πεδίκλωσαν, τον άρπαξαν από τη σέλα του αλόγου και τον κατάπιαν. Από την όχθη πρόφτασαν να ιδούν παρά μονάχα τα χέρια του που πάλεψαν για λίγα λεπτά…
Ο διοικητής της Πέμπτης Μεραρχίας, ειδοποίησε τον αξιωματικό μας ότι είμαστε λεύτεροι να γυρίσουμε στη Μεραρχία μας. Κι έδωσε συνάμα διαταγή, σ’ ένα υπαξιωματικό με μικρό απόσπασμα καβαλάρηδων, να μας ακολουθήσει και να μείνει για λίγο στο Στρατηγείο της Τέταρτης Μεραρχίας σα σύνδεσμος της πέμπτης. Η χαρά μου ήτανε μεγάλη, όταν κάτω από τη στολή του λοχία εκείνου του ιππικού, αναγνώρισα καλό φίλο και παλιό συνάδελφο του στρατώνα, που τον είχα χάσει κοντά δέκα χρόνια. Μου εξήγησε, ότι, άμα βγήκε από το αμπέχονο, είχε μπει στο λαβύρινθο της ελληνικής γραφειοκρατία, ότι είχε καταχωνιαστεί σαν οικονομικός υπάλληλος σε κάποια πολιτεία, όπου τον βρήκε και τον ξέθαψε η γενική επιστράτευση. Θυμήθηκε τα παλιά μας και λέγοντας τα ξεχνούσαμε την κούραση της πορείας…
Είχαμε περάσει το χωριό Τρανόβαλτο και τραβούσαμε κατά το Μικρόβαλτο, που μας πήρε η νύχτα:
-Φρονώ, είπε ο αξιωματικός, ότι καλό είναι να διακόψουμε την πορεία και να περάσουμε τη νύχτα στο πιο κοντινό και πιο ψηλό σημείο της περιοχής. Στο “Σντάνι (σ.σ. Ζιδάνι) της Παναγιάς”, όπως το λένε εδώ -το είδα το απόγευμα στο χάρτη- μικρό μοναστήρι εδώ αριστερά μας και αύριο να τραβήξουμε για τα Σέρβια…
Κάμαμε αριστερά με την πεποίθηση ότι, θεομόναχοι κει πάνω στην κορφή του βουνού, θα περνούσαμε άσχημη νύχτα. Όταν όμως φτάσαμε μπροστά στο μικρό μοναστήρι, βρήκαμε την ευζωνική Ταξιαρχία Γεννάδη και μια ίλη ιππικού με τον ίλαρχο Βάσσο. Γεμάτοι από το γλυκό αίσθημα της ασφάλειας που γεννά σε κείνους που δρουν μεμονωμένα η ξαφνική παρουσία “φίλιου στρατεύματος”, τραβήξαμε στη μεγάλη αυλόπορτα του μοναστηριού όπου μας υποδέχτηκε ο Ιλαρίων Ρολόγης, ηγούμενος κοσμογυρισμένος, διαβασμένος και φλύαρος σαν τριάντα μπαρμπέρηδες. Και παραχώρησε μέρος και κριθάρι για τα ζώα μας κι όμορφο κελί για να μείνουμε. Πρόσταξε να ψήσουν αρνί και να πιάσουν από το πιο καλό κρασί κάμποσες κανάτες.
Στο μεταξύ έβαλα στην πλάτη του ντορή μου ένα υπόσαγμα, επειδή το κρύο εκεί ψηλά προμάντευα πως θα είναι διαολεμένο τη νύχτα. Ο Ιλαρίων, όταν καθίσαμε να φάμε, μας ανάλυσε με κάθε λεπτομέρεια τη στρατηγική σημασία της νίκης στα στενά της Πόρτας και μας βεβαίωσε, ότι ο Τούρκος δε θα μπορούσε πια να σταθεί να πολεμήσει παρά μονάχα στο Σόροβιτς, αν σκοπεύαμε να τραβήξουμε για το Μοναστήρι. Μίλαγε με τόση ξαστεριά, τόση πεποίθηση, τόση γνώση των πραγμάτων και προπάντων με τόση ακρίβεια στη χρήση των στρατιωτικών όρων, ώστε πήγαινε να πιστέψει κανένας ότι μπροστά τους είχε κάποιο παραστρατημένο τάλαντο, μια στρατιωτική ιδιοφυία, φυλακισμένη μέσα στο ράσο. Αλλά το μυστήριο έλυσε το παλιό όσο και πρόσφατο ιστορικό της ζωής του ηγουμένου, που δημιουργός του μοναστηριού και Κρητικός στην καταγωγή, είχε ανακατωθεί στον Μακεδονικό Αγώνα με τέτοια δράση, ώστε να καταλήξει επί Αβδούλ Χαμίτ στις φυλακές των Σερβίων, όπου θα σάπιζε αν δεν ερχόταν το νεοτουρκικό κίνημα να δώσει γενική αμνηστία.
Άμα κηρύχθηκε ο πόλεμος, είχε ακολουθήσει την ευζωνική ταξιαρχία Γεννάδη, που της χρησίμεψε για οδηγός πολύτιμος, γιατί ήξερε καλά τον τόπο και μίλαγε στην εντέλεια τα τούρκικα και τα βουλγάρικα. Ως το βράδυ εκείνο είχε λάβει μέρος ο Ιλαρίων στην μάχη της Δεσκάτης και των Λαζαράδων στο πλευρό των ευζώνων, που μαζί τους είχε φτάσει τώρα ως το μοναστήρι. Αλλ’ δεν έμειν΄εκεί. Και θα τον απαντήσουμε πάλι στη μάχη του Κόμανο, να συμμερίζεται τις τύχες της Πέμπτης Μεραρχίας.
Ωστόσο, καληνυχτίσαμε τον πολύξερο ηγούμενο και πέσαμε να κοιμηθούμε.
Είχαμε να βγάλουμε τα παπούτσια μας έντεκα μέρες…
ΔΡΑΜΑΤΑ ΣΤΑ ΣΕΡΒΙΑ
Από μια δεντρόφυτη πλαγιά κατεβήκαμε στο δημόσιο δρόμο που πάει στα Σέρβια. Ο καιρός ήτανε θαυμάσιος. Ξερή ατμόσφαιρα, ούτ’ ένα συγνεφάκι στον ουρανό, ήλιος βασιλικός. Ύστερ’ από λίγα χιλιόμετρα δρόμο, τα πόδια του ντορή μου ζεστάθηκαν, κούτσαινε λιγότερο. Σ’ ένα δροσάτο ποταμάκι, πριν από τους Καλδάδες, ποτίσαμε, τ’ άλογα μας, γεμίσαμε τα παγούρια μας κι αφού ξεκουραστήκαμε λίγα λεπτά, συνεχίσαμε την πορεία μας. Λίγο πριν φτάσουμε στα στενά της Πόρτας, είδαμε κάτω στο έδαφος τον ήσκιο από μεγάλο σύγνεφο πούφευγε πολύ γοργά, ενώ δε φυσούσε διόλου αέρας. Από την πλάνη βγήκαμε, όταν υψώνοντας τη ματιά στον ουρανό, αντικρίσαμε απέραντο κοπάδι κοράκων. Πέταξαν κάμποσο δεξιά μας κι έπειτα βούτηξαν με μιας κι εξαφανίστηκαν στο βάθος μεγάλης χαράδρας, όπου τα πυροβόλα τους είχαν ετοιμάσει πλούσιο γεύμα.
Στο δημόσιο δρόμο Ελασσόνας–Σερβίων, όπου μπήκαμε σε λιγάκι, η κίνηση ήτανε μεγάλη. Όλα τα μεταγωγικά της Στρατιάς και των εφοδιοπομπών, κλινάμαξες, τροφάμαξες, σκευοφόρες, κιβωτάμαξες, κάρα, σούστες, αραμπάδες, αυτοκίνητα, τέλος κάθε είδους οχήματα, πήγαιναν κι έρχονταν και διασταυρώνονταν ολοένα, φορτωμένα νομή για τα ζώα, τρόφιμα, πυρομαχικά. Οι οδηγοί τους με τη χαρά της νίκης στη μορφή, σφύριζαν ή τραγουδούσαν εύθυμους σκοπούς, χωρίς να δίνουν καμιά προσοχή στα πτώματα, δεξιά κι αριστερά του δρόμου, που οι αγγαρείες δεν είχανε προλάβει να θάψουν ακόμα.
Αφήσαμε πίσω μας την Τρίτη Μεραρχία καταυλισμένη δεξιά των Καλδάδων και το μεγάλο καταυλισμό της Στρατιάς, που απλωνότανε σ’ έκταση πέντε και πλέον χιλιομέτρων κι από τα δύο μέρη του δρόμου, ολάκερο λαό, ντυμένον χακί, θάλασσα ντουφεκιών, αλόγων, πυροβόλων, μυρμήκια που ανάδινε ξασώπαστη βουή και κλαγγή… Και τέλος μπήκαμε στα Σέρβια. Η πολιτεία είναι χτισμένη στα ριζοβούνια τ’ απότομα και βραχώδη του Τιταρίου, τα σπιτάκια της τριγυρισμένα με πρασινάδες σαν να κρέμονταν αμφιθεατρικά και το λυγερό ανάστημα των μιναρέδων γραφότανε κάτασπρο στο γαλάζιο της μέρας. Σύγνεφα καπνού ανέβαιναν αργά εδώ κι εκεί στον αιθέρα. Ήτανε τα τούρκικα σπίτια που καίγονταν.
Ο Μάνος που πρώτος είχε ορμίσει, όπως είδαμε, με τους ιππείς του από τα στενά της Πόρτας προς τα Σέρβια κατά τις δυο το απόγευμα στις δέκα του Οκτώβρη, αφού κυνήγησε τους Τούρκους μεσ’ από τα χωριά Αυλές, Κρανίκι, Τζέντζιρας, είχε μπει στην πολιτεία. Οι χριστιανοί κάτοικοι πάνω στη χαρά και στον ενθουσιασμό της νίκης και της υποδοχής που τούκαναν, ξέχασαν να τον ειδοποιήσουν ότι από το μονοπάτι του κάστρου εξακολουθούσαν να κατεβαίνουν ακόμα εχθρικά τμήματα που υποχωρούσαν από το Σαραντάπορο.
Αυτά τα τμήματα τ’ ακολουθούσαν σχεδόν κατά πόδας τα τάγματα της ευζωνικής Ταξιαρχίας του Κωνσταντινόπουλου, που μετά τη νίκη στην Ψηλοράχη, είχε προχωρήσει προς το Βλαχολίβαδο όπου, αφού κατάβαλε τους Τούρκους μετά εικοσιτετράωρη μάχη, τους κυνηγούσε κείνο το απόγεμα από το γνωστό στον αναγνώστη μονοπάτι Λαβάνιτσας–Σερβίων. Όταν λοιπόν ο Μάνος έφτασε στην μικρή πλατεία της πολιτείας, έπεσε πάνω σε εχθρικά μεταγωγικά και φορητά χειρουργεία και οι οδηγοί κι οι συνοδοί τους πιάσανε τις γωνίες των σπιτιών κι άνοιξαν πυρ. Γίναν εκεί κάμποσες μικροσυμπλοκές, που όσοι γλύτωσαν από το μπιστόλι του Μάνου πέφτανε στα χέρια των αντρών ενός λόχου πεζικού του όγδοου συντάγματος που είχε φράξει την έξοδο της πολιτείας. Απάνω από εφτακόσιοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Κι ανάμεσα σ’ αυτούς δεκαεννιά αξιωματικοί κι ένας συνταγματάρχης.
Μόλις άρχισαν ν’ ανοίγουν τα παράθυρα των ελληνικών σπιτιών, για να προλάβουν χαρούμενες μορφές και να χαιρετήσουν τους νικητές, κάποιοι άνθρωποι με φουσκωμένα στήθη από την πιο δικαιολογημένη οργή, γλίστρησαν, μελετώντας άγρια εκδίκηση, κατά την τουρκική συνοικία και παράδωκαν στις φλόγες ορισμένα σπίτια. Ήταν οι συγγενείς και φίλοι αθώων θυμάτων των χωρικών που οι Τούρκοι πήραν από τους Μεταξάδες και που τους έσφαξαν τη νύχτα, μαζί με δύο τρεις άλλους Έλληνες από τα Σέρβια, στις φυλακές. Ενώ ήτανε κλεισμένοι εκεί και πρόσμεναν μ΄αγωνία την έκβαση της μάχης, που δεν είχαν γι αυτή καμιά είδηση, άκουσαν ξαφνικά φωνές στο δρόμο. Η καρδιά τους φλετούρισε σαν κυνηγημένο πουλί: Τι να τρέχει; Ποιοι να νίκησαν; Από τα σιδερόφρακτα παράθυρα είδαν κάτου ένα μπουλούκι Μουσουλμάνους ντόπιους, από τα Σέρβια, στρατιώτες και χωροφύλακες. Στ’ αγριεμένα πρόσωπα τους, στις βίαιες χειρονομίες, στις κραυγές τους, μάντεψαν τη νίκη των Ελλήνων. Κι ήταν αδύνατο να κρύψουν τη χαρά τους μ’ όλη την αβεβαιότητα της δικής τους τύχης. Η πόρτα της φυλακής άνοιξε κι όλο το μανιασμένο πλήθος όρμισε στο προαύλιο. Οι χωροφύλακες είπανε με προσποιητήν ηρεμίαν στους φυλακισμένους:
– Ο στρατός μας νικήθηκε. Εμείς αφήνουμε την πολιτεία. Είσαστε όλοι λεύτεροι. Εμπρός, ας βγουν πρώτα οι Οθωμανοί κατάδικοι κι ύστερα οι Έλληνες.
Οι Οθωμανοί φυλακισμένοι όρμισαν μ’ αλαλαγμούς έξω, χύθηκαν στην πολιτεία, άρπαξαν ότι μπόρεσαν και τράβηξαν τρέχοντας ν’ ανταμώσουν τον τουρκικό πούφευγε. Ήρθε αμέσως η σειρά των Ελλήνων, που μη πιστεύοντας σε τόση καλοσύνη, βάδιζαν δισταχτικά προς το προαύλιο, σα νάθελαν ν’ αργοπορήσουν όσο μπορούσαν τη στιγμή που θα λύνονταν επιτέλους το φοβερό δίλημμα: Ή νεκροί ή λεύτεροι! Κι οι δήμιοι τους που μάντευαν την αγωνία τους αυτή και την απολάμβαναν, άφηναν τα θύματα τους να πιστεύουν στη σωτηρία και να προχωρούν προς την πόρτα, όπου αιφνιδιαστικά έπεσαν απάνω τους με άγριες φωνές. Άλλους ντουφέκισαν, άλλους μαχαίρωσαν, άλλους κομμάτιασαν. Στο κοιμητήρι τα κουφάρια τους μεταφέρθηκαν ακρωτηριασμένα με τ’ άντερα και τα σπλάχνα έξω, ενώ ξοπίσω τους η πένθιμη συνοδεία των μανάδων, των γυναικών, των αδελφών που φτασαν από τους Μεταξάδες, ακολουθούσε με θρήνους και σπαραγμούς.
Αυτών των ανθρώπων το θάνατο πήγαιναν να εκδικήσουν οι συγγενείς και φίλοι, παραδίδοντας στις φλόγες τα σπίτια των ενόχων. Αλλά και κάποιο άλλοι, άσχετοι με την τραγωδία των φυλακισμένων, πλιατσικολόγοι, πούφτασαν σχεδόν μαζί με το ιππικό, επωφελήθηκαν από την ευκαιρία να εκδικήσουν κι αυτοί τους μακαρίτες αρπάζοντας και πλιατσικολογώντας…
Ο στρατός κουράστηκε για να επιβάλει μια τάξη. Συστηματοποίησε τη λαφυραγωγία, τη νομιμοποίησε, τη μετάθεσε, μ’ άλλα λόγια, από την ιδιωτική στη δημόσια περιουσία όπου και την περιόρισε: Πήραν την αποθήκη του μονοπωλίου του καπνού και το περιεχόμενο το μοίρασαν πολύ επίκαιρα στους άντρες που είχανε μείνει χωρίς τσιγάρο. Πήραν ακόμα και την αποθήκη της γαλέτας, των όπλων και των πυρομαχικών. Αυτά όμως γίνανε το μεσημέρι της άλλης μέρας –έντεκα του Οκτώβρη 1912– όταν είχε φτάσει στην πολιτεία ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, που, όπως διαδόθηκε αμέσως, είχε προστάξει να κρεμάνε όποιον πιάνανε να κάνει πλιάτσικο. Από τη Δελήνιστα που τον αφήσαμε, είχε προχωρήσει ο Αρχιστράτηγος με το επιτελείο του τη νύχτα της δεκάτης του Οκτώβρη προς τα στενά του Σαρανταπόρου κι έμεινε στου Ριζά μπέη, άθλιο χάνι, όπου δείπνησε σα στρατιώτης με κουραμάνα, που του προμηθέψε ο διερμηνέας του προξενείου Ελασσόνας Ζάγκλαρης και κοιμήθηκε πάνω σ’ ένα φορείο, ενώ αγρυπνούσε αναγκαστικός φρουρός του ο ταγματάρχης Καράκαλος, καθισμένος σ’ ένα παλιοτενεκέ πετρελαίου. Μπαίνοντας στα Σέρβια, μπόρεσε να ξεκουραστεί καλά στο τούρκικο διοικητήριο με τα’ απλόχωρα διαμερίσματα όπου εγκαταστάθηκε το Γενικό Στρατηγείο.
Με την είσοδο του Αρχιστράτηγου στα Σέρβια έκλεινε το πρώτο επεισόδιο του πολέμου: η μάχη του Σαραντάπορου. Τα περίφημα Στενά ήτανε στην περιοχή μας, η φθορά του εχθρού σοβαρή και τα λάφυρα, όπως είδαμε όχι ασήμαντα…”.
[Επιμέλεια – Επιλογή κειμένων: Λ.Γ.Μ.]
mikrovalto.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου