«Ο Γεωργούλας μού έλεγε συχνά στη Μόσχα: «Μαράκι μου, εμείς οι κομμουνιστές λέμε: όπου γης πατρίς». Ομως εγώ, μέσα μου βαθιά, ήξερα πως όλη μου η καρδιά είναι στην Ελλάδα. Ενα μικρό κομμάτι της βέβαια το άφησα στη Ρωσία, εκεί όπου έζησα τη συνειδητή ζωή μου, με όλους αυτούς τους ανθρώπους που υπήρξαν υπέροχοι φίλοι για μένα. Κι αν με ρωτήσει κανείς αν θα μπορούσα να ζήσω τα ίδια πράγματα, θα απαντούσα αβίαστα: Ναι, θα τα ζούσα». Ολα αυτά που θα μπορούσαν να αποτελέσουν και μία και δύο και δέκα ζωές. Ολα αυτά που αποτελούν την ηρωικά μυθιστορηματική ζωή της Μαρίας Μπέικου. Της γυναίκας που ταύτισε τη ζωή της με τον πολιτισμό και την αντίσταση, με τη γενναιότητα και τη γενναιοδωρία, με τον Αντρέι Ταρκόφσκι.
Η φοιτήτρια Ιατρικής που προσχώρησε στην Αντίσταση στα 17 της και
φυγαδεύτηκε για να γλιτώσει τη ζωή της στην ΕΣΣΔ μετά τον Εμφύλιο, η
φωνή του ελληνόφωνου ραδιοφώνου στη Μόσχα, η επιστήθια φίλη, κουμπάρα
και συνάδελφος του Ταρκόφσκι, το δεξί χέρι μεταγενέστερα του Θεόδωρου
Κρίτα, αφού πάλεψε χρόνια με τον καρκίνο, είδε τη ζωή της να γίνεται
θεατρικό έργο από τον Τερζόπουλο και πρόλαβε να αφήσει τα σπαρταριστά
της απομνημονεύματα σ' ένα βιβλίο που διασώζει μια ολόκληρη εποχή, «Αφού
με ρωτάτε» (Εκδ. Καστανιώτη), άφησε την τελευταία πνοή της το βράδυ
της Πέμπτης στο νοσοκομείο «Σωτηρία» από καρδιακή κάμψη.
Αφήνοντας ανοιχτή σελίδα το «τέλος» του βιβλίου της, παρακαταθήκη και παραίνεση στους νέους που
πάντα την άκουγαν, την ακολουθούσαν και την αγαπούσαν:
«Η μεγαλύτερη ευχή μου είναι να
αγαπήσουμε κάποτε αυτή τη χώρα, που είναι μια από τις ομορφότερες του
κόσμου και να φροντίσουμε να γίνει καλύτερη, παίρνοντας την τύχη στα
χέρια μας».
Η κηδεία της Μαρίας Μπέικου από τους
συγγενείς και φίλους που τόσο αγάπησαν, γίνεται σήμερα στις έντεκα το
μεσημεράκι από το Πρώτο Νεκροταφείο.
Η ίδια, ωσεί παρούσα, μέσα από τις αφηγήσεις της, να μιλά για τη δική της ζωή:
«Γεννήθηκα στην Ιστιαία της Εύβοιας.
Στον πόλεμο βρίσκομαι στην Αθήνα, φοιτήτρια της Ιατρικής. Οργανώνομαι
και δουλεύω παράνομα με τον Λεωνίδα Κύρκο στο πανεπιστήμιο.
Συλλαμβάνεται ο αδελφός μου. Οδηγείται στις φυλακές.
Παρά την αντίθεση των γονιών μου,
κατατάσσομαι στον ΕΛΑΣ. Λαχταρώ να πολεμήσω με το όπλο στο χέρι. Η
πρώτη μου μάχη είναι στο Καρπενήσι. Ξέρω ότι αμύνομαι, δεν θέλω να κάνω
κακό σε κανέναν, απέναντί μου όμως είναι ο εχθρός. Σημαδεύω και
πυροβολώ. Φοβάμαι. Καταλαβαίνω στο πρόσωπο του διπλανού μου τι σημαίνει
σύντροφος. Κόβω την κοτσίδα μου για να παρελάσω στην απελευθέρωση.
Παραδίδω το όπλο μου στη Βάρκιζα. Παντρεύομαι τον Γεωργούλα Μπέικο.
Ξαναπιάνω το ντουφέκι για να αμυνθώ,
δεύτερη φορά, με τον Δημοκρατικό Στρατό. Το αφήνω, ηττημένη πια, στα
αλβανικά σύνορα και φεύγω περνώντας στο άγνωστο. Τρομάζω.
Εκφωνήτρια
Ζω είκοσι επτά χρόνια στη Σοβιετική Ενωση. Φοιτήτρια στο Ινστιτούτο
Κινηματογραφίας της Μόσχας, στην τάξη του Μιχαήλ Ρομ, με τον συμφοιτητή
και πολύ καλό φίλο μου Αντρέι Ταρκόφσκι. Σκηνοθετούμε από κοινού τους
«Φονιάδες» του Χέμινγουεϊ. Δουλεύω ως εκφωνήτρια στον Ραδιοφωνικό Σταθμό
της Μόσχας. Είκοσι επτά χρόνια χωρίς ιθαγένεια. Ψάχνω κάποιον ν'
ακούσει την ιστορία μου. Τη λέω παντού.
Η επιστροφή. Επιστρέφω στην Ελλάδα με
την τέφρα του Γεωργούλα, σαν την Ηλέκτρα. Η Ελλάδα. Στα όνειρά μου
βλέπω ακόμα ότι τρέχω στα βουνά. Πατρίδα μου είναι όλα αυτά». Πατρίδα
της και το θέατρο, όπου έδινε το «παρών» και τον εαυτό της στο
«Μάουζερ» του Χάινερ Μίλερ και στο «Αττις» του Θεόδωρου Τερζόπουλου,
υποδυόμενη τον εαυτό της στη σκηνή:
«Τον Φεβρουάριο του 2009, δίνουμε ένα
ραντεβού με τον Θόδωρο Τερζόπουλο - με τον οποίο έχουμε σχέσεις πάρα
πολλά χρόνια... Και μου ανακοινώνει: «Λοιπόν, Μαρία, ετοιμάζομαι να
ανεβάσω το «Μάουζερ» του Μίλερ. Θέλω να πάρεις μέρος σ' αυτήν την
παράσταση». Του λέω: «Ο,τι θες λες;». «Μιλάω πολύ σοβαρά», μου
απαντάει. «Αυτό που γράφει ο Μίλερ μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις. Γιατί
πήρες μέρος στον πόλεμο, στην Αντίσταση, στον ΕΛΑΣ και μετά
υποχρεώθηκες να πολεμήσεις στον Δημοκρατικό Στρατό για να γλιτώσεις»...
Και η Μαρία Μπέικου δέχθηκε και το έκανε με τη γνωστή της προσήλωση και αγωνιστικότητα μέχρι την ύστατη στιγμή.
Για τη συγγραφήΕπρεπε να ξαναζήσω από την αρχή όλα τα γεγονότα της Κατοχής
«Για μένα δεν ήταν καθόλου εύκολο να
αναλάβω το έργο της συγγραφής του βιβλίου. Επρεπε να ξαναζήσω από την
αρχή όλα τα γεγονότα της Κατοχής, τη συμμετοχή μου στον ΕΛΑΣ, τη
μετακατοχική τρομοκρατία, τη σύλληψη του άντρα μου και του αδελφού μου,
τον φόβο της δικής μου σύλληψης που με οδήγησε στον Δημοκρατικό Στρατό
και στη συνέχεια την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, τη διαφυγή μας
στην Τασκένδη, τη ζωή μου στη Μόσχα, τη δουλειά μου στον ραδιοφωνικό
σταθμό, τις σπουδές μου στο Ινστιτούτο Κινηματογραφίας της Μόσχας, τον
ερχομό του Γεωργούλα στη Μόσχα, τη διάσπαση του 1968, τον θάνατο του
Γεωργούλα το 1975, τη μοναχική ζωή μου στην Αθήνα, τη δουλειά μου σε
πολλούς τομείς και την προσαρμογή μου στις νέες συνθήκες που προέκυψαν.
Η διαδικασία αυτή ήταν πολύ επώδυνη»...
Το βιβλίοΜια εποχή στα όρια του μύθου
«Ο Δεκαπενταύγουστος μας βρήκε έξω από
το Καρπενήσι, όπου είχαμε στρατοπεδεύσει. Ηταν η γιορτή μου. Οι
κοπέλες με πείραζαν: «Δεν θα μας κεράσεις;». Θυμήθηκα που κάποιος μού
είχε κάνει δώρο για τη γιορτή μου ένα κουτί ζαχαρούχο. Ανοιξα το κουτί
και με ένα κουταλάκι τις κέρασα όλες. Μια κουταλιά στην κάθε μία «για
χρόνια πολλά και καλές μάχες». Αυτή ήταν η ευχή».
Μαρτυρία, Βιογραφία, Χρονικό, η
Ιστορία των τελευταίων ογδόντα ετών, η ποιητικότητα της ζωής με όλη την
αγριότητα και τη μαγεία της, το συλλογικό όνειρο και η πτώση του, η
ανθρώπινη δύναμη και το πολιτιστικό γίγνεσθαι, ημερολογιακές σημειώσεις
μιας εποχής που επεκτείνεται στα όρια πια του μύθου, όλα αυτά
συνυπάρχουν στις 236 σελίδες του βιβλίου της Μαρίας Μπέικου.
Αποκαλυπτικός ο τίτλος «Αφού με ρωτάτε, να θυμηθώ...», αφού όλοι μας τη
ρωτούσαμε.
Για το πώς ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι
ανέβηκε, παρατώντας την Ιατρική και τη ζωή, ξαφνικά στο βουνό, για το
πώς είναι όντας γυναίκα να είσαι αξιωματικός αρχικά του ΕΛΑΣ και
κατόπιν του Δημοκρατικού Στρατού, για το πώς είναι να ζεις 14 χρόνια
μακριά από τον φυλακισμένο ή μελλοθάνατο άνδρα σου, για τα χρόνια της
Τασκένδης, της Μόσχας, για τον Ταρκόφσκι και την επιστροφή, ε λοιπόν, η
Μαρία Μπέικου τα θυμήθηκε όλα και μαζί με την Τασούλα Βερβενιώτη
(εξαιρετική η εισαγωγή της) κι έτσι στους αναγνώστες φτάνει ένα
ειλικρινές, αποκαλυπτικό, σπαρακτικά ηρωικό, ιστορικό εν τέλει και για
τούτο ποιητικό, ατμοσφαιρικό βιβλίο.
Η Μαρία Μπέικου, βήμα βήμα μας
συνεπαίρνει στις κινήσεις της, στα διλήμματα και στους ενθουσιασμούς.
Στην καθημερινότητα των ανθρώπων τότε που άγγιζαν ημίθεους.
«Τότε ήμασταν δοσμένοι σε αυτό, σε
αυτόν τον αγώνα. Ημασταν όπως ο κρόκος μέσα στο αβγό και αγνοούσαμε τι
γινόταν γύρω. Τότε δεν ήξερα ακόμα ότι ο άντρας μου ήταν καταδικασμένος
σε θάνατο. Ούτε ο Παύλος Μπέικος, ο αδελφός του, το ήξερε. Τον είχα
ρωτήσει αν έχει νέα και μου είπε ότι δεν ήξερε, εκτός εάν ήξερε και δεν
μου το είπε. Ο Γεωργούλας έμεινε έξι μήνες στο κελί των
μελλοθανάτων...»,
Η πικρή και αναπόφευκτη συνέχεια:
«Ημουν πια στην Τασκένδη. Πού να το
φανταστώ! Πάνω από δύο χρόνια πριν, κυνηγημένη, παράνομη και άρρωστη,
υποχρεώθηκα να φύγω απ' την Αθήνα, αφήνοντας τον άντρα μου στη φυλακή
και τον αδελφό μου στην εξορία, και, για να σωθώ, επειδή έπρεπε να
αμυνθώ, βγήκα στο βουνό».
Και η επιστροφή, ως άλλη Ηλέκτρα, με
τις στάχτες του άνδρα της στο χέρι. Η βεβαιότητα ότι αυτή ήταν για
κείνη η διαδρομή και ότι αν όλα ξεκινούσαν και πάλι από την αρχή, όλα
θα ήθελε να είναι κάπως έτσι, μέχρι κεραίας.
Με τον Ταρκόφσκι«Κάναμε μαζί αυτοσχεδιασμούς»
Από την πρώτη μέρα ήρθαμε πολύ κοντά
με την Ιρμα Ράους και σχεδόν αμέσως γίναμε φίλες, καθώς επίσης και με
την Ντίνα Μουσάτοβα. Πολύ όμως φίλοι ήμασταν με τον Αντρέι Ταρκόφσκι.
Κάναμε μαζί αυτοσχεδιασμούς, που μας έδινε ο Ρομ. Ο Αντρέι ενδιαφερόταν
πάρα πολύ για την Ελλάδα και συνεχώς με ρωτούσε για την ελληνική
Ιστορία, τις αρχαιότητες, αλλά και τη σύγχρονη Ελλάδα. Ερχόταν και με
έπαιρνε από τον ραδιοφωνικό σταθμό τη νύχτα, με συνόδευε έως το σπίτι
και μου μιλούσε για την Ιρμα. Από το πρώτο κιόλας έτος ήταν πολύ
ερωτευμένος με την Ιρμα! Πολλές φορές η Ιρμα έμενε σπίτι μου και γιατί
διαβάζαμε μαζί, αλλά και γιατί στο κοινόβιο, όπου έμενε, δεν είχε τις
ανέσεις που είχα εγώ. Ο Αντρέι το ήξερε και μου μιλούσε συνέχεια για
τον έρωτά του προς την Ιρμα, με την ελπίδα ότι θα τα πω και θα την
πείσω να τον ερωτευθεί και εκείνη. Τελικά η Ιρμα, την οποία λέγαμε
Ιρίνα και χαϊδευτικά Ηρα, ενέδωσε και παντρεύτηκαν. Ηταν πολύ
ερωτευμένοι.
Στο τρίτο έτος των σπουδών μας, είχαμε
δικαίωμα να γυρίσει ο κάθε φοιτητής μια μπομπίνα εκατό μέτρων. Εκείνη
την εποχή άρχισε να μεταφράζεται στη Μόσχα ο Χέμινγουεϊ. Ο Αντρέι είχε
διαβάσει το διήγημα «Οι φονιάδες» και μου πρότεινε, καθώς και σε έναν
άλλο συμφοιτητή μας, τον Γκαρντόν, να γυρίσουμε μαζί την ταινία. Ο Ρομ
το ενέκρινε. Ανάμεσα στις ευθύνες που είχα αναλάβει ήταν να δημιουργήσω
στο στούντιο, όσο γινόταν περισσότερο, μια δυτική ατμόσφαιρα. Εψαχνα
κυρίως στον ραδιοφωνικό σταθμό, όπου ήταν πολλοί ξένοι, να βρω
αντικείμενα δυτικού τύπου...
Η πρώτη μεγάλη ταινία
...Οι σχέσεις μου με τον Αντρέι και την Ηρα ήταν πολύ στενές. Ο γιος
τους γεννήθηκε, όταν ο Γεωργούλας ήταν ήδη στη Μόσχα. Εγώ τον βάφτισα.
Τον είπαμε Αρσένι, που ήταν το όνομα του πατέρα του Αντρέι, ο οποίος
ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Ρωσίας και ο Αντρέι έχει
χρησιμοποιήσει πολλούς στίχους του στις ταινίες του. Η πρώτη μεγάλη
ταινία του Αντρέι ήταν «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν», όπου έπαιξε και η
Ιρμα. Στην ταινία του «Αντρέι Ρουμπλιόφ» πήρε μέρος πάλι και απέσπασε
για τη συμμετοχή της το Κρυστάλλινο Αστέρι της Γαλλικής Ακαδημίας
Κινηματογράφου, που θεωρήθηκε ένα από τα σπουδαιότερα βραβεία. Είναι η
μόνη Ρωσίδα που πήρε αυτό το βραβείο.
Δυστυχώς χώρισαν και ο Αντρέι έφυγε
από τη Ρωσία. Μου τηλεφωνούσε πολύ συχνά και ζητούσε να μάθει τα νέα
της Μόσχας. Για τελευταία φορά μού τηλεφώνησε πριν αρχίσει την ταινία
που θα γύριζε στη Σουηδία, τη «Θυσία». Μου είπε ότι θα έχει σχέση με
τους προγόνους μου και πως όταν θα τέλειωνε την ταινία, θα ερχόταν
οπωσδήποτε στην Ελλάδα. Ηταν ένα από τα μεγαλύτερα όνειρά του. Δεν
αξιώθηκε να έρθει, που τόσο πολύ το ήθελε, γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος.
Με την Ηρα και τον βαφτιστικό μου εξακολουθούμε να έχουμε συχνή
επικοινωνία και η Ηρα με έχει επισκεφθεί πολλές φορές εδώ στην
Αθήνα»...
Δεν με πιάνει μιζέρια
«Αυτά ήθελα να πω για την τελευταία
δραστηριότητά μου, στο θέατρο, κι ότι δεν περίμενα στην ηλικία που
είμαι ν' ανέβω στο πάλκο. Το ότι κάνω τον κατήγορο δεν είναι βέβαια
παρήγορο για μένα, αλλά νιώθω ότι εξιλεώνομαι κάπως με την τελευταία
φράση: «Δεν θέλω να πεθάνω», αφού γλίτωσα από τόσα και τόσα...
- Σημαίνει ότι θέλεις να ζήσεις, ότι δεν σε πιάνει...- Μιζέρια; Ναι. Δεν με πιάνει μιζέρια... Αυτά. Δεν ξέρω πώς να τελειώσουμε. Τι άλλο να πω... Καλή ζωή σε όλους!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου