(Θ. Κοροβίνη «Ο
γύρος του θανάτου» εδκ. Αγρα)
Του Β. Π. Καραγιάννη
Σκηνή 1η
Πρωί στο χωριό
και περιμένω το αστικό λεωφορείο που μας πάει και μας φέρνει καθημερινά
στο γυμνάσιο της πόλεως. Οι εφημερίδες της Θεσσαλονίκης «Μακεδονία» (την
αγόραζε το καφενείο των κεντρώων και κρυπτοαριστερών συγχωριανών) κι «Ελληνικός
Βορράς» (στο καφενείο των δεξιών όπου σύχναζα τις ώρες μαθησιακής αργίας
παρακολουθώντας τους άλλους που έπαιζαν χαρτιά κι εγώ αντί αυτών, βιβλία) είχαν
ήδη φτάσει. Ο κύριος Κωνσταντίνος Καράτζιας, επιπλοποιός εν ενεργεία τότε, νυν
δεξιός, αδιαφιλονίκητος ψάλτης στον Τίμιο Πρόδρομο, στη μισάνοιχτη εξώπορτα του
καφενείου Μήτρου Ζιάκα κρατά τον «Ελληνικό Βορρά» διάπλατα ανοιχτό. Απέναντί
του κοιτώ την πρώτη σελίδα, ο φέρων αυτήν ήταν στις εσωτερικές και στις
λεπτομέρειες, με το οκτάστηλο και τρομώδες για τα αμάθητα μάτια: «Τετράκις εις θάνατον ο δράκος του Σέιχ Σου Αριστείδης
Παγκρατίδης». Δηλαδή; Πως τετράκις; Απορία παιδική· πως μπορεί να γίνει αυτό,
ότι πάντα μια φορά κανείς πεθαίνει είτε στην πράξη είτε στα ποιητικά της
παρελκόμενα.
Οταν κάποτε έγινα δικηγόρος έμαθα για την συγχώνευση των ποινών κατά τη διαδικασία της επιμέτρησής τους. Επίσης έμαθα αργοτερότερον, κοντά στο αριθμητικό (κι «εκτελεστικό» της ετυμηγορίας) «Τετράκις» το πυθαγόρειο φιλοσοφικό «Τετρακτύν» (αφορμή ένα μοντέρνο καφενείο στη γειτονιά μου επί της οδού Κ. Παλαιολόγου).
Οταν κάποτε έγινα δικηγόρος έμαθα για την συγχώνευση των ποινών κατά τη διαδικασία της επιμέτρησής τους. Επίσης έμαθα αργοτερότερον, κοντά στο αριθμητικό (κι «εκτελεστικό» της ετυμηγορίας) «Τετράκις» το πυθαγόρειο φιλοσοφικό «Τετρακτύν» (αφορμή ένα μοντέρνο καφενείο στη γειτονιά μου επί της οδού Κ. Παλαιολόγου).
Παρέκβαση.
Μας έμπλεξε ο συγγραφέας κύριος Θωμάς Κοροβίνης με τους Προσωκρατικούς αφού στο
βιβλίο του «Ο γύρος του θανάτου» το οποίο θα χαράξει αυλακιές σε όποιον το
διαβάσει, προτάσσει το ποίημα του Σταύρου Ζαφειρίου «Το παράδοξον του Ζήνωνος» το οποίο
καταλήγει:
Από το
Φεβρουάριο του χίλια
εννιακόσια
εξήντα οκτώ
Με αυτό το
κρύο
να
περιμένει εκεί
να
περιμένει
έχοντας
μόλις βγάλει από το στόμα του
την
τελευταία κραυγή
μανούλα
είμαι αθώος
που όμως
κι εκείνη
μαζί με τη
φωτιά απ’ τα ρουθούνια του
τάχα ποιά
απόσταση θα πρέπει να διανύσει;
Και τα δυό θεωρήματα δεν τα κατανόησα ποτέ γιατί
έχουν να κάνουν με μαθηματικά. Ομως το δεύτερο με ωρολογιακή ακρίβεια
καταγράφει (ποιητικά) την αργόσυρτη πορεία, στο χρόνο περισσότερο, παρά στα 6
μέτρα που πρέπει να διανύσουν οι σφαίρες του αποσπάσματος μέχρι να φτάσουν και
να χωθούν στο στήθος από το οποίο είχε μόλις βγει το: «Μανούλα είμαι αθώος».
Σπαρακτική και πως αλλιώς θα είναι μια φωνή-κραυγή, δευτερόλεπτα μόλις πριν
παραδώσει το πνεύμα, θέλω να πω πριν πεθάνει ο εκφέρων ταύτην. Είθισται να
εξωραΐζουμε τη μόνη βεβαιότητα της ύπαρξης μας, τη λέξη την αδήριτη, τη
μοναδική και μοναχική για τον καθένα επί της γης των ζώντων, ότι μόνον αυτός
δύναται να υποστεί τον θάνατό του και κανείς άλλος, με το αόριστο ρήμα, χρόνου
παρατατικού «έφυγε»! Εφυγε και που στο τίποτα πήγε δηλαδή; Η μοίρα ενός
ασήμαντου αθώου λοιπόν ήταν αυτή να πέσει κάτω από τις σφαίρες του εκτελεστικού
αποσπάσματος στον συνήθη τόπο των εκτελέσεων του Σέιχ Σου κι αυτό σε καιρό
ειρήνης; Το προνόμιο της εκτελέσεως (δηλαδή αφαιρέσεως της ζωής) δια τυφεκισμού
απολάμβαναν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα οι αμετανόητοι αριστεροί, έλληνες
πολίτες την περίοδο του εμφυλίου και λίγο μετά.
Παρένθεση.
«Η μοίρα
ενός αθώου» ταινία ελληνική του 1965 σκηνοθεσία Γρ. Γρηγορίου, μουσική Γ. Μαρκόπουλου με τους: Πέτρο
Φυσσούν, Γιάννη Αργύρη, Παντελή Ζερβό, Βαγγέλη Καζάν, Ανέστη Βλάχο, Χρ. Νέζερ,
Νίκη Τριανταφυλλίδου, Ελένη Ανουσάκη. Ηταν οι αστέρες του καιρού μας. Η προβολή
της γινόταν από το περιφερόμενο «Σινέ Αστέρια» (ή μήπως της στρατιωτικής
υπηρεσίας ψυχαγωγίας και διαφώτισης της υπαίθρου), επί πανοίς στον τοίχο του
σπιτιού του Μήτσου Καραπατσίδη, στην κεντρική πλατεία του χωριού, όπου τις ώρες
της μέρας ήταν το τοπικό πεδίον της ποδοσφαιρικής εκτονώσεως. Μας κατετάραξε
τότε, που νομίζαμε πως ο κόσμος μας όλος ήταν μόνον, ο άδολος αλλά στην
επιφάνειά του, χωρικός περίγυρος, η μοίρα του φτωχού, ανυπεράσπιστου επαναστάτη
της υπαίθρου, την αυτή δεκαετία στην οποία γυριζόταν το δράμα του «Δράκου» της
Θεσσαλονίκης.
Τελικά
λίγο πριν τον ήχο των όπλων ισόβια πρότεινε ο εισαγγελέας της έδρας όστις είχε
φριχτές αμφιβολίες επί της ενοχής, ανάμικτες με υποδόριους φόβους υπαλληλικούς.
Οι καιροί τότε ήταν εντελώς γκρίζοι, η δημοκρατία ήδη είχε γυψωθεί κι έπρεπε να
απονεμηθή δικαιοσύνη, να ησυχάσουν οι περιδεείς Θεσσαλονικείς μικροαστοί, να δικαιωθεί
η Βασιλική Χωροφυλακή, η οποία διέπρεπε στο κυνήγι των φτωχών και των αριστερών
πάσης αποχρώσεως, αλλά και στην κατασκευή ενόχων. Επιτέλους, να ησυχάσουν τα
πράγματα και κυρίως να ησυχάσει μια ρημαγμένη ψυχή σε ένα ακόμα πιο ρημαγμένο
κορμί, ενώ ο κύριος Ντίνος Χριστιανόπουλος τον αυτό καιρό είχε το χαβά του με
«Το κορμί και το σαράκι» του: ένα
άγγιγμα/δεν αρκεί// ένα κορμί μονάχα/πέφτει λίγο//θέλουμε πιο πολλά/θέλουμε
χώμα». Βλέπεις, στη μεταφορά κι εκτός ποιητικού πλαισίου του
Χριστανόπουλου, οι καθεστηκυίες τάξεις σε κάθε εποχή θέλουν το χώμα να τρώει
εγκαίρως και στα τυφλά το ενοχλητικό άλλο χώμα που μπαίνει σκόνη στα μάτια και
στα πνευμόνια τους· κι ύστερα όλους μαζί το κοινό και κορεσμένο από την πολύ
χώνευση ανθρώπινης ύπαρξης χώμα της Ευαγγελίστριας και κάθε άλλης παρόμοιας
χώρας στον κόσμο των οριστικά απόντων.
Από τις
λίγες φορές που η εισαγγελική πρόταση υπολείπεται σε αγριότητα της δικαστικής απόφασης. Να
υπάρχει τουλάχιστον εν ζωή ο ένοχος άρα και στο περιθώριο της επανόρθωσης του
τυχόν λάθους, επί γης, κι όχι υπό της γης αυτός ακόμα και αν εφημερεύει στη
λαμπερή επιφάνεια της δημοσιογραφίας ή της ξεχωριστής λογοτεχνίας, η οποία
θέλει να λειτουργεί κατά κάποιον τρόπο σαν μια ατελέσφορη δικαίωση εκ των
υστέρων και σαν αγκίδα στο καθόλου των τύψεων στους φυσικούς κι ηθικούς
αυτουργούς της υπόθεσης.
- Τέλος
πάντων.
Πήρα φόρα
και υπό το κράτος της γοητείας που άσκησε εντός μου το βιβλίο του κυρίου Θ.
Κοροβίνη, αυτού του συναρπαστικού
μυθιστορήματος, και παίρνω θέση και επί της δικαστικής τελεσιδικίας,
επιρρεπής προς κάθε τι το εξαιρετικό και εξ αισθητικής συγκινήσεως προερχόμενο,
αδαής των ειδικών παραμέτρων και περί της εν γένει αθωότητος ή μη του
πρωταγωνιστού, της οιονεί δραματικής ταινίας με τον τίτλο: «Ο γύρος του
θανάτου». «Το μακρύ ζεμπέκικο για τον Νίκο» Κοεμτζή του Δ. Σαββόπουλου, επ’
αυτοφόρω εκκαθαριστή για λόγους φιλοτίμου 3-4 αστυνόμων, θα μπορούσε άραγε ποτέ
να γίνει το «Βαρύ ασίκικο ελεγείο για τον Αριστείδη Π.»;
(Μνήμη,
που δεν λέει να συμμαζευτεί στα χώματά της με τα οποία κάποτε θα γίνει ένα,
μιας πόλης δεύτερης και καθοριστικής σημασίας κι απλώνει φορές μέχρι διαρρήξεως
τα δίχτυα της, όταν έρχονται γεγονότα και έργα όπως αυτό του λαμπρού κυρίου
συγγραφέα Θωμά Κοροβίνη για να μας ανακατώσει, αναστατώσει, ψυχοπλακώσει).
Σκηνή 2η
ή 3η άραγε;
Θεσσαλονίκη.
Ανω Πόλη· Κάστρα, ερείπια και συντηρημένα, οινομαγειρείον η Μακεδονία, η Μονή
Βλατάδων με τα παγόνια και τους Χαιρετισμούς, η οδός Επταπυργίου, πλατεία Β.
Τσιτσάνη· Γεντί Κουλέ, φυλακές με το παράρτημα τους ως γκαράζ πολυκατοικίας της
εποχής, πεδίο σκοποβολής επί ζώντων σωμάτων· το Φιλίππειον δασύλλιον με τα
παν-δοχεία του· η Τούμπα μέσα, έξω, πέρα δώθε της. («Πάοκ Τούμπα και ΕΔΑ και
ξερό ψωμί»). Η γλαφυρή ταβέρνα Υποβρύχιο με το αδιαχώρητο της πελατείας, τις
γλώσσες Μηχανιώνας, ρετσίνα και τους δύο γεράκους μουζικάντες, βιολί και λαούτο
και «για σένα άπιστη αργοπεθαίνω για σένα έγινα κ.λπ». Τοπωνύμια γειτονιές,
τόποι που με περιαγάγουν ως περιαγωγή κινητής τηλεφωνίας στο χαμένο άλλοτε της
ύπαρξής μας. Το λιμάνι, το αεροδρόμιο, ο Βαρδάρης, η Παραλία, τα στενά της
Βαλαωρίτου. Αλλά αυτοί είναι και οι
χώροι του διαδράματος. Ολη η περιφέρεια της πόλεως των Θεσσαλονικέων μετά τον
πόλεμο αλλά και στο τέλος του ‘50 και σ’ ολόκληρη τη δεκαετία του ’60. Η οδός
αγίου Παύλου, ο άγιος Νικόλαος ο
Ορφανός, η μονή του οσίου Δαβίδ του Λατόμου, η οδός Δημητρίου Πολιορκητού, το
Κεντρικόν άλλοτε, νυν Γεννηματά νοσοκομείο, οι περιστερώνες του Γ. Βιζυηνού, οι
Σαράντα εκκλησίες κι ο κινηματογράφος Αίαντας με τον Λένιν και τον «Οκτώβρη»
του σε όλες τις εκδοχές.
Αλλά εδώ
είμαστε χωμένοι για τα καλά στο δάσος του Σέιχ Σου. Το νερό του Σεΐχη. Μια
Πρωτομαγιά, πρωτοετές φοιτητάριον εγώ δευτεροετές ο Γρηγόρης Δγλς, περπατούσαμε
το δάσος, άμοιροι κι ανυποψίαστοι περί της εκεί φύσεως των ερωτικών κι
εγκληματικών μυστήριων συμβάντων. Καταλήξαμε στο συνοικισμό του Φοίνικα σ’ ένα
υπαίθριο καφενοταβερνείο, ήπιαμε κρασί, χορεύαμε σαν μεθυσμένοι αλλά από
σαρδέλες.
Σκηνή 4η
Καιρός να
συστηθούμε ορισμένως.
Στο
ισόγειο αυτό υπάρχουν περί τους 70 νοματαίους εκ των οποίων φίλοι καλοί, και
φίλοι ζεστοί, έως και άγνωστοι οικείοι.
Κάποιοι ίσως και να μη γνωρίζουν καν τι είναι
ο γύρος του θανάτου ως θελκτικό και επικινδυνώδες ακροβατικόν θέαμα του
επιχωρίου νιάημερου και των πανελλήνιων πανηγυριών στις παρυφές των πόλεων.
Ισως και να μην άκουσαν ποτέ για τον
Αριστείδη Παγκρατίδη, τον φερόμενο αλλά κι εκτελεσθέντα για αυτό ως «Ο Δράκος
του Σέιχ Σου».
Ο
ομόχρονος μου Θωμάς Κοροβίνης έζησε και ζει αυτούς τους τόπους. Είτε εν τοις
πράγμασι είτε μέσα από τις έρευνες και
τα διαβάσματά του. Βιβλία, άνθρωποι,
αφηγήσεις, τρόποι χρόνων πολλών.
Φιλόλογος της πράξης, συγγραφέας στην ψυχή, έζησε και 8 χρόνια στην
Κωνσταντινούπολη κι από εκεί επέστρεψε με μια σειρά από μικρά και μεγάλα έργα
αναφερόμενα στον παλιότερο αλλά και στον σημερινό χωροάνθρωπο. Τον Τούρκο και
τον ‘Ελληνα και τον μεταξύ τους πολιτισμό σχέσεων. Σημειώνω ενδεικτικούς
τίτλους : «Τουρκικές παροιμίες», «Σκανδαλιστικές και βωμολοχικές ελληνικές
παροιμίες», «Λογοτεχνική ανθολογία. Τούρκοι ποιητές υμνούν την Κωνσταντινούπολη», «Οι ασίκηδες», «Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς
Ασίας», «Ομορφη Νύχτα Χρονογραφία μυθιστόρημα για 20 χρόνια λαϊκού τραγουδιού
στη Θεσσαλονίκη (1985-2005)». Είναι εν τω μεταξύ συνθέτης, στιχουργός,
ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών και είναι επιπλέον απόψε εδώ.
Με το
μυθιστόρημα αφήνει πίσω του τον μέχρι τότε συγγραφικό εαυτό και την
λαογραφίζουσα οπτική· τον κόσμο και τον ακίνδυνο λυρικό υπόκοσμο και περνάει
στην σκαιά πραγματικότητα της πόλης που μεταποιήθηκε από την ως υψηλή ραπτική
τέχνη γραφή του σ. σ’ ένα μεγάλο ρεαλιστικό πίνακα κι ωσάν ασπρόμαυρο
ντοκυμαντέρ. Τον καιρό της δεκαετίας του ‘60 τον σαρώνει ως σκάνερ άριστης
ανάλυσης, αποτυπώνοντας με ακρίβεια εξέτασης αίματος, η οποία καταγράφει
καταλεπτώς ό,τι κολυμπά υγιές ή ανθυγιεινό στοιχείο στο σώμα της πόλεως
Θεσσαλονίκης. («Και έδινε αίμα για να ζήσει και κερνούσε στου ΑΛΗ το πονηρό
μαγαζί που γινόταν της πουτάνας από παράνομα ζευγαράκια κατανάλωση ποτών και
μεθύσια»). Σε χρόνο σαφώς καθορισμένο με μια ιστορική και τραγική βεβαιότητα με
το περιθώριο σχεδόν ηδονικά συμμειγνύονται οι συγκροτημένες, καλές τάξεις
πραγμάτων κι ανθρώπων. Αυτός ο κοινωνικός τόπος είναι ο ζωτικός συγγραφικός του
χώρος στον οποίο υπάρχει με άνεση εν φαντασία και λόγω.
Το βιβλίο
με τις 209 σελίδες του φέρει τον α/α αριθ. 970 των εκδόσεων της ΑΓΡΑ (σ’ αυτήν
έχει κυκλοφορήσει το κυρίως έργο του ο Θ.Κ.) και η οποία έχει ήδη περάσει τις
1001 νύχτες και μέρες βιβλίων άρα και ανάγνωσης
Κεντρικό
θέμα έχει το σύντομο βίο, μόλις 29 χρόνων και τα έλλογα ή άλογα πάθη μήπως και
το πάθος του Αρ. Π. Μου θυμίζει εδώ σε πρόχειρη σκέψη το βίο και το πάθος της
Ζαντ Αρκ, σε έναν βλάσφημο παραλληλισμό
ή μήπως και παραλυρισμό. Απλώνεται σε δέκα συν μία εικόνες, δέκα ρόλοι και ένα
ποίημα παράδοξο αυτό του Ζήνωνος που αναφέραμε. Ανθρωποι μπαίνουν και βγαίνουν
σ’ αυτή τη σκηνή του βίου του και με τους μονολόγους τους συνθέτουν, πλέκουν,
περιπλέκουν «της ζωής του το παιχνίδι» για να θυμηθούμε τον μόλις αποθανόντα
εντελώς, εγκάρδιο φίλο του συγγραφέα, Μ. Ρασούλη. Το μυθιστόρημα θα μπορούσε να
ανήκει στα παλιά επιστολικά θα λέγαμε, αφού οι αφηγήσεις των 10 προσώπων
μοιάζουν με μακροσκελείς επιστολές ή τα θεατρικά μονόπρακτα και στην γραφή του
τον εσωτερικό μονόλογο είδος που άνθισε στη Θεσσαλονίκη.
Σε πρώτη
σκηνή το «Ρεπορτάζ εποχής» σχετικά με το Δράκο του Σέιχ Σου, από τις
εφημερίδες, τα έγγραφα της δικογραφίας, τις προσωπικές αφηγήσεις, τις απολογίες
του. Ακολουθούν οι άνθρωποι των ημερών και των καταστάσεών του με τις
αυθεντικές μαρτυρίες, όπως και θραύσματα από καταθέσεις μαρτύρων στη δίκη. Ηδη
ο αναγνώστης μπαίνει εν συνόψει στην ιστορία. Ακολουθούν τα ανθρώπινα κεφάλαια
της αφήγησης («Κεφάλια στη σειρά» του Θεσσαλονικέως Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου με
τους προσδιοριστικούς τίτλους διήγησης ως ακολούθως:
«Στην
Τούμπα των παιδικών χρόνων», ένα φιλαράκι για την αλάνα, «Η παραδουλεύτρα» μια
γειτόνισσα μιλάει για την μάννα του την Ελένη, «Στο λιμάνι» ένας αχθοφόρος για
τον Μαμούνα όστις και τον διεκόρευσε, του
έκανε τη δουλειά όπως ο ίδιος απολογείται, «Τον καιρό των μεγάλων
ρουφιάνων» ένας παρακρατικός, (έσφιζε απ’ αυτήν την κοινωνική και πολιτική λέρα
η πόλη), γείτονας του Αρίστου για την δράση του. «Στο κρατητήριο» ένας
χωροφύλακας δημοκρατικών φρονημάτων μιλάει για την εποχή. «Αποστροφή της
χαμηλής ζωής» κι ένας αστός της παραλίας για την πόλη. «Το βαρέλι του θανάτου»
και το αφεντικό του Αρίστου στον γνωστό γύρο του θανάτου. «Στην άκρη της ζωής»
η ‘Λολό’ για την πιάτσα και τέλος «Η αμαρτία έχει χρώμα λευκό» μια
τραγουδίστρια για την γνωριμία της με τον Αρίστο.
Η έξοδος
στον τοίχο ή στο άδειο της αβύσσου.
Η αφήγηση
φορές έντεχνα πηγαία και λαϊκή συνάμα στον τρόπο του εκάστοτε αφηγητή, είναι
κατάστικτη από τους τοπικούς ιδιολεκτικούς όρους επί το πλείστον («να σε πω...») αλλά και με το λεξιλόγιο
του υπόκοσμου, της καλιαρντής, της πιάτσας και με τον τούρκικο απόηχο τους, σε
κρατά δέσμιο του τρόπου της με τον οποίο ο σ. μεθόδευσε την αιχμαλωσία σου σε
υψηλές σφαίρες λογοτεχνικής λειτουργίας, η οποία σε απολύει στην σφαίρα του σήμερα
αγανακτισμένο αλλά και συγκινημένο.
Στο
ερώτημα λογοτεχνία ή πραγματικότητας ρεπορτάζ ο σ. απαντάει: Λογοτεχνία. Για να
μπορέσει η καθημερινότητα να γίνει πιο ανεκτή είτε ευδιάκριτη με τη σαφήνεια
του καθαρού λόγου ή στις διαφυγές με τον υπαινιγμό του. Ζήτημα στυλ. Να γίνουν
έτσι πιο ήπιες οι ώρες της απολησμονιάς μας, χαμένοι καθώς θα είμαστε ως
αναγνώστες κι αφημένοι στην παραμυθία της ευεργετικής τέχνης της γραφής και
στις μεταμορφώσεις της ιστορίας με τις μακρινές συγγνωστές ή μη απάτες της.
Τι γίνετε,
λοιπόν, όταν η λογοτεχνία αναλαμβάνει να βάλει, με τον τρόπο της, τα πράγματα
στη θέση τους, τα οποία η συντρέχουσα ιστορία τα έβαλε στην άκρη όπως όπως, τα
κουκούλωσε ή και τα έθαψε εντελώς και μαζί τους η συλλογική ενοχή ενός κόσμου, μιας πόλης, μιας εποχής όπως η νυν
Θεσσαλονίκη και η αλήστου μνήμης τότε. Αμφίσημον το αλήστου και ως αλησμόνητη
και ως δισλησμόνητη. Τότε έχουμε μια πνευματική δημιουργία η οποία
ξεπερνά την καθημερινότητα των συζητήσεων των θεωριών και των εντυπώσεων.
Τι
περιέγραψε λοιπόν ο Θ.Κ.; Τον Αρίστο Π. ή τη Θεσσαλονίκη. Διασχίζοντας αυτή την
πόλη μέσα από το μυθιστόρημα καθώς χώθηκα στας ρύμας και τας οδούς της στην
κυριολεξία στα ενδότερα της ανθρωπογεωγραφίας των ταπεινών, των καταφρονεμένων,
των περιφρονημένων, οι οποίοι ήρθαν στη ζωή είδαν και χάθηκαν, χάθηκα κι εγώ σε
ένα τοπίο δυσανάγνωστης νοσταλγίας αλλά συγκεκριμένης οδύνης.
Ο Θ.Κ.
οδηγεί τον αναγνώστη σιγάθεν στον προορισμό του. Να δεχτεί ο ίδιος την εντύπωση
αρχικά, την αίσθηση ύστερα, τη βεβαιότητα στο τέλος πως εδώ είχαμε έναν άγριο
βιασμό της πραγματικότητας, της δικαιοσύνης, της ανθρωπιάς μέσα από τον
βαθμιαίο ηθικό και σωματικό παρόμοιο, ενός αθώου ανθρωπάκου («ψευτοαλητάκος και μποέμης σίγουρα») που
βρέθηκε φτωχός στη ζωή, μπήκε στη δίνη μιας εποχής, έζησε φτωχότερος κι έγινε
τελικά το εξιλαστήριο θύμα μιας κοινωνίας ψεύτικης, υποκριτικής, φοβισμένης,
θλιβερής εν τέλει. Ετσι φορτώθηκε τη θανατηφόρα νομική αρά με την απλοϊκή
μέθοδο του άρα ήτοι: Ράβδος εν γωνία άρα βρέχει.
(Τα παραπάνω διαβάστηκαν στην παρουσίαση του βιβλίου
που έγινε την Πέμπτη 24 Μαρτίου στην
Κοζάνη και στο Συν./Βιβλιοπωλείο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου