Από το Ομηρικό «Εὐοῖ ὠκύποδα», στο Βαυαρικό σνελ-σνελ!! Από το εγκωμιαστικό και ενθαρρυντικό «εύγε γοργοπόδαρε», στο απειλητικό και αγχωτικό «γρήγορα γρήγορα».
Το Γερμανικό οικονομικό «θαύμα» σε πλήρη εξέλιξη, με τη συνδρομή των Αμερικανικών Κεφαλαίων του σχεδίου Μάρσαλ και την βοήθεια των φθηνών εργατικών χεριών του Ευρωπαϊκού νότου και όχι μόνο. Με την ανάληψη της διοργάνωσης της Ολυμπιάδας, έπρεπε να αποδείξουν οι Δυτικογερμανοί ότι και στο τομέα του πολιτισμού και του αθλητισμού θα ήταν «άριστοι». Ουδείς όμως άτρωτος! Δεν λογάριασαν σωστά, η καλύτερα δεν έλαβαν υπόψη τους την μαχητικότητα των Παλαιστινίων αγωνιστών για εκδίκηση, οι οποίοι χτύπησαν την Ολυμπιακή ομάδα του ΙΣΡΑΗΛ, με αποτέλεσμα ο μήνας αυτός στην ιστορία να καταγραφεί και ως «Μαύρος Σεπτέμβρης», από την ονομασία της οργάνωσης.
Το θέμα μας δεν είναι τα ιστορικά γεγονότα, αλλά η μεταφορά της Ολυμπιακής φλόγας. Ήδη η αφή είχε γίνει στις 26 Ιουλίου στον ιερό χώρο της Ολυμπίας. Είχε σχεδιαστεί να περάσει από τα μέρη μας, δηλαδή μέσω της Εθνικής οδού Λάρισας - Κοζάνης, άρα και από το χωριό μου, το Μεταξά.
Η ευθύνη της χιλιομετρικής κάλυψης με δρομείς, για την περιοχή Σερβίων, άρχιζε από τα όρια του Νομού Λάρισας με τον Νομό Κοζάνης, δηλαδή στα όρια Σαρανταπόρου-Μεταξά (Θεσσαλίας-Δ.Μακεδονίας).
Τα 50 χρόνια, ή καλύτερα ο μισός αιώνας, από τον μακρινό Αύγουστο του 1972, δεν μου επιτρέπουν να θυμηθώ και να περιγράψω με λεπτομέρεια το συντονισμό και την οργάνωση των λαμπαδηδρόμων.
Μας έδωσαν αθλητικό αμάνικο φανελάκι που έγραφε «Μόναχο 1972» και είχε το σύμβολο των Ολυμπιακών Αγώνων. Επίσης φορέσαμε ατσαλάκωτο σατέν σορτσάκι χρώματος μπλε. Καμιά σχέση με αυτά που φορούσαμε στις γυμναστικές επιδείξεις, τους μαυριδερούς και κατωτέρας ποιότητας αλλατζάδες.
Σε ό,τι έχει σχέση με την αθλητική ένδυση και εμφάνιση, εδώ εξαντλήθηκε η γενναιοδωρία των Γερμανών. Γιατί, για κάλτσες και παπούτσια δεν θυμάμαι τίποτα. Ίσως φαντάσθηκαν ότι θα τρέχαμε με γυμνά πόδια όπως οι Αρχαίοι Έλληνες, οι οποίοι όμως δεν έτρεχαν σε καυτή άσφαλτο, ντάλα μεσημέρι αυγουστιάτικα!
Τα ρούχα αυτά τα φύλαγα για πολλά χρόνια αργότερα, και καμάρωνα όταν τα φορούσα και παίζαμε ποδόσφαιρο, ως φοιτητές στο ξερό γήπεδο του Καυτατζογλείου και της Τούμπας!
Οι ηλικίες των λαμπαδηδρόμων ήταν από 17 χρονών και κάτω, γιατί οι τελειόφοιτοι του Γυμνασίου προετοιμάζονταν για τις εισαγωγικές εξετάσεις στα πανεπιστήμια, που ως γνωστόν, τότε γίνονταν τον Σεπτέμβριο μήνα.
Άρχισε η τοποθέτηση των δρομέων ανά χιλιόμετρο περίπου. Όταν μου ανακοινώθηκε ότι εγώ θα έτρεχα από τους πρώτους, δηλαδή μετά το Σαραντάπορο, κάτι ανασκίρτησε μέσα μου, όρθωσα το μέτριο ανάστημα μου, βρήκα το σθένος και το θάρρος, και ζήτησα να τρέξω στην περιοχή του χωριού μου, στο ΜΕΤΑΞΑ.
Το αίτημά μου έγινε δεκτό και πήρα θέση 200 μέτρα πριν τη διασταύρωση Λιβαδερού, ακριβώς στη στροφή του δρόμου, κοντά στην προβάτα (μαντρί) του Χασάπη (Παπακυπαρίου).
Το περιβάλλον αυτό ήταν πολύ γνώριμο και οικείο σε μένα. Λίγο πιο κάτω, στη «Μαβρούτς», είχαμε τσαΐρι (βοσκότοπος), μέρος αγαπητό σε μας τα παιδιά, αλλά κυρίως ποθητό στα πεινασμένα αρνάκια, όσα γλίτωναν το τσιγκέλι του «έμπορα» και προορίζονταν για μελλοντικές «μάνες», για μεγάλωμα του κοπαδιού.
Αυτό το σημείο ήταν η αφετηρία μου και μπορώ να πώ ότι από εκεί αρχίζει… ήπια ανηφορίτσα. Απ’ ό,τι φαίνεται στη φωτογραφία, τη δάδα μου πυροδότησε ο Θανάσης ο Τσαρμανίδης, 2 χρόνια μικρότερός μου, ήταν στη τάξη του αδελφού μου. Γιός του πρωτοπρεσβύτερου τότε και δραστήριου ιερέως, στην ενορία του Αγίου Γεωργίου στα Σέρβια, του μακαριστού παπά Ηλία Τσαρμανίδη.
Ακολουθούσε ένα λεωφορείο, σαν αυτά της αστυνομίας, με ανοιχτές τις πόρτες, για να μαζεύει όσους δρομείς τελείωναν την αποστολή τους. Το ενθουσιώδες χειροκρότημα των παραβρισκομένων χωριανών μου, δεν στάθηκε ικανό να αποτρέψει το άγχος και το στρές που είχα. Τα πόδια μου βάρυναν και το χέρι μου με δυσκολία κρατούσε τη δάδα των 75 εκατοστών και του 1,5 κιλού βάρους περίπου, ανοξείδωτου μετάλλου.
Έτσι ξεκίνησα νωθρά, κάτι που δεν άρεσε στον επιτετραμμένο Γερμανό Αξιωματούχο που ήταν όρθιος στη πόρτα του λεωφορείου για να ελέγχει την όλη κατάσταση. Σήκωσε την ντουντούκα που κρατούσε και με βαριά Βαυαρική προφορά φώναξε «σνελ, σνελ!», δηλαδή «γρήγορα, γρήγορα!». Δεν πολυκατάλαβα το νόημα και τη σημασία των λέξεων και την προτροπή του Γερμανού. Εγώ μάλλον συνέχισα με τον ίδιο ρυθμό, έπιασα το ίσιωμα, πέρασα την πρώτη στάση του ΚΤΕΛ, την πρώτη είσοδο προς το χωριό, δηλαδή το ΕΞΟΧΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ του Τάσιου.
Πλησιάζοντας προς τον Μύλο, προς τη δεύτερη στάση του ΚΤΕΛ, θέση «μάρμαρο» και μεσαία είσοδο στο χωριό, ανέβασα ρυθμό και ένταση γιατί στο μεταξύ, είχε κόσμο και χειροκροτούσε. Δεν ήχησε ξανά η ντουντούκα και σε 200 μέτρα έπρεπε να πυροδοτήσω και να παραδώσω την ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΦΛΟΓΑ στον επόμενο συνάδελφο.
Εδώ δεν υπάρχει φωτογράφος, όπως στην αφετηρία για να απαθανατίσει το γεγονός. Έτσι η μνήμη παραμένει θολή και με κάθε επιφύλαξη, θαρρώ πως άναψα τη δάδα που κρατούσε ο Γιάννης Μαστρογιαννόπουλος, με καταγωγή από το Μικρόβαλτο. Μικρότερός μου κατά ένα χρόνο, αριστούχος μαθητής και αδελφός του Γιώργου. Αυτά τα παιδιά, από τότε είχαν μια αρχοντική ευγένεια, θεωρώ ότι έτσι πορεύθηκαν και αυτό που γνωρίζω είναι η μεγάλη προσφορά τους στην τοπική κοινωνία, σε διαφόρους τομείς. Εύχομαι να είναι πάντα καλά.
Συμπερασματικά, για να αιτιολογήσω και τον πρόλογο, δεν αποδείχθηκα ωκύπους (γοργοπόδαρος). ὠκύς + πούς = ταχύς, γρήγορος στα πόδια!
Η δάδα που φαίνεται στη φωτογραφία, μας δόθηκε ως δώρο και ενθύμιο, ήταν αμεταχείριστη, κυριολεκτικά του «κουτιού». Διακοσμεί το ανακαινισμένο από το σεισμό πατρικό μας σπίτι στο χωριό. Εξιστορεί και λέει, στα εγγόνια μας, τα μυστικά που άκουγε τα καλοκαίρια από τους γονείς των, δηλαδή από τα παιδιά μου και τα ανήψια μου! Καθώς απολάμβαναν το υπέροχο κλίμα του Μεταξά, με τη φροντίδα των παππούδων.
Το ερέθισμα για το ταπεινό αυτό πόνημα χωρίς ίχνος μυθοπλασίας, το πήρα από την περιέργεια των εγγονών μου να ρωτάνε συνέχεια και να διψάνε για ζωντανές ιστορίες και βιώματα των παππούδων, όπως άλλωστε όλα τα παιδιά.
Οφείλω ευγνωμοσύνη στον ερασιτέχνη φωτογράφο Βαγγέλη Πιστόλα του Παναγιώτη και της Βασιλικής, που σαν από μηχανής Θεός εμφανίσθηκε με την παρέα του στην αφετηρία. Οικονομικός μετανάστης, με μεγάλη προκοπή στην Ελβετία, χαρισματικός και πολυτάλαντος άνθρωπος. Διάγει την όγδοη δεκαετία της ζωής του, η σκέψη του και το μυαλό του λειτουργούν παράλληλα με τα καλοκουρδισμένα Ελβετικά ρολόγια.
Επίσης φαίνεται η κυρία Λίτσα, σύζυγος του φωτογράφου, με τον νεαρό Γιάννη στην αγκαλιά. Δίπλα της ο μακαρίτης ο Κώστας ο Βλαχοδήμος, μπατζανάκης του φωτογράφου. Δεξιά ο εξάδελφος του φωτογράφου Δημήτριος Παπαβασιλείου, μας άφησε πρόσφατα και αυτός. Ήταν ο ράφτης του χωριού, άριστος και τελειομανής επαγγελματίας. Όταν μας έπαιρνε μέτρα για παντελόνι, για να βγει τέλειο, δεν ξεχνούσε να ρωτήσει τους άνδρες, για την… επίμαχη περιοχή «δεξιά ή αριστερά;»
Ήμουνα ένας από τους 6000 περίπου λαμπαδηδρόμους. Η φλόγα αφού διήνυσε 5500 χιλιόμετρα, μέσω Τουρκίας και άλλες 5 χώρες, έφθασε στο Μόναχο στις 26 Αυγούστου.
Κατερίνη, Αύγουστος 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου