1) Η έλλειψη συνέχειας
Όταν ανέλαβα υπουργός παιδείας θέλησα να συμβουλευτώ
τους επιφανέστερους σε θεωρία και πράξη γνώστες του δικού μας
εκπαιδευτικού συστήματος. Μεταξύ αυτών και ο ιστορικός Αλέξης Δημαράς.
Μου είπε απλά: πήγαινε στον 5ο όροφο του Υπουργείου
και κοίταξε τις πλακέτες με τα ονόματα όσων διετέλεσαν υπουργοί Παιδείας
αλλά ειδικότερα τη διάρκεια των θητειών τους.
Το συμπέρασμα: Οι υπουργοί παιδείας έχουν πολύ μικρή διάρκεια ζωής. [Δεν σας το εύχομαι – διαπίστωση κάνω]
Δεν αμφισβητώ τις προθέσεις κανενός υπουργού που πέρασε
από αυτό το Υπουργείο. Όλοι το θεωρούμε καθοριστικής σημασίας για τον
πολιτισμό, τη δημοκρατία και την ευημερία του τόπου.
Δυστυχώς με κάθε αλλαγή, όχι κυβέρνησης, αλλά και υπουργού, αλλάζουν και οι πολιτικές.
Είμαστε προσωρινοί. Ακόμα περισσότερο στο Υπουργείο
Παιδείας. Και η ασυνέχεια υπονομεύει το σοβαρό, μακροχρόνιο σχεδιασμό,
σε έναν τομέα που ο σπόρος που πέφτει σήμερα θέλει συνεχή φροντίδα για
να αποδώσει καρπούς μετά από 20-30 χρόνια.
Πως αντιμετωπίζεται αυτό το πρόβλημα;
Δεν αρκούν οι καλές προθέσεις.
Ούτε οι καλές ιδέες.
Ούτε η συνεχής ρητορική σας για αποφασιστικότητα.
Γιατί μπερδεύετε την εικόνα, τονίζω, την εικόνα, της ισχύος, τη λεγόμενη αποφασιστικότητα, με την αποτελεσματικότητα.
Που θέλει χρόνο, έρευνα και ευρύτερες συναινέσεις.
Το αποτέλεσμα της δική σας νομοθέτησης θα είναι γρήγορες,
αλλά επιφανειακές αλλαγές χωρίς προοπτική που εύκολα θα ανατραπούν από
τον επόμενο υπουργό.
Μόνο εάν υπάρξουν ευρύτατες συναινέσεις, ώστε να μην
αλλάζουν τα πάντα ανάλογα με τον υπουργό, μπορούμε να έχουμε σοβαρή
μεταρρύθμιση.
Άκουσα μια πρόταση για διακομματική επιτροπή, εθνικό
συμβούλιο παιδείας. Υπάρχει, το ίδρυσα ο ίδιος προ πολλών ετών. Και τότε
κάλεσα όλα τα κόμματα να συμμετάσχουν, όπως έκανα και στο Υπ.
Εξωτερικών.
Εκεί λειτούργησε το Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, όπου παρά τις όποιες διαφορές γίνεται προσπάθεια να συνεννοηθούμε – το
βλέπω και σήμερα, για παράδειγμα στο Συμβούλιο της Ευρώπης, όπου η
Ελλάδα έχει τώρα την Προεδρία και ο Αναπληρωτής Υπουργός, ο κ.
Βαρβιτσιώτης, καθώς και η επικεφαλής της κοινοβουλευτικής μας
αντιπροσωπείας, η κα Μπακογιάννη, κάνουν ικανή προσπάθεια να
διαβουλευτούν για να διαμορφώσουμε ενιαία γραμμή στα διεθνή μας θέματα.
Στα θέματα της παιδείας όμως τότε, είχε αρνηθεί η ΝΔ
να συμμετάσχει. Και φαίνεται ότι και σήμερα δεν έχει την πολιτική
βούληση για μια, όχι τυπική, αλλά σε βάθος διαβούλευση.
Θα αναφέρω ένα παράδειγμα, που δείχνει ΤΟ πρόβλημα της χώρας, και στο χώρο της Παιδείας.
Μετά από αλλεπάλληλες συνεννοήσεις και εξαντλητικό
διάλογο ψηφίζεται επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ την περίοδο 2009-11 ο νόμος για
τα Πανεπιστήμια με πρωτοφανή συναίνεση. Η ΝΔ, τον είχε ψηφίσει.
Και για να απαντήσω στον κ. Μητσοτάκης, εμείς κάναμε συμβιβασμούς για να υπάρξει συναίνεση.
Παρά ταύτα, μόλις η ΝΔ ήρθε στην κυβέρνηση, ήταν ο πρώτος
νόμος που άλλαξε, υπό το βάρος πελατειακών δεσμεύσεων και προς
ικανοποίηση συμφερόντων και κατεστημένων.
Είναι λοιπόν, ζήτημα αντιλήψεων και νοοτροπιών που δεν
συνάδουν με μια δημοκρατική και συμμετοχική λειτουργία ΤΟ πρόβλημα που
ταλανίζει τη χώρα.
2) Βέβαια, πολλοί ανέφεραν ότι υπάρχουν και σοβαρές ιδεολογικές διαφορές στα θέματα παιδείας.
Συμφωνώ, δεν είναι ουδέτερη η παιδεία.
Αν δεν μπορούμε να ομονοήσουμε στους λεπτομερείς
στόχους της παιδείας μας μπορούμε τουλάχιστον να ορίσουμε ποιο είναι το
πρόβλημα;
Δηλαδή, πριν φτάσουμε στην θεραπεία μπορούμε να ορίσουμε την ασθένεια;
Το έχουν κάνει επανηλλειμένα εξωτερικοί αξιολογητές, μακριά από τις κομματικές μας διελκυστίνδες.
Το 1995 ζήτησα την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού μας
συστήματος από τον ΟΟΣΑ. Επισημαίνει την ανάγκη χρηματοδότησης της
παιδείας, (μια μικρή παρένθεση, στα προγράμματα ανάταξης της οικονομίας
λόγω κορονοϊού, απαραίτητη είναι η γενναία στήριξη της εκπαίδευσης).
Όμως, θεωρεί ότι και τα υπάρχοντα χρήματα δεν αξιοποιούνται σωστά. Χαρακτηριστικά γράφουν:
«Το σχολικό πρόγραμμα συνεχίζει να έρχεται από το κέντρο
και οι διδάσκοντες δεν έχουν περιθώριο για δημιουργική ερμηνεία και
ανάπτυξη αλλά παραμένουν προσκολλημένοι σε αναγνώσματα από τα σχολικά
βιβλία.»
To 2011, η επόμενη έκθεση του ΟΟΣΑ, λέει: «Η Ελλάδα
παραμένει ένα από τα πιο συγκεντρωτικά σχεδιασμένα εκπαιδευτικά
συστήματα στην Ευρώπη, στερώντας το από κάθε ευελιξία, ενώ άλλες χώρες
έχουν προχωρήσει δυναμικά στην αποκέντρωση των εκπαιδευτικών συστημάτων
τους».
Η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, του 2017 (επί ΣΥΡΙΖΑ)
επισημαίνει: «Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι άκρως συγκεντρωτικό με το
κεντρικό κράτος να ασκεί στενότατο έλεγχο σε κάθε πτυχή του».
Κυρίες και κύριοι,
3) Οι συνέπειες αυτού του συγκεντρωτισμού είναι να μην
αναπνέει, να μην έχει οξυγόνο, να πνίγεται η μάθηση, η εκπαιδευτική
διαδικασία, μέσα στις καταιγιστικές πιέσεις μιας κεντρικής
γραφειοκρατίας.
Το νομοσχέδιό σας δεν θεραπεύει κατ’ ελάχιστον αυτή την αποξένωση. Ενισχύει τον διοικητισμό η αγγλιστή το micromanagement.
Σήμερα, ο εκάστοτε υπουργός παιδείας αποφασίζει, μαζί
με την κεντρική γραφειοκρατία, ποιο θα είναι το αναλυτικό πρόγραμμα σε
κάθε σχολείο, σε κάθε βαθμίδα, αποφασίζει για το κάθε βιβλίο και το κάθε
κείμενο που θα διαβαστεί, στα ΤΕΙ που είχαν βασικό ρόλο να συμβάλουν σε
ειδικότητες για την περιφερειακή ανάπτυξη, η κεντρική διοίκηση
αποφάσιζε το αναλυτικό πρόγραμμα με αποτέλεσμα να μην έχει σχέση με την
οικονομική πραγματικότητα της περιοχής.
Η κεντρική διοίκηση αποφασίζει την κάθε προϋπόθεση για
την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αποφασίζει για το πόσοι
φοιτητές θα φοιτήσουν, πόσοι θα μπουν σε κάθε τμήμα, δηλαδή, το κράτος
αποφασίζει τον αριθμό του κάθε επαγγέλματος κάθε χρόνο.
Σκεφτείτε σε μια εποχή που αλλάζουν τα δεδομένα
ραγδαία, κάθε μέρα, τα επαγγέλματα ριζικά αναδομούνται, δημιουργούνται
νέα, πχ βιολογίας και πληροφορικής, νοσηλευτικής και μηχανικής,
πολιτικών μηχανικών και οικονομικών, ή άλλο παράδειγμα, ο μεγάλος όγκος
της δικηγορικής ύλης θα επεξεργάζεται από υπολογιστές με την τεχνητή
νοημοσύνη πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά από το δικηγόρο.
Αλλά εμείς τσακωνόμαστε για το που θα γίνουν ή δεν θα
γίνουν νομικές σχολές αντί να αφήνουμε τα πανεπιστήμια να αναπτύσσουν
δικές τους πρωτοβουλίες για νέα σύγχρονα αντικείμενα στη νομική
επιστήμη.
Αυτό το σύστημα, αγαπητοί συνάδελφοι, μόνο στη Σοβιετική Ένωση υπήρχε.
Και εκεί τουλάχιστον έκαναν κάποιον σοβαρότερο σχεδιασμό.
Μήπως όμως αυτός ο συγκεντρωτισμός ήταν και η καταδίκη τους;
4) Τσακωνόμαστε για το το μάθημα της κοινωνιολογίας.
Το πραγματικό δίλημμα δεν είναι ή Λατινικά ή
Κοινωνιολογία. Και εγώ κοινωνιολόγος είμαι. Και στο μάθημα της
κοινωνιολογίας διδάσκεται βιβλίο με τα εξής κεφάλαια: Δημοκρατία,
Πολίτης και Δικαιώματα, ΕΕ, Μετανάστευση, Παγκοσμιοποίηση, Μέσα
Κοινωνικής Δικτύωσης, Ταυτότητα, Φτώχεια και Ανεργία. Προφανώς θεωρείται
ότι αυτά τα αντικείμενα δεν είναι σοβαρά.
Όμως, δεν σκεφτόμαστε ότι στην ψηφιακή εποχή το ερώτημα – πρόβλημα
είναι λιγότερο το συγκεκριμένο μάθημα. Το ζήτημα είναι αν η
Κοινωνιολογία, τα Λατινικά, τα Αρχαία Ελληνικά, είναι ένα ακόμα βάρος
αποστήθισης και εξετάσεων για τους νέους, ή αν καλλιεργούν τη σπίθα της
περιέργειας, της αγάπης για την έρευνα και μάθηση.
Την κριτική σκέψη.
Φεύγοντας νέος από το ελληνικό λύκειο λόγω δικτατορίας,
συνάντησα στο εξωτερικό συμμαθητές που ήξεραν πολλά περισσότερα για την
αρχαία μας παράδοση.
Γιατί, τι φοβόμαστε; Αν διδάσκαμε πράγματι τους αρχαίους,
τη φιλοσοφία τους, τα θεατρικά έργα του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, την
Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη, τον διάλογο Αθηναίων με τους Μιλήσιους
του Θουκιδίδη, θα διδάσκαμε ιδέες ριζοσπαστικές, ανατρεπτικές, που θα
έκαναν πολίτες κριτικά σκεπτόμενους.
Μήπως αυτό φοβόμαστε; Μια πραγματικά δημοκρατική παιδεία;
Μα και το μάθημα της ιστορίας είναι άνευρο και φοβικό.
Και αυτό αποστήθιση, αντί για κριτική σκέψη. Σαν να θέλουμε να κρύψουμε
από τους νέους τα πραγματικά γεγονότα, διλήμματα, διακυβεύματα,
συγκρούσεις, επιτυχίες αλλά και αποτυχίες της χώρας μας. Όπως τα
παραθέτουν πολλοί αξιόλογοι σύγχρονοι ιστορικοί μας.
Τι φοβόμαστε; Τι πιο ωραίο από το να μπορεί να
διαβάσει ο νέος πολλά βιβλία για την ιστορία της χώρας μας; Η αυτογνωσία
αποτελεί προϋπόθεση για να πάμε μπροστά ως έθνος, αλλά και ο νέος να
μπορεί να αξιολογεί την πληθώρα των πληροφοριών της ψηφιακής εποχής.
Ξαναρωτώ.
Εμείς, τι φοβόμαστε, τι επιδιώκουμε;
Μιλάμε για εκπαιδευτικό εμπιστοσύνης αλλά εμείς οι
ίδιοι, αγαπητοί συνάδελφοι, δεν δείχνουμε καμμία εμπιστοσύνη στην
εκπαιδευτική κοινότητα με τον τρόπο που νομοθετούμε.
Γιατί, κύριοι συνάδελφοι, έχουμε ευνουχίσει την εκπαιδευτική κοινότητα από τη δημιουργική πρωτοβουλία της;
Η ασθένεια αυτή δεν είναι μόνο του εκπαιδευτικού μας
συστήματος. Απλά η ασθένεια αυτή είναι βαρύτερη στον τομέα αυτόν. Μιλάμε
για το 2021. 200 χρόνια ελευθερίας. Ας αποβάλλουμε λοιπόν, την
οθωμανική αντίληψη για την λειτουργία του ελληνικού κράτους.
Μια αντίληψη που λέει, «το κράτος είμαι εγώ, και σου κάνω
χάρη, πολίτη, όταν σε εξυπηρετώ. Στα μάτια μου, ως κράτος, σε βλέπω
πάντα ύποπτο. Και άρα, εγώ θα ελέγχω τα πάντα».
Στο χώρο της παιδείας, αυτή η αντίληψη μεταφράζεται σε
συντεχνιακές και ρουσφετολογικές διευθετήσεις. Παράδειγμα τρανό, η
διάταξη που φέρνεται και ακυρώνεται τις δύο θητείες – όπως έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί; Είναι ζήτημα αρχής; Όχι κυρία υπουργέ, το κάνετε ως ζήτημα συναλλαγής.
Χάρη σε κάποιον ή κάποιους πρυτάνεις. Όπως και το κομματικό ενιαίο ψηφοδέλτιο.
Αυτό είναι το μεταρρυθμιστικό σας παράδειγμα προς την νέα
γενιά; Που θέτει το ζήτημα της αξιοκρατίας ως κεντρικό, όταν αποφασίζει
να μεταναστεύσει;
Εξουσία και αυθαιρεσία.
5) Τι πρέπει να αλλάξει;
Η αλλαγή που χρειάζεται, είναι βαθύτατη αλλαγή νοοτροπίας.
Να δώσουμε ελευθερία για πρωτοβουλία και ευελιξία στο δημόσιο Σχολείο και Πανεπιστήμιο.
Το ψηφιακό σχολείο το οποίο δομήσαμε – Σχολικό
Δίκτυο, e-me, Φωτόδεντρο, την ψηφιοποίηση όλων των βιβλίων, είχε στόχο
να φθάσουμε στο σημείο ακόμα και οι ίδιοι οι καθηγητές ακόμα και οι
μαθητές, να παράγουν διδακτική ύλη. Και πάλι το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο
θα είχε ως μόνη δουλειά να πιστοποιεί τα νέα αυτά περιεχόμενα.
Και βέβαια, ο ρόλος του εκπαιδευτικού ριζικά διαφορετικός.
Αντί της παράδοσης για αποστήθιση, τον θέλουμε μέντορα, καθοδηγητή
ζωής, σύμβουλο για έναν νέο που χαράσσει πια τον δικό του ιδιαίτερο
δρόμο.
Το Ολοήμερο Σχολείο ήθελε αυτό να υπηρετήσει, είχε τρεις στοχεύσεις: πρώτον – η τσάντα στο σπίτι, δεύτερον – βοήθεια στους εργαζόμενους γονείς και τρίτον – ένα ευέλικτο πρόγραμμα στήριξης των μαθητών, αλλά και διεύρυνσης οριζόντων με αξιοποίηση και του τοπικού πλούτου.
Τότε, αγαπητοί συνάδελφοι, τότε η αξιολόγηση έχει και
νόημα. Θέλουμε την κάμερα ως μέσο ελέγχου των κεντρικών μας οδηγιών; Ή
την τεχνολογία ως εργαλείο για καινοτομία, πρωτοβουλία, καλύτερη
μετάδοση γνώσης και στήριξη του εκπαιδευτικού και μαθητή με νέες
πρακτικές ανά την Ελλάδα.
Με το Εθνικό Απολυτήριο θελήσαμε να απελευθερώσουμε και τα σχολεία και τα πανεπιστήμια από τον συγκεντρωτισμό.
Το Εθνικό Απολυτήριο θα ήταν η εγγύηση, πιστοποίηση, ότι ο
μαθητής φεύγει με έναν απαραίτητο κορμό γνώσεων. Ακόμα και εάν τις
απέκτησε με διάφορους μεθόδους. Αποκεντρωμένα και με ελευθερία σε
επιλογή νέων αντικείμενων.
Όσο για το Πανεπιστήμιο – ριζική αποκέντρωση είναι το ρεφρέν.
Είπατε κα Υπουργέ ότι απεμπολείτε εξουσία με το νομοσχέδιο αυτό. Δεν το κάνετε.
Παίρνω παράδειγμα τα ξενόγλωσσα προγράμματα.
Αν είχε αφεθεί όπως ήταν ο νόμος του 2011 σήμερα θα είχαμε χιλιάδες ξένους φοιτητές. Και μαζί νέους πόρους και θέσεις εργασίας.
Επαναφέρετε εσείς την πρόβλεψη αυτή. Αυτονόητο.
Όμως, με αντιφάσεις που αναφέρονται στην Έκθεση της Νομικής Υπηρεσίας της Βουλής.
Αποκλείεται Έλληνες να εισαχθούν στα ξενόγλωσσα
προγράμματα, αλλά αφήνετε πολίτες της ΕΕ. Αποτέλεσμα ή θα εξαιρεθούν οι
πολίτες της ΕΕ ή θα αναγκαστείτε να δεχτείτε Έλληνες καταστρατηγώντας
όμως την πρόβλεψη για δωρεάν παιδεία, αφού υπάρχουν δίδακτρα.
Τι θα κάνετε με τους Έλληνες της διασποράς; Έναν Έλληνα
της Αμερικής, της Νότιας Αφρικής, της Αυστραλίας; Θα αποκλείσετε τον
Ελληνισμό;
Εγώ προτείνω να είναι ανοιχτά για Έλληνες φοιτητές. Αλλά
χωρίς να καταστρατηγήσετε τη Συνταγματική υποχρέωση και την παράδοση της
δωρεάν παιδείας. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες αλλά αν υπήρχε συστηματική
διαβούλευση, λύση θα βρισκόταν.
Αν δεχόμαστε αυτή την αρχή της αυτονομίας των Πανεπιστημίων μας για τα ξενόγλωσσα, γιατί όχι και για όλα τα αντικείμενα τους;
Με την αρχική πρόταση για το Εθνικό Απολυτήριο θελήσαμε να
δώσουμε την ελευθερία στα ΑΕΙ να ορίζουν τα ειδικότερα μαθήματα που
ζητούν για την εισαγωγή.
Προβλέπαμε να εισάγεται ο φοιτητής σε σχολή ή και σε
πανεπιστήμιο, όχι σε τμήμα. Πχ. Εισαγωγή στο Πολυτεχνείο και έπειτα να
διαλέγει το αν θα γίνει μηχανικός, αρχιτέκτονας ή πληροφορικάριος.
Δηλαδή, να μην απαιτείται να αποφασίζει ο νέος στα 14-15 την επαγγελματική του σταδιοδρομία.
Να μπορούν τα ΑΕΙ αυτόνομα να προσθέτουν ή να αλλάζουν ή να συνδυάζουν γνωστικά αντικείμενα και πτυχία.
Και το κεντρικό κράτος;
Να πιστοποιεί ότι το πτυχίο που δίνεται πράγματι ανταποκρίνεται στο επίπεδο που αναγράφεται.
Αποκέντρωση, μεταφορά εξουσίας στην εκπαιδευτική κοινότητα και στην περιφέρεια. Και μαζί, αξιολόγηση και πιστοποίηση.
Αποκέντρωση, απεμπόληση εξουσίας, που δεν σημαίνει όμως και απεμπόληση ευθύνης.
Ευθύνη για σωστή χρηματοδότηση, ευθύνη για σοβαρή
αξιολόγηση, ευθύνη για σωστές υποδομές, ευθύνη για πρόσβαση όλων στην
τεχνολογία, ευθύνη για συστηματική επιμόρφωση, ευθύνη για τήρηση
αξιοκρατικών διαδικασιών παντού, ευθύνη να χτυπηθεί η ανισότητα πχ. Με
επαγγελματική εκπαίδευση ποιότητας, με στήριξη περιοχών, όπως της
Θράκης, των ορεινών ή νησιώτικων περιοχών, ή ενίσχυση στρωμάτων που
έχουν ιδιαίτερα κοινωνικά ή οικονομικά προβλήματα, από τον φτωχότερο,
τον άνεργο, τον μετανάστη, τους Ρομά, τα άτομα με ειδικές ανάγκες.
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Κλείνω λέγοντας ότι, υπάρχουν διαφορές και σοβαρές.
Ο Paolo Freire, με τον οποίον
συνεργάστηκα, και τόσοι άλλοι επισημαίνουν ότι το σχολικό σύστημα μπορεί
από τη μια, να προωθεί την τυφλή αποστήθιση, να φοβάται την
πρωτοβουλία, να τιμωρεί την ελεύθερη σκέψη και αμφισβήτηση, να θέλει
πειθαρχία άνωθεν, και αντί της αυτόνομης προσωπικότητας την εξάρτηση και
τη φοβική υπακοή στην εξουσία.
Ένα βιομηχανικό μοντέλο εκπαίδευσης. Επιβραβεύει τον πιο προσαρμοστικό στα κελεύσματα μιας κατεστημένης αντίληψης.
Μήπως η εμμονή σας για την αναγραφή της διαγωγής, αυτό εκφράζει;
Από την άλλη, το σχολείο μπορεί να καλλιεργεί τη
συνεχή κριτική σκέψη, την επιστημονική μέθοδο αμφισβήτησης, την
δημιουργική πρωτοβουλία, την συνθετική και συλλογική αντίληψη, την
διεπιστημονική και διαθεματική προσέγγιση των μαθημάτων (όπως κάνει η
Φινλανδία), με αυτοπειθαρχία και αγάπη να αποκτά ο καθένας μας γνώσεις
σε όλη την διάρκεια της ζωής του, όχι μόνο επαγγελματικές αλλά και ως
κριτικά σκεπτόμενος και συμμετέχων πολίτης,
«Επιτυχημένος είναι εκείνος ο δάσκαλος που έκανε με το
έργο του τόσο ώριμο το μαθητή του, ώστε εκείνος να μη τον χρειάζεται
πια». (Ευάγγελος Παπανούτσος.)
Αυτή η αντίληψη θα εγγυηθεί μια κοινωνία ανθεκτική
στις μεγάλες προκλήσεις, όπως της πανδημίας, της τεχνολογικής
επανάστασης, και της κλιματικής αλλαγής.
Εσείς διαλέξατε ακόμη μια φορά, να μείνετε στην
συντηρητική πλευρά, εμείς πάντα με την προοδευτική αντίληψη, για τις
μεγάλες αλλαγές στην παιδεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου